Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

Η Πλουμιστή Μουριά, στο Μπιζάνι της Βαλύρας, στη Ρούγα Μπουζαλά

                       

                     Η πλουμιστή μουριά στο Μπιζάνι. Φωτό: κ. Γιώργος Νικ. Φωτεινός

Μία κόρη της αλησμόνητης μουριάς, στη ρούγα Μπουζαλά στο Μπιζάνι της Βαλύρας, απαθανάτισε ο κ. Γιώργος Νικ. Φωτεινός και μοιράστηκε μαζί μας τα χαρμόσυνα νέα τής καρποφορίας της, αναδεύοντας στη μνήμη μοναδικές  αναμνήσεις από την παιδική μας ηλικία. Μπορεί στην Πρωτεύουσα που την πλήττει ο συνεχής θόρυβος, το καυσαέριο και η πολυκοσμία να μην ανθίζουν οι μουριές, αλλά να αρκούνται τυπικά στην εμφάνιση πλούσιου φυλλώματος, παρέχοντας σκιά στους περαστικούς και οξυγόνο στην πόλη. Μπορεί το διακριτικό άρωμα της μουριάς να επέστρεψε πίσω στον πλάστη της στις κοσμοπόλεις, όμως στην ευλογημένη Βαλύρα η ψυχή των γιαγιάδων επικάθεται επάνω στις δροσερές φυλλομουριές, και εκείνες παραμένουν, δεκαετίες τώρα, στολισμένες με πλούσιο διακριτικό άρωμα και καρπό θαυμάσιο.

Η σηροτροφία αναπτύχθηκε στη Βαλύρα χάρη στις μουριές, αφού οι μεταξοσκώληκες κατά την ανάπτυξή τους καταβροχθίζουν σχεδόν ολόκληρα δένδρα, αλλά και ποιόν δεν έθρεψαν με τα νόστιμα μούρα τους οι αλησμόνητες μουριές στη Βαλύρα, ανθρώπους, ζώα βοσκής και πτηνά! Ήταν δε τόσα πολλά τα μούρα , “εκείνα τα αξέχαστα χρόνια των δεκαετιών 1950-1970”, υπόλευκα ή μαύρα, που χόρταιναν και οι κότες....


Κάτω από τη μουριά ...Φωτό: κ. Γιώργος Νικ. Φωτεινός


 Η  ψηλή θυγατέρα της αξέχαστης μουριάς  στο Μπιζάνι παραμένει ομορφονιά στον αδίστακτο χρόνο, στη ρούγα Μπουζαλά , και κρατεί ανοιχτό βιβλίο τα μυστικά των μικρών φιλενάδων, που κάθε απόγευμα,   τα   αλησμόνητα καλοκαίρια του ΄60 καθόμασταν κάτω από την σκιά της, ακούγοντας με μισό αυτί τα σοφά λόγια των αείμνηστων γιαγιάδων και μητέρων μας.   Τόνιζαν ιδιαίτερα “να είμαστε σεμνές , να έχουμε τα μυαλά μας τετρακόσια , τα μάτια ανοιχτά, και πολύ να προσέχουμε”.... Μοιράζονταν οι αγαπημένες γειτόνισσες στο Μπιζάνι τα βάσανα και τις αγωνίες τους, με πίστη στον Θεό και γνώση περίσσεια, κι απάλυναν τον πόνο της φτώχειας και της ανέχειας, αλλάζοντας βαφή με γλυκόμαυρα μούρα στα σφιγμένα χείλη τους. Η αείμνηστη, μαυροφορεμένη γιαγιά Αριστέα Μαυροειδή μάς κάθιζε στη σειρά κάτω από τη μουριά και με απολυμασμένη στη φωτιά και σε οινόπνευμα βελόνα τρυπούσε εκ του ασφαλούς τα  τρυφερά μας αυτιά. Ο φόβος και ο πόνος εξαφανίζονταν εμπρός στα πρώτα παιδικά, ολόχρυσα σκουλαρίκια  , δώρο συνήθως των γιαγιάδων μας.  Τα θαυμάζαμε κρυφά, με το μικρό καθρεφτάκι που είχαμε αγοράσει στο Πανηγύρι της Αγίας Τριάδος, πριν ξαπλώσουμε στο κρεβάτι μας, περιμένοντας υπομονετικά για έναν ολόκληρο μήνα να θρέψουν  στα πονεμένα αυτιά μας τα  τρυπήματα.


                Πλούσια τα ελέη του Θεού στη Βαλύρα.Φωτό:κ. Γιώργος Νικ. Φωτεινός

  Κάτω από τη μουριά, για πρώτη φορά, πιάσαμε δειλά-δειλά το βελονάκι στο χέρι στα 8 χρόνια μας και στα 12 είχαμε σχεδόν πλέξει τη μισή προίκα μας. Η θεία Τασία Καπότη, που ήταν άριστη μοδίστρα και έφτιαχνε απίστευτα σχέδια με   βελόνες,  έδειχνε στη Μαιρούλα Δημοπούλου πώς να πλέξει τη χειμωνιάτικη σχολική μπλε ζακέτα της, και η κουμπάρα Παναγούλα Λιοντήρη μοίραζε δίπλες  τον Δεκαπενταύγουστο, με μέλι οικογενειακής παραγωγής, γλυκαίνοντας την υπομονή  των  μανάδων μας. Από την τσέπη τους οι ανύπαντρες έβγαζαν διπλωμένο το φλιτζάνι του καφέ και το έδειχναν κρυφά στη γιαγιά Θοδώρα Μπουρίκα, που τη φώναζαν οι άνδρες Χαλβοθοδώρα, για να τους πει ποιος τις θέλει και τις σκέπτεται και αν έχουν σχηματιστεί τα αρχικά του ονόματος του υποψηφίου γαμπρού στου φλιτζανιού τα “ιερογλυφικά”. Εκείνη, που γνώριζε από πρώτο χέρι τα μυστικά των κοριτσιών- τίποτα δεν έμενε κρυφό στην μικρή και κλειστή κοινωνία της Βαλύρας- έπλεκε τέτοιο απρόβλεπτο σενάριο, που ανατρίχιαζαν οι κοπέλες  σύγκορμες: “ Ο Α. πολύ σε σκέπτεται αλλά και ο Β.,  όμως θα συμβεί   κάτι άλλο απρόσμενο, πολύ καλό... τελικά εσύ θα αποφασίσεις ανάμεσα σε τρεις και θα πάρεις αυτόν  με τον οποίο πολύ θα αγαπηθείτε, αφού τελικά το αποφασίσει ο ίδιος ο Θεός”! Μόνο η μικρή και έξυπνη Κατερίνα Φεφοπούλου δεν ζητούσε να μάθει κι έλεγε, “όπως με έκανε ο Θεός όμορφη όπως εσείς λέτε, έτσι θα μου στείλει  τον καλύτερο”!

Πάνω στη μουριά, με βραβείο τα καλύτερα μούρα, σκαρφάλωναν σαν πιθικάκια ο Νίκος, ο Θεοδόσης και ο Βασιλάκης Μπουρίκας, μαζί με τον Θόδωρο και τον Δημητράκη Καπότη, ή έπαιζαν κρυφτό και κυνηγητό ,  σηκώνοντας  τη γειτονιά στο πόδι με τα δυνατά τους  ξεφωνητά . Όλο έτρεχε πίσω τους η θεία Παναγούλα Μπουρίκα για να τους μαζέψει στο σπίτι και να τους μοσχοπλύνει, πριν χτυπήσει η καμπάνα του Εσπερινού και ο μακαριστός παπά-Δημήτρης Ξυδόπουλος αρχίσει την ακολουθία του Σαββάτου, στου   Αγίου Αθανασίου το ιερό  βήμα. Λίγο πριν τον Εσπερινό οι νοικοκυρές  μετρούσαν την ώρα με την κάθοδο του ηλίου στης Ιθώμης το βουνό, και  υπολόγιζαν με τις παλάμες τους πόση δαντέλα έπλεξαν. Ύστερα σηκώνονταν αποφασιστικά ,  ευχαριστούσαν ικανοποιημένες τη μουριά, ρίχνοντας στις ρίζες της νερό μετρημένο από το πηγάδι του Πουλόγιαννη, με τον τσίγκινο κουβά, έπαιρναν το σκαμνί τους παραμάσχαλα και βάδιζαν με βήμα γοργό προς τα σπίτια τους, για να πιάσουν σύντομα δουλειά. Έβαζαν το τσουκάλι να σιγοβράζει στο πετρογκάζ για να ετοιμάσουν σούπα παχιά να περάσει με γεμάτο το στομάχι η βραδιά, άναβαν το καντήλι στο εικονοστάσι και διάβαζαν την ευχή εμπρός στην εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας και στο ασημένιο κουτί με τα γαμήλια  τους στέφανα. Με πλούσια θράκα στο θυμιατό , στο “λιβανολόγο” όπως το έλεγαν, λιβάνιζαν μέσα κι έξω από το σπίτι καθαρίζοντας την ενέργεια στο χώρο και διώχνοντας μακριά  τα  κακά πνεύματα.

 Τις Κυριακές του Ιουλίου και Αυγούστου απολάμβαναν τη φεγγαράδα  γύρω  από τη μουριά άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αδελφωμένοι όλοι οι γείτονες  στο Μπιζάνι, μοιράζοντας λουκούμια, παστέλια, μαντολάτο, καραμέλες, φιστίκια, πασατέμπο και   χωνάκι παγωτό στα μικρά παιδιά. Ξεκούραζαν οι σκληρά εργαζόμενοι αγρότες το κορμί τους στα ξύλινα σκαμνιά και στις  ψάθινες καρέκλες τους, λέγοντας ατέλειωτες ιστορίες, διδακτικού περιεχομένου,  και ανέκδοτα παρμένα μέσα από  της ζωής τους τα απρόοπτα.     Μόνο όταν η νύχτα φορούσε τα βαριά πέπλα της, και το δροσερό αεράκι πάγωνε τον ιδρωμένο κάτω από τον κεφαλόδεσμο αυχένα  της κυράς, με τη συνοδεία  του συζύγου και παιδιών της, γυρνούσε  στην ανθοστόλιστη και ασπροβαμμένη οικία της, με την παραδοσιακή κεραμοσκεπή, η προκομμένη χρυσοχέρα,  στου Μπουζαλά τη γειτονιά.

Οι ξενιτεμένοι αδελφοί μας την όμορφη μουριά των παιδικών τους χρόνων σκέπτονται συχνά, με τις χιλιάδες αναμνήσεις, και εύχονται ο Θεός να την κρατά πλουμιστή αιώνια, συνδεδεμένη με τα ήθη και έθιμα του τόπου μας.

Όχι! Όχι! Μη δακρύσετε...πίσω από τις Μπιζανιώτικες πόρτες ανασαίνουν ακόμη μικρά παιδιά, και η μουριά στέκεται αλύγιστη στου  καιρού το πέρασμα. Στο πλατό του χρόνου μπορεί να άλλαξαν οι μορφές των Βαλυραίων, αλλά μέσα στα μάτια της ψυχής τους λάμπουν τα παλιά, αθάνατα του Παντελεήμονος Θεού και της Παναγίας Βουλκανιωτίσσης “βασιλικά”. Κι αν καμιά ασυγκράτητη δεντρογαλιά προβάλει στο διάβα τους, πέφτει επάνω της, ως θανατηφόρος καταπέλτης, η ράβδος του αείμνηστου Μίμη Μπουζαλά, που γενναιόδωρα μοίραζε και χόρταιναν με μια φέτα καρπούζι όλα τα παιδιά στη γειτονιά.


                      Ο αείμνηστος Μίμης Μπουζαλάς. Φωτό: lyrasi.blogspot.com


Ο Θεός να ευλογεί στο Μπιζάνι την αγαπημένη μας μουριά!


Θερμές ευχαριστίες στον κ. Γιώργο Νικ. Φωτεινό, Αντιπρόεδρο της Τοπικής Κοινότητας Βαλύρας και εργαζόμενο στον Δήμο Μεσσήνης, που μοιράστηκε μαζί μας τα νέα της αθάνατης Μπιζανιώτικης μουριάς.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

10-6-2023      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου