Φωτο: lyrasiblogspot.com
Το Σχολικό Έτος 1957, στην Τετάρτη Δημοτικού, στο Δημοτικό Σχολείο Βαλύρας, δίδασκε η αείμνηστη δασκάλα Ευτυχία Κυριακοπούλου και μαθητές της ήταν ο Θανάσης Γεωργακόπουλος και ο Γιώργος Φειδάς. Το σχολικό ωράριο ήταν πρωί και απόγευμα.
Προς το τέλος του Σεπτεμβρίου, στο μάθημα της Φυσικής Ανθρωπολογίας, ξεκίνησαν κατά τις πρωινές ώρες να συζητούν στην τάξη για την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Κι ενώ παρουσίαζε θεωρητικά η δασκάλα το μάθημα της , έχοντας μόνο έναν μικρό και υποτυπώδη χάρτη στη διάθεσή της, είπε στους μαθητές:
-Κρίμα, δεν έχουμε μία νεκροκεφαλή να σας τα έδειχνα όλα!
Ο Γιώργος Φειδάς, αγαπούσε την κυρία Ευτυχία, γιατί του μιλούσε όμορφα και ήταν ο μόνος, κατ΄ εξαίρεση, που δεν του είχε κάνει παρατήρηση, ούτε ποτέ τον έδειρε με τη βέργα. Μαζί με τον φίλο του Θανάση, μετά τη λήξη των μεσημεριανών μαθημάτων, πήραν τον δρόμο για το Κοιμητήριο του χωριού, χωρίς να ενημερώσουν τη δασκάλα τους, για να φέρουν στην τάξη τους μία νεκροκεφαλή από το οστεοφυλάκιο του Αγίου Γεωργίου.
Κατά τη διαδρομή, έκοψαν ένα μακρύ καλάμι, για να είναι πανέτοιμοι για το ψάρεμα της νεκροκεφαλής.-Φοβάμαι, όταν θα ανοίξουμε το χωνευτήρι, μη πεταχτούν έξω οι σκελετοί κατά πάνω μας, ομολόγησε ο Γιώργος.
-Άντε! απάντησε ο Θανάσης , που ήταν μεγαλύτερος και τελείωσε στα 16 χρόνια του το Δημοτικό Σχολείο. Δεν έχεις μπει ποτέ σου μέσα στο οστεοφυλάκιο;
-Όχι, γιατί να μπω;
-Να δεις τα κασελάκια με τα οστά των παππούδων μας.
-Σε κασελάκια τους έχουν ; και χωρούν ολόκληροι μέσα σε αυτά;
-Είναι τρακαδιασμένα τα οστά τους και το κεφάλι τους , είπε ο Θανάσης, αλλά όλοι δεν είχαν αυτή την τύχη! Όσοι πέθαναν χωρίς συγγενείς στη ζωή και ήταν φτωχοί, είναι ριγμένοι όλοι μαζί, μέσα σε μία μεγάλη ξύλινη , ανοιχτή κασέλα.
-Εμείς , από τον σωρό θα πάρουμε μία νεκροκεφαλή;
- Γιατί ; θέλεις να πάρουμε ενός επώνυμου και να μας κυνηγούν οι συγγενείς του ή να τον βλέπουμε στον ύπνο μας και να μας λέει γυρίστε πίσω στο νεκροταφείο το κεφάλι μου αλήτες;
-Αυτού του αγνώστου που θα πάρουμε την κεφαλή, δεν θα την αναγνωρίσει η ψυχή του, και δεν θα έλθει στον ύπνο μας;
-Αυτού του φτωχού η ψυχή, όταν είδε τη στενή κασέλα με όλους μέσα, μάλλον πέταξε και ζει με τις κουκουβάγιες στα ψηλά κυπαρίσσια του Αγίου Γιώργη, δεν νομίζω ότι ήθελε να ζοριστεί στο οστεοφυλάκιο, απάντησε με νευρικό γέλιο ο Θανάσης.
-Τι μου λες βρε Θανάση; Δηλαδή οι άλλες ψυχές κοιμούνται αγκαλιά με τα κόκαλά τους, μέσα στα κασελάκια; Πάντως εγώ, δεν πρόκειται να μπω μέσα στο οστεοφυλάκιο!
-Μην είσαι χαζός καημένε Γιώργο, ούτε κι εγώ θα μπω μέσα. Με το καλάμι θα ψαρέψουμε τη νεκροκεφαλή και θα την σύρουμε προς τα έξω. Στο καλάμι θα την κρεμάσουμε, δεν θα την πιάσουμε καθόλου με τα χέρια μας!
-Γιατί; λες να μυρίσει ανθρώπινο κρέας και να ζωντανέψει;
Συζητώντας, έφθασαν έξω από τη βαριά σιδερένια πόρτα του νεκροταφείου.
-Ψυχραιμία φίλε! είπε ο Θανάσης , κρατώντας σφικτά το καλάμι για να μη φανεί ότι κι εκείνος κατά βάθος έτρεμε από τον φόβο του.
Ούτε καν το χερούλι της πόρτας του οστεοφυλακίου δεν άντεξαν να πιάσουν με γυμνά χέρια. Ο Θανάσης τράβηξε το δεξί του μανίκι, κάλυψε την παλάμη του, και άνοιξε σπρώχνοντας την προπολεμική βαριά ξύλινη πόρτα.
-Τι ήταν αυτό που έτριξε; ρώτησε αναπηδώντας ο Γιώργος, σαν να τον δάγκωσε φίδι.
-Ήρεμα φίλε! Ο μεντεσές της πόρτας ήταν, έχει σκεβρώσει η πόρτα από την υγρασία, δεν τρίζουν έτσι τα κόκαλα των πεθαμένων!
Για καλή τους τύχη, τρεις νεκροκεφαλές ήταν στην επιφάνεια του σωρού, στην ανοιχτή κασέλα, δύο ανδρικές και μία γυναικεία.
-Κοίτα βρε Γιώργο, κοίτα κι εσύ που τα έχεις κάνει επάνω σου καημένε.
-Να πάρουμε εκείνη τη μεγάλη του μπάρμπα; Να τα βλέπουμε όλα καλά στο μάθημα;
-Πάρτη, πάρτη να φεύγουμε, είπε ο Γιώργος που κόντευε να πεταχτεί έξω το στομάχι του από την ανείπωτη λαχτάρα.
Ισορρόπησε τη νεκροκεφαλή πάνω στο καλάμι ο Θανάσης, την ύψωσε και την κρατούσε σαν πολεμικό τρόπαιο, καθώς πήραν τον δρόμο της επιστροφής προς το Σχολείο.
Σκεπτόμενοι ότι αν ακολουθήσουν τον κεντρικό δρόμο της Δημοσιάς προς την πλατεία της Βαλύρας, θα είχαν μεγάλα μπλεξίματα, επέστρεψαν από τον κάτω, χωμάτινο δρόμο, που οδηγεί από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό του χωριού προς το Σχολείο. Αλλά και σε τούτη τη διαδρομή , τα περίεργα βλέμματα δεν τα απέφυγαν. Οι γιαγιάδες που τους έβλεπαν να περνούν στον δρόμο έκαναν τον σταυρό τους και φώναζαν, “να πάτε τον συγχωρεμένο στο οστεοφυλάκιο και να τον λιβανίσετε”, οι δε ταξιδιώτες, που τους είδαν να βαδίζουν παράλληλα με τις γραμμές του τραίνου, πηγαίνοντας προς την Καλαμάτα, κρεμάστηκαν στα παράθυρα των βαγονιών και τους σφύριζαν.
Απτόητοι προχωρούσαν και αμετανόητοι, με βήμα γοργό, αποφασισμένοι να εκτελέσουν τον ιερό σκοπό τους στο ακέραιο, μέχρι που έφθασαν στο σχολείο. Ανέβηκαν με υπερηφάνεια τα πλατιά σκαλοπάτια της εισόδου, καθώς οι συμμαθητές τους κοιτούσαν με κομμένη την ανάσα, και απέθεσαν επάνω στην έδρα της κυρίας Ευτυχίας τον γενναίο πρόγονο, που του έμελλε από το αιώνιο κρεβάτι του να πάρει απόσπαση, προκειμένου να υπηρετήσει τις εκπαιδευτικές ανάγκες του Δημοτικού Σχολείου της Βαλύρας.
Φωτο:lirasiblogspot.com
Χάρηκε η κα Ευτυχία, αν και κατανόησε ότι τα παιδιά έφεραν την κεφαλή από το Κοιμητήριο.
Τα δίδαξε αναλυτικά, τους έκανε ένα αξέχαστο μάθημα, το οποίο δεν λησμόνησαν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Τα είδαν όλα και ήρθε το δικό τους κεφάλι στη θέση του, γιατί ήξεραν πλέον που βρίσκεται το καθετί. Βέβαια, μόλις τελείωσε το απογευματινό μάθημα, τους πρόσταξε η υπεύθυνη δασκάλα να επιστρέψουν αμέσως την κεφαλή και να την αφήσουν στο οστεοφυλάκιο, εκεί που τη βρήκαν.
-Μάλιστα κυρία, είπαν και οι δύο με προθυμία, και ξεκίνησαν τη διαδρομή της επιστροφής, πάλι από τον κάτω δρόμο, για να μη τους πετύχει πουθενά ο πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος, ή τους συναντήσει κάποιος από τα μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, ή ο νεωκόρος του χωριού.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει! Αν και δεν έβρεχε, πυκνά γκρίζα σύννεφα σκέπαζαν χαμηλά τον ουρανό που έδιναν την εντύπωση ότι το κακό κάπου παραμονεύει και σύντομα θα ξεσπούσε βιβλική καταστροφή, ότι θα άνοιγε η γη για να τους καταπιεί.
Ο Γιώργος άρχισε να φαντάζεται τον Άδη τιμωρό, και τον κατέλαβε με εμμονή η ιδέα , ότι επιστρέφοντας στο νεκροταφείο θα τους κρατούσε δέσμιους ο Άγιος Γεώργιος , για την απαράδεκτη πράξη τους.
-Φοβάμαι Θανάση, φώναξε αγχωμένος με λυγμό, καθώς εκείνος προχωρούσε απτόητος μπροστά. Μη προχωρείς άλλο, θα μας τιμωρήσει ο Άγιος Γιώργης, δεν μπορώ να σε ακολουθήσω στο νεκροταφείο, είπε κλαψουρίζοντας, η μάνα μου δεν ξέρει τίποτα και δεν θα μπορέσει να με βρει!
Αυτόν ήταν! Θύμωσε ο Θανάσης και έδωσε μία, πετώντας στον χωμάτινο δρόμο, μέσα σ΄ έναν φράχτη τη νεκροκεφαλή και το καλάμι.
-Τελειώσαμε, είπε αποφασιστικά στον φίλο του, και χώρισαν για να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Δύσκολα κοιμόταν τα βράδια ο μικρός Γιώργος, σκεπτόταν ότι αθέτησαν την υπόσχεση προς τη δασκάλα τους, και την αχαριστία που έδειξαν προς την κεφαλή των προγόνων τους. Για να μη προδώσει τον συμμαθητή του και τον εαυτόν του και έχουν σοβαρά μπλεξίματα, δεν είπε τίποτα σε κανέναν, εν τούτοις συχνά περνούσε από το σημείο που πέταξαν τη νεκροκεφαλή, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Ώσπου σκέφτηκε, ότι κάποιος τη βρήκε και την επέστρεψε στο Νεκροταφείο. Γι ΄αυτό ηρέμησε, και άρχισε να απωθεί βαθιά στο υποσυνείδητο το φλέγον ζήτημα.
Μετά από τρεις μήνες, όταν έπεσαν τα Φθινοπωρινά φύλλα, άρχισε να διακρίνεται αισθητά η κεφαλή στον φράχτη. Περνώντας ένας βοσκός, την είδε έκπληκτος, πίστεψε ότι είχε διαπραχθεί κάποιο στυγερό έγκλημα στο χωριό, και το ανέφερε αμέσως στην αστυνομία. Μαζεύτηκε το αστυνομικό τμήμα γύρω από τον φράχτη, ειδοποιήθηκε ο εισαγγελέας και αναστατώθηκε ολόκληρη η Βαλύρα και τα γύρω χωριά. Με την υποψία πάντων σε κορύφωση, για τρεις συνεχείς ημέρες, διερευνώντας ποιος δολοφόνησε ποιον, και πού ελλοχεύει το κακό στο κατά τα άλλα ήσυχο χωριό μας, ενημερώθηκαν σχετικά και οι δάσκαλοι του χωριού.
-Για ελάτε εδώ, εσείς οι δύο, είπε η κυρία Ευτυχία στον Θανάση και στον Γιώργο.
-Θέλω να μου πείτε όλη την αλήθεια. Επιστρέψατε την νεκροκεφαλή του παππού στο Κοιμητήριο, ή μήπως φοβηθήκατε και την πετάξατε στον φράχτη, κοντά στο Λιναρδέϊκο σπίτι;
-Κυρία ήταν πολύ σκοτεινά, φοβηθήκαμε πολύ και την αφήσαμε στον φράχτη, είπαν ο Γιώργος και ο Θανάσης , με σκυμμένο το κεφάλι.
-Και ήταν τόσο δύσκολο να το αναφέρετε; Είναι καλύτερα τώρα που αναστατώθηκαν οι αρχές και ολόκληρο το χωριό; Σας τιμά αυτή η συμπεριφορά;
-Συγνώμη κυρία, είπαν και οι δύο κλαίγοντας με μεταμέλεια, γι΄ αυτό δεν τους έδειρε με τη βέργα η αυστηρή δασκάλα.
-Κύριε Αστυνόμε, το θέμα θεωρείται λήξαν, είπε η κυρία Ευτυχία Κυριακοπούλου, καθώς η γιαγιά του Γιώργου Ευγενία , η θεοσεβής Τσουκαλοβγενιά της Βαλύρας, που έφτιαχνε ωραία πήλινα τσουκάλια, άρπαξε τον εγγονό της από το αυτί, του ζήτησε να πει 50 φορές ήμαρτον Κύριε, εξομολογήθηκε, κοινώνησε, και τον οδήγησε στο Κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου, για να λιβανίσουν στο οστεοφυλάκιο τα οστά των παππούδων μας, και να τους ζητήσει δημοσίως, ενώπιον όλων των κεκοιμημένων, συγνώμη. Όσο για τη νεκροκεφαλή, τοποθετήθηκε σε δικό της κασελάκι. Δεν ήταν πλέον μια όποια κι όποια κεφαλή, αλλά ο διάσημος πρόγονος, με το εύρωστο κρανίο, ο βοηθός της εκπαίδευσης, στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας.
Δόξα και τιμή στους προγόνους μας.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά, επιχειρηματία, που θυμήθηκε το περιστατικό με τη νεκροκεφαλή, στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
7/9/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου