Ντίνος Χ. Καίσαρης ο Καλαϊτζής της Βαλύρας. Φωτο: lyrasi.blogspot.com
-Χρήστο, πού είσαι Χρήστο; γλυκολάλησε από το πέτρινο μπαλκόνι η κυρά Μαρία Παπαγεωργίου τόσο δυνατά , που ακούστηκε μέχρι το προαύλιο του Αγίου Αθανασίου, του πολιούχου της Βαλύρας.
-Τώρα βρε μάνα μου; Μόλις έβαλα γκολ αναφώνησε έντονα διαμαρτυρόμενος ο Χρήστος, κατέβασε το κεφάλι και έτρεξε τάχιστα για να εκπληρώσει την επιθυμία της. Ήταν δέκα ετών ο πρωτότοκος γιος του Παναγιώτη και της Μαρίας Παπαγεωργίου, ο εγγονός της αείμνηστης γιαγιάς Αλεζαγούς, άριστος μαθητής στο σχολείο και πολύ ευαίσθητο παιδί, όπως άλλωστε και τα αδέλφια του, η όμορφη Νίκη με τη λεβέντικη κορμοστασιά και ο μικρός Κώστας, το δελφινάκι της οικογένειας.
-Πάρε αγόρι μου αυτά να τα πας στον καλαϊτζή.
-Σε ποιον καλαϊτζή μητέρα;
-Έχουμε πολλούς; Στον Ντίνο Καλαϊτζή στην Αγία Τριάδα, απάντησε εκείνη, εκτός και εσύ γνωρίζεις και άλλους.
-Πώς δεν γνωρίζω;
-Και ποιους άλλους εσύ γνωρίζεις παρακαλώ; ρώτησε η κυρά Μαρία χαμογελώντας.
- Τον κυρ Αλέξη που μένει στο σπίτι της θείας Αγγελικής Λύρα, απάντησε ο Χρήστος.
-Α! Είναι και ο Αλέξης, αναφώνησε η προκομμένη νοικοκυρά και στη συνέχεια ενθυμούμενη πρόσθεσε: Ο κυρ Αλέξης απουσιάζει, θα ξανάρθει στις αποκριές, τότε που έχει με τα τεντζέρια πολλή δουλειά. Εμείς όμως εδώ στο Μπιζάνι έχουμε τον Ντίνο Καλαϊτζή που μάς τα ετοιμάζει όλα γρήγορα και καλά, εξήγησε η αείμνηστη Μαρία και ο Χρήστος παρέλαβε αναντίρρητα τέσσερες δωδεκάδες μαχαιροπίρουνα για γάνωμα.
-Μη φεύγεις, στάσου! Πρέπει να πας και το μικρό καζάνι που έχει τρυπήσει, είπε βιαστικά η μητέρα του και έτρεξε να το σηκώσει από τη βαριά σιδεροστιά της αυλής. Αφού το τύλιξε σε μία παλιά λινάτσα γιατί ήταν εξωτερικά μαύρο σαν κατράμι από την συχνή χρήση, έχωσε μέσα τα μαχαιροπίρουνα και το παρέδωσε εκ του ασφαλούς στο καμάρι της.
-Να δω πως θα φθάσω έως το σπίτι του Ντίνου με τόσο βάρος, διαμαρτυρήθηκε ο Χρήστος.
-Να το ακουμπάς κάτω, να ξεκουράζεσαι και μετά να συνεχίζεις, τον συμβούλεψε η αυστηρή μητέρα και μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι, προτού εξατμιστεί το νερό και αρπάξει ο κόκορας στον πάτο στο τσουκάλι.
Καθώς περίμενε η κυρά Μαρία τον Χρήστο να επιστρέψει στον δρόμο γιατί είχε αργήσει, βγήκε στο πλατύσκαλο του σπιτιού της η αείμνηστη Κατίνα Τσαγκάρη, η καλή φίλη της, και της είπε χαμογελώντας:
-Σε είδα από το παράθυρο που ζάλωσες τον Χρήστο. Δεν το λυπήθηκες μικρό παιδί να κουβαλήσει τόσο βάρος;
-Ή θα τα λυπόμαστε και θα γίνουν τεμπέληδες ή θα τα κουράσουμε για να γίνουν καλοί και εργατικοί άνθρωποι, απάντησε η Μαρία, που ήταν σίγουρη για τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των τριών τέκνων της.
Στου κυρ Ντίνου την αυλή, στο πέτρινο μικρό αγροτόσπιτο, που ήταν ασπρισμένο και στολισμένο με τα κοράλλια, τα γιασεμιά, τη φτέρη, τις σπαραγγούλες , την αράχνη, το ωραίο φύλλο, τις γαρυφαλλιές και τις τριανταφυλλιές της αείμνηστης μητέρας του , πάνω σε ένα μακρύ ξύλινο πάγκο ήταν ακουμπισμένα και σημειωμένα με μαύρο μολύβι, σε κιτρινισμένο μπακαλόχαρτο, του καθενός τα σκεύη και οι ειδικές παραγγελίες τους.
- Ένας – ένας παιδιά μου πρόσταξε ο αείμνηστος γανωτής, που σχεδόν όλα τα σχολιαρόπαιδα του Μπιζανίου είχαν στήσει ουρά απέξω από την αυλόπορτα, στον δρόμο λίγο πριν από τον ιερό ναό της Αγίας Τριάδος.
-Καλά, πώς οι μανάδες μας συντονίστηκαν έτσι σήμερα , ή μήπως η δασκάλα μας, η κυρία Ευτυχία Κυριακοπούλου τις συμβούλεψε να μας αναθέσουν Σαββατιάτικα εργασία, για να μην έχουμε ούτε μία ημέρα να ξεκουραστούμε από τα σχολικά μαθήματα; βροντοφώναξε ο Χρήστος και παρέσυρε τα αλυσοδεμένα πουλαράκια σε ξέφρενο χορό.
-Μόλις άκουσαν τον γλαφυρό λόγο τού εκφραστικού Χρήστου τα υπό τον “εκπαιδευτικόν ζυγόν” βλαστάρια, άρχισαν να κτυπούν τα κουταλοπίρουνα πάνω στα χάλκινα τσουκάλια και να τραγουδούν τρίγωνα -κάλαντα.
Μέχρι που ο αείμνηστος Θύμιος Γκομέσης, ο μουσικός του χωριού, πετάχτηκε από το πατρικό του σπίτι, βγήκε αναμαλλιασμένος στον δρόμο, για να δει τι ακριβώς συμβαίνει.
-Τι έγινε μάγκες; ρώτησε διερευνητικά τα Μπιζανιώτικα καμάρια. Έχουμε ένα μήνα πριν από τα Χριστούγεννα, κι εσείς από σήμερα ξεκινήσατε τα κάλαντα;
-Τα γέλια έβαλε ο Ντίνος που τους είχε στήσει στη σειρά για να προλάβει να καταγράψει σωστά το όνομα και την παραγγελία τής κάθε νοικοκυράς.
Κι αφού μετά από μία ώρα αποχώρησαν τρέχοντας και χαχανίζοντας τα ξεφορτωμένα σχολιαρόπαιδα, ο Χρήστος δεν έλεγε να επιστρέψει στη μάνα του που ανησυχούσε και παρακολουθούσε επίμονα από το παράθυρο προς τον δρόμο για να φανεί στον κατήφορο.
Πρόσεξε ο Ντίνος ότι δεν έλεγε το παιδί να ξεκολλήσει, αλλά παρατηρούσε με επιμονή τα εργαλεία του, με τα ανοιγμένα διάπλατα μάτια του, και ανασηκωμένα τα παχιά φρύδια του και τον ρώτησε:
-Εσύ Χρηστάκη δεν θα πας στο σπίτι σου που σε περιμένουν;
-Θέλω να δω πώς είναι το επάγγελμα του γανωματή, εξομολογήθηκε ο μικρός μαθητής με μεγάλη περιέργεια.
-Γανωματής γίνεται εκείνος που τον κουράζουν τα γράμματα και αναζητά ένα έντιμο και χρήσιμο επάγγελμα για να βγάζει τον άρτο τον επιούσιο. Εκτός και στέκεσαι εδώ εκ του πονηρού. Θέλεις να μου κλέψεις την τέχνη για να γανώνεις μόνος σου τα τσουκάλια της μάνας σου , να σου δίνει γερό χαρτζιλίκι κι εγώ να χάσω το μεροκάματο, απάντησε χαμογελώντας ο Ντίνος.
- Όχι! Όχι! Να μάθω θα ήθελα πώς είναι το επάγγελμα του καλαϊτζή για να γράψω μία καλή έκθεση στο σχολείο, απάντησε με παιδικό αυθορμητισμό και αβίαστη ειλικρίνεια ο μελετηρός Χρήστος.
-Τότε έχουμε πολλή δουλειά! Πιάσε το σκαμνί και έλα να καθίσεις δίπλα μου.
-Η μάννα σου έστειλε όλα τα μαχαιροπίρουνα της προίκας της. Γιατί τόσα πολλά; ρώτησε ο Ντίνος.
-Τα Χριστούγεννα κάνει διπλή γιορτή για μένα. Με γέννησε 2 Δεκέμβρη το 1955, αλλά παράλληλα γιορτάζω στις 25 του μήνα, “διπλή είναι η γιορτή, διπλός και ο κόσμος και τετράδιπλα τα μαχαιροπίρουνα”, έτσι λέει η μάνα μου.
-Τότε θα φροντίσω σύντομα να τα παραλάβει καλοφτιαγμένα και λαμπερά για τη γιορτή σου, είπε ο έντιμος δούλος του Θεού. Όχι ότι τον άλλων τα σκεύη δεν τα φρόντιζε επιμελώς, όλα σε άριστη κατάσταση τα παρέδιδε. Έσωσε τους Βαλυραίους για σειρά ετών από τις επικίνδυνες δηλητηριάσεις, λόγω της οξείδωσης από τη συχνή χρήση των σκευών μαγειρικής. Όπως ο αείμνηστος πατέρας του Χρήστος, που του δίδαξε την τέχνη του γανωματή, αλλά και ο αδελφός του Τρύφωνας, σε μία εποχή που δεν κυκλοφορούσαν ακόμη τα είδη αλουμινίου και αργότερα τα ανοξείδωτα σκεύη μαγειρικής.
-Και το καζάνι που έχει τρυπήσει, απάντησε ο Χρήστος, γιατί αν δεν έχουν φαγητό να φάνε οι καλεσμένοι τι να τα κάνουν τα μαχαιροπίρουνα;
-Σωστά! Απάντησε χαμογελώντας ο Ντίνος και άρχισε την εργασία.
-Τώρα θα δεις πώς θα αφαιρέσω τη μαυρίλα από το χάλκινο τσουκάλι της Μπουρίκαινας, που το ξέχασε χαλασμένο δέκα χρόνια στο κατώγι και έλεγε να το πετάξει, εξήγησε ο ακούραστος κασσιτερωτής, και ζάρωσε ελαφρά τον αριστερό του ώμο για να παρατηρεί καλύτερα ο Χρήστος.
Αφού ανέμειξε σπίρτο, (υδροχλωρικό οξύ) , αλάτι και νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο) με χώμα, τα ανακάτεψε καλά και άλειψε το τσουκάλι. Στη συνέχεια, με μεγάλες τσιμπίδες κράτησε το σκεύος πάνω από το καμίνι και το ζέστανε. Έπειτα το έτριψε με ψιλή άμμο με ένα γουρνοτόμαρο σε όλη την επιφάνειά του και αφαίρεσε , ως δια μαγείας, τη μαυρίλα και τις πρασινάδες της οξείδωσης. Καθάρισε προσεκτικά το τσουκάλι και αναδείχθηκε η επιφάνειά του. Άπλωσε νησιαντήρι (υδροχλωρικό οξύ ) για να στρώσει καλύτερα ο κασσίτερος ( καλάι στα Τούρκικα), το σκούπισε με χοντρό βαμβακερό ύφασμα και άπλωσε στην επιφάνειά του τον λιωμένο κασσίτερο. Όταν στέγνωσε το καλάι , το έτριψε με παλάσι (καθαρό βαμβάκι) και βούτηξε το σκεύος μέσα σε μία λεκάνη με κρύο νερό για να γυαλίσει .
Ο Χρήστος δεν πίστευε στα μάτια του και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Ούτε που θυμόταν την τσουχτερή βέργα της μάνας του από τη λυγαριά στο κτήμα τους που θα του έκανε μαύρα τα πόδια από τη λαχτάρα της απουσίας του.
-Κατάλαβες τι έκανα; ρώτησε ο κυρ Ντίνος.
-Κατάλαβα! Απάντησε χαρούμενος ο Χρήστος.
-Μπράβο σου και έπεσες σε περίπτωση δύσκολης εργασίας. Αυτό το μείγμα που χρησιμοποίησα εμείς οι γανωματές το λέμε σφάρισμα.
Τώρα θα δεις πώς θα κλείσω την τρύπα στο τσουκάλι της Δημόπλαινας.
Αφού ανέμειξε ο έμπειρος γανωματής 3/4 μολύβι με 1/4 κασσίτερο, το έστρωσε πάνω στην τρύπα με το κουφοκάσι ( ένα ξυλάκι) για να γίνει λείο και το άφησε να στεγνώσει.
-Το κατάλαβες Χρήστο μου;
-Μάλιστα! Απάντησε ο Χρήστος.
-Τώρα θα στρώσουμε το βαθούλωμα στο παλιό χάλκινο ανθοδοχείο της κυρά Ασπασίας που το φυλάει από τα χρόνια της προγιαγιάς της.
Αφού έλιωσε μία χάλκινη ράβδο από κασσίτερο στο καμίνι, την άπλωσε πάνω στο ζεσταμένο ανθοδοχείο και με ειδικό σφυρί κάλυψε το βαθούλωμα. Από κάτω είχε τοποθετήσει ένα ταψί για να μαζεύει τα περισσεύματα από το καλάι.
-Το κατάλαβες αυτό αγόρι μου; έλεγξε ο κυρ Ντίνος.
-Βεβαίως! Αποκρίθηκε ο Χρήστος.
Για να δω τι να σου δείξω τώρα, αναρωτήθηκε ο άξιος δάσκαλος , σκέφτηκε για λίγο και ύστερα τοποθέτησε ένα σκεύος με στραβό στόμιο πάνω στη γαϊδάρα, στο Νάι του. Του έδειξε το ίσιωμα στα πλευρά και το γύρισμα στο χείλος στα ζεσταμένα σκεύη.
-Εκείνη την ώρα χτύπησε η εξώπορτα και εμφανίστηκε η μικρή Μαίρη Δημοπούλου.
-Τον κύριο Ντίνο Καλαϊτζή θα ήθελα είπε.
-Τον Ντίνο Καίσαρη ή τον Καλαϊτζή θέλεις της είπε ο Ντίνος χαμογελώντας. Ήταν η πρώτη φορά που έμαθαν ο Χρήστος και η Μαίρη ότι το επίθετό του δεν ήταν Καλαϊτζής, αλλά Καίσαρης. Εκείνη ντροπιασμένη άφησε γρήγορα το μπακιρένιο ταψί τής γιαγιάς της και έφυγε τρέχοντας.
-Άντε είπε ο Ντίνος, να σου δείξω και τις παλιές χάλκινες κουτάλες της Σφήκαινας , που τις έλαβε ως προίκα το 1900 από τη γιαγιά της, και να σε απολύσω από το μάθημα σήμερα. Είχαν σχεδόν περάσει τέσσερες ώρες!
Ο έμπειρος κασσιτερωτής άλειψε τις κουτάλες με σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ), τις έτριψε με κουρασάνι (τριμμένο κεραμίδι), τις κράτησε με τη τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά, τις άλειψε με νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο) τις σκούπισε καλά με χοντρό βαμβακερό πανί και άπλωσε στην επιφάνειά τους καλάι, ύστερα τις έτριψε με καθαρό βαμβάκι και τις βούτηξε σε κρύο νερό για να στεγνώσει γρήγορα το καλάι και να γυαλίσουν.
-Αυτό το κατάλαβες αγαπητέ μαθητή; ρώτησε ο αείμνηστος καλαϊτζής της Βαλύρας, αλλά ο Χρήστος δεν πρόλαβε να απαντήσει.
Καθώς λαμπύριζαν οι κουτάλες στον ήλιο , το φως αντανακλούσε πάνω στα μάτια του και δεν είδε τη μάνα του που κατέφτασε έξαλλη, διότι δεν είχε δώσει σημεία ζωής για πέντε συνεχείς ώρες και οι φίλοι του δεν τον έβρισκαν.
-Τώρα θα σου δείξω εγώ για να "καταλάβεις", είπε η κυρά Μαρία και εκείνος έντρομος αναπήδησε από το ξύλινο σκαμνί.
-Στάσου Μαριώ φουριόζα! είπε ο Ντίνος και της άρπαξε τη βέργα. Εγώ κράτησα το παιδί για να του κάνω μάθημα που ήθελε για την έκθεση στο σχολείο.
-Τότε να σας δείρω και τους δύο, απάντησε χαμογελώντας κάτω από τα σφιχτά χείλη της η αείμνηστη Μαρία. Να δω τι θα πεις στον πατέρα σου κακομοίρη μου. Δεν μπορούσες να επιστρέψεις μια στιγμή και να μας ενημερώσεις, που αναστατώθηκε το σπίτι μας; Ευχαρίστησε τον Ντίνο και έφυγαν βιαστικά.
-Φάγε και μη κοιτάς το ταβάνι, είπε η κυρά Μαρία, καθώς του έκανε παρέα στο τραπέζι της κουζίνας, εκείνη την ευλογημένη απογευματινή ώρα, πέντε πάρα τέταρτο. Εκείνος όμως δεν έβλεπε. Δυο μπουκιές όλες κι όλες έβαλε βιαστικά στο στόμα του και αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. Ήθελε να σημειώσει, για να μη λησμονήσει στο πέρασμα του χρόνου. “Στούμπος (στρογγυλός σωλήνας) για να ισιώνουμε τους πάτους στα χάλκινα αντικείμενα, αμόνι, ξυλόσφαιρα, τσιμπίδα, ψαλίδι, μυτοτσίμπιδο, σιδερένιο σφυρί, σίδερο καρφοκόπτης”....και τι δεν απαρίθμησε στη μακριά λίστα του στο μπλε τετράδιο, για ένα επάγγελμα που έμελλε να ξεψυχήσει εμπρός στα σκεύη αλουμινίου και στα ανοξείδωτα της εποχής μας.
Είθε ο Κύριος να αναπαύει τους αείμνηστους γανωματές του τόπου μας.
Βιβλιογραφία
-Το επάγγελμα του γανωματή ή καλαϊτζή (16 Μαϊου 2012) στο lyrasi.blogspot.com
-Γανωματής (20 Μαρτίου 2020), στο Arcadia Portal.gr
-Σημειώσεις του κ. Χρήστου Π. Παπαγεωργίου, αθλητικογράφου της ΕΡΤ/ΕΡΑ Καλαμάτας
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
15/11/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου