Ψάρια στα δίκτυα. Φωτο: lyrasi.blogspot.com
Παραθέτουμε τη λαογραφική εργασία του αείμνηστου Αθανασίου Δημ. Καρύδη με τίτλο “Ψαράδες της Βαλύρας”, δακτυλογραφημένη σε Η/Υ, για να είναι ευανάγνωστη στον αναγνώστη, ο οποίος ενδιαφέρεται να εντρυφήσει στην τοπική παράδοση του όμορφου χωριού μας. Ο γραπτός λόγος παραμένει ατόφιος, και αναλλοίωτος, όπως τον συνέταξε ο αείμνηστος συγγραφέας, χωρίς γλωσσικές, γραμματικές, και/ή συντακτικές παρεμβάσεις, και όπως τον απαθανάτισε φωτογραφικά ο κύριος Ιωάννης Δ. Λύρας, καθηγητής Βιολογίας και Ιστοριοδίφης.
Γλαφυρότατος στο πεζογράφημά του ο αλησμόνητος Αθανάσιος Δημ. Καρύδης, ο οποίος υπηρέτησε ως Στρατιωτικός Συνταγματάρχης στη Θεσσαλονίκη, όπου και δημιούργησε τη δική του οικογένεια, δεν παρέλειψε να αφήσει σημαντικά ιστορικά τεκμήρια για την κοινωνική ζωή και την απασχόληση με την αλιεία στη Βαλύρα, ανασύροντας βαθιά εγχάρακτες μνήμες από την παιδική του ηλικία, έως και την εφηβεία του.
Οι ψαράδες της Βαλύρας αποτελούν μάθημα για τις επόμενες γενιές, όσον αφορά τις θετικές και/ή αρνητικές πρακτικές των προηγούμενων γενεών και τα οφθαλμοφανή αποτελέσματα στη χλωρίδα και στην πανίδα τής Βαλύρας του σήμερα. Ιδιαίτερα αυτή την εποχή, που οι αγρότες επιδίδονται στο τίναγμα της ελιάς και βγάζουν το λάδι τους σε ελαιοτριβεία που δεν διαθέτουν δεξαμενές, δηλητηριάζοντας ασύστολα τη γη μας στον κάμπο του χωριού, καθώς και τον ποταμό της Μαυροζούμενας, ο σοφός λόγος του αείμνηστου Αθανασίου Δημ. Καρύδη είναι επίκαιρος όσο ποτέ άλλοτε. Όμως ας αφήσουμε τον συγγραφέα να μας μυήσει στη φροντίδα και στην προστασία του τόπου μας, μέσα από σωστές διαχρονικά πρακτικές.
Αθανάσιος Δ. Καρύδης. Φωτο: lyrasi.blogspot.com
Ψαράδες της Βαλύρας
Αγαπητοί μου,
Όπως όλοι μας γνωρίζωμεν, το χωρίον μας το περιβάλλουν δύο μεγάλοι ποταμοί, ο Πάμισος, του οποίου οι πηγές ευρίσκονται στις υπώρειες του Ταϋγέτου και εντός του χωρίου Άγιος Φλώρος, και ο Μαυροζούμενος ή Πύρναξ που πηγάζει από την Δυτικήν άνω Μεσσηνίαν , αλλά ούτος δέχεται τα ύδατα και άλλων ποταμών και ρυακίων της Βορείου και Ανατολικής άνω Μεσσηνίας π.χ. δέχεται τα ύδατα της Τσαχώνας, της Αγίας Θεοδώρας τα ύδατα που ρέουν από τα υψώματα Ίσαρη και Χράνων, και από των ποταμών Τράγου και Μαγούλα. Εις τους ποταμούς αυτούς διατηρούνται εν αφθονία χέλια και ψάρια. Εις ποσότητας και ποικιλίας, σε διάφορα μεγέθη και με διαφορετικές ονομασίες. Π.χ. το χέλι- η χελομάνα, οι λέγουδες- κεφαλόπουλα-χαμοσούρτια-τριχόπουλα (κοινώς πρίνος) - λαυράκια -μενίδες - τσιρώνια -σκυλομαρίνες και οι μπάφες. Εκτός των ψαριών υπάρχουν και τα ενύδρια πτηνά, οι πάπιες και τα κολοβούτια, αφθονία λοιπόν!!!
Αγαπητοί μου, από τα παλιά χρόνια οι χωρικοί κατεγίνοντο με το ψάρεμα. Επειδή τα ψάρια και τα χέλια αποτελούσαν εκλεκτή τροφή αλλά και χρήμα προσεκόμιζον οι ψαράδες του χωριού μας και των άλλων κοινοτήτων που ευρίσκοντο εγγύς των ποταμών. Οι ψαράδες ανήκουν σε δύο κατηγορίες εις τους επαγγελματίας και εις τους ερασιτέχνας. Όμως το να γίνης ερασιτέχνης ψαράς εις την εποχή μας είναι πολύ εύκολο, αρκεί να το θέλεις και να προμηθευτείς τα απαραίτητα, και αναγκαία εργαλεία. Τα εργαλεία ταύτα συνίσταντο εις τα εξής.
1) Ένα κατάλληλο μακρύ καλάμι, κατά προτίμηση χοντρό και ίσιο εις την άκρη του οποίου θα δέση ο ψαράς έναν σπάγκο από μπερσίνι για να αντέχει στο βάρος και να προφυλάσσεται από την σύψιν του νερού. Εις το κάτω άκρον του σχοινίου δένεται κατάλληλα μία καβούλα, μία μολυβίθρα και δυο-τρία άγκιστρα.
2) Μία απόχη πλεγμένη από νήμα λιναριού
3) Ένα μαχαίρι
4) Ένα λαδοφάναρο, και το απαραίτητο σακούλι εντός του οποίου τοποθετεί ο ψαράς τα ψάρια.
Εκτός αυτών εχρησιμοποιούντο και άλλα όργανα δια το ψάρεμα. Κοφίνες, κοφίνια πλεγμένα από βούρλο, από καλαμωτά, από δυναμίτη από ψαροβότανο, γαλαζόπετρα και ασβέστη, από βρόχια από κατσόφλομο και το αλεβούρι. Ως αναφορά δια την αλιείαν μικρών χελίων χρησιμοποιούσαν αφάνας από φρούμπι, επειδή μερικά από τα μέσα ψαρέματος είναι δηλητηριώδη έχουν απαγορευθή δια Νόμου. Παρά ταύτα οι πιο παλιοί, αψηφώντας τις συνέπειες του Νόμου, δεν εδίσταζον να τα χρησιμοποιήσουν σε έκταση έτσι που τα τελευταία χρόνια εξηφανίσθησαν τα ψάρια δια να διατηρηθούν μόνον οι λεγόμενες καλακογρίτσες. Εκτός των ποταμών υπήρχε και ο αύλαξ, εντός του οποίου σμήνη ψαριών και χελίων εισήρχοντο εκ του στομίου που είχε επαφή με την λίμνην Δέση. Ώστε όταν ο κάθε χωρικός χρησιμοποιούσε το νερό του αύλακος δια το πότισμα του μπαξέ, και μετά την αποστράγγισιν του νερού να περισυλλέγει αρκετά ψάρια τα οποία παρέσυρεν το νερό από τα ειδικά χαντάκια. Το ψάρεμα του Παμίσου ήτο περισσότερον δύσκολον, λόγω του βάθους και του πλάτους του ποταμού.
Μετά την περιγραφήν του τρόπου και των μέσων ψαρέματος θα επεκταθώ ευρύτερον δια την σημασίαν , και δια τους ανθρώπους που με πάθος και μανία επεδίδοντο εις το ψάρεμα από τα παλιά χρόνια. Όπως γνωρίζομεν όλοι μας, το χωριό μας απέχει 27 χιλιόμετρα από τον Μεσσηνιακό Κόλπο, επειδή όμως περιβάλλεται από δύο ποταμούς, συνιστούν δια τούτο την θάλασσαν του χωριού. Και είναι θάλασσες ο μεν Πάμισος με τα άφθονα νερά του, ο δε Μαυροζούμενος με τις βαθιές και γαλάζιες λίμνες την Δέση, τον Κάκαβο, την πιο επάνω μαύρη λίμνη/ τα Μαρινέϊκα, την Γκεμίνα, του Λαμπράκη, του Μαντά, το Μούλκι, του Στρατή κλπ. Αξιόλογες που στα βαθιά νερά τους βρίκουν άφθονη τροφή, γι΄αυτό εξασφαλίζουν και μονιμότητα αφθονίας ψαριών. Είναι και το γεγονός επειδή στη θάλασσα της Τιβεριάδος όπως ονομάσθη κατά το Ευαγγέλιον η λίμνη της Γεννησαρέτ εις τα παράλια της οποίας ζούσαν κατά την εποχήν εκείνην χωρικοί ασκούμενοι εις το ψάρεμα. Αυτούς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, τους ταπεινούς ψαράδες της γης, διάλεξε ως μαθητάς, αλλά από ψαράδες ιχθύων τους μετέβαλε εις ψαράδες των ψυχών. Δηλαδή ο ψαράς δεν είναι μειονέκτημα - ταπεινός μεν αλλά ωραίος τίτλος.
Τα δύο ποτάμια μας δίνουν μία ιδιαίτερη χάρη και ωραιότητα της φύσεως. Ύστερα από τα ψάρια, υπάρχει το πράσινο των πυκνών λόγγων που υπάρχουν στην διαδρομή του Μαυροζούμενου. Υποχρεωτικά τα μάτια μας πέφτουν και αναπαύονται στις γαλάζιες επιφάνειες των λιμνών, που όταν είναι καλοκαίρι στίλβουν από τις ακτίνες του ηλίου, και γίνονται καθρέφτες της ζωής μας, είναι μαγευτικό το θέαμα. Οι νύχτες, όταν μάλιστα είναι πανσέληνες , με την σιωπή που επικρατεί στην γύρω φύση γεμίζουν τις ψυχές μας με αισθήματα νοσταλγίας και μυστυκότητος. Ποιηταί και ζωγράφοι αν τα επισκέπτοντο θα εμπνέοντο από τα έξοχα αυτά τοπία, χάρις στα φυσικά θέλγητρα που σπρώχνουν την σκέψη κάθε ανθρώπου στον Πανάγαθον Δημιουργόν Θεόν που τόσο ωραία πράγματα εδημιούργησε δια τον άνθρωπο. Εις την περιφέρειαν της Βαλύρας, η ευσέβεια και η πίστη των ανθρώπων της εποχής εκείνης εστιχούργησε ύμνους και θρύλους γύρω από την φαντασία και την ομορφιά του τοπίου. Διάφορα περιστατικά και γεγονότα, το ποτάμι και τις λίμνες του, τα ετραγούδησαν με θρύλους, όπως και σήμερα ακόμη να συζητώνται τα παράδοξα που κάποτε υπήρξαν. Γεμάτοι σφρίγος και ζωή είναι οι ψαράδες. Δια την ευσέβειά τους· έτσι ζούσαν οι αξιοθαύμαστοι αυτοί άνθρωποι. Οι δύο αδελφοί Δημοσθένης και Δημήτριος Καρύδης το πλείστον της ημέρας διέθετον δια το ψάρεμα κατά την κοινήν παροιμίαν που λέγει “ πού τους έχανες και πού τους εύρισκες στο Κάτω και Άνω Μούλκι και στο Σουμανάκι”. Πάντοτε με το καλάμι στο χέρι. Όπως τώρα έτσι και τότε, υπήρχε μία έντονη επιθυμία μεταναστεύσεως δια την Αμερικήν κυρίως, οπότε οι ανωτέρω αδελφοί απεφάσισαν να εγκαταλείψωσι το χωριό και να μεταβώσι εις το νέο κόσμο, στην Αμερική προφανώς να αποκτήσουν χρήματα. Όντως την επιθυμία τους ταύτην την επραγματοποίησαν εν έτη 1907. Οι εναπομείναντες εις το χωρίον φίλοι των ήρχισαν δι΄ επιστολών να τους γράφουν και να τους καλούν να επιστρέψωσι πίσω εις την Πατρίδα, επειδή από την ημέρα καθ΄ήν ανεχώρησαν εις Αμερικήν, τα ψάρια του ποταμού μεγάλωσαν, σε σημείο που έκαναν και μουστάκια, επειδή δεν υπάρχουν εδώ ψαράδες εις το είδος το ιδικόν σας.
Από την πίεση των χωρικών αφ΄ενός υπήκουσαν εις την πρόσκλησιν αλλά και της εν πολέμω ευρισκομένης τότε Πατρίδος τα έτη 1912 και 1913, απεφάσισαν να επιστρέψουν πάλιν εις το χωρίον, και ήτο φυσικώτατον να ξαναρχίσουν το ψάρεμα με μεγαλύτερον φανατισμόν και πάθος.
Μία άλλη όμως αιτία, η επιστράτευση τους υποχρέωσεν αν διακόψουν και αύθις το ψάρεμα διότι επαρουσιάσθησαν εις τον στρατόν, με αποτέλεσμα ο μεν Δημοσθένης λόγω συνθηκών πολέμου να απολυθή εκ των τάξεων το 1920, ο δε Δημήτριος απηλλάγη των στρατιωτικών υποχρεώσεων λόγω του ότι ήτο πρωτότοκος. Έτσι μόνος συνέχισε το κυνήγι του ψαρέματος. Εκτός των ανωτέρω υπήρξαν και άλλοι ψαράδες αξιόλογοι και μανιώδεις, που αντικατέστησαν τους αδελφούς Δημοσθένη και Δημήτριον και ονομάζω εξ αυτών τους κάτωθι:
Οι αδελφοί Αναστάσιος και Ιωάννης Σάγκρης, ο Ιωάννης Μπουζαλάς, ο Ιωάννης Φωτεινός, ο Αριστείδης Δουραμάκος ή Κοπέλλας, ο Παναγιώτης και Νικόλαος Δουραμάκος, ο Ιωάννης Θεοδωρόπουλος ή Δρουμπουλόγιαννης, ο Βασίλειος Μανιάτης, ο Γαλάνης Βασιλόπουλος, ο Τσαμομιχάλης, ο Θωμάς Μελισσουργός, ο Θωμάς Στρατής ή Καρύδης, ο Νικόλαος Βασιλόπουλος ή Μέρλας, ο Γεώργιος Τσιλίκας, ο Αναστάσιος Χαραλαμπόπουλος και πολλοί άλλοι που εγώ δεν τους ενθυμούμαι, αλλά τους εκλιπόντας και τους προαναφερομένους πού διεδέχθησαν τα παιδιά αυτών. Τους μεν Σαγκραίους ο Παναγιώτης, ο Αθανάσιος ως και ο Ευγένιος. Τον Μανιάτη οι υιοί του Νικόλαος και Δήμος κλπ. Με την πορείαν όμως του χρόνου εμυήθησαν εις το ψάρεμα με πιο φανατισμό, εχρησιμοποίησαν περισσότερα και καταστρεπτικώτερα μέσα, για να καταλήξουν εις το επίπεδο μηδέν από ψάρια, έτσι ο μύθος δια το πάθος του πατρός μου Δημοσθένους να ωχριά εμπρός εις την μανίαν των νέων ψαράδων. Οι νεώτεροι ήσαν ο Αθανάσιος Μυλωνάς και νυν Πρόεδρος του Σωματείου των Ψαράδων, ο Γεώργιος Δημόπουλος ή Σιφορούλιας, οι αδελφοί Μήτσος και Σταύρος Τσάμη, και οι υιοί του τελευταίου Ηλίας και Δημήτριος, ο Γεώργιος Αγγελόπουλος, ο Ηλίας Δημόπουλος, ο Αντώνιος Παπαδόπουλος ή Μπεζεντές, ο Ιωάννης Μπόβης ή Καραγιάννης, ο Δημήτριος Στρατής, ο Αθανάσιος Ραμογιαννόπουλος ή Τζουμάνης και άλλοι πολλοί.
Ο αείμνηστος Γρηγόρης Νικ. Μπουρολιάς, που έπιασε το μεγαλύτερο χέλι
της εικοσαετίας, ψαρεύοντας στη Μαυροζούμενα.
Φωτο: κος Χρήστος Π. Παπαγεωργίου
Ανεφέρθην εις τους ολίγους που διετήρησαν την απασχόλησιν του ψαρεύματος και την ανήγαγον εις επάγγελμα μέχρι σήμερον. Είναι τω όντει άξιοι μνείας και οι αείμνηστοι και οι επιζώντες. Η διαφορά των παλαιών από τους νέους έγκειται ότι οι μεν παλιοί ήσαν ολιγαρκείς, ενώ οι νέοι με τα μέσα που εχρησιμοποίησαν κατά εποχάς εξολόθρευσαν τα πάντα· σαν κυκλώνες επιδόθησαν εις το ψάρεμα και εξαφάνισαν το γένος των ψαριών. Το αποτέλεσμα να είναι ταυτόσημο με την παροιμία ότι “του κυνηγού το σπίτι είναι έρημο και του ψαρά παντέρημο”.
Στο τέλος ο ψαράς μένει πάντα με το καλάμι και την καβούλα στο χέρι. Τα γηρατειά και η ανυπαρξία των ψαριών, αλλά και η διαμόρφωση της κοίτης του ποταμού Πύρνακος και ο υφιστάμενος αναδασμός μετέτρεψαν τον ρουν και του ποταμού Παμίσου. Έτσι τους έθεσαν εις αδράνειαν τους καλούς ψαράδες για να βολεύονται κάπου-κάπου με τα κατεψυγμένα ψάρια της Βεγγάζης.
Για κάμποσα χρόνια κατεγινόμην και εγώ με το ψάρεμα και ως ανάμνηση μού έχει μείνει ότι ο γερο-Ντρουμπουνόγιαννης πέραν της 4ης απογευματινής δεν παρέμενεν εις τον ποταμόν, τον συνείχεν ο φόβος των νεραϊδικών και στοιχειών. Πολλοί και διάφοροι υπήρξαν οι κυνηγοί που κατά κάποιον τρόπο εξησφάλιζαν εκλεκτή τροφή. Αλλά ήσαν ξακουστοί και οι παρακάτω εις το λαθραίον ψάρεμα της εποχής εκείνης ψαράδες, όπως ο Διάρος, ο Δαμόγιαννης, ο Σουλιώτης, αλλά και πολλοί μοναχοί της Μονής Βουλκάνου, ο παπα-Στέφανος, ο Γαλατίων, και ο ηγούμενος της Μονής, ο αείμνηστος Δημόπουλος. Πάμπολοι υπήρξαν οι ψαροκυνηγοί, η κάθε εποχή ενεφάνιζε και νεώτερους, όπως τον Θωμά Στρατή, τον Δημήτριο Γκομέση, τον Θεόδωρον Καπότην, τον Μητρόπουλον Αριστομένη, τον Χρήστο Γκούμα και άλλους. Αλλά εκτός των ανωτέρω διεκρίθησαν εις την περισυλογήν καβουριών και γυναίκες, οι αείμνηστες γριά Παναγίνα με τη νύφη της Σταυρούλα Τσάμη. Αύται μετέβαινον εις τους ποταμούς και τα υπάρχοντα ρέμματα, και δεν άφηναν πέτρα για πέτρα τις οποίες ανέτρεπον, με την ελπίδα ότι κάτω απ΄ αυτές θα εύρισκον κάποιο καβούρι, αλλά πολλές φορές αντί κάβουρα ανέσυρον κάποιο νερόφιδο.
Ένας άλλος τρόπος του ψαρεύματος είναι το τρόπος της παγάνας. Δηλαδή 4-5 άνθρωποι με ένα πούργι (κοφίνι) ο καθ΄ ένας πήγαινε σε μία λίμνη, ετοποθετούσαν τα πούργια σε διάταξιν τοιαύτην, δηλαδή εις την εξέλιξη του νερού κάποιας λίμνης εξ ων δύο από την παρέα εστήριζον τα κοφίνια και οι άλλοι με ειδικά κοντάρια ανακάτευαν τα νερά τα οποία εθόλωναν. Υπό τύπον παγάνας προχωρούσαν προς το σημείον που είχαν τοποθετηθεί τα πούργια και όταν προσέγγιζαν ταύτα τα ανασήκωναν και ιδού το θαύμα, εντός αυτών υπήρχαν πολλές οκάδες ψάρια τα οποία (σπούρδαγαν) εντός των πουργίων και η ικανοποίησις των ψαράδων ήτο απερίγραπτα μεγάλη. Ήτο μία πρόσθετος και κοπιώδης εργασία για τον ψαρά, εν τούτοις όλοι οι χωρικοί με ζήλον και χαράν μετέβαινον συχνά για ψάρεμα.
Σήμερον διαπιστώνω πως εξέλιπον οι ελπίδες και μία απογοήτευσις κατέλαβεν του ψαράδες, διότι άκαρποι καταλήγουν οι κόποι των επειδή εστέρρευσαν από νερό τα ποτάμια και ο αύλαξ, με συνέπειαν τα ψάρια να εξαφανιστούν, και να παραμείνουν ως μόνιμοι τρόφιμοι των λιμνών τα ενύδρια πτηνά. Από τα γύρω χωριά και τις μικροβιομηχανίες όλα τα λύμματα εισήλθον εντός των ποταμών και κατέστησαν τούτους αχρήστους. Τουτέστιν δηλητηριάσθησαν. Παρά ταύτα εσείς οι εναπομείναντες, παρά τα χρόνια σας δεν εχάσατε το κουράγιο, ώστε κάθε εποχή να μεταβαίνετε για να ψαρέψετε ό,τι έχει απομείνει. Φτωχοί ψαράδες!!!! Με το καλάμι και το αγκίστρι στο χέρι θα μείνετε σαν μία ανάμνηση παλαιολιθικής εποχής, νέος κόσμος ενεφανίσθη, ο κόσμος της φυγής από τον τόπο του που μεταναστεύει σε άλλες χώρες με σκοπό να κερδίση χρήματα, και εν καιρώ να δημιουργήση μπίζνες. Μα έπρεπε εσείς οι ψαράδες που αντιμετωπίσατε τόσες περιπέτειες και τόσους κινδύνους να τύχετε ειδικής φροντίδος εκ μέρους της Πολιτείας, αλλά και ιδιαιτέρας μνείας. Επειδή τόσα πολλά έχουν λεχθεί κατά καιρούς για τον αείμνηστον πατέρα μου που ήτο ο μοναδικός εις το πάθος του ψαρεύματος, διότι και πρώτος εχρησιμοποίησεν λέμβον εις τον ποταμόν Μαυροζούμενον. Αλλά σιγά – σιγά, όπως όλοι μας γνωρίζομεν, η παλιά γενιά των ψαράδων αδιακρίτως οικογενειών, και όπως φαίνεται τους ηκολούθησαν οι νεώτεροι, αλλά και αυτοί να υποπέσουν εις την αδράνειαν, επειδή δεν υπάρχει η τότε αφθονία ψαριών. Άλλωστε και η παροιμία στην περίπτωση αυτήν λαμβάνει σάρκαν όπως έλεγαν οι παλιοί (φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο) ακόμη μία άλλη παροιμία συμπληρώνει την πραγματικότητα του ψαρά (φάγε κουμπάρε λάχανα ν΄ και τα ψαράκια), εφ΄όσον δεν υπάρχει ούτε δείγμα.
Έγραψα αυτήν την αναδρομή έτσι για να σας θυμίσω ότι όλοι εσείς που ασχοληθήκατε με το ψάρεμα υπήρξατε άνθρωποι αγαθοί και ταπεινόφρονες, αλλά και χωρίς να μειώνω την προσωπικότητά σας φτωχοί. Εν τούτοις διατηρήσατε μεταξύ σας την αγάπη, την καλοσύνη, την πραότητα και την ψυχική γαλήνη. Για τούτο ευελπιστώ ότι ο Θεός θα σας καλύπτη πάντα με τη στοργή Του, γι΄αυτό σας εξομοιάζω με τους ψαράδες της Γεννησαρέτ ότε ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός τους ψαράδες της λίμνης εκείνης τους έκαμε ψαράδες των ψυχών.
Άμα τη λήψει του παρόντος, παρακαλώ συγκεντρωθήτε σε μιά γωνιά του χωριού μόνοι και αθόρυβα διαβάζοντας να αναμνηστήτε και σείς τα παράδοξα που περικλείει το επάγγελμα του ψαρά. Όταν διαβάζω το πεζογράφημα, που ισχνότατα αποδίδω, ελλείψει περισσοτέρων στοιχείων λόγω της μακροχρονίου απουσίας μου, να σταθήτε ευλαβικά δι΄εκείνους που διεδραμάτησαν τον ρόλο της επιβιώσεως κυνηγώντας ψάρια και κατέφευγον πολλές φορές εις την αναζήτησιν εξοικονομήσεως τροφής, αλλά και να βεβαιωθήτε σε ποια στάθμη ηθικής τούς τοποθετώ, λόγω βαθείας εκτιμήσεως, με άλλους λόγους να ξέρετε ότι τα ποτάμια μάς εχάριζον την εκλεκτή τροφή των ψαριών, είναι πηγαί πλουτοπαραγωγικαί σε είδος, και ποσότητες αναγκαίες για την ατομικήν εξυπηρέτησιν. Ας ελπίσω σε μιά προσεχή μου επίσκεψη ότι κάποιος από εσάς τους υπάρχοντας θα δεχθή να με φιλοξενήση με ψάρια ή με χέλι αλλά του φούρνου και/ή με τσιλαδιά!!! Δηλαδή ψάρια μαγειρευμένα.
Γειά χαρά σας.
Με εκτίμηση,
Αθανάσιος Δημ. Καρύδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου