Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Η Οδύσσεια ενός Βαλυραίου Πατέρα

    

                             Έφιππος στον δρόμο της Ζωής. Φωτό: Autotriti. gr

-Πατέρα να .... έτσι....βλέπεις; Όπως ο μπάρμπα-Θανάσης Μπόβης θέλω να σε βλέπω όταν μεγαλώσω, ελεύθερο και χαρούμενο, καβάλα στον Βλάγκο σου ν΄ αρμενίζεις τα ηλιοβασιλέματα στης Παναΐτσας τα μέρη και ψηλά στης Ιθώμης το διάσελο, που το φυλάει η Μεγαλόχαρη Βουλκανιώτισσα.

Ο αλησμόνητος Παρασκευάς Φειδάς κόπιασε στο λιθάρι του, σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του, έστρωσε τα χαμηλά γένια του, ύστερα κοίταξε κατάματα τον οκτάχρονο γιο του Γιώργο και απάντησε στωικά:

-Και πού να ΄ξερες Γιώργη μου τι κρύβει τούτος ο άνθρωπος, μέσα στην πληγωμένη του καρδιά, που τον λες ελεύθερο και χαρούμενο!

-Ποιο είναι το μυστικό του; πες μου πατέρα, παρακάλεσε επίμονα το αμούστακο αντράκι.

Θα σου πω, αλλά όχι τώρα και πικραθείς ...όταν μεγαλώσεις θα τα μάθεις όλα.... απάντησε λακωνικά και μετρημένα ο μπάρμπα- Παρασκευάς και φρόντισε να ξεχαστεί ο άκαιρος λόγος του, απασχολώντας τον γιο του με την κατασκευή μίας καλαμένιας φλογέρας, από τρίχρονο καλάμι με το σουγιά, στης Μαυροζούμενας τις όχθες, στης Βαλύρας την κατάφυτη και πλούσια σε βλάστηση Πέρα Μεριά.

Χρόνια πολλά πέρασαν, αλλά τούτο το μυστικό τόσο ο Θανάσης Μπόβης όσο και ο Παρασκευάς Φειδάς το πήραν στον τάφο τους, ώσπου μία ημέρα, σε άλλη γη, στο μακρινό Warwick, στο Road Island των Η.Π.Α, ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, και ο αείμνηστος Ηρακλής Αθαν. Μπόβης μοιράστηκε με τους Βαλυραίους φίλους του της καρδιάς του πατέρα του τα φοβερά παθήματα:

- “Όταν απεβίωσε ο Βαλυραίος μετανάστης Κώστας Φειδάς, ο αείμνηστος Ηρακλής Αθαν. Μπόβης κάλεσε όλους τους Βαλυραίους για καφέ στην οικία του στο Road Island, ανάμεσά τους τον αδελφό μου Ανδρόνικο κι εμένα, καθώς και τις οικογένειές μας, είπε ο κ. Γιώργος Παρ. Φειδάς.

Η συζήτηση το έφερε, καθώς αναπολούσαμε τα παλιά και μνημονεύαμε τις γενναίες πράξεις των γονιών μας, και ρώτησα τον φίλο μου Ηρακλή ποιο ήταν το μυστικό του αείμνηστου πατέρα του, που είχε κλέψει τον θαυμασμό μου έφιππος στα παιδικά μου χρόνια”.

Δάκρυσε ο αλησμόνητος Ηρακλής Αθαν. Μπόβης, πέρασε το μακρύ του χέρι στον ώμο του φίλου του Γιώργου Παρ. Φειδά, στρώθηκε καλά στον μεγάλο καναπέ, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε τη διήγηση:

Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, στρατοπέδευσαν στην Καλαμάτα και στη Βαλύρα , διεγείροντας την απέχθεια και το αδυσώπητο μίσος όχι μόνο των ενήλικων κατοίκων του χωριού μας, αλλά και των μικρών παιδιών της Βαλύρας. Κι ενώ ο δράκος είχε απλώσει τα φτερά του πάνω από τη Μεσσηνιακή γη και ήθελε να κατασπαράξει των “Ελλήνων τα παιδία”, τα σχολιαρόπαιδα της Βαλύρας πέθαιναν για μια ώρα ελευθερίας , εκτονώνοντας σε κάθε ευκαιρία την αρνητική εσωτερική ενέργεια και καταπίεση που βίωναν, με τη διακωμώδηση της παρουσίας των ανεπιθύμητων εισβολέων -δυναστών γύρω τους.

Ένα απόγευμα, μερικοί ανήλικοι φίλοι, ανάμεσά τους ο Αναστάσης Καρύδης και ο Γιώργος Μπόβης (γιος του Θανάση Μπόβη και αδελφός του Ηρακλή), συγκεντρώθηκαν στο πηγάδι του Λύρακοντά στην πλατεία της Βαλύρας, και άρχισαν να παίζουν ανέμελα, προκαλώντας ευθέως την τάξη και πειθαρχία που επέβαλαν οι ένοπλοι Γερμανοί...ώσπου εκνευρίστηκαν αφάνταστα οι κατακτητές και όρμησαν να συλλάβουν τα “ατίθασα” νιάτα. Τα περισσότερα παιδιά σαν αστραπή ξέφυγαν μέσα από τα στενά δρομάκια, αλλά ο Αναστάσης Καρύδης και ο Γιώργος Μπόβης δεν γλίτωσαν. Τους συνέλαβαν αμέσως οι Γερμανοί στρατιώτες και τους έκλεισαν μέσα σε έναν κήπο που είχε τριγύρω ψηλές φραγκοσυκιές, απέναντι από το σπίτι της αείμνηστης Αγγελικής ΛύραΤην επόμενη ημέρα   θα τους έστηναν ενώπιον των κατοίκων του χωριού για να τους πυροβολήσουν αλύπητα, προς παραδειγματισμό, γνώση και συμμόρφωση.

Ο Αναστάσης κατάφερε κατά τη διάρκεια της νύχτας να δραπετεύσει, οπότε οι Γερμανοί βρήκαν το πρωί μόνο του τον Γιώργη, τον γιο του αείμνηστου Θανάση Μπόβη .

Έσυραν τον μελλοθάνατο στο αλώνι του Καυκούλα οι Γερμανοί και έστησαν τα πολυβόλα προς εκτέλεση. Γονατιστός ο πατέρας του και ο κοινοτάρχης παρακαλούσαν τους ψυχρούς Γερμανούς να μην εκτελέσουν την άδικη απόφασή τους, αλλά εκείνοι παρέμεναν ανένδοτοι.Τότε τους πλησίασε με θάρρος και σοφία Κυρίου ο μακαριστός πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος και τους ζήτησε να του επιτρέψουν να κοινωνήσει πρώτα τον μελλοθάνατο, ευχόμενος ολόψυχα κατά βάθος η Παναγία Βουλκανιώτισσα να δώσει μία σωτήριο λύση, όχι μόνο για τον μελλοθάνατο αλλά και για τους ίδιους τους Γερμανούς, που αύξαναν καθημερινά το μητρώο των προσωπικών και εθνικών τους εγκλημάτων.

Οι Γερμανοί δεν αντιστάθηκαν εμπρός στη σεπτή μορφή του Αγίου της Βαλύρας και επέτρεψαν, κατ΄εξαίρεση, να λάβει ο μελλοθάνατος πρώτα τη θεία κοινωνία και τη συγχώρηση των αμαρτημάτων του. Καθώς επέστρεφε προς την εκκλησία ο παπά-Δημήτρης, λέγει στον αείμνηστο Ηλία Παπαϊωάννου , στον τελετάρχη της Βαλύρας, που πάντα ήταν πρώτος στην Περιφορά του Επιταφίου και συχνά κρατούσε τα εξαπτέρυγα και τον σταυρό στις θρησκευτικές τελετές στο χωριό:

Πήγαινε να κτυπήσεις την καμπάνα θλιβερά Ηλία μου....

Το τι έγινε στη συνέχεια, μόνο στη χώρα των εκ Θεού θαυμάτων μπορεί να συγκαταλεχθεί τούτο το γεγονός:

Ένα αόρατο χέρι ακούμπησε επάνω στο τρεμάμενο χέρι του αείμνηστου Ηλία Παπαϊωάννου, και αντί να κτυπήσει η καμπάνα θλιβερά, άρχισε να αντηχεί δυνατά και εκφοβιστικά, σαν να κτυπά για συναγερμό, λες και κάποια εξωτερική εισβολή πλησιάζει.... “οι αντάρτες έρχονται” αναφώνησαν όλοι και διαλύθηκαν.

Αυτό που ακολούθησε ήταν απερίγραπτο. Έντρομοι οι Γερμανοί άφησαν τα πολυβόλα, ξέχασαν τον μελλοθάνατο και άρχισαν να συσπειρώνονται αμυντικά, οι δε κάτοικοι του χωριού έφυγαν τρέχοντας να κρυφτούν στα σπίτια τους.....

Ο πατέρας αγκάλιασε τον γιο του, τον χάιδεψε συγκινημένος επάνω το κεφάλι, και είπε με λυγμούς:

-Πήγαινε στα κτήματα να πλυθείς και να ξεκουραστείς Γιώργη μου, και αύριο να προσκυνήσεις τη Παναγία που σε έσωσε. Ευτυχώς που ο αδελφός σου ο Ηρακλής δεν ήταν εδώ, γιατί με τις ανταρσίες του και τα πολλά καμώματά του κατά των Γερμανών, θα σκότωναν οι διαβολεμένοι όλο το χωριό!

-Φαντάζομαι πόσο ζωηρός θα ήσουν για να πει ο πατέρας σου ότι θα σκότωναν οι Γερμανοί όλο το χωριό, σχολίασε χαμογελώντας ο κ. Γιώργος Παρ. Φειδάς, μετριάζοντας τη θλίψη της ημέρας.

-Αν ήμουν ζωηρός! Θηρίο ήμουν, απάντησε ο Ηρακλής, αλλά έλαβα συγχώρηση από τον γέροντα πατέρα μου, λίγο πριν η ψυχή του βγει. Τον πρόλαβα στο χωριό και έβαλα τα χέρια μου εμπρός στο στόμα του για να ματαιώσει το ταξίδι του. “Είμαστε όλοι εδώ πατέρα μη φεύγεις” τον παρακάλεσα, εκείνος με κοίταξε με πολλή αγάπη και βλέμμα φωτεινό και ξεκίνησε την πορεία του χωρίς επιστροφή ....

Κάποτε τον πίκρανα πολύ, αλλά ήταν τόσο μεγαλόψυχος, με αγαπούσε τόσο βαθιά, ώστε ό,τι κι αν έκανα, όσο κι αν τον πλήγωσα, η καρδιά του με συγχώρησε χωρίς δεύτερη σκέψη , και με προστάτευσε σε καιρούς δύσκολους....

Μία χρονιά με έστειλε στο Δώριο Μεσσηνίας να αγοράσω αλάτι. Πριν φθάσω στον προορισμό μου, σταμάτησα σ΄ ένα μαγαζί να τσιμπήσω κάτι, με βρήκαν μικρό και με παρέσυραν κάποιοι επιτήδειοι, με αποτέλεσμα να χάσω όλα μου τα χρήματα στα χαρτιά. Επέστρεψα πίσω άπρακτος, και μη έχοντας τρανή δικαιολογία, είπα στον πατέρα μου ότι οι αντάρτες μου έκλεψαν τα χρήματα. Εκείνος αρχικά με πίστεψε, γι΄ αυτό άρχισε την έρευνα, το ίδιο όμως και οι αντάρτες.... Όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, οι επαναστάτες έστειλαν στο σπίτι φιρμάνι ότι δεν θα με εκτελέσουν γιατί λυπούνται τον πατέρα μου, αλλά θα με πιάσουν και θα μου κόψουν παραδειγματικά τα χέρια, ενώπιον πλήθους κόσμου. Φοβήθηκε εκείνος πολύ, και με φυγάδευσε τάχιστα στην Αθήνα, για να χάσουν οι εκτελεστές τα ίχνη μου.....

Πολλά κάναμε σαν παιδιά και πικράναμε τον πατέρα μας. Όμως, ο αποχωρισμός για πάντα στην ξενιτιά ήταν το πλέον δυσβάσταχτο, εκείνα τα χρόνια της ανασφάλειας, φτώχειας και ανέχειας για τους Βαλυραίους γονείς μας.

Αναβάτης στο άλογο της ζωής, με το χαμόγελο της υπομονής παραμένει ο καλός πατέρας, έστω κι αν αιμορραγεί στα στήθη του η καρδιά.....

Χρόνια σας Πολλά, ευλογημένοι πατέρες της Βαλύρας.


Θερμές ευχαριστίες στον κ. Γιώργο Παρ. Φειδά , επιχειρηματία στο Warwick, Road Island, U.S.A. που μοιράστηκε μαζί μας την Οδύσσεια του αείμνηστου Αθανασίου Μπόβη.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

17-6-2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου