“Μα εγώ πονάω για άλλη, μια γοργόνα στο ακρογιάλι” τραγουδούσε ο Αργύρης όταν έριχνε τα δίκτυα του στα ανοιχτά στη Σέριφο, παιδί μόλις δεκατεσσάρων ετών. Μάταια προσπαθούσε ο θείος του, που ήταν γνωστός και αγαπητός ιερέας στη Χώρα, να τον μεταπείσει να ακολουθήσει το ιερατικό λειτούργημα, γιατί η αλήθεια είναι ότι ο Αργύρης ποτέ δεν έλειπε τις Κυριακές από την εκκλησία. Συχνά καθόταν στο ψαλτήρι και βοηθούσε, ενώ άλλοτε παρέμενε συνέχεια μέσα στο ιερό· στεκόταν όρθιος και αμίλητος καθώς διακονούσε με ευλάβεια τον μακαριστό γέροντα. Πρώτος έπαιρνε τα ευλογημένα πρόσφορα που περίσσευαν και τα μοίραζε στον κόσμο που είχε ανάγκη. Όταν δε ο Κύριος ευλογούσε τα δίκτυα του, ούτε που καν σκεφτόταν τι θα προωθήσει στην αγορά. Πωλούσε λίγα ψάρια, όσα για να βγάζει το χαρτζιλίκι του , τα δε υπόλοιπα τα έδινε στη μητέρα του και τα μοίραζε στη γειτονιά. Μεγάλη χαρά έκαναν οι πάνω και κάτω ρούγες κοντά στο πατρικό του σπίτι.
-Ιερέας να γίνεις Αργύρη μου, που έχεις τόσο μεγάλη αγάπη μέσα στην καρδιά σου. Η αγάπη αυτή είναι ο ίδιος ο Θεός τού έλεγε ο φωτισμένος πατέρας όταν τον εξομολογούσε, αλλά εκείνος είχε πόθο κρυφό βαθιά στα σωθικά του.
Αγαπούσε πολύ μία συμμαθήτριά του, τη Μαριέττα τη γαλανομάτα, πού ήταν η πιο όμορφη γοργόνα της νιότης του, και τον χαιρετούσε χαμογελώντας, όταν τελείωνε με το ψάρεμα και έσερνε τη βάρκα του στην αμμουδιά, θαυμάζοντας τα φορτωμένα δίκτυα του.
Πού την εύρισκες την καλλίκομη Μαριέττα, χειμώνα -καλοκαίρι, με μία μακριά κλαρωτή φούστα έτρεχε στο ακρογιάλι και βουτούσε ατρόμητη στα άγρια νερά, αψηφώντας την οργισμένη θάλασσα και τα τεράστια κύματα.
-Μάρμω τη φώναζε ο Αργύρης, αυτό ήταν το παρατσούκλι της, και την αγαπούσε τρελά, σαν απόκοσμη νύμφη των θαλασσών και των απάτητων βυθών. Ιδίως όταν τον έφθασε ένα καλοκαίρι, κρατήθηκε και ανέβηκε ημίγυμνη στη βάρκα του, μόνο που δεν έχασε ο δόλιος τα λογικά του. Όταν όμως εκείνος δεν συγκρατήθηκε και πλησίασε να γευτεί την αλμύρα στα ροδοκόκκινα χείλη της, παρά τρίχα γλίτωσε και δεν πνίγηκε! Του γύρισε απότομα τη βάρκα ανάποδα και χάθηκε σαν κεραυνός μέσα από τα χέρια του, ορμώντας στα βαθιά νερά.
Πολύ προσπαθούσε κατά καιρούς να την πλησιάσει, αλλά τον καταλάμβανε μέγας φόβος και αμφιθυμία, σκεπτόμενος ότι ο πόθος και το ασυγκράτητο πάθος του θα λεκιάσει ανεπανόρθωτα τόση ομορφιά, κι εκείνη θα τον μισήσει θανάσιμα. Έκανε υπομονή και περίμενε να μεγαλώσουν, να την κερδίσει ένδοξα, να γίνει σύντροφος της ζωής της σε στολισμένη ασπροκκλησιά.
-Εσύ τέκνο μου, τού είπε ένα Σάββατο πριν από τον Εσπερινό ο μακαριστός πατέρας, δεν έχεις το πρόβλημα του πλουσίου που δεν μπορούσε να απαρνηθεί την περιουσία του για να ακολουθήσει τον Κύριο και να κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών. Μία γοργόνα σε κρατεί δέσμιο, ένα αγρίμι της θάλασσας, που δύσκολο μπορεί κάποιος να τη νουθετήσει για να γίνει μία “καλή παπαδιά”.
-Η θάλασσα είναι η μάνα της παππούλη μου, ανταποκρίθηκε με σκυφτό το κεφάλι ο Αργύρης.
-Βέβαια έρχεται και κοινωνά, προσκυνά τις εικόνες, αλλά δεν μπορεί να παραμείνει κλεισμένη μέσα στο σπίτι, όπως τα άλλα κορίτσια, παρατήρησε ο ιερέας.
-Αυτό είναι το πρόβλημα παππούλη μου, αλλά την αγαπώ πολύ και όταν δεν την βλέπω είμαι πολύ δυστυχισμένος. Θέλω να πάω στον στρατό, και όταν απολυθώ να παντρευτούμε αμέσως.
-Ο Θεός να σε φωτίσει παιδί μου, είπε ο γέροντας, και του διάβασε την ευχή.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ο Αργύρης απολύθηκε από τον στρατό. Άνοιξε ένα μικρό ψαράδικο και ψάρευε συστηματικά. Τον έμαθε ο κόσμος στην πάνω πιάτσα και τον εκτιμούσαν για το ήθος και την καλοσύνη του. Όλο το χρονικό διάστημα που εκείνος έλειπε στον στρατό, η Μαριέττα ήταν σκυθρωπή και μελαγχολική και δεν πήγαινε συχνά στην ακρογιαλιά. Για πρώτη φορά έπιασε στα χέρια της βελόνα να ράψει ένα κουμπί, και άρχισε να μαγειρεύει, ανακουφίζοντας τη μητέρα της.
-Είναι ερωτευμένη η γοργόνα μας, έλεγαν πειράζοντάς την οι συγγενείς και οι γειτόνισσες, εκείνη δεν το αρνιόταν, αλλά ούτε παράλληλα εκδήλωνε τα συναισθήματά της. Περίμενε σιωπηλά να απολυθεί από τον στρατό ο αγαπημένος της.
Όταν επέστρεψε ο Αργύρης, ξανάπιασε αμέσως την παλιά του τέχνη. Τότε ήταν που ξελογιάστηκε μαζί η Μαριέττα και σαν παιδούλα έπεσε ξανά στα γαλάζια νερά, πανέμορφη γοργόνα στα δίκτυα του γιαλού.
Μια βραδιά, με Αυγουστιάτικο ολόγιομο φεγγάρι, καθώς εκείνη περίμενε μέχρι αργά να τον δει στον ορίζοντα να επιστρέφει με τη βάρκα του, φίδια την έζωσαν γιατί είχε αργήσει. Σαν όμως φάνηκε το καΐκι να χορεύει στο κύμα, ανείπωτη χαρά φώτισε το πρόσωπό της.
-Δεν έπιασες τίποτα; τον ρώτησε απορημένη, βλέποντας τα δίκτυα άδεια.
-Εκείνος την κάρφωσε κατάματα σαν πεινασμένος σκύμνος, την άρπαξε από το μπράτσο και την κάθισε μέσα στη βάρκα.
-Έλα να πάμε τώρα μαζί για ψάρεμα, εκτός και φοβάσαι, τής είπε προστακτικά και αφόπλισε κάθε αντίστασή της.
Αφού ξανοίχτηκαν στο πέλαγος, πλησίασε αποφασιστικά δίπλα της και τής ψιθύρισε στο αυτί:
-Άκουσέ με Μαριέττα καλά, αυτό που θα σου πω είναι ο τελευταίος μου λόγος.
Ή θα δεχτείς να με παντρευτείς ή θα ανοιχτώ μακριά, να μας παρασύρει το ρεύμα στο πέλαγος. Από τον λόγο σου εξαρτάται αν θα μάς βρουν πνιγμένους ή θα μάς φάνε τα σκυλόψαρα.
Με δάκρυα έπεσε στην αγκαλιά του και η ευτυχία τους ήταν απερίγραπτη.
Θαυμάζοντας την πανσέληνο του Αυγούστου, καθώς μυστικά στόλιζε τούτο το θεσπέσιο ειδύλλιο, εκείνος άφησε σαν απαλό αγέρι στο στήθος της ένα ματάκι της θάλασσας. Πάλευε από το πρωί με μανία να βρει ένα κολλημένο στα βράχια, για να τής το προσφέρει, ως μοναδική σφραγίδα τού έρωτά τους, όταν θα δεχτεί να γίνει γυναίκα του.
Στη Ρακτιβάνειο πτέρυγα του νοσοκομείου της Βούλας στην Αθήνα, νοσηλευόταν με ρευματισμούς και αρθρίτιδα η αείμνηστη Μαριέττα, όταν την πρωτογνώρισα και έμαθα την ιστορία της, το έτος 1990.
-Μόνη σας είστε εδώ κυρία Μαριέττα, δεν έχετε κάποιον συγγενή μαζί σας; ρώτησα.
Ήταν για έναν μήνα μόνη, αλλά με ένα πλατύ χαμόγελο μέχρι τον ουρανό. Κι ο άνδρας μου είναι εδώ, εξήγησε, αλλά δεν τον βλέπεις. Είναι σαν τους ασώματους αγγέλους.
Έφυγε από τη ζωή πέρυσι, τέτοιον καιρό. Παιδιά δεν μάς έδωσε ο Θεός, αλλά έχουμε πολλούς και καλούς συγγενείς. Ο Αργύρης είχε καταπέσει και παραπονιόταν ότι δεν μπορούσε να σηκωθεί, για να πάει να ψαρέψει τη γοργόνα του.
-Και πώς τον παρηγορούσατε κυρία Μαριέττα μου;
-Του φτιάξαμε με μια φίλη μου, η οποία είναι άριστη μοδίστρα, μία υφασμάτινη γοργόνα και τη χώσαμε κάτω από τα σεντόνια του, να τη βρει το πρωί, κατά την ημέρα της ονομαστικής του εορτής, την πρώτη Ιουλίου.
-Χάρηκε;
-Πολύ! Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και την κρατούσε για ώρες αγκαλιά. Τής μιλούσε και κοιτούσε κρυφά να δει πώς θα αντιδράσω, καθώς τής φιλούσε τα μαλλιά!
-Γιατί τα μαλλιά;
-Γιατί είχε δώσει υπόσχεση ζωής να μη φιλήσει άλλη γυναίκα εκτός από εμένα στο στόμα.
-Και πώς αποδήμησε;
-Μερικές ημέρες αργότερα τον πήρε ο Κύριος. Έφυγε σαν πουλάκι. Δεν ξύπνησε το πρωί.
-Εσείς πάντως έχετε σημειώσει πρόοδο, πάτε καλύτερα, είπαν οι γιατροί ότι σύντομα θα επιστρέψετε στο σπίτι σας.
Όταν μετά από ημέρες επρόκειτο να αποχαιρετιστούμε, με κάλεσε κοντά της η αλησμόνητη γοργόνα λέγοντας;
-Έλα εδώ κόρη μου, θέλω να σου δώσω κάτι.
-Α! Όχι κυρία Μαριέττα μου, αυτό είναι το φυλακτό από τον αγαπημένο σας. Δεν μπορώ να το δεχτώ. Την ευχή σας μόνο, αν θέλετε να μου δώσετε την ευχή σας.
-Σε παρακαλώ πολύ παιδί μου, είναι τυχερό φυλακτό. Δεν θέλω να πέσει σε άλλα χέρια. Σε αγάπησα πολύ από τη πρώτη στιγμή που σε είδα. Κράτησέ το για να με θυμάσαι. Είναι όλη μου η αγάπη. Την ευχή μου να έχεις. Σου εύχομαι να πίνεις γλυκό νερό σε φτωχό ποτήρι, με πολλή αγάπη, και όχι δηλητήριο σε χρυσό δοχείο, και να είσαι ευτυχισμένη, όπως ήμουν εγώ δίπλα στον Αργύρη μου.
Κράτησα την αγάπη της αείμνηστης Μαριέττας με δάκρυα στα μάτια, μοναδική ανάμνηση στον χρόνο, και δεν χαθήκαμε όσο ζούσε. Αποδήμησε κι εκείνη στη Σέριφο, στα χέρια αγαπημένων συγγενών της, μερικά χρόνια αργότερα, σε ηλικία 90 ετών.
Ο Θεός να αναπαύει σε γαλάζιους ουρανούς θείων δωμάτων τούς αείμνηστους Αργύρη και Μαριέττα, που τόσο πολύ αγαπήθηκαν.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
27/11/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου