Τετάρτη 6 Απριλίου 2022

ΤΟ ΛΑΓΩΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ ΓΕΡΑΜΑΤΑ

 

 Ο πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος στεφανώνει το ζεύγος Φερμάνη. Φωτο:Ι.Δ.Λύρας

Κατά τη δεκαετία του 1960 στη Βαλύρα, ο πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος εξόρκιζε το κακό στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου, ευχόμενος ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά τα τέλη της ζωής του ανθρώπου και καλήν απολογίαν, την επί του φοβερού βήματος. Όσοι όμως δεν ήταν και τόσο πιστοί, ώστε να παρευρεθούν στην εκκλησία και να λάβουν την ευχή του Θεού, δέχονταν ορισμένες φορές κατ΄ οίκον απρόσμενες επισκέψεις, όχι και τόσο θεάρεστες!

Ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα, η θεία Θοδώρα στο Μπιζάνι εξόρκιζε το κακό πίνοντας καφέ στην αυλή , και έπλεκε μικρά ροδάκια με το βελονάκι , για να τα ενώσει στη συνέχεια και να φτιάξει ένα μεγάλο καρέ για την τραπεζαρία της. Νάσου από τα ύψη του Μπιζανίου η μαυροφορεμένη γιαγιά Αριστέα, κατηφόριζε να πάει στο κοιμητήριο για ν΄ ανάψει το καντήλι του συγχωρεμένου του άνδρα της.

-Καλησπέρα Θοδώρα, είπε χαμηλόφωνα και κατάκοπη , με το χαμόγελο της υπομονής και της καλοσύνης που τη διέκρινε, η αλησμόνητη γιαγιά Αριστέα.

-Καλησπέρα Αριστέα, πάνω στην ώρα ήρθες , που σε γύρευα. Θέλω να μου δείξεις ,αν μπορείς, το μεσαίο σχέδιο πώς πάει, για να ενώσω τα ροδάκια.

-Πολύ ευχαρίστως! Σε καμιά ώρα που θα γυρίσω από τον Αη Γιώργη θα σου το δείξω, είπε εκείνη χαμογελώντας.

Δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα και τη σταμάτησε η Θοδώρα, αρπάζοντάς την από το μπράτσο.

-Έλα, πάρε κι αυτά τα γαρύφαλλα. Ένα για τον άνδρα σου κι ένα για τον τάφο της μάνας μου.

-Σ΄ ευχαριστώ, ο Θεός να στο ανταποδώσει, ευχήθηκε η Αριστέα και έφυγε με βήμα γοργό.

Πέρασαν κάποια βράδια, και μια νυχτιά που η Θοδώρα είχε φάει πολύ και ήταν βαρύ το στομάχι της, δεν μπορούσε να κοιμηθεί και αγρυπνούσε μισοσηκωμένη, στριφογυρίζοντας σαν σβούρα στο κρεβάτι, αγκαλιά με τα μαξιλάρια της. Σ΄ εκείνη τη στάση, σε κατάσταση πολύ βαθιάς χαλάρωσης, άκουσε κάποιος ν΄ ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα στο σπίτι. Δεν κουνήθηκε, γιατί αισθανόταν ότι έβλεπε όνειρο.

Ήταν ένας μαυροφορεμένος με κοστούμι ψηλός και λεπτός άνδρας, αλλά αντί για πρόσωπο ανθρώπου έμοιαζε το κεφάλι του σαν σκύλου και είχε στο πέτο στο σακάκι του ένα ίδιο γαρύφαλλο, σαν αυτά που έδωσε στη γιαγιά Αριστέα να τα πάει στο κοιμητήριο.

Εκείνη, μόλις αντίκρισε τον τρομερό επισκέπτη κατά πρόσωπο, της κόπηκε η ανάσα και λιποθύμησε. Ξύπνησε το πρωί αργά και αισθανόταν πολύ μεγάλη κούραση, λες και συνερχόταν από νάρκωση σε χειρουργείο. Μόλις ήπιε τον καφέ της, έφαγε κι ένα κουλούρι , από εκείνα που έφτιαχνε και μοσχομύριζε ο τόπος,   άρχισε να θυμάται το νυχτερινό συμβάν. Όταν συνειδητοποίησε τι της είχε συμβεί ,έτρεξε κατ΄ ευθείαν στην απέναντι ρούγα από το Μπιζάνι, στον Άγιο Δημήτρη, χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του παπα Ξύδη και του ζήτησε επειγόντως να πάει στο σπίτι της για να κάνει ευχέλαιο.

Η περίπτωση της Θοδώρας ήταν το έναυσμα για να ομολογήσουν και άλλοι Μπιζανιώτες, ότι κατά καιρούς τους είχε επισκεφθεί μια μαύρη σκιά με  πρόσωπο σκύλου, μια σκιά  άνευ  προσώπου, και κάποτε ένας άνθρωπος-σκύλος, που μεταμορφώθηκε σε κουκουβάγια, γιατί μόλις εξαφανίστηκε, κάθισε η κουκουβάγια στα κεραμίδια και λάλησε!


            Η κάτω γειτονιά του Μπιζανίου, που έμεναν η Θοδώρα και ο Κώστας. Φωτο :Ι.Δ.Λύρας

Ιδίως εκείνη την ημέρα, που άρχισε να χτυπιέται η Θοδώρα στη γειτονιά για το κακό που έπαθε, τι μαύρα λιβάνια έκαψαν οι περισσότεροι Μπιζανιώτες, τι αγιασμό ήπιαν όλοι (μικροί και μεγάλοι), έπλυναν καλά με καυτό νερό και λιβάνισαν τις νυχτικιές και τις πυζάμες τους , οι παππούδες αλείφτηκαν με λαδάκι από την ακοίμητη καντήλα του Αη Θανάση, φόρεσαν τους σταυρούς τους και καρφίτσωσαν στα παιδιά τα φυλακτά τους κατάστηθα. Τα βράδια άρχισαν να μη τρώνε οι γέροι μετά τη δύση του Ηλίου, μήπως και έρθει το “ λαγωνικό” και τους αρπάξει, αντί για τον τον Αη Γιώργη καβαλάρη. Μία δε γιαγιά, για να έχει ένα καλό άλλοθι, έστησε τον αργαλειό της στο κατώγι , και αφού τη βοήθησαν δυο γειτονοπούλες να τον ντύσει με τα στημόνια, άρχισε να υφαίνει ένα μεταξωτό, λευκό τραπεζομάντιλο, να το δωρίσει στην εκκλησία, στην εορτή του Αη Θανάση.


     Η πάνω γειτονιά του Μπιζανίου, που έμεναν η γιαγιάδες Αριστέα και Σταυρούλα.Φωτο: Ι.Δ. Λύρας

-Αν θα έρθει το λαγωνικό να με πάρει, είπε στις γειτόνισσες, θα του πω ότι είναι αμαρτία να μη με αφήσει να τελειώσω το έργο μου για τον Άγιο, άσε που χρειάζεται να ζήσω γιατί έχω τον άνδρα μου κατάκοιτο. Όσο για σας κοπέλες μου, αν εμφανιστεί στο σπίτι σας, να πείτε ότι με βοηθάτε να υφάνουμε το τραπεζομάντιλο. Έτσι ηρέμησε, και ολοκλήρωνε αργά και σταθερά το έργο της , μέρα παρά μέρα, ώσπου το λαγωνικό χτύπησε την πόρτα στο διπλανό δωμάτιο, που κοιμόταν ο κατάκοιτος άνδρας της. Ως εκ θαύματος σώθηκε ο παππούς, και είχε να το λέει:

-Ήρθε το λαγωνικό, είδε τον ξύλινο σταυρό , με τίμιο ξύλο στο στήθος μου, και μου είπε “δεν μου κάνεις εσύ , θέλω έναν ολόχρυσο”!

-Και τι δουλειά κάνει ; ρώτησε η γιαγιά Σταυρούλα.

- Σκυλάνθρωπος ,τυμβωρύχος είναι, απάντησε ο παππούς!

Μετά από αυτό, και ποιον δεν μνημόνευσαν στα κόλλυβα κατά τα δυο επόμενα ψυχοσάββατα η Θοδώρα, η Αριστέα και η Σταυρούλα, για να μην πω οι περισσότερες γιαγιάδες στο Μπιζάνι.

Τελικά, μετά από περίπου έναν χρόνο, διαπιστώθηκε ότι το “λαγωνικό” ήταν ένας κλέφτης, με αποκριάτικη μάσκα σκύλου, ο οποίος έμπαινε μέσα στα σπίτια και έψαχνε για χρυσά κοσμήματα, λύρες και χρήματα.

Τον είδε ένας κυνηγός στο Μπιζάνι, που μετρούσε τ΄ άστρα μια νύχτα στο μπαλκόνι του σπιτιού του, λόγω αϋπνίας, και ο κλέφτης πήγε να διαρρήξει την αυλόπορτα του σπιτιού του. Εκείνος άρπαξε αμέσως το κυνηγετικό του όπλο, και πυροβόλησε στον αέρα . Άφαντος έγινε έκτοτε ο ληστής από το χωριό.

Η Θοδώρα αναρωτιόταν πώς όταν την επισκέφθηκε το λαγωνικό,  είχε γαρύφαλλο στο πέτο του, ίδιο μ΄ εκείνα που έδωσε στη γιαγιά Αριστέα για να τα πάει στο νεκροταφείο.

-Δεν το πιστεύω Κώστα, είπε στον γείτονα· ο Χάρος ήρθε σε μένα και σε σένα ένας ληστής. Άλλος ο ένας και άλλος ο άλλος, επέμενε. Όταν σώπασε, της απάντησε  εκείνος λέγοντας:

-Και σε μένα με γαρύφαλλο στο πέτο ήρθε, αλλά όχι από τη δική μου τη γαρυφαλλιά, και η θεία Θοδώρα έμεινε άφωνη.

Έκτοτε, χαλάρωσαν τα πράγματα στο Μπιζάνι, όλοι κοιμόνταν ήσυχοι, αλλά  από "σύμπτωση" αυξήθηκαν οι θάνατοι και μήνα παρά μήνα όλο και κάποιος  αποδημούσε εις Κύριον.

Τότε τους μπήκε η  ιδέα ότι ο Χάρος άλλαξε  πρόσωπο, και τους επισκέπτεται πλέον ασώματος!

Ξανάπλυναν και λιβάνισαν τα νυχτικά τους , έκαναν ανελλιπώς την προσευχή τους, και φορούσαν το σταυρό στον ύπνο τους.

Εκείνη τη χρονιά ο παπά Δημήτρης , στο ευχέλαιο που τον κάλεσε η γιαγιά Σταυρούλα με τον κατάκοιτο παππού στο Μπιζάνι - μαζεύτηκαν πολλοί στο παλιό πέτρινο σπίτι των γερόντων - μίλησε    για “φωτισμένα γεράματα”.

Αδελφοί μου, είπε ο  μακαριστός  ιερέας της Βαλύρας, γράφει ο Όσιος Φιλόθεος ο Σιναϊτης, “η πρώτη πύλη που εισάγει στην προσοχή του νου , στη νοητή Ιερουσαλήμ, είναι η σιωπή του στόματος. Μιλάμε λίγο, ακόμη και όταν είμαστε φοβισμένοι ή εξοργισμένοι και παρακαλούμε τον Θεό να μας δώσει φώτιση, ώστε να μπορέσουμε να διακρίνουμε το σωστό. Δεύτερον, χρειάζεται να τηρούμε εγκράτεια, όσον αφορά τα φαγητά και τα ποτά. Ιδίως οι γέροντες ,δεν πρέπει να τρώνε καθόλου μετά τη δύση του ηλίου και πρέπει να τηρούν ανελλιπώς τις νηστείες, όπως ορίζει η εκκλησία, γιατί ο καιρός πλησιάζει για την αποδημία τους από τούτον το μάταιο κόσμο . Πρέπει να φύγουν θεάρεστα προετοιμασμένοι . Να έχουν ξεπλύνει συνειδητά το σαρκίο τους από τον ρύπο των παθών και η ψυχή τους να είναι φωτισμένη.

-Εσύ παπά Δημήτρη, που μικρός στην ηλικία δεν είσαι, για να λέμε το δίκαιο , ρώτησε ο κατάκοιτος γέροντας, τι σκέπτεσαι για το θάνατο;

-Αυτό θα σας έλεγα στη συνέχεια, απάντησε ο σεπτός ιερέας.  

Λέγει ο Όσιος Φιλόθεος:

Τρίτον, είναι η αδιάλειπτη μνήμη του θανάτου, η οποία αγνίζει το νου και το σώμα (Φιλοκ., τομ. Γ΄, σελ.15). Αυτής την ωραιότητα όταν αντίκρισα, όχι με τα μάτια, αλλά με το πνεύμα, πληγώθηκα από την αγαλλίαση και θέλησα να την πάρω σύζυγο για όλη μου τη ζωή, γιατί ερωτεύτηκα την ομορφιά και τη σεμνότητά της. Είδα πόσο ταπεινή είναι, πως είναι γεμάτη χαρμολύπη, σκεπτική, γεμάτη φόβο για τη μέλλουσα δίκαιη κρίση, πως φοβάται τις φροντίδες του βίου. Και από μεν τα μάτια του σώματος σταλάζει νερό ζωοπάροχο και ιαματικό· από δε τα μάτια του νου αναβρύει πηγή σοφότατων εννοιών, η οποία, όπως αναβλύζει και αναπηδά, ευφραίνει τη διάνοια. Αυτή λοιπόν, την κόρη του Αδάμ, εννοώ τη μνήμη του θανάτου, διψούσα πάντοτε να την πάρω σύζυγό μου και με αυτή να κοιμάμαι, με αυτή να μιλάω και να συζητώ τι μέλλει να γίνει μετά την απόθεση (  στον τάφο) του σώματος. Δεν με άφησε όμως πολλές φορές η σιχαμερή λησμοσύνη, η σκοτεινή θυγατέρα του διαβόλου”.

-Τ΄ ακούς Θοδώρα; που στολίζεσαι καημένη, παρατήρησε η γιαγιά Σταυρούλα. Με την αδελφή μας, τη μνήμη του θανάτου, πρέπει να κοιμόμαστε τα βράδια και να προετοιμαζόμαστε για να μη μας πάρει το λαγωνικό ξημερώματα, και μας χώσει στου “αποκορομένου τα σκοτεινά κατώγια”.

-Εγώ παπά μου, για να πω την αλήθεια, είπε ο κατάκοιτος γέροντας, σκέπτομαι πολύ τότε που ήμουν νέος, τον γάμο μου με τη Σταυρούλα. Πειράζει; Γιατί για πολλές ώρες μένω κολλημένος στο κρεβάτι και ο Θεός αργεί να με ελευθερώσει. Ο νους δραπετεύει και πάει κατά  κει που του άρεσε και καλοπέρασε, για να ευχαριστηθεί λιγάκι.

-Τι να κάνεις κι εσύ! Να προσεύχεσαι όσο μπορείς ,  είπε ο παπά Ξύδης, κουνώντας το κεφάλι του, του διάβασε την ευχή με το πετραχήλι του και έφυγε μ΄ ένα υφαντό σακουλάκι αμύγδαλα, δώρο για την ευλογημένη παπαδιά του.

Λέγει ο Απόστολος Παύλος, υπάρχει ένας νοητός πόλεμος που γίνεται μέσα μας, που είναι πιο φοβερός από τον αισθητό πόλεμο. Πρέπει ο εργάτης της ευσέβειας να τρέχει νοερά προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (Φιλιπ. 3,14), για να θησαυρίσει τελείως μέσα στην καρδιά του τη μνήμη του Θεού, σαν μαργαριτάρι ή πολύτιμο λίθο.

Είθε ο Αη Γιώργης ο καβαλάρης ,να παραλαμβάνει με πολλά πνευματικά κοσμήματα, φωτισμένους και πλήρεις ημερών, τους γέροντες της Βαλύρας μας.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

6/4/2022









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου