Σάββατο 16 Απριλίου 2022

Αγίου Γρηγορίου Νύσσης Η Ανάσταση του Λαζάρου και των Σωμάτων των Ανθρώπων

 


                            Η Ανάσταση του Λαζάρου.Φωτο:ekklisiaonline.gr

Ένα μέρος της Ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης στο Άγιον Πάσχα, αναφέρεται στην ανάσταση του Λαζάρου και στην Ανάσταση των σωμάτων των ανθρώπων. Παραθέτουμε το μεταφρασμένο κείμενο από τον Σύλλογο Τυφλών Ελλάδος (orp.gr).

"Να ξέρεις ότι, αν με ρωτήσεις, πώς θα γίνει η ανάσταση των νεκρών από την αρχή των αιώνων, θ’ ακούσεις αμέσως από εμένα˙ πώς αναστήθηκε ο τετραήμερος Λάζαρος; Γιατί είναι προφανές ότι την πληροφορία για τον ένα ο φρόνιμος άνθρωπος θα τη δεχτεί εξίσου και για τους πολλούς. Όταν δεχτείς ότι αυτός που ενεργεί είναι ο Θεός, μη χαρακτηρίσεις τίποτε ως αδύνατο ούτε να νομίσεις ότι ο νους σου μπορεί να καταλάβει τη σοφία του ακατάληπτου. Γιατί και για εκείνον δεν υπάρχει τίποτα το άπειρο και για σένα το άπειρο είναι ανεξερεύνητο.

Θα καταλάβουμε καλά το λόγο αυτόν αν,   προσθέσουμε τον τρόπο της δημιουργίας μας, όχι την πρώτη και παλαιότατη εκείνη δημιουργία μας από το Θεό,   αλλά γι’ αυτήν που στη συνέχεια εκτελείται από τη φύση˙ γιατί είναι ακατάληπτη και απρόσιτη από τον ανθρώπινο λογισμό. Πώς δηλαδή το σπέρμα που είναι ουσία υγρή, άπλαστη κι αδιαμόρφωτη πήζει και γίνεται κεφάλι και αντικνήμια, γίνεται πλευρές στερεές, κάνει τον απαλό και αραιό εγκέφαλο και το κρανίο που τον περιέχει τόσο σκληρό και τραχύ και όλη την πολύμορφη κατασκευή, για να πω με δυο λόγια κα να μη εκτείνομαι επεξηγώντας λεπτομερώς τα επιμέρους; Όπως λοιπόν το σπέρμα που, ενώ στην αρχή είναι άμορφο, παίρνει έπειτα σχήμα και διαμορφώνει όγκους όπως το κατασκευάζει η απόρρητη τέχνη του Θεού, έτσι δε είναι καθόλου ασυμβίβαστο, αλλά πολύ ακόλουθο μάλιστα, η ύλη που βρίσκεται μέσα στους τάφους, που κάποτε είχε συγκεκριμένη μορφή, να ανακαινισθεί πάλι στην παλιά της διάπλαση και το χώμα να ξαναγίνει άνθρωπος, όπως ακριβώς και για πρώτη φορά έλαβε από κει τη γένεσή του.

Ας παραχωρήσουμε στον Θεό τόση δύναμη όση έχει ο κεραμοποιός. Ας σκεφτούμε λοιπόν τι κάνει αυτός. Παίρνει ένα άμορφο κομμάτι πηλού και του δίνει τη μορφή ενός σκεύους, το εκθέτει στον ήλιο για να στεγνώσει και το κάνει στερεό και το έργο του είναι ένα κανάτι ή μια πλάκα ή ένα πιθάρι. Μπαίνει όμως μέσα κάποιος ορμητικά και άτακτα και το ανατρέπει, το ρίχνει κάτω και συντρίβεται και γίνεται αδιαμόρφωτη γη. Ο τεχνίτης όμως αν θελήσει επανορθώνει αμέσως το ατύχημα και ξανακάνοντας πάλι πηλό, ξαναφτιάχνει το σκεύος με την τέχνη του καθόλου κατώτερο από ό,τι ήταν. Και ο κεραμοποιός βέβαια είναι ένα τόσο μικρό κτίσμα της θείας δύναμης, ενώ τον Θεό δεν τον πιστεύουμε όταν υπόσχεται ότι ανακαινίζει τον νεκρό. Σίγουρα αυτά είναι πολύ ανόητα.

Ας δούμε τι μας λέει και το παράδειγμα του σιταριού, με το οποίο ο Παύλος διδάσκει τους ανόητους, λέγοντας˙ «είσαι ανόητος˙ αυτό που σπέρνεις δεν παίρνει ζωή αν πρώτα δεν πεθάνει, και με αυτό που σπέρνεις δε σπέρνεις το σώμα που θα φυτρώσει, αλλά ένα απλό κόκκο είτε σιταριού είτε κάποιο άλλο σπόρο. Και ο Θεός του δίνει σώμα, όπως θέλει».14 Ας εξετάσουμε προσεκτικά πώς γίνεται το φυτό του σιταριού και θα καταλάβουμε το λόγο μου. Το σιτάρι το ρίχνουν στη γη κι αφού σαπίσει με την υγρασία και αφού, θα έλεγε κανένας, πεθάνει, καταλήγει σε μια ουσία σα γάλα, που, αφού πήξει, γίνεται ένα μικρό, οξύ και λευκό κεντρί. Κι όταν μεγαλώσει όσο να προβάλλει από τη γη μεταβάλλεται από το λευκό προς το χλοερό λίγο – λίγο. Έπειτα γίνεται πόα και κόμη των σβώλων κι όταν απλωθεί πάνω σ’ αυτούς και διαδοθεί τρέφει από κάτω πολύκλωνη ως ένα σημείο ρίζα, προετοιμάζοντας το υπόβαθρο για το μελλοντικό βάρος. Και όπως τα κατάρτια των πλοίων συγκρατούνται από παντού με πολλά σχοινιά, για να μένουν σταθερά εξισορροπούμενα με τις αντίθετες έλξεις των σχοινιών, έτσι και οι αποφύσεις της ρίζας σαν τα σχοινιά γίνονται ερείσματα κι αντιστηρίγματα των σταχιών. Κι όταν καλαμώσει το σιτάρι και σηκωθεί και τραβάει προς τα ύψη, ο Θεός το στηρίζει με τα γόνατα και με τους κόμπους, εξασφαλίζοντάς το, όπως ένα σπίτι με αρμοδεσιές, για το βάρος του σταχιού που περιμένει. Έπειτα, αφού η δύναμη φτάσει στο όριό της, σχίζει τον κάλυκα και βγάζει το στάχυ. Εδώ πάλι άλλα μεγαλύτερα θαυμάσια. Σε στοιχισμένες σειρές φυτρώνουν γύρω οι κόκκοι και καθένας από αυτούς έχει ιδιαίτερη θήκη και τελευταία βγαίνουν τα άγανα λεπτά και μυτερά, όπλα, νομίζω, κατά των πουλιών που κυνηγούν τους σπόρους, για να τα τσιμπούν οι μύτες τους και να μη κατατρώγουν τον καρπό. Βλέπεις πόσο θαύμα κρύβει ένας σαπισμένος κόκκος και ενώ πέφτει μόνος, με πόσους σηκώνεται. Ο άνθρωπος όμως δεν παίρνει τίποτε περισσότερο, αλλά παίρνει αυτό που είχε, και γι’ αυτό κι από την καλλιέργεια ακόμη του σιταριού η δική μας ανακαίνιση παρουσιάζεται ευκολότερη.

Από εδώ πήγαινε στην έννοια των δέντρων, πώς κάθε χρόνο ο χειμώνας γι’ αυτά γίνεται θάνατος. Νεκρώνονται δηλαδή τα οπωρικά και πέφτουν τα φύλλα και μένουν ξερά τα ξύλα στερημένα από κάθε χάρη. Όταν όμως έρθει η εποχή της άνοιξης, σκεπάζονται από μια χαρούμενη ανθοβολιά και μετά το άνθισμα έρχεται η σκεπή των φύλλων και τότε ένα πανέμορφο θέαμα και τα βλέμματα των ανθρώπων αποσπά και εργαστήρια δημιουργεί των ωδικών πουλιών που κάθονται πάνω στα λουλούδια, και μια θαυμαστή χάρη ξεσπά εκεί, ώστε πολλοί άνθρωποι άφησαν και σπίτι διακοσμημένο με χρυσό και μάρμαρα θεσσαλικά και λακωνικά και θεώρησαν πιο ευχάριστη τη διαμονή τους κάτω από τα δέντρα. Γι’ αυτό κι ο πατριάρχης Αβραάμ έστησε τη σκηνή του κάτω από τη δρυ,15 όχι βέβαια επειδή του έλειπε το σπίτι, αλλά νιώθοντας χαρά από την οροφή των κλαδιών.

Για να δεχτώ την άποψη αυτή με οδηγεί και η ζωή των ερπετών. Γιατί και εκείνων η ζωτική δύναμη νεκρώνει κατά τη χειμερινή περίοδο και κατά το διάστημα των έξι μηνών κείτονται εντελώς ακίνητα στις φωλιές τους. Όταν όμως έρθει ο ορισμένος χρόνος κι αντιλαλήσει στον κόσμο η βροντή, σαν ένα σύνθημα ζωής ακούοντας το βρόντο, αναπηδούν αμέσως και σα να μην πέρασε τόσος χρόνος εκτελούν τις συνηθισμένες τους ενέργειες. Ποιος είναι αυτός ο λόγος; Ας μου πει ο εξεταστής και γνώστης των ενεργειών του Θεού κι ας με διδάξει πώς επιτρέπει με τη βροντή να σηκώνονται τα φίδια ενώ είναι νεκρά, δεν αφήνει όμως να λάβουν ψυχές οι άνθρωποι, όταν θα αντηχήσει η σάλπιγγα του Θεού από τους ουρανούς, όπως λέει ο λόγος του Θεού˙ «θα σαλπίσει και οι νεκροί θ’ αναστηθούν».16 Και αλλού πάλι λέει σαφέστερα˙ «και θα στείλει τους αγγέλους του με δυνατή φωνή σάλπιγγας και θα μαζέψει τους εκλεκτούς του».17

Ας μην απιστούμε λοιπόν στις αλλοιώσεις και τους ανακαινισμούς. Γιατί ο βίος των διαφόρων φυτών και ζώων, καθώς και των ίδιων των ανθρώπων μας διδάσκει, ότι τίποτε από όσα βρίσκονται μέσα στη φθορά και στη γένεση δε διατηρεί την ταυτότητά του, αλλά αλλοιώνεται και μεταβάλλεται. Και πρώτα αν θέλετε ας δούμε τη μεταβολή μας στα διάφορα στάδια της ηλικίας μας. Ξέρουμε πως είναι το παιδί που θηλάζει. Όταν περάσει λίγος καιρός αποχτά τη δύναμη να μπουσουλά και δε διαφέρει σε τίποτε από τα μικρά σκυλάκια πηγαίνοντας με τα τέσσερα. Κατά το τρίτο έτος σηκώνεται όρθιο και ψελλίζει και ψευδίζει διάφορα λόγια. Έπειτα διορθώνει πια το λόγο του και γίνεται ένα χαριτωμένο παιδί. Από αυτή την ηλικία προχωρεί στην εφηβική και νεανική. Σκεπάζει στην αρχή χνούδι τα μάγουλά του και σε λίγο πυκνή γενειάδα και γίνεται τελείως διαφορετικός. Γίνεται έπειτα δυνατός άντρας, τραχύς κι ανθεκτικός. Όταν περάσουν σαράντα χρόνια, αρχίζει η αντίστροφη πορεία˙ ασπρίζουν τα μαλλιά λίγο – λίγο στο κεφάλι, η δύναμη αρχίζει να εξασθενεί και τελευταία φτάνουν τα γηρατειά, ο τέλειος αφανισμός της ρώμης, γέρνει το σώμα και κλίνει προς τη γη, όπως τα παραξηραμένα στάχια, η λειότητα γεμίζει ρυτίδες και το παλικάρι, που πρώτα αρίστευε, γίνεται πάλι βρέφος που ψελλίζει, που ανοηταίνει, μπουσουλώντας με τα χέρια και τα πόδια όμοια όπως παλιά.

Πώς σου φαίνονται όλα αυτά; Δεν είναι αλλοιώσεις; Δεν είναι μεταβολές επί μεταβολών; Δεν είναι διάφορες ανακαινίσεις που μεταμορφώνουν τη θνητή ύπαρξη και πριν από το θάνατο; Ο ύπνος μας τώρα και η εγρήγορσή μας πώς δε θα γίνει μάθημα για σοφό γι’ αυτό που ζητώ; Γιατί ο ύπνος είναι εικόνα του θανάτου, ενώ η εγρήγορση μίμηση της ανάστασης. Γι’ αυτό και κάποιοι από τους έξω σοφούς ονόμασαν τον ύπνο αδελφό του θανάτου, για τις όμοιες καταστάσεις που δημιουργούνται στα δύο. Και στα δύο επίσης επικρατεί λήθη των περασμένων και άγνοια των μελλοντικών και το σώμα κείτεται αναίσθητο, χωρίς να αναγνωρίζει τον φίλο, να διακρίνει τον εχθρό, παρατηρώντας τους γύρω του, αλλά χωρίς να τους βλέπει, πεσμένο νεκρό, άμοιρο από κάθε ενέργεια, χωρίς να διαφέρει σε τίποτε από όσους κείτονται στους τάφους και τα κιβούρια. Έτσι λοιπόν αν θέλεις λεηλατείς τον κοιμισμένο όπως το νεκρό, του αδειάζεις το σπίτι, τον δένεις και δεν αισθάνεται τίποτε από όσα συμβαίνουν. Λίγο αργότερα όμως, όταν η κατάσταση αυτή διακοπεί και παύσει, σα να έχει μόλις ζωντανέψει, ο άνθρωπος σηκώνεται και έρχεται λίγο – λίγο σε αίσθηση του εαυτού του και των πραγμάτων, ανακτώντας βαθμιαία τις ενεργητικότητές του, σα να παίρνει ψυχή με το ζωντάνεμα της εγρήγορσης. Αν τώρα, ενώ υπάρχει και ζει ακόμα το ζώο, του συμβαίνουν στη ζωή του νύχτα και μέρα τόσες εκστάσεις, αλλοιώσεις, μεταβολές, λήθες, μνήμες, είναι πολύ ανόητο και εριστικό να μην πιστεύουμε στον Θεό που υπόσχεται τον έσχατο ανακαινισμό και που έκανε και την πρώτη πλάση μας.

Εκείνο όμως που κυρίως αποστομώνει αυτούς που προβάλλουν αντιρρήσεις και τους προδιαθέτει να δείξουν απιστία, αυτό προ πάντων είναι, νομίζω, η ιδέα ότι τα σώματα αφανίζονται ολότελα. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν αφανίζονται εντελώς, αλλά διαλύονται σ’ αυτά από τα οποία έχουν συντεθεί και υπάρχουν, δηλαδή στο νερό, στον αέρα, τη γη και τη φωτιά. Με το να παραμένουν τα πρωτότυπα στοιχεία και με το προσχωρούν σ’ εκείνα όποια προέρχονται από αυτά μετά τη διάλυση, μέσα στα γενικά σώζονται και τα μερικά. Για το Θεό είναι πανεύκολο να δημιουργεί από το μηδέν (γιατί έτσι δημιουργήθηκαν τα πάντα στην αρχή), και είναι βέβαια πολύ ευκολότερο και δυνατότερο να δημιουργεί από αρχικά στοιχεία που ήδη υπάρχουν. Ας μην αφαιρέσουμε λοιπόν από τους ανθρώπους την καλή τους ελπίδα, την επανόρθωση της ασθένειάς μας και τη δεύτερη θα έλεγα γένεση την απαλλαγμένη από θάνατο, κι ας μην προσβάλομε από υπερβολή φιληδονίας την καλοπροαίρετη και φιλάνθρωπη υπόσχεση του Θεού. Εγώ έχω τη γνώμη ότι οι αντίθετοι στο θέμα αυτό είναι σύντροφοι της κακίας κι εχθροί της αρετής, λάγνοι και πλεονέκτες, που δεν συγκρατούν τα μάτια, την ακοή και την όσφρησή τους κι απολαμβάνουν την ηδονή που έρχεται σ’ αυτούς από όλες τις αισθήσεις. Επειδή όμως ο λόγος της ανάστασης έχει μπροστά του την κρίση κι ακούν τα ιερά βιβλία να κηρύττουν ρητά, ότι δεν είναι η ζωή μας ανεύθυνη (αλλά, όταν ανακαινισθούμε για τη δεύτερη ζωή μας, θα σταθούμε όλοι μπροστά στο βήμα του Χριστού, ώστε με κριτή εκείνον να λάβουμε τις αμοιβές που μας αξίζουν για το βίο μας, επειδή καταλαβαίνουν ότι έχουν κάνει πράξεις αίσχιστες και άξιες για πολλές τιμωρίες, από μίσος της κρίσης διαγράφουν και την ανάσταση, όπως οι δόλιοι δούλοι που διασπάθισαν την περιουσία του κυρίου τους και σχεδιάζουν θάνατο και εξόντωση του κυρίου τους, κάνοντας κούφιες φαντασίες σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Κανένας όμως από τους φρόνιμους δεν κάνει αυτή τη σκέψη˙ ποιο είναι το όφελος από τη δικαιοσύνη και την αλήθεια και την καλοσύνη κι από κάθε καλό, για ποιο λόγο μοχθούν και ζουν οι άνθρωποι βίο ενάρετο, χαλιναγωγώντας την ηδονή του φαγητού κι αγαπώντας την εγκράτεια, παίρνοντας λίγο μόνο ύπνο, αντιμετωπίζοντας το κρύο και τη ζέστη, αν δεν υπάρχει ανάσταση; Ας προσθέσομε αυτά τα λόγια του Παύλου˙ «ας φάμε κι ας πιούμε˙ γιατί αύριο πεθαίνομε».18

Αν δεν υπάρχει ανάσταση, αλλά το τέλος της ζωής μας είναι ο θάνατος, διάγραψε κατηγορίες και ψεγάδια, δώσε απεριόριστη εξουσία στο φονιά, άφησε το μοιχό να επιβουλεύεται φανερά τους γάμους, ας διασκεδάζει ο πλεονέκτης με τα ξένα, ας μη διακόπτει κανένας τον υβριστή, ας καταπατεί συνεχώς τον όρκο του ο επίορκος, γιατί και τον πιστό στον όρκο του τον περιμένει θάνατος. Ο άλλος ας λέει όσα ψέματα θέλει, γιατί δεν υπάρχει κανένα κέρδος από την αλήθεια, κανένας να μην ελεεί το φτωχό, γιατί η ευσπλαχνία δεν έχει αμοιβή! Οι σκέψεις αυτές προκαλούν σύγχυση χειρότερη από του κατακλυσμού, διώχνουν κάθε λόγο σωφροσύνης και ενισχύουν κάθε σκέψη μανιακή και ληστρική. Αν δεν υπάρχει ανάσταση, δεν υπάρχει ούτε κρίση, και αν δεν υπάρχει κρίση, χάνεται μαζί και ο φόβος του Θεού. Κι όπου ο φόβος δε σωφρονίζει, εκεί χορεύει ο διάβολος μαζί με την αμαρτία. Πολύ κατάλληλο γι’ αυτούς έγραψε ο Δαβίδ εκείνο τον ψαλμό˙ «είπε μέσα του ο ανόητος˙ δεν υπάρχει Θεός˙ έχουν διαφθαρεί και μισήθηκαν για τις πράξεις τους».19 Αν δεν υπάρχει ανάσταση, είναι μύθος ο Λάζαρος κι ο πλούσιος και το φριχτό χάσμα και η ακατάσχετη φλόγα της φωτιάς και η φρυγμένη γλώσσα, η τόσο ποθητή σταγόνα του νερού και το βρεγμένο δάχτυλο του φτωχού.20 Είναι προφανές ότι όλα αυτά προεικονίζουν τη μελλοντική ανάσταση. Η γλώσσα βέβαια και το δάχτυλο δε θεωρούνται μέλη της ασώματης ψυχής, αλλά μέρη του σώματος. Κι ας μη νομίζει κανένας ότι αυτά έχουν πραχθεί ήδη, αλλά αποτελούν μια προαναφώνηση για το μέλλον. Θα γίνουν τότε όταν η μεταμόρφωσή μας, δίνοντας ψυχή στους νεκρούς, θα αναστήσει καθέναν για να αντιμετωπίσει όσα έχει πράξει στη ζωή, και θα είναι σύνθετος όπως και πρώτα, αποτελούμενος από σώμα κι από ψυχή.

Ο θεοφόρητος πάλι Ιεζεκιήλ21 και θεωρός των μεγάλων οπτασιών προς ποια σκέψη κατευθυνόταν, όταν έβλεπε το μεγάλο κι εκτεταμένο εκείνο πεδίο το γεμάτο από ανθρώπινα οστά, για τα οποία έπαιρνε εντολή να προφητέψει; Κι ευθύς έντυσαν τα οστά σάρκες κι ενώ ήταν αποσυνδεμένα και πεταμένα άτακτα, άρχισαν να συνάπτονται με τάξη και αρμονία. Ή είναι πρόδηλο, ότι με τους λόγους αυτούς μας δίνει σοβαρή ένδειξη για την αναβίωση της σάρκας αυτής; Εγώ νομίζω ότι όσοι αμφισβητούν το λόγο αυτό δεν είναι μόνο δυσσεβείς, αλλά και παραπαίουν. Γιατί ανάσταση, αναβίωση και μεταμόρφωση και όλα τα παρόμοια ονόματα οδηγούν τη σκέψη των ακροατών στο σώμα που υπόκειται στη φθορά. Η ψυχή δηλαδή, εξεταζόμενη αυτή καθεαυτή, δε θ’ αναστηθεί ποτέ, επειδή ούτε πεθαίνει, αλλά είναι άφθαρτη και   ανόλεθρη, κι ενώ είναι αθάνατη, έχει θνητό αυτό που τη φέρνει σ’ επαφή με τα πράγματα και γι’ αυτό κοντά στο δίκαιο κριτή τον καιρό της απόδοσης των ευθυνών θα ενοικήσει πάλι στο συνεργό της, για να δεχτεί τις τιμωρίες ή τις τιμές από κοινού μ’ εκείνο. Ή καλύτερα, για να γίνει ο λόγος μας συνεπέστερος λογικά, ας εξετάσουμε το πράγμα ως εξής. Τί λέμε πώς είναι ο άνθρωπος; Και τα δύο αυτά μαζί ή το ένα από τα δύο; Είναι όμως προφανές, ότι το ζωντανό ον χαρακτηρίζεται από τη συζυγία και των δύο. Δεν έπρεπε σε πράγματα αναμφισβήτητα και γνωστά να μακρύνομε το λόγο.

Αν αυτό είναι έτσι, ας σκεφτούμε και αυτό επιπλέον˙ Ποιο από τα δύο; Όσα πράττουν οι άνθρωποι, μοιχεία, λόγου χάρη, φόνο, κλοπή και κάθε τι που έχει σχέση με αυτά ή πάλι το αντίθετο σωφροσύνη, εγκράτεια και κάθε ενέργεια αντίθετη με την κακία, αυτά λέμε πως είναι αποτελέσματα και των δύο, ή περιορίζουμε τις πράξεις στην ψυχή; Αλλά κι εδώ είναι η αλήθεια προφανής˙ πουθενά η ψυχή δεν επιχειρεί την κλοπή ούτε υψώνει τείχος χωρισμένη  από το σώμα ούτε πάλι μόνη της προσφέρει ψωμί στον πεινασμένο ούτε δίνει νερό στο διψασμένο ούτε πηγαινοέρχεται ακούραστη στο δεσμωτήριο για να περιποιηθεί τον ταλαιπωρημένο, αλλά σε κάθε πράξη προχωρούν ενωμένα το ένα με το άλλο (ψυχή και σώμα) κι αποτελειώνουν από κοινού ό,τι κάνουν. Πώς λοιπόν ενώ αυτά έχουν έτσι και συμφωνείς ότι θα γίνει κρίση για τις πράξεις της ζωής μας, αποσπάς το ένα από το άλλο κι ενώ όσα έχουν πραχθεί είναι κοινά, περιορίζεις τη δίκη για την ψυχή μόνο; Αν όμως γίνει κανένας ακριβοδίκαιος δικαστής των ανθρώπινων σφαλμάτων κι εξετάσει με προσοχή από πού φυτρώνουν οι πρώτες αιτίες της αμαρτίας, θα βρει ίσως ότι πρώτο που ατακτεί και κάνει παραβάσεις είναι το σώμα. Γιατί πολλές φορές, ενώ η ψυχή είναι ήρεμη και γαλήνια και ατάραχη, ρίχνει το βλέμμα εμπαθές σε όσα ήταν καλύτερο να μην τα δει και παραπέμποντας στην ψυχή τη νόσο του, μεταβάλλει την ησυχία σε χειμωνιά και τρικυμία. Επίσης τα αυτιά όταν ακούσουν κάποιους λόγους απρεπείς κι ερεθιστικούς σαν με κάποιους σωλήνες εκβάλλουν στους λογισμούς το βόρβορο της ταραχής και της ακοσμίας. Μερικές φορές και η μύτη με την όσφρηση και τους ατμούς εισάγοντας μεγάλα και αθεράπευτα κακά διαθέτει ανάλογα τον μέσα μας άνθρωπο. Μπορούν και τα χέρια με την επαφή τους να αποδυναμώσουν τη στερεότητα της ισχυρής ψυχής. Κι έτσι προχωρώντας λίγο – λίγο κι εξετάζοντας βρίσκεται το σώμα να είναι υπεύθυνο των πολλών αμαρτιών.

Υποφέρει όμως και τους κόπους για την αρετή και μοχθεί στους αγώνες για τα καλά, όταν κομματιάζεται από τα ξίφη και από τη φωτιά καίγεται και ξεσκίζεται από τα μαστίγια και το βαρύνουν οδυνηρά δεσμά και υπομένει κάθε κακοποίηση, για να μην προδώσει την ιερή φιλοσοφία, σαν μια πόλη που περικύκλωσαν το ωραίο κάστρο της οι πολεμιστές της κακίας. Αν λοιπόν συμμερίζεται το μόχθο των κατορθωμάτων της ψυχής και στα αμαρτήματα δεν εγκαταλείπεται, από πού αφορμάσαι κι οδηγείς στο δικαστήριο την ασώματη ψυχή μόνη; Ο λόγος αυτός δεν ανήκει βέβαια ούτε σε δίκαιους ούτε σε φρόνιμους. Αν έσφαλε μόνη και γυμνή, να την τιμωρήσεις μόνη, αν όμως είχε φανερό συνεργό, δε θα τον αφήσει ο κριτής που είναι δίκαιος. Εγώ ακούω να το λέει κι αυτό η Γραφή, ότι στους καταδικασμένους θα επιβληθούν δίκαιες τιμωρίες,22 φωτιά και σκοτάδι και σκουλήκι. Όλα αυτά είναι τιμωρίες των συνθέτων και υλικών σωμάτων, ενώ την ψυχή καθεαυτή δεν θα την άγγιζε ποτέ φωτιά ούτε το σκότος θα της προκαλέσει λύπη, αφού δεν έχει μάτια, τα όργανα όρασης. Τί να κάνει και το σκουλήκι που τρώει τα σώματα όχι το πνεύμα; Και γι’ αυτό με τους συνετούς αυτούς συλλογισμούς οδηγούμαστε από παντού στην αποδοχή της ανάστασης των νεκρών, που στους ορισμένους καιρούς θα πραγματοποιήσει ο Θεός, βεβαιώνοντας με έργα τις ίδιες του τις υποσχέσεις.

Ας πιστέψουμε λοιπόν σ’ αυτό που λέει˙ «θα σαλπίσει και οι νεκροί θ’ αναστηθούν».23 Και πάλι˙ «έρχεται ώρα, οπότε όλοι όσοι είναι στα μνήματα θ’ ακούσουν τη φωνή του και θα βγουν από αυτά, για να πορευτούν σε ανάσταση ζωής όσοι έπραξαν αγαθά, και σε ανάσταση κρίσης όσοι έπραξαν τα φαύλα».24 Γιατί δεν υπόσχεται μόνο, αλλά με τα έργα που πραγματοποιεί καθημερινά, διδάσκει καθαρά ότι είναι παντοδύναμος˙ ούτε όταν δημιουργούσε στην αρχή κουράστηκε ούτε όταν μας μεταμορφώσει, θα του λείψει η σοφία. Ας δούμε τα τωρινά και δε θα δυσπιστήσουμε για τα μελλοντικά. Γιατί κάθε ενέργεια του Θεού προκαλεί τώρα κατάπληξη και πολύ κι ανέκφραστο θαυμασμό, όταν διαπιστώσουμε ότι τα χαρακτηριστικά των πατέρων και των προγόνων κληρονομούνται ακριβώς στις μορφές των απογόνων και τα παιδιά γίνονται εκμαγεία των προπατόρων. Και τότε κορυφώνεται η έκπληξή μου για την πάνσοφη τέχνη του αριστοτέχνη Θεού και σωτήρα μας, πώς δηλαδή οι μιμήσεις των αρχετύπων, που ούτε υπάρχουν ούτε φαίνονται, δημιουργούνται κατά τρόπο μυστήριο και απόρρητο και αναπλάθονται εγείροντας με την ενέργεια των αρχετύπων διαφορετικούς τους νεκρούς. Αλλά πολλές φορές σ’ ένα σώμα εξεικονίζονται και πολλών μαζί προσώπων τα ιδιαίτερα γνωρίσματα˙ η μύτη του πατέρα, τα μάτια του παππού, το βάδισμα του θείου, η ομιλία της μητέρας και ένας άνθρωπος θεωρείται σαν ένα φυτό που δέχτηκε επιδράσεις από πολλά δέντρα και καρποφορούν μύρια είδη οπωρικών για όσους τα αγαπούν.

Όλα αυτά είναι άξια θαυμασμού, αλλά αγνοούμε πως γίνονται, ενώ τα ενεργεί ο δημιουργός όπως ξέρομε με μεγάλη ευκολία. Είναι όμως παράλογο και μαρτυρεί μεγάλη αμάθεια να δεχόμαστε ότι παρουσιάζονται στα σώματα που τώρα γεννιούνται καθημερινά τα γνωρίσματα των σωμάτων που έχουν σαπίσει και φθαρεί ότι και τα ξένα γνωρίσματα μεταβαίνουν σε άλλα σώματα, να μην παραδεχόμαστε όμως τα δικά τους και ιδιαίτερα γνωρίσματα ότι ανανεώνονται και ξαναζούν σ’ αυτούς που κάποτε τα είχαν δικά τους, αλλά αντίθετα να τα αρνούμαστε και να φιλονικούμε και να νομίζουμε την υπόσχεση μύθο και όχι πρόταση λογική εκείνου που σ’ όλο το φαινόμενο τούτο κόσμο έδωσε ύπαρξη και τον διακόσμησε όπως θέλησε. Εμείς όμως έχουμε πιστέψει στην ανάσταση κι αναπέμπουμε δοξολογία στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ                            

14.Γεν. 13.18

15.Α΄Κορ. 15, 36-37

16.Ματθ. 24,31

17.Ματ.24,31

18.Α΄Κορ. 15,32

19.Ψαλμ. 13,1

20.Λουκ. 16, 19-31

21.Ιεζ. 37, 1-14

22.Μαρκ. 9,48.Ματθ. 8, 12.Σοφ. Σειρ. 7,17

23.Α΄Κορ. 15,52

24.Ιω. 5, 28-29

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη, Ελένης Χρήστου.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

16/4/2022


 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου