Σάββατο 23 Απριλίου 2022

ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΘΕΑΣΑΜΕΝΟΙ , ΣΤΗ ΒΑΛΥΡΑ ΤΟ 1966

 

                                Νικηφόρου Λύτρα, "Τα άνθη του Σταυρού

Το Πάσχα του 1966 στη Βαλύρα, είναι βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου για πολλούς και διάφορους λόγους, ο πιο σημαντικός είναι η παρακολούθηση της θείας λειτουργίας της Αναστάσεως στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου, μαζί με τη γιαγιά μου Σταυρούλα Μπουρίκα, τη τρίτη κατά ηλικία αδελφή της γιαγιάς μου Κωνσταντίνας. Ήταν μία πολύ όμορφη, έξυπνη και περιζήτητη νύφη , η οποία ουδέποτε αναίρεσε την απόφαση της ,από τη νεαρή   ηλικία της, και ακολούθησε πιστά το στενό μονοπάτι του μοναχισμού, για την αγάπη του Χριστού , όχι σε οργανωμένο μοναστήρι, αλλά απομονωμένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι, μία ολόκληρη ζωή. Ήταν μία πολεμίστρια του φωτός, ήταν η Σταυρούλα του Τζάμαλη (Χριστού), αυτό ήταν το παρανόμι της, και όχι του Τζαμαλή του πολεμιστή του 1821!

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, μόνο ένα μικρό λευκό σύννεφο σκέπαζε τον ήλιο. Η προσμονή για το βράδυ της Αναστάσεως ήταν πολύ μεγάλη, γιατί η Ανάσταση του Χριστού είναι η πιο σημαντική εορτή του έτους.

Είναι βαθιά χαραγμένη στις καρδιές των Ορθοδόξων Χριστιανών από τα γεννοφάσκια τους ,έτσι ήταν και θα παραμείνει, όσο θα υπάρχουν Ορθόδοξοι Χριστιανοί ανά τους αιώνες. Η Ανάσταση του Χριστού είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ελευθερία της ψυχής και την καταξίωση του χρηστού αθλητή αυτής της πρόσκαιρης ζωής.

Ήμουν εφτά χρονών και μεγάλωνα στη Βαλύρα, μαζί με τους γονείς μου και τις δύο μικρότερες αδελφές μου. Στο χωριό ζούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες από την οικογένεια της μητέρας μου , που τους οφείλω ευγνωμοσύνη, γιατί με το ήθος, τη σωστή συμπεριφορά τους απέναντί μου και το συνεχές ενδιαφέρον τους, γαλούχησαν τη σκέψη μου, με δίδαξαν την παράδοση του τόπου μας και άφησαν ανεξίτηλες μνήμες , που λάξευσαν τον ψυχικό μου κρύσταλλο κατά την πορεία μου σε αυτή την πρόσκαιρη ζωή , που ζούμε όλοι μας.

-Χτυπάει η καμπάνα, κάνετε γρήγορα για να προλάβουμε την Ανάσταση, να μη πάμε στην εκκλησία την τελευταία στιγμή, είπε η μητέρα μου σε μένα και στις δύο μικρότερες αδελφές μου. Πού είναι οι λαμπάδες σας; φορέστε τις ζακέτες σας, βιαστείτε.

-Μαμά, γιατί η λαμπάδα σου δεν έχει επάνω τριαντάφυλλα και κορδέλες όπως οι δικές μας;

Οι λαμπάδες των μεγάλων είναι σκέτες, χωρίς στολίδια, αποκρίθηκε η μητέρα μου.

-Και ..γιατί κρατάς δύο λαμπάδες;

-Κρατώ, εξήγησε η μητέρα βουρκωμένη και με σπασμένη τη φωνή, γιατί ο πατέρας σας είναι στην Αμερική φέτος και θα ανάψουμε εμείς , μόνες μας, τη δική του λαμπάδα. Ελάτε, αφήστε τα λόγια, θα βγει το Άγιο Φως και εμείς θα είμαστε ακόμη εδώ.

Καθώς κατηφορίζαμε από το Μπιζάνι προς τον Άγιο Αθανάσιο, σταματήσαμε εμπρός από το σπίτι του παππού Κώστα Κυριαζή, που Κοτσαλής ήταν το παρανόμι του, και είχε παντρευτεί τη γιαγιά Καλλιόπη, τη δεύτερη αδελφή της γιαγιάς μου Κωνσταντίνας. Μια μαυροφορεμένη και ισχνή φιγούρα πρόβαλε μέσα στο πυκνό σκοτάδι, τυλιγμένη σε ένα μαύρο μάλλινο σάλι , με το τσεμπέρι της περίτεχνα δεμένο στο κεφάλι . Ήταν η γιαγιά Σταυρούλα !

Αφού την καλησπερίσαμε, τη ρώτησε η μητέρα μου αν ήθελε να έλθει μαζί μας στην εκκλησία.

Δεν πρόλαβε να μας εξηγήσει ότι περίμενε τη γιαγιά Καλλιόπη, γιατί εκείνη ντυμένη αρχοντικά κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες , με τη συνοδεία του άντρα της, του παππού Κώστα, που ήταν χαρούμενος ,γιατί του έπεσε κουτί το καινούριο του κοστούμι και του πήγαινε πάρα πολύ το σπαγκί χρώμα ! Καλησπέρα, είπαμε και τα τρία παιδιά μαζί και οι μεγάλοι μάς καλησπέρισαν χαμογελώντας.

Στην εκκλησία συνέβαινε το αδιαχώρητο. Οι μόνιμοι κάτοικοι της Βαλύρας, οι συγγενείς και επισκέπτες, κυρίως από την Αθήνα και ορισμένοι από το εξωτερικό , ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στην εκκλησία. Με μεγάλη δυσκολία φτάσαμε μέχρι το παγκάρι ,ανάψαμε ένα κεράκι και ούτε καν μπορέσαμε να ασπαστούμε την Παναγία της εισόδου. Στη συνέχεια καθίσαμε όλοι στο προαύλιο του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου, σε απόσταση αναπνοής ο ένας από τον άλλο, ενώ πλήθος κόσμου συνέρρεε και κάποιοι περίμεναν έως και πενήντα μέτρα μακριά, γύρω από την εκκλησία.

Χριστός Ανέστη! σήμαναν οι καμπάνες , έσκασαν τα πρώτα βεγγαλικά και το Άγιο Φως μεταλαμπαδεύτηκε τάχιστα, από άκρη σε άκρη, φωτίζοντας το χωριό ολόκληρο. Όμως, η χαρά του Αναστάσιμου γεγονότος μόλις και μετά βίας κράτησε περίπου 20 λεπτά. Το τσούρμο του κόσμου , με την ταχύτητα που κατέφθασε στον Άγιο Αθανάσιο, έτσι και εξαφανίστηκε. Τα βεγγαλικά συνέχισαν να μας αναστατώνουν και να σκάνε εντυπωσιακά στον ουρανό. Από το φόβο μου είχα κρυφτεί κάτω από το σάλι της γιαγιάς Σταυρούλας. Οι δύο αδελφές μου είχαν γαντζωθεί πάνω στη μητέρα μας και ζητούσαν επίμονα να επιστρέψουν στο σπίτι.

-Φεύγουμε ,είπε η μητέρα, αφού ασπάστηκε τις θείες και τον θείο της.

-Χριστός Ανέστη!

-Αληθώς Ανέστη ο Κύριος! είπαμε όλοι μεταξύ μας και ασπαστήκαμε ο ένας τον άλλο.

-Πηγαίνετε, είπε η γιαγιά Σταυρούλα, θα μείνω μέχρι να τελειώσει η θεία λειτουργία.

-Μαμά, να καθίσω μαζί με τη γιαγιά ,γιατί δεν πρόλαβα να φιλήσω την Παναγία, είπα, επικαλούμενη την επιείκεια της μητέρας μου.

-Θέλεις να καθίσεις.... δεν νυστάζεις; Έχεις να βάλεις μπουκιά στο στόμα σου από τις τρεις το μεσημέρι. Εσύ δεν στόλιζες το τραπέζι τόσο ωραία ,όλο το απόγευμα, για να καθίσουμε όλες μαζί να φάμε απόψε; Μόνες μας θα καθίσουμε ;

-Συγνώμη μητέρα, είπα, ξέρω ότι δεν είναι σωστό, αλλά θέλω πολύ να μείνω με τη γιαγιά Σταυρούλα στην εκκλησία . Μπορούμε να φάμε αύριο το μεσημέρι όλες μαζί;

-Άφησέ το Ευγενία μου , είπε η γιαγιά Σταυρούλα, να κοινωνήσει μαζί μου, αφού έχει τόσες ώρες να φάει, εκτός και δεν νήστεψε.

-Νήστεψε, απάντησε η μητέρα μου, κοινώνησαν και οι τρεις τη Μεγάλη Πέμπτη.

-Μπορεί να κοινωνήσει και απόψε, εξήγησε η γιαγιά .

Λέγε η μία, λέγε η άλλη, τελικά πείσαμε τη μητέρα μου και με άφησε να παρακολουθήσω την Αναστάσιμο θεία λειτουργία.

-Έχε χάρη που λείπει ο πατέρας σου, μού είπε στο τέλος ζορισμένη . Κάθισε με τη γιαγιά και να προσέχεις.

-Μην ανησυχείς Ευγενία μου, θα τη φέρω στο σπίτι μετά την απόλυση, αποκρίθηκε με σοβαρότητα η γιαγιά Σταυρούλα.

Έφυγαν όλοι και μείναμε μόνες μας .Η γιαγιά τράβηξε το σάλι της, με φίλησε στο μέτωπο, με έπιασε από το χέρι, μπήκαμε μέσα στον ναό, προσκυνήσαμε την Παναγία και τον Άγιο Αθανάσιο και βρήκαμε θέση μπροστά, στα αριστερά στασίδια.

Αφού ηρέμησαν τα πράγματα και κάθισαν όλοι, είπε ο πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος , εμπρός στην ωραία Πύλη: “Αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί , έφυγαν οι βιαστικοί και μείναμε λίγοι για να συνεχίσουμε τη θεία λειτουργία της Αναστάσεως. Τώρα, θα σβήσουμε τις λαμπάδες μας και θα τις ανάψουμε ξανά αργότερα. Η ατμόσφαιρα έγινε κατανυκτική, οι φλόγες στα καντηλάκια, εμπρός στις άγιες εικόνες, υμνούσαν την Ανάσταση του Κυρίου κι ένα ιλαρό, γαλάζιο φως, επάνω στην Αγία Τράπεζα , έλουζε μυσταγωγικά τον χώρο. Το θυμίαμα και οι ψαλμωδίες άνοιξαν τα έγκατα του νου και της ψυχής μου. Κάποια στιγμή ζαλίστηκα, τα βλέφαρα μου έγιναν βαριά και έγειρα το σώμα μου δεξιά, πάνω στο αριστερό πόδι της γιαγιάς. Η γιαγιά Σταυρούλα φορούσε τα γυαλιά της και παρακολουθούσε από το βιβλίο "Η Μεγάλη Εβδομάς” τη λειτουργία επιμελώς. Με σκούντησε απαλά και μου είπε στο δεξί αφτί:

Ξύπνα παιδάκι μου, δεν είναι σωστό να κοιμάσαι μέσα στην εκκλησία, γιατί σε βλέπει ο Χριστός και η Παναγία , μαζί με όλους τους αγγέλους, τον Άγιο Αθανάσιο και όλους τους Αγίους”.

Την κοίταξα ντροπιασμένη, δάγκωσα τα χείλη μου, έκανα μία μεγάλη προσπάθεια να κρατηθώ ξύπνια, αλλά βυθίστηκα για λίγα λεπτά και έχασα την επαφή με τον εαυτό μου , καθώς είχα γείρει πάνω στο στασίδι.

Ονειρεύτηκα ολιγόλεπτα την Παναγία να βγαίνει μαυροφορεμένη μέσα από την εικόνα τής εισόδου, του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου και να έρχεται προς το μέρος μου.

Το λυπάμαι το καημένο" είπε η Παναγία. Τρόμαξα και πετάχτηκα όρθια.

Όσοι πιστοί προσέλθετε", είπε ο ιερέας, σκούπισα τα μάτια μου ,που ήταν δακρυσμένα από τη νύστα, με το λευκό μου μαντηλάκι και κοινωνήσαμε πιασμένες χέρι-χέρι με τη γιαγιά Σταυρούλα.

Βοήθειά σου ,είπε η γιαγιά και μού έδωσε , μαζί με το αντίδωρο , ένα μικρό φυλακτό με σταυρό επάνω, κεντημένο με χρυσή κλωστή από τη προγιαγιά μου Γεωργία. Μην το χάσεις, μου είπε, να το έχεις και να μας θυμάσαι.

Όταν έληξε η θεία λειτουργία, ανταλλάξαμε όλοι ευχές μεταξύ μας, κάποιες γιαγιάδες με φιλούσαν πάνω στο κεφάλι που άντεξα τόσο αργά και άλλες με επαινούσαν. Καθώς βγήκαμε έξω από το ναό, συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε έναν άλλο κόσμο και επέστρεψα βίαια στη γη. Ο κρύος αέρας πάγωσε το κεφάλι και τους ώμους μου. Καθώς κουλουριάστηκα μέσα στη μάλλινη ζακέτα μου, με τύλιξε η γιαγιά Σταυρούλα από πάνω με το σάλι της και περπατήσαμε σιγά σιγά , η μία κολλημένη πάνω στην άλλη, προσπαθώντας να μη σβήσουν οι λαμπάδες μας.

-Πάμε πάμε, θα περιμένει άγρυπνη η μανούλα σου, είπε η γιαγιά.

Καθώς προχωρούσαμε , αισθάνθηκα ένα φως πίσω στην πλάτη της γιαγιάς Σταυρούλας να περπατάει μαζί μας και ταράχτηκα.

-Γιαγιά, ένα φως περπατάει πίσω σου, είπα αγχωμένη.

Η γιαγιά μού χαμογέλασε και είπε:

-Το φεγγαράκι είναι που μας φωτίζει το δρόμο, το θυμάσαι να το πεις;

-Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ είπα σιγανά, όμως αισθάνθηκα πάλι το φως και σταμάτησα έκθαμβη.

-Μη κοιτάζεις πίσω, μόνο μπροστά σου να κοιτάζεις , παρατήρησε η γιαγιά.

-Γιατί γιαγιά; ρώτησα.

-Τι είπαμε τις προάλλες, θυμάσαι;

-Μου είπες ότι όταν είμαστε καλοί άνθρωποι, πιστεύουμε και βοηθάμε τους άλλους, τότε βλέπουμε τον Χριστό μπροστά μας και τον ακολουθούμε, που είναι Ήλιος Λαμπρός.

-Ναι, και τι άλλο είπαμε;

-Μου είπες την ιστορία με τις δύο αδελφές. Μία που στολιζόταν για να αρέσει στον άντρα της και όλο κοιτούσε στον καθρέφτη να δει αν στρώνει καλά το φόρεμα πίσω της. Η άλλη αδελφή είχε παντρευτεί τον Χριστό και ήταν μαυροφορεμένη. Μου είπες ότι η πρώτη έβλεπε τον άντρα της και η δεύτερη τον Χριστό. Η γιαγιά μου Κωνσταντίνα που είναι μαυροφορεμένη και παντρεμένη ταυτόχρονα, ποιόν βλέπει; ρώτησα.

-Η γιαγιά σου η Κωνσταντίνα βλέπει και τους δύο, γιατί είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Θα στενοχωρήθηκε πολύ σήμερα γιατί είναι άρρωστος ο παππούς σου ο Γιώργος και δεν μπόρεσε να έλθει η καημένη στην Ανάσταση.

-Θα έλθει αύριο. Η γιαγιά Αλέξω θα  μείνει με τον παππού. Το απόγευμα θα πάμε κι εμείς να τον δούμε. Του πλάσαμε ένα τσουρέκι σε σχήμα σταυρού και διαβάσαμε το Πάτερ ημών με τη μαμά μου.

Ξαφνικά η γιαγιά Σταυρούλα αναστατώθηκε, πέρασε γρήγορα στα δάχτυλα της αριστερής παλάμης   τη λαμπάδα της και έκανε τρεις φορές το σταυρό της.

-Γιαγιά, τι έπαθες; ρώτησα δυνατά και αλαφιασμένη.

-Μη μιλάς, είπε σιγανά η γιαγιά. Κάνε το σταυρό σου .Όσοι είμαστε βαπτισμένοι και πιστεύουμε στον Χριστό έχουμε τη δύναμη του Σταυρού , που τη φοβούνται οι σκιές στο σκοτάδι.

-Ποια σκιά γιαγιά; δε βλέπω τίποτα!

-Σουτ! είναι αυτοί που αδίκησαν τους συνανθρώπους τους και δεν τους χωράει η εκκλησία. Υποφέρει η ψυχή τους και τρέχουν σαν αστραπή στα σκοτάδια! Θέλουν φως, γιατί έσβησε η λαμπάδα τους από την κακία.

Εμπρός, λέγε από μέσα σου το Πάτερ Ημών, μέχρι να φθάσουμε στο σπίτι!

Με τύλιξε ξανά στο σάλι και φθάσαμε στο σπίτι της. Ανεβήκαμε από τις στενές πέτρινες σκάλες στη κάμαρά της, που ήταν στον δεύτερο όροφο, ανατολικά του σπιτιού. Αφού έφτιαξε ένα σταυρό με το φως της λαμπάδας της στο ανώγι της πόρτας , άνοιξε , μπήκαμε μέσα στο μικρό  δωμάτιο της και άναψε αμέσως το καντηλάκι της. Θα σβήσει η λαμπάδα μου , είπα αγχωμένη.

-Μη στενοχωριέσαι , απάντησε. Πήρε τη λαμπάδα μου και άναψε με το Άγιο Φως ένα άσπρο κεράκι μέσα σε ένα φαναράκι, που ξεκρέμασε από τον τοίχο και μου το έδωσε να το κρατήσω.

-Με αυτό θα πάμε το φως στο σπίτι σας και αύριο μού το επιστρέφεις. Το έχω από τότε που ήμουν μικρή, σαν εσένα. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή το κρατώ στην περιφορά του Επιταφίου.

Αφού περιεργάστηκα τα χαραγμένα σχέδια πάνω στο φαναράκι, γιαγιά, ποιος το έφτιαξε; ρώτησα.

-Είναι χάλκινο , αυτά τα πουλούσε παλιά ένας καλός τεχνίτης. Τα έφερνε στο χωριό μας στην εορτή της Αγίας Τριάδος. Μου το αγόρασε η μητέρα μου στο πανηγύρι του χωριού· το κρατώ και τη θυμάμαι.

-Γιαγιά, πολλές μέρες σκέφτομαι να σε ρωτήσω κάτι, αλλά ντρέπομαι.

-Μη ντρέπεσαι , ρώτησέ με, ό,τι θέλεις.

-Γιατί σε λένε η Σταυρούλα του Τζάμαλη, αφού δεν έχεις άντρα;

-Ο Τζαμαλής ήταν ένας καλός πολεμιστής που έδωσε τη ζωή του για τη λευτεριά του τόπου μας.

-Ναι, αλλά δε σε λένε Σταυρούλα του Τζαμαλή, σε λένε του Τζάμαλη.

-Έτσι με λέει ο παππούς Κώστας, γιατί είμαι παντρεμένη με το Χριστό, τον νυμφίο της εκκλησίας μας, το Χριστό τον λέει Τζάμαλη (πολεμιστή) ,κι εμένα του Τζάμαλη ,γιατί αγωνίζομαι για την Ουράνια Βασιλεία, εκεί που πηγαίνουν οι ψυχές των καλών ανθρώπων.

-Γιαγιά, σου αρέσει που μένεις μόνη σου μέσα σε αυτό το μικρό δωμάτιο, ενώ η αδελφή σου ,δίπλα, έχει μεγάλο σπίτι με ωραία έπιπλα;

-Πες το, μη ντρέπεσαι, δεν έχω τίποτα εδώ μέσα. Σωστά το κατάλαβες. Τα έδωσα όλα, όσα είχα , για να χωρούν εδώ   τα χριστιανικά βιβλία και οι άγιες εικόνες μου. Αφού έχω αυτά, τα έχω όλα και είμαι πολύ χαρούμενη.

-Όταν θα μεγαλώσω, πώς πρέπει να είμαι γιαγιά, σαν την μητέρα μου, τη γιαγιά Κωνσταντίνα, τη γιαγιά Καλλιόπη ή σαν εσένα;

-Α! Αυτό θα σου το πει η καρδιά σου, όταν μεγαλώσεις. Ο Χριστός δεν μας ζητάει κάτι, μόνο δίνει απλόχερα σε όλους, αυτά που πραγματικά χρειαζόμαστε.

-Κι αν με ξεγελάσει η καρδιά μου;

-Σωστά! Γι΄ αυτό θα πρέπει να έχεις τον Χριστό μέσα σου, για να μη σε ξεγελάσει ποτέ η καρδιά σου. Πάμε τώρα, η μητέρα σου σε περιμένει.

Η μητέρα μου περίμενε στο πλατύσκαλο του σπιτιού , ενώ οι αδελφές μου κοιμόντουσαν βαθιά. Μόλις μας είδε, έκανε το σταυρό της με ανακούφιση. Αντάλλαξαν ευχές με τη γιαγιά Σταυρούλα και μπήκαμε μέσα. Άναψα με τη βοήθειά της το καντηλάκι στην παιδική κρεβατοκάμαρα, ενώ εκείνη είχε ήδη ανάψει το κερί πάνω στο μεγάλο τραπέζι και το καντήλι στα εικονίσματα. Να φας κάτι μου είπε, αλλά δεν ήθελα. Έφαγα το αντίδωρο διαμαρτυρήθηκα , δεν θέλω να φάω, νυστάζω πολύ. Την επόμενη ημέρα ξύπνησα δύο ώρες πριν από το μεσημέρι. Προτού στρώσουμε το τραπέζι, πήγα ένα τσουρέκι, πασχαλινά κουλουράκια και κόκκινα αβγά στη γιαγιά Σταυρούλα, για να της επιστρέψω παράλληλα το αγαπημένο φαναράκι της και να της δείξω τα αυτοκόλλητα που είχα κολλήσει πάνω στα αβγά. Κρατούσα μαζί μου και το βιβλίο που είχαμε στο σπίτι, “Η Μεγάλη Εβδομάς”, που μας το είχε χαρίσει ο “παππούλης”, ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Βασικά, το βιβλίο ήταν το κίνητρο για να επιστρέψω γρήγορα στη γιαγιά Σταυρούλα το φαναράκι της!

Γιαγιά της εξήγησα, έφερα το βιβλίο για να μου δείξεις πώς παρακολουθούμε  τις ακολουθίες στην εκκλησία. Η γιαγιά χαμογέλασε και μου απάντησε:

-Είσαι μικρή ακόμα, δεν έχεις τελειώσει καλά καλά τη Δευτέρα Δημοτικού, ασχέτως που είσαι πολύ καλή μαθήτρια. Χρειάζεται να μάθεις πιο πολλά γράμματα, για να μπορείς να χρησιμοποιείς σωστά αυτό το βιβλίο.

Θα σου σημειώσω όμως κάτι, αυτό μπορείς να το διαβάσεις πολλές φορές, μέχρι να το μάθεις σαν ποιηματάκι και να το λες απέξω. Εντάξει;

-Εντάξει, είπα με κατεβασμένο το κεφάλι, λίγο απογοητευμένη που ήμουν ακόμη πολύ μικρή.

Η γιαγιά πήρε το βιβλίο , το άνοιξε και τράβηξε με ένα μολύβι μία γραμμή . Έγραψε ένα Α στην αρχή του κειμένου και Ω στο τέλος.

Για να δω , θα το διαβάσεις σωστά αυτό που σημείωσα, είπε με σοβαρό ύφος!

Κοίταξα τη γιαγιά που καθόταν ακριβώς δίπλα μου και κουνούσε το κεφάλι της, σαν να μου έλεγε: “ Ξεκίνησε και μη φοβάσαι, θα σε βοηθήσω , αν χρειαστεί”. Κράτησα το βιβλίο σφιχτά και διάβασα αργά, δυνατά και καθαρά, λέξη προς λέξη, καθισμένη σε μία ψάθινη καρέκλα, εμπρός στο στενό χαγιάτι:

Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Άγιον, Κύριον, Ἰησοῦν τὸν μόνον ἀναμάρτητον. Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν καὶ τὴν Αγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν· σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν, ἐκτὸς Σοῦ ἄλλον οὐκ οἴδαμεν, τὸ ὄνομά σου ὀνομάζομεν. Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί, προσκυνήσωμεν τὴν τοῦ Χριστοῦ Αγίαν Ανάστασιν· ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ. Διὰ παντὸς εὐλογοῦντες τὸν Κύριον, ὑμνοῦμεν τὴν Ανάστασιν αὐτοῦ· Σταυρὸν γὰρ ὑπομείνας δι᾿ ἡμᾶς, θανάτω θάνατον ώλεσεν.


ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!

Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

23/4/2022




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου