Φωτο: κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού
Μία τελευταία Καλοκαιρινή εκδρομή, πριν μπούμε για τα καλά στο κλίμα του Φθινοπώρου, είπαμε να πραγματοποιήσουμε νοερά, όσον αφορά το μάζεμα της πατάτας. Σήμερα θα ταξιδέψουμε στο Οροπέδιο του Λασιθίου, στην Κρήτη, και με τη βοήθεια της κυρίας Μαρίας Μουδάτσου- Θαλασσινού, νοσηλεύτριας και λάτρη της Λαογραφίας, η οποία είναι γέννημα και θρέμμα του χωριού Νικηφορίδων, ενός από τα 18 χωριά στο Λασίθι, θα συμμετέχουμε νοερά στο κτήμα της , θα φυτέψουμε και θα μαζέψουμε μαζί με την οικογένειά της πατάτες.
Πατάτες ωραίες και πρώτες στην αγορά παράγουμε στον μακάριο Μεσσηνιακό κάμπο και πολλές ιστορίες θυμόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια, όταν βοηθούσαμε τους γονείς μας στο φύτεμα και στην καλλιέργεια της πατάτας στα κτήματά μας, για οικογενειακή χρήση και/ή για πώληση. Επίσης, θυμόμαστε τους πλανόδιους πωλητές που με τα παλιά τρίκυκλα μετέφεραν στο κασόνι τους πατάτες και λαχανικά και τα πωλούσαν στις πάνω και κάτω γειτονιές της Βαλύρας Μεσσηνίας.
Δεν ξεχνάμε κι έναν ατσίγγανο γραφικό, που φώναζε πατάται-πατάται.
-Κύριε ,πατάτε, πατάτε;
-Ναι! πατάται -πατάται, της απάντησε χαμογελαστά.
Εκείνη ξεθάρρεψε και παραλίγο να πάθει υστερία, όταν έφθασε ξαφνικά το νερό μέχρι τον λαιμό της.
Οι πατάτες είναι σημαντικό μέρος της διατροφής μας, συνοδεύουν σχεδόν καθημερινά τα γεύματά μας, ή είναι το κυρίως γεύμα. Μας γειώνουν εντός μας και δεν αισθανόμαστε τα υγρά του στομάχου σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Από την εποχή του Καποδίστρια, που έφερε τις πατάτες στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, αν και οι πατάτες έχουν 36 διαφορετικές ασθένειες, εν τούτοις κατορθώσαμε να παράγουμε καλής ποιότητας πατάτες και να ικανοποιούμε τις τοπικές και Πανελλαδικές ανάγκες μας, ακόμη και σε καιρούς πολύ δύσκολους, στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία μας στο Οροπέδιο του Λασιθίου, προς το τέλος του Απριλίου, του έτους 1993!
Οι πατάτες που φύτευαν κατά τη δεκαετία του 1990 στο Λασίθι , ήταν Ολλανδικής προέλευσης, δύο ποικιλίες προτιμούσαν , τις σπούντα και κέλεμπεκ. Τότε αντλούσαν νερό από τις στέρνες δίπλα στους ανεμόμυλους, για να ποτίσουν τις πατάτες, σήμερα το πότισμα είναι αυτόματο. Την πώληση της πατάτας αναλάμβανε ο Αγροτικός Συνεταιρισμός. Οι συγκεκριμένες πατάτες, άριστης ποιότητας, δυστυχώς δεν προωθήθηκαν κατάλληλα στην αγορά.
Η γιαγιά Στέλλα Μουδάτσου, για δύο συνεχείς ημέρες είχε πάρει τα όρη και τα βουνά. Ήθελε να μαζέψει πολλούς ασκολύμπρους (άγρια χόρτα), μάραθο, σπαράγγια άγρια και τσάγαλα (αμύγδαλα που η ψίχα τους δεν έχει ωριμάσει και είναι σαν ζελέ) για να φτιάξει κατσικάκι γιαχνί.
Ο παππούς Γιώργος στο πέτρινο κατώγι, με την βοήθεια των εγγονιών του , έκοβαν τις πατάτες που είχαν βγάλει μάτι για να τις ετοιμάσουν για το φύτεμα της χρονιάς. Στη συνέχεια τις έπλεναν και τις τοποθετούσαν προσεκτικά μέσα σε ξύλινα καφάσια.
Βέβαια, τον προηγούμενο μήνα είχαν φυτέψει τις λεγόμενες άνυδρες πατάτες στο μικρό χωράφι τους, για οικιακή χρήση. Τούτες οι πατάτες ήταν για παραγωγή και πρόσθεταν ένα μικρό αλλά σεβαστό χρηματικό ποσό στα έσοδα της χρονιάς. Η τιμή της πατάτας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ήταν 60 δραχμές το κιλό.
Ο πατέρας Σωτήρης , η μητέρα Μαρία , η αδελφή της και άλλοι εργάτες συγχωριανοί , βοηθούσαν στην προετοιμασία του χωραφιού. Τα χωράφια τα όργωναν με τις αγελάδες και ξύλινα ή ατσάλινα αλέτρια, εξαρτιόταν πάντα από το έδαφος.
Σήμερα, η φύτευση της πατάτας γίνεται αυτόματα, με ειδική συσκευή, προσαρμοσμένη στο τρακτέρ, η οποία πετά, καθώς περνά το τρακτέρ, πατάτες σε σειρές. Τότε όμως όλα φροντίζονταν με τα ευλογημένα χέρια των αγροτών.
Η φύτευση της πατάτας ήταν ετήσια γιορτή. Όλοι βρίσκονταν σε εγρήγορση, μικροί και μεγάλοι, ο καθένας είχε τα καθήκοντά του και προσέφεραν υπηρεσίες ενωμένοι και αδελφωμένοι. Με τις ευλογίες του Θεού φύτεψαν και τούτη την αλησμόνητη χρονιά πέντε στρέμματα γης.
-Απρίλης, Γρίλης, κοντά το θέρος, είπε η γιαγιά χαμογελαστά, όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες και κατάκοποι ξαπόστασαν οι γενναίοι αγρότες. Η γιαγιά Στέλλα έστρωσε ένα κιλίμι πάνω στο χορτάρι και ακούμπησε το τσουκάλι της σε ξύλινη βάση. Το ευλογημένο φαγητό της μοσχοβολούσε απίστευτα και ο αέρας μετέφερε την ευωδία μέχρι τις απέναντι κορυφές. Ο παππούς είχε πιάσει δροσερό νερό από το κοντινό πηγάδι. Πλύθηκαν όλοι καλά, κάθισαν αναπαυτικά, έκαναν τον σταυρό τους, ευχήθηκαν καλή σοδειά και άρχισαν να τρώνε.
Εκείνος που δεν έτρωγε από τα παιδιά της κυρίας Μαρίας ήταν ο μικρός, έξυπνος και ευαίσθητος γιος της Μανώλης. Οι αδελφές του Αθηνά και Στέλλα τον σκουντούσαν ν΄ αρχίσει να τρώει για να μη στενοχωρηθεί η γιαγιά, αλλά εκείνος έσφιγγε το στόμα του και ήταν ανένδοτος.
Φωτο: κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού
-Τι έπαθες Μανώλη μου, καμάρι μου; ρώτησε η γιαγιά.
-Είμαι στενοχωρημένος , απάντησε μονολεκτικά και με το κεφάλι του σκυμμένο.
-Γιατί; συνέβη κάτι και δεν το καταλάβαμε;
-Λυπάμαι τα ζώα, απάντησε ο Μανώλης και προσπάθησε να μη κλάψει, γιατί τα Κρητικόπουλα είναι δυνατά , πολύ γενναία και δεν κλαίνε. Όμως βρήκε τη δύναμη, πήρε μια βαθιά ανάσα, τέντωσε τον λαιμό του και είχε το θάρρος της γνώμης του.
-Η γίδα, είπε, είναι πολύ στενοχωρημένη. Γιατί όταν γέννησε το κατσικάκι τής φορέσατε μία σακούλα στον μαστό και τη δέσατε με δύο κορδόνια σφιχτά πίσω στην πλάτη της, για να μη πίνει όλο το γάλα το παιδί της, αλλά να μένει και για μας. Και όταν μεγάλωσε το κατσικάκι της το σφάξατε για να το φάμε. Και της αγελάδας, που την έκανε ο Θεός ελεύθερη, της βάλατε τα ζυγάλετρα για να οργώνει τα χωράφια, και όταν αλωνίζουμε της φοράτε μία συρμάτινη μουστούκα για να κινείται γύρω από το αλώνι, να μη σκύβει και τρώει τον καρπό και πονάει της καημένης το στόμα της.
-Ναι, απάντησε η γιαγιά. Και του παππού τι του φοράμε;
-Τι του φοράμε;
-Τον ψεκαστήρα στην πλάτη για να ραντίζει τα αμπέλια.
-Κι εγώ τι κουβαλάω στην πλάτη μου;
-Τι κουβαλάς γιαγιά;
-Δεμάτια με ξύλα να τα φέρω στο σπίτι, μια ώρα δρόμο, για να ανάψουμε τον φούρνο.
-Για τον κουβά που τον δένουμε με σχοινί και τον ρίχνουμε συνέχεια μέσα στο πηγάδι να πιάσουμε νερό έχεις κανένα παράπονο;
-Όχι, ο κουβάς δεν έχει ψυχή, είναι πράγμα, απάντησε ο Μανώλης.
-Όλοι παιδί μου χρυσό, είπε ο παππούς, άνθρωποι και ζώα , δουλεύουμε σκληρά , με πολύ κόπο και πόνο, και κάνουμε μεγάλες θυσίες σε αυτή τη ζωή. Εμείς φροντίζουμε τα ζώα και εκείνα εμάς. Το βλέπεις αυτό; τι είναι αυτό;
-Η βέρα σου παππού.
-Ξέρεις τι σημαίνει αυτό Μανωλιό μου; ο πατέρας όλη την οικογένεια και το σπίτι τα κουβαλάει μόνος του στην πλάτη του συνέχεια! Το ίδιο με το καλό θα συμβεί και σε σένα παλικάρι μου.
-Είμαι μικρό παιδί ακόμη, απάντησε ο Μανώλης αγχωμένος , και άρχισε να τρώει νευρικά το κατσικάκι του, λιώνοντας τα σπαράγγια στο στόμα.
Σε περίπου τέσσερεις μήνες είχαν ξεραθεί τα πράσινα φύλλα και οι πατάτες ήταν έτοιμες. Μετά τον Δεκαπενταύγουστο συγκεντρώθηκαν όλοι για το πανηγύρι της χρονιάς.
Πρωί -πρωί, με τα ψάθινα καπέλα τους δεμένα σφιχτά κάτω από το σαγόνι, άρχισαν να σκάβουν με τα σκαλιστήρια τους για να μαζεύουν τις πατάτες.
Μια όμορφη πεταλούδα κάθισε πάνω στα μαλλιά της Στέλλας και εκείνη μαρμάρωσε, παρέμεινε ακίνητη για να μη της φύγει. Η Αθηνά δεν είχε όρεξη για να μαζέψει πατάτες. Ξεκίνησε αδιαμαρτύρητα, αλλά γρήγορα τη ζάλισε ο ήλιος και κάθισε πάνω στο κιλίμι.
-Σήκω Αθηνά, φώναξε η γιαγιά , που κάθεσαι σαν αποζυμώτρια πάνω στο κιλίμι.
Να σε πουν αποζυμώτρια, αν δεν ήσουν όντως ζυμώτρια κουρασμένη, δεν ήταν το καλύτερο. Σήμαινε ότι είσαι τεμπέλα. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της Αθηνάς, έσφιξε βιαστικά τα κορδόνια στα αθλητικά της παπούτσια, έριξε γρήγορα κρύο νερό στο πρόσωπό της και ούτε μιλιά δεν έβγαλε μέχρι να τελειώσουν όλοι.
Με το ζιμπίλι ( κάδο για γέμισμα των σακιών με πατάτες), προς το απόγευμα γέμισαν οι άνδρες τα σακιά. Για πάνω από τρεις ημέρες μάζευαν τις πατάτες. Την τρίτη ημέρα η γιαγιά κάθισε στο σπίτι και έψησε στρογγυλοκομένες πατάτες με μπόλικο λάδι στον φούρνο, στρωμένες μία -μία στο ταψί. Από πάνω έριξε σάλτσα με φρέσκια τριμμένη ντομάτα και μπόλικα χτυπημένα αυγά. Επίσης, έψησε ολόκληρες πατάτες στον φούρνο και έκανε σαλάτα με αυτές, συνδυαστικά με φρέσκο κρεμμυδάκι , ελαιόλαδο και πολλά μυρωδικά. Ο παππούς είχε κατεβάσει δεμένο μέσα στο πηγάδι ένα μπουκάλι κρασί οικογενειακής παραγωγής για να παραμένει κρύο. Όλοι κάθισαν και ευχήθηκαν και του χρόνου.
Γεμίζοντας τα σακιά με το ζιμπίλι.Φωτο: κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού
Τις πατάτες τις διατηρούσαν στα πέτρινα ξυλοτάβανα κατώγια ή αποθήκες, απλωμένες χύμα κάτω. Τους έριχναν επάνω στάχτη από τον φούρνο, για να τις κρατάει δροσερές. Ενώ οι πατάτες θέλουν φως για να αναπτυχθούν, για να διατηρηθούν ισχύει το αντίθετο.
Η οικογενειακή σοδειά έφθανε να καλύψει τις ανάγκες διατροφής της οικογένειας, μέχρι τον επόμενο Μάρτιο. Τις μεγάλες πατάτες τις πωλούσαν, τις δε δεύτερες τις κρατούσαν για οικιακή κατανάλωση και για τα γουρουνάκια της γιαγιάς Στέλλας.
Τα γουρουνάκια της γιαγιάς Στέλλας έκαναν μεγάλη χαρά, όταν τους ετοίμασε σπέσιαλ γεύμα με φρέσκιες μικρές βραστές πατάτες, λαδάκι και λίγο πίτουρο.
Ευλογημένα ήταν εκείνα τα ακούραστα χέρια, που καλλιεργούσαν τις πατάτες βιολογικά, στην αμόλυντη γη μας, κατά τις περασμένες δεκαετίες και ευχαριστούσαν από καρδιάς τον Θεό για τη σοδειά που τους έδωσε.
Θερμές ευχαριστίες στην κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού και στην οικογένειά της, που μας προσκάλεσαν στο κτήμα τους στο Οροπέδιο του Λασιθίου Κρήτης, και συμμετείχαμε νοερά στην καλλιέργεια της πατάτας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
5/9/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου