Απρίλη τον λένε από το λατινικό aperire, που σημαίνει ανοίγειν, γιατί τον ξανθό Απρίλη όλη η φύση ανθίζει, παράλληλα στη νεοελληνική λαογραφία είναι μήνας Αηγιωργίτης και Λαμπριάτης, αφού το Πάσχα κατ΄εξοχήν πέφτει κατά τον μήνα Απρίλιο.
Ο Απρίλης αρχίζει θρησκευτικά με την εορτή της Αγίας Μαρίας Αιγυπτίας, η οποία δάμασε στην Έρημο ,στην απομόνωση για 37 χρόνια, το πάθος της, που σημαίνει για εμάς τους χριστιανούς, τιμώντας τη μνήμη της Αγίας, να απέχουμε από την εκπόρνευση του σώματος και της ψυχής μας ( Συν.Α. Νικοδ. Αγιορ., μήν Απριλ. ,σελ.165-166).
Ακολουθούμε παράλληλα και το αρχαίο έθιμο της πρωταπριλιάς, το οποίο εισήγαγαν στην Ελλάδα οι σταυροφόροι , όπως εικάζουν οι ιστορικοί. Στη Γαλλία γιόρταζαν την πρωτοχρονιά την 1η Απριλίου. Όταν άλλαξε το ημερολόγιο, οι περισσότεροι υιοθέτησαν την 1η Ιανουαρίου ως αλλαγή τους έτους, κάποιοι άλλοι παρέμειναν πιστοί στο παλιό ημερολόγιο. Αυτούς που παρέμειναν πιστοί τούς κορόιδευαν και τους έστελναν ψεύτικα δώρα την πρώτη του Απρίλη (Νεοτ. Εγκ.Λεξ. Ηλίου. Τομ. 3).
Με τα πρωταπριλιάτικα γελάσματα αστειευόμενοι, παρασύρουν οι επιτήδειοι τους ανύποπτους και αφηρημένους, οι οποίοι ευπιστούν και γίνονται καταγέλαστοι ή υποβάλλονται σε δοκιμασίες και κόπους αξιομνημόνευτους.
Νάσου ο Βασίλης ο καλοθελητής.
-Καλημέρα Γιαννούλα.
-Καλημέρα σου, απάντησε εκείνη, συνεχίζοντας τη δουλειά της.
Ο καλοθελητής κοντοστάθηκε ,και άρχισε να μιλάει στον αέρα.
-Δεν μπορώ να το πιστέψω βρε παιδί μου, κοντεύει να σπάσει το κεφάλι μου. Δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η μοίρα!
-Τι έγινε ανάθεμα σε και σκούζεις έτσι; ρώτησε η Γιαννούλα.
-Ο Αριστείδης, χθες το απόγευμα, έμεινε μέσα στο μπακάλικο όρθιος , από την καρδιά του!
-Τι λες τρομάρα σου; είσαι με τα καλά σου;
-Αυτό που σου λέω, κρίμα είναι νέο παιδί να πάει χαμένο! Η μάνα του πήγε να αυτοκτονήσει, την πρόλαβαν στο παρά τσακ!
-Κακό που πάθαμε! αναφώνησε η Γιαννούλα. Και πού τον έχουν;
-Στο σπίτι, όλο το χωριό τον ξενύχτησε, εσύ πώς και δεν το πήρες χαμπάρι;
-Παναγία μου! Χριστέ μου! Μονολόγησε η Γιαννούλα, και σκούπισε τα δάκρυα στο τσεμπέρι της.
Έκοψε με το μαχαιράκι της βιαστικά τρεις "κάλες", μια χούφτα μαργαρίτες, τρία γαρύφαλλα και τρεις άσπρες ίριδες, και έτρεξε σπίτι να ετοιμαστεί γρήγορα, για να πάει να συμπαρασταθεί στην οικογένεια του άτυχου παιδιού.
Μόλις πέρασε από το μπακάλικο στην πλατεία, είδε όρθιο τον Αριστείδη στο μαγαζί με τη μάννα του, και της κόπηκαν τα πόδια.
Μπήκε φουριόζα μέσα, και λύθηκε η γλώσσα της.
Ο Αριστείδης κρατούσε τη κοιλιά του από τα γέλια.
-Πω! Τι έπαθα τρομάρα μου! Έλεγε και ξανάλεγε η θεία Γιαννούλα.
-Έχουμε πρωταπριλιά θεία σήμερα, το ξέχασες; της είπε ο Αριστείδης.
Ύστερα κοίταξε η γελασμένη κυρά την ανθοδέσμη της και μονολόγησε:
-Κρίμα είναι που τα έκοψα τα καημένα, πριν την ώρα τους. Τα φύλαγα για τον Επιτάφιο.
-Πήγαινε τα στον Άγιο Θανάση, υπέρ υγείας Γιαννούλα μου, της είπε η Ευγενία, η μάνα του Αριστείδη.
-Να είμαστε καλά , και του χρόνου να ξαναγελάσουμε, ευχήθηκε ο Αριστείδης.
Έφθασε η θεοσεβής Γιαννούλα στην εκκλησία με την ανθοδέσμη και βρήκε μέσα στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου τον παπά Δημήτρη και δυο-τρεις ακόμη ψυχές, εκείνος την είδε και χάρηκε. Όταν έκανε ο σεβάσμιος ιερέας την απόλυση, και προτού αποχωρήσει η θεία Γιαννούλα, του μίλησε και του διηγήθηκε τι της συνέβη. Ο μακαριστός πατήρ Δημήτρης της απάντησε, ότι "ήθελε ο Θεός να τιμήσει την Αγία Μαρία Αιγυπτία, και όχι να ποτίσει τον μπαξέ της πρωί- πρωί". Έκτοτε, η καλή χριστιανή πήγαινε την πρωταπριλιά άνθη στην εκκλησία, προς τιμήν της Αγίας Μαρίας Αιγυπτίας.
Μια χρονιά , τη δεκαετία του 1960, είχαν καθίσει τέσσερις νέοι στο καφενείο στην πλατεία της Βαλύρας, το απόγευμα της παραμονής της πρωταπριλιάς , και οργάνωναν τα “γελάσματα” της επόμενης ημέρας.
Όλα πέτυχαν!
Ο μπάρμπα Κώστας, που έμενε στη Δημοσιά, περίμενε να γεννήσει η γαϊδούρα του. Καθώς έπινε καφέ αμέριμνος στο καφενείο, έβαλαν ένα παιδάκι να έρχεται δήθεν τρέχοντας, τον σκούντησε με δύναμη στο χέρι και του είπε:
-Η θεία Μαρία φωνάζει να τρέξεις γρήγορα, γιατί γεννάει η γαϊδούρα σας και είναι μόνη της στο σπίτι.
Εκείνος σηκώθηκε απότομα, χύθηκε το νερό πάνω στο παντελόνι του από τη βιασύνη του, και έφθασε στο σπίτι γελασμένος, καταϊδρωμένος και βρεγμένος. Τελικά, η γαϊδούρα ελευθερώθηκε μόνη της, μετά τη Λαμπρή.
Στον μπάρμπα Γιώργη, που ήταν κτηνοτρόφος ,του είπαν ότι δυο γύφτοι άρπαξαν ένα αρνί πίσω από το σπίτι του, που είχε τη στάνη.
Εκείνος μέτρησε τα αρνιά και τα πρόβατα, τρεις φορές, και τα βρήκε όλα εντάξει!
Σ΄ έναν παππού που όλο μάλωνε και υποτιμούσε τη κυρά του, του είπαν ότι την πάτησε αυτοκίνητο στην πλατεία, την ώρα που ψώνιζε, και να τρέξει γρήγορα να δώσει κατάθεση στον αστυνόμο , ο οποίος είναι με το πτώμα και τον περιμένει. Εκείνος ,τότε θυμήθηκε πόσο απαραίτητη ήταν η γυναίκα του στη ζωή του, και άρχισε να μοιρολογάει λέγοντας:
-Καλύτερα να έπαιρνε ο Θεός εμένα, Τασία μου, παρά εσένα. Εμένα ποιος θα με κλάψει; Πού με αφήνεις μόνο μου σαν κούτσουρο;
Πολύ χάρηκε όταν αναστήθηκε η Τασία του, αλλά της είπε ότι είναι επιπόλαιη, που άφησε και τον γέλασαν οι “μασκαράδες”.
Οργάνωσαν και μία μεγάλη πλάκα στον κύριο Χρήστο, τον δάσκαλο του χωριού , αλλά το γέλασμα το ολοκλήρωσε η ίδια του η γυναίκα.
Πήγε ένας καλοθελητής στο σχολείο και είπε στον κύριο ότι η γυναίκα του , η κυρία Τούλα , ξέχασε ανοιχτό το πετρογκάζ και έγινε μεγάλη έκρηξη στην κουζίνα τους .
-Λάθος σας πληροφόρησαν, απάντησε ο δάσκαλος, που κατάλαβε το γέλασμα της πρωταπριλιάς, γιατί η Τούλα σήμερα έφυγε από το πρωί για να πάει στον γιατρό και το σπίτι το ασφάλισα εγώ! Αλλά και έκρηξη να έγινε, εκείνη ξέρει τι πρέπει να κάνει, δεν χρειάζεται να με διακόψει από το σχολείο!
Ο καλοθελητής βρήκε τη κυρία Τούλα, ης είπε για το γέλασμα μεν, αλλά τόνισε ιδιαιτέρως τον λόγο του δασκάλου, ότι “να τα βγάλει πέρα μόνη της, αν υπάρχει πρόβλημα”, και την φούρκισε δεόντως. Δεν της καλάρεσε η εξήγηση του συζύγου της, γι΄ αυτό, όταν είδε τον άνδρα της να πλησιάζει προς το σπίτι, βγήκε έξω και του είπε δήθεν αναστατωμένη:
-Έστειλα άνθρωπο να σε φωνάξει, που πήραμε φωτιά στην κουζίνα και διαλύθηκε το μισό σπίτι ,κι εσύ αγρόν ηγόρασες!
-Τι μου λες; απάντησε ο δάσκαλος με γουρλωμένα μάτια, που ήταν χαρούμενος, γιατί δεν γελάστηκε από τον επιτήδειο που τον συνάντησε στο σχολείο, και ξαφνικά του έμεινε η χαρά στα δόντια.
Όταν όμως μπήκε μέσα στο σπίτι και όλα ήταν εντάξει.. κατάλαβε ότι δεν χρειάζεται να χαίρεται και πολύ, γιατί εκείνη τη χρονιά, σαφώς προηγήθηκε η έξυπνη γυναίκα του!
Κατά τη δεκαετία του 1970, σ΄ έναν όχι και τόσο γενναιόδωρο, αρκετά σπαγκοραμμένο γέροντα, τρία παιδιά τού οργάνωσαν το εξής γέλασμα: Πήραν ένα πορτοκάλι και έμπηξαν επάνω καρφίτσες. Ύστερα χτύπησαν την πόρτα του και του είπαν ότι μία γύφτισσα πήγε και του καρφίτσωσε όλα τα πορτοκάλια στη μεγάλη πορτοκαλιά του, μάλλον κάποιος κακός γείτονας την πλήρωσε, γιατί τον έχει γινάτι, και φρόντισε να του κάνει μάγια ,για να του ξεραθούν όλα τα δένδρα!
Εκείνος , μόλις είδε το πορτοκάλι με τις καρφίτσες , είπε στα παιδιά:
-Πάρτε τη ξύλινη σκάλα και πηγαίνετε να κόψετε όλα τα πορτοκάλια από τη μεγάλη πορτοκαλιά αμέσως.
-Εμείς δεν μπορούμε, φοβόμαστε μην πάθουμε κανένα κακό, απάντησαν δήθεν εκείνα.
-Πηγαίνετε καλά μου παιδιά, επέμεινε εκείνος, δεν θα πάθετε κακό, πάρτε κι από μια δραχμή το καθένα για τον κόπο σας!
Μόλις τους έδωσε τα χρήματα και αυτά απομακρύνθηκαν, άρχισαν να τον κοροϊδεύουν που τους πίστεψε.
-Φέρτε πίσω τα λεφτά μου βρομόπαιδα τους φώναζε, αλλά εκείνα εξαφανίστηκαν, τρέχοντας σαν λαγοί. Τον άφησαν όλοι νύχτα να θρηνεί τις τρεις δραχμές του, και το πρωί τις βρήκε έξω από την πόρτα του.
Τα κορίτσια της γενιάς του 1960, όταν πήγαιναν στη Δευτέρα Δημοτικού, κορόιδεψαν τις μητέρες τους, ότι δήθεν αρραβωνιάστηκε η Δεσποινίς Αφρούλα, η δασκάλα του χωριού. Οι περισσότερες μανάδες, με την πρώτη ευκαιρία, είπαν στη “μεγαλοκόρη” δασκάλα συγχαρητήρια.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, έβαλαν μία γιαγιά στην πλατεία και είπε στον καφετζή ότι άνοιξε δυο πιθαμές πίσω το παντελόνι του ,και να πάει αμέσως να το αλλάξει, γιατί τον κοιτούν οι πελάτες και γελάνε μαζί του. Εκείνος, επειδή δεν είχε δεύτερο παντελόνι και βιαζόταν, μέχρι να τελειώσει τη δουλειά του φόρεσε και μία ποδιά από πίσω προς τα μπρος . Μάζεψε δε πολύ κόσμο, οι οποίοι πήγαν για να δουν το γέλασμα που έπαθε.
Πολλούς τους πάτησε το τραίνο κατά την πρωταπριλιά, αλλά αναστήθηκαν μέσα σε δύο ώρες, παντρεύτηκαν και χώρισαν στη στιγμή, έφυγαν και ξαναήρθαν από το κοιμητήριο τον Άη Γιώργη σε κλάσματα δευτερολέπτων, έπεσαν από τη στέγη και αναστήθηκαν αμέσως, έχασαν τα χρήματά τους και τα βρήκαν εντός μερικών λεπτών. Αυτά ήταν τα μοναδικά θαύματα της πρωταπριλιάς ,στη Βαλύρα των δεκαετών 1950-1970.
Στην Κύπρο γιορτάζουν και την πρώτη πέμπτη του Απριλίου, το λεγόμενο “πρωτόπεφτο”, δεν απλώνουν στον ήλιο ρούχα, ιδίως λευκά, και δεν βγάζουν από το σπίτι τους σιδερένιο εργαλείο, μην πάθει τίποτα το σπίτι από την κακοτυχία. Επίσης, δεν ανοίγουν κατά εκείνη την ημέρα λάκκο... για να μην είναι ο δικός τους! Στη Σύμη ανάβουν φωτιές και τραγουδούν: “Έξω ψύλλοι και κοριοί και μεγάλοι ποντικοί”.
Προς το τέλος του Απρίλη ,εξαντλούνταν ,κατά τα παλιά χρόνια, οι προμήθειες των αγροτών στο χωριό. Τίναζαν τα καλάθια, τα καθάριζαν και έλεγαν: “Απρίλης, Μάης κοντά, ν΄ το θέρος”. Έκαναν υπομονή, μέχρι να συλλέξουν τη νέα τους σοδειά.
Η 18η του Απριλίου θεωρείται τη τελευταία ημερομηνία του Χειμώνα. Εκείνη την περίοδο επωάζει τα αβγά της η πέρδικα. Έτυχε κάποιες χρονιές παλιά, έκανε μεγάλη κακοκαιρία ,και ψόφησαν αρκετές πέρδικες. Πάντως, οι ναυτικοί λένε ότι μετά τις 18 Απριλίου αρχίζει και στρώνει ο καιρός, και φεύγουν για μακρινά ταξίδια. Οι γυναίκες των καλών ναυτικών χαίρονται ή χηρεύουν το Μαγιάπριλο, κατά τη λαϊκή παράδοση (Νεοτ. Εγκ. Λεξ. Ηλίου, τομ.3). Υπήρχε ανέκαθεν η υποψία του ναυτικού, όταν επέστρεφε από μακρινό ταξίδι, τίνος είναι το παιδί, που συνήθως έσπερνε πριν φύγει, γι΄ αυτό ορισμένοι ανέκριναν τις συζύγους τους. Σε αυτή την περίπτωση τους απαντούσε ο ίδιος ο Λόγος του Λαού:
“Απρίλης Γρύλλης τέσσερες
και Γρυλλομάννα πέντε
δικό μας είναι το παιδί,
άνδρα ξεκουτιασμένε”!
Μια χρονιά, καθώς ο μακαριστός παπα Δημήτρης Ξυδόπουλος ξεκίνησε, ξημερώματα πρωταπριλιάς, για να πάει στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου να τιμήσει τη μνήμη της Αγίας Μαρίας Αιγυπτίας, του έστησαν καρτέρι κάποια γειτονόπουλα στο δρόμο στον Άγιο Δημήτριο . Του είπαν ότι δήθεν ξεψύχησε μία γιαγιά στη γειτονιά, που την περίμεναν εκείνες τις ημέρες , και να πάει αμέσως στο σπίτι της, γιατί τον ζήτησε η κόρη της. Εκείνος, είδε το χαμόγελο που έσκασε στα χείλη τους, και το χέρι τους που το κρατούσαν σφιχτά πάνω στη κοιλιά τους, τους χαμογέλασε εγκάρδια , και τους έδωσε την ευχή του λέγοντας:
- "Και του χρόνου, ευχαριστούμε τον Κύριο που μάς έκανε και γελάσαμε και φέτος"!
Καλό μήνα!
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
1/4/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου