Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Με τις ευλογίες του Οσίου Ιακώβου του Αναχωρητού, ας φροντίσουμε τους άστεγους αδελφούς μας!

  

                              Άστεγη γυναίκα στην Αθήνα . Φωτό: Athens Voice


Σήμερα, 6η Φεβρουαρίου , η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Φωτίου, του Ομολογητού και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και του θαυμασίου ασκητού Οσίου Ιακώβου του Αναχωρητού, του οποίου ο απίστευτος βίος δεν είναι ευρέως γνωστός, και δίκαια μπορεί να θεωρηθεί ως προστάτης Άγιος των αστέγων.

Τη χώρα μας κατακλύζουν άνθρωποι άστεγοι στους δρόμους, οι λεγόμενοι εμπερίστατοι αδελφοί μας, εν έτει 2024 . Χρειαζόμαστε ένα άγιο για να φωτίσει εμάς πρωτίστως, ώστε ως κράτος αλλά και ως χριστεπώνυμο πλήθος της αγάπης του Εσταυρωμένου Κυρίου μας,  να βοηθήσουμε να αποκατασταθούν θεάρεστα οι δυστυχείς αδελφοί μας, και να συνεχίσουν τον βίο τους μέσα στην κοινωνία . Να μην περιφέρονται κατατρεγμένοι στα πάρκα και στις γειτονιές των μεγαλουπόλεων, γι΄ αυτό ας επικαλεστούμε σήμερα τη χάρη του Οσίου Ιακώβου, που περισσότερο από κάθε άλλο άγιο γνώρισε τι σημαίνει άστεγος εφ΄ όρου ζωής, και κέρδισε τη Βασιλεία των Ουρανών.

Ο σοφός Θεοδώρητος περιγράφει τα κατορθώματα του τρισμάκαρος Ιακώβου, ο οποίος πολλάκις συνομίλησε μαζί του και είδε μέρος από αυτά. Ο Θεοδώρητος (393-457) ήταν σημαντικός συγγραφέας, δεινός θεολόγος και χριστιανός επίσκοπος Κύρου (423-457) , πρωτεύουσας της συριακής επαρχίας της Κυρρηστικής . Θεωρείται ως «ο μεγαλύτερος ερμηνευτής της Ανατολής», γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας (1 και 2).

Δεν γράφω περισσότερο από την αλήθεια λέγει ο Θεοδώρητος, διότι οι ενάρετοι δούλοι του Θεού κρύβουν τις αρετές τους όσο δύνανται, για να αποφύγουν τον έπαινο των άλλων ανθρώπων (Φιλόθεος Ιστορία, αριθ.21). 

Ο καρτερόψυχος πατήρ Ιάκωβος ξεπερνούσε και τους παλαιότερους αναχωρητές στη σκληραγωγία και άσκηση, γιατί κάθε ανάπαυση του σώματος μίσησε, μη θέλοντας να έχει εδώ καμία πρόσκαιρη απόλαυση. Δεν είχε σκέπη, ούτε οικία, ή καλύβα ή σπήλαιο, αλλά πέρασε όλη τη ζωή του άστεγος, έχοντας τον ουρανό στέγη , υπομένοντας όλες τις προσβολές του αέρα, καταφλεγόμενος από τον ήλιο, και ταλαιπωρούμενος από το χιόνι και τη βροχή, τα οποία καρτερικά υπέμεινε, σαν να αγωνιζόταν με σώμα αλλότριο και προσπαθούσε να νικήσει με προθυμία τη φύση του σώματος.

Πρώτα, στην αρχή της αναχωρήσεως του, κλείστηκε σε ένα πολύ μικρό σπίτι και ελευθέρωσε την ψυχή του από τους εξωτερικούς θορύβους και τη σύγχυση , προσηλώνοντας τον νου του στην ενθύμηση του Θεού, και μελετώντας κάθε ώρα τον νόμο Αυτού. Αφού μετά από λίγο καιρό έγκλειστος συνήθισε τη σκληραγωγία και κακοπάθεια, τόλμησε να κάνει αγώνα μεγαλύτερο.

Ανέβηκε στο βουνό, που είναι μακριά από την πόλη  30 στάδια, που ήταν άσημο και άκαρπο, το έκανε επίσημο και σεβάσμιο, και μεγάλη ευλογία δέχθηκε από τον Θεό εκείνο το όρος με την παρουσία του Οσίου, που λαμβάνουν όσοι έλθουν εκεί μέρος από το χώμα του, προς ωφέλεια ψυχής και σώματος.

Σε αυτό το βουνό αγωνιζόταν υπεράνθρωπα ο θαυμάσιος, μη έχοντας καθώς είπα κελλί κτισμένο, ή σκηνή, ή καλύβα ή άλλο μικρό σκέπασμα, αλλά προσευχόμενος καθισμένος, ή αναπαυόταν όρθιος, υγιής και άρρωστος, βρισκόταν πάντοτε άστεγος. Από την πολλή κακοπάθεια ασθένησε βαριά και κείτονταν με δεινούς πόνους. Όταν το έμαθα πήγα να τον δω, ως φίλος και γνώριμος, πριν από 14 έτη, ήταν η εποχή του θέρους και φλόγιζε δυνατά ο ήλιος, διότι ο αέρας δεν φυσούσε διόλου και ο Όσιος ήταν ασθενής λόγω χολής. Βλέποντας τη μεγάλη του οδύνη και καρτερία τον θαύμασα, γιατί αν και ήταν άστεγος, δεν έστεργε να του κάνομε μικρή καλύβα, αλλά τον βασάνιζε η θέρμη της ασθενείας εντός και εκτός του και η άμετρος καύση του ηλίου τον κατέφλεγε· ήταν δε μαζεμένοι αναρίθμητοι άνθρωποι γύρω του, για να αρπάξουν το λείψανό του. Όταν είδα πως βάρυνε πολύ, σοφίστηκα έναν τρόπο για να του δώσω λίγη άνεση και του λέγω:

-Είχα πόθο να παραμείνω εδώ ως συνοδεία σου, αλλά δεν υποφέρω την καύση του ηλίου, γιατί με πονά το κεφάλι μου, και αν συμφωνείς να κάνω μία μικρή καλύβα να σκέπομαι. Τότε προστάζει και έμπηξαν στη γη καλάμια και έβαλαν επάνω σανίδια και μου είπε να πάω κάτω από τη σκιά να μη με καίει ο ήλιος. Του απαντώ ότι ντρέπομαι να έχω άνεση εγώ , που είμαι υγιής και νεώτερος , και συ, που είσαι ασθενής και γέροντας να κείτεσαι στον ήλιο. Αν αγαπάς τη συνοδεία μου, έλα να είμαστε μαζί στον ίσκιο.

Συμφώνησε και ήλθε στην καλύβα , και μετά από πολλή ώρα, αφού συνομιλήσαμε, έβαλα το χέρι μου στη ράχη του και βλέπω ότι φορούσε κατάσαρκα βαρύτατα σίδερα, και άλλη μία αλυσίδα φορούσε στη μέση ως ζώνη, μπροστά και πίσω φορούσε άλλες δύο σταυροειδώς ζωσμένες , και άλλες στα χέρια και στον τράχηλο, τις οποίες τον παρακάλεσα να βγάλει, λέγοντάς του το εξής:

Σε φθάνει τώρα η θέρμη της αρρώστιας σου Πάτερ μου, όπου βασανίζεις το σώμα σου μέσα στα εντόσθια σου, μη το βασανίζεις και εξωτερικά, κι όταν περάσει η ασθένειά σου πράξε όπως θέλεις.

Δέχθηκε ο πάνσοφος για να μη φανεί παράκουος, και σε λίγες ημέρες θεραπεύθηκε, ύστερα πάλι έπεσε σε χειρότερη ασθένεια . Τότε μαζεύτηκαν κοντά του όχι μόνο από τα γύρω χωριά αλλά και από την πόλη πολλοί για να τον πάρουν, και τόσο φιλονίκησαν για το ποιος θα τον πρωτοπάρει, ώστε ξέσπασε μεγάλη διαμάχη μεταξύ τους. Στη συνέχεια τον έβαλαν επάνω σε ένα ξύλινο φορείο και τον πήραν στην πόλη, χωρίς να γνωρίζει ο ίδιος τίποτα, γιατί είχε χάσει τις αισθήσεις του, και τον απέθεσαν στον ιερό ναό του προφήτου Ηλιού. Μετά από τρεις ημέρες συνήλθε λίγο και ρωτούσε που βρισκόταν. Όταν έμαθε τι ακριβώς συνέβη, σκανδαλίστηκε που τον πήραν από το όρος και πρόσταξε να τον πάνε στο ποθούμενο ησυχαστήριό του· κάναμε υπακοή για να μην τον λυπήσομε. Αφού επιστρέψαμε στο βουνό, του έκανα λίγο χυλό για να δυναμώσει, αλλά ούτε τότε ήθελε να χαλάσει την τάξη του, να φάγει μαγειρεμένο φαγητό . Διότι ψημένο πράγμα ποτέ του δεν έφαγε, μετά βίας δε τον κατάφερα και έφαγε λίγο. Τόση υπομονή είχε, ώστε πολλές φορές όταν χιόνιζε προσευχόταν τρία ημερόνυχτα καθισμένος μπρούμυτα , τον σκέπαζε ολόκληρον το χιόνι και τον ξέχωναν με τις αξίνες.

Για αυτούς τους πόνους αξιώθηκε της Θείας Χάριτος και έκανε διάφορα θαύματα· πολλούς ασθενείς θεράπευσε, δαίμονες έδιωξε και νεκρούς ανέστησε, όπως ένα μικρό παιδί, γεγονός που το γνωρίζουν όλοι εδώ οι εγχώριοι.

Οι γονείς του παιδιού κατοικούσαν σε ένα προάστιο της πόλεως , γέννησαν πολλά παιδιά, τα οποία πέθαναν μικρά και ανήλικα. Όταν απέκτησαν το τελευταίο, επισκέφθηκαν τον Όσιο και τον παρακάλεσαν να προσευχηθεί για να είναι πολύχρονο και να το αφιερώσουν στον Θεό όπως έπρεπε. Το παιδί , όταν έφθασε στον τέταρτο έτος, πέθανε. Ο πατέρας του, όταν το είδε στο φέρετρο και το πήγαιναν στον τάφο, το άρπαξε και τρέχοντας έφθασε στον Όσιο , το απέθεσε στα πόδια του, λέγοντας να μη βγει ψεύτης ο Θεός, το έφερε πεθαμένο για να πληρώσει την υπόσχεση Του. Τότε ο Όσιος έκλινε τα γόνατά του, προσευχήθηκε δεόμενος προς τον Θεό να το αναστήσει, ως Παντοδύναμος, και το δειλινό άκουσε το παιδί να φωνάζει, οπότε εγέρθηκε και δόξασε τον ευεργέτη Θεό που τον άκουσε και το επανέφερε στη ζωή. Τούτο το θαύμα κι εγώ διαπίστωσα με τους οφθαλμούς μου, και το γράφω για την ωφέλεια των πολλών.

Ένας μοναχός, προστατευόμενος από τον Όσιο Ιάκωβο, μου διηγήθηκε τα ακόλουθα:

Όταν αναχώρησα από τον κόσμο και ήλθα να ησυχάσω μοναχός στην έρημο, είδα έναν γίγαντα , μαύρο δαίμονα, που έβγαινε πυρ από τους οφθαλμούς του, και τόσο φοβόμουν κάθε φορά που τον έβλεπα, ώστε άφηνα την τροφή μου και προσευχόμουν, γιατί την ενάτη ώρα (15:00μ.μ.) που ήθελα να φάω, παρουσιαζόταν εκείνος και έμεινα επί 10 ημέρες άσιτος. Στη συνέχεια καταφρόνησα τις πανουργίες του, έτρωγα και αυτός πλησίαζε και έκανε σχήμα να με κτυπήσει ο πολυμήχανος, εγώ δε έλεγα, εάν έλαβες εξουσία από τον Δεσπότη να με φονεύσεις, έτοιμος είμαι, εάν όχι, τι κοπιάζεις μάταια αδύναμε; Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο μου έγινε άφαντος ο δάιμονας.

Αλλά με άλλο τρόπο πάσχιζε να με διώξει από την ερημιά ο παμπόνηρος. Πολλές φορές μετασχηματιζόταν το ομοίωμά του και έπαιρνε το νερό που μου έφερνε ο υποτακτικός μου, τον έπεμπε πίσω μου και έχυνε το νερό. Όταν πέρασαν 15 ημέρες , στενοχωρήθηκα από τη δίψα και ρώτησα τον αδελφό πώς δεν έφερε νερό. Εκείνος μου απάντησε, ότι εγώ έτρεχα στο μεσόστρατο και έπαιρνα τη στάμνα από τον ώμο του! Τότε τον πρόσταξα να μη μου δίνει στα μισά του δρόμου το νερό, αλλά να το φέρνει στον τελικό του προορισμό. Όταν είδε και τούτη η επιβουλή του ότι ήταν μάταιη ο πονηρός, δοκίμασε άλλη και με φοβέρισε λέγοντας:

-Θα σου δώσω τόση δυσωδία, όπου να μη δύναται από τη βρώμα να σε πλησιάσει κανένας άνθρωπος, και του αποκρίθηκα πως θα μου έκανε μεγάλη ευεργεσία και ανήκουστη ως προς αυτό, να προσηλώνομαι στο θείον κάλλος καλλίτερα όταν δεν με πλησιάζει κανένας άνθρωπος.

Μετά από μερικές ημέρες βλέπω δύο γυναίκες που έρχονταν προς εμένα με ταχύτητα, αρχικά σκανδαλίστηκα και έριξα κατ΄ αυτών πέτρες για να επιστρέψουν, έπειτα θυμήθηκα την πονηρία του δαίμονα , έκανα προσευχή και χάθηκαν τα γύναια. Μετά από αυτό, μία νύχτα καθώς προσευχόμουν, βλέπω ένα αμάξι , φώναζε ο αμαξηλάτης , τα άλογα χλιμίντριζαν και φασαρία πολλών ανθρώπων ακουγόταν. Όταν με πλησίασαν, ρώτησα τον μεγαλύτερο λέγοντας ποιος είσαι και τι γυρεύεις τέτοιο καιρό ταλαίπωρε; έως πότε θα καταφρονείς τη θεία μακροθυμία αναίσχυντε;

Αφού είπα αυτά και έκανα την προσευχή μου, η φανταστική εικόνα έγινε άφαντη.

Και πάλι, άλλη μία φορά, έγινε ο πονηρός νέος και  όμορφος, ξανθόμαλλος και στολισμένος , και χαριεντιζόμενος με κολάκευε και με χάιδευε με ερωτικά βλέμματα και πορνικά σχήματα , ανείπωτη ηδονή αναβλύζοντας. Οργίστηκα και τον έδιωξα , προστάζοντάς τον από προσώπου Κυρίου να γίνει άφαντος, να μην πειράζει τους δούλους Του, και έφυγε, μην υποφέροντας να ακούσει το θείο όνομα του Χριστού.

Και άλλα όμοια έκαναν οι δαίμονες, στον συγκεκριμένο μοναχό, αλλά τα αφήνω για να περιγράψω μία μεγάλη ευεργεσία που μού έδωσε ο Θεός με την προσευχή του Οσίου Ιακώβου, διότι αμαρτία θα έχω και θα μείνω αχάριστος εάν σιωπήσω και αποκρύψω αυτό που μού έκανε, λέγει ο Θεοδώρητος.

Εδώ στην επαρχία μου, της πόλεως Κύρου, έσπειρε ο βδελυρός Μαρκίων πολλά αγκάθια ασεβείας, που κόπιασα να τα ανασπάσω, ως αρχιερεύς της πόλεως, για να μην αυξηθεί η μιαρά αυτή αίρεση.

Κάποιοι, που ήταν βυθισμένοι σε αυτή την αίρεση, μου έκαναν μάγια και με πολεμούσαν με δαιμονικούς μηχανισμούς.

Μία νύχτα, άκουσα φωνή και μού λέγει στη Συριακή διάλεκτο ο διάβολος:

-Τι πολεμάς με τον Μαρκίωνα Θεοδώρητε, που κανένα κακό δεν σου έκανε; κατάπαυσε την έχθρα και σταμάτα τον πόλεμο, διαφορετικά θα σε κάνω να μετανοείς ανώφελα αργότερα, από πολύ καιρό θα σε είχα εξολοθρευμένο αν δεν είχες βοηθό τον Ιάκωβο.

Μόλις άκουσα αυτά, ρώτησα έναν γνώριμό μου που κοιμόταν πλησίον μου, εάν τα άκουσε και αυτός και αποκρίθηκε ότι όντως τα άκουσε.

Σηκωθήκαμε τότε και κοιτάξαμε τριγύρω, αλλά δεν είδαμε τίποτα.

Όταν κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο, φόρεσα στο κεφάλι μου του Ιακώβου το παλαιό κουκούλι, και αυτό έγινε δυνατότερο αδάμαντος και πάσης περικεφαλαίας ισχυρότερο, δια το οποίο με φοβόντουσαν οι δαίμονες. Το πρωί μήνυσα του Οσίου να κάνει για μένα παράκληση προς τον Δεσπότη, να μη με βλάψουν του πονηρού οι μεθοδεύσεις, εκείνος δε αποκρίθηκε λέγοντας:

-Μη φοβάσαι φίλε μου, διότι όλες εκείνες οι μηχανορραφίες του πονηρού σαν αράχνη διαλύθηκαν, καθώς ο Δεσπότης αυτή τη νύχτα μου φανέρωσε. Γιατί όταν άρχισα την υμνωδία, είδα ότι βγήκε από εκείνα τα χωριά που κατοικούν οι αιρετικοί, ένας όφις φοβερότατος, τρέχοντας από τη Δύση προς την Ανατολή. Τότε έκανα την προσευχή μου και είδα τον όφι που τύλιξε την κεφαλή με την ουρά του, σχίστηκε στα δύο και σαν καπνός διαλύθηκε.

Αυτά προείδε ο Όσιος Ιάκωβος, και εμείς την έκβαση της καταστάσεως και την πρόρρηση είδαμε να επαληθεύεται. Και όχι μόνο εμάς οι εχθροί δεν έβλαψαν - οι ομόφρονες του Μαρκίωνος, που ήταν στα πάνω χωριά και είχαν έτοιμα τα ξίφη να μάς φονεύσουν- αλλά και αυτοί στην Ορθόδοξη πίστη επέστρεψαν, με τη συνέργεια της Θείας Χάριτος.

Όταν λοιπόν έλαβα αυτήν τη Θεία βοήθεια, πήγα να ευχαριστήσω τον Όσιο για τη μέγιστη ευεργεσία του, που η προσευχή του μου προξένησε, και αφού συνομιλήσαμε για αρκετή ώρα και έλαβα συγχώρηση για να αναχωρήσω, τον παρακάλεσα πάλι να δέεται στον Θεό με τον λόγο του, ώστε να ξεριζώσει από το ποίμνιο τελείως την πλάνη του Μαρκίωνος, γιατί ακόμη υπήρχαν λίγα λείψανα των ζιζανίων στους χριστιανούς, και ο Όσιος μου αποκρίθηκε:

- Θεοδώρητε, ούτε εμένα, ούτε άλλον πλέον χρειάζεσαι να μεσιτεύσει προς τον Κύριον, διότι έχεις προς αυτόν μεσίτην και βοηθόν σου τον Μέγαν Πρόδρομον.

Εγώ δε, μόλις άκουσα αυτά από το αψευδές εκείνο στόμα, χάρηκα και τον παρακάλεσα να μου φανερώσει όλη την υπόθεση, για να βεβαιωθώ περισσότερο, και ο Όσιος αποκρίθηκε:

-Όταν έφερες από τη Φοινίκη και την Παλαιστίνη τα τίμια Λείψανα, είχα αμφιβολία και δίσταζα μήπως δεν ήταν του Προδρόμου, αλλά κάποιου άλλου Ιωάννου μάρτυρος και συνωνύμου του.

Την άλλη ημέρα, καθώς προσευχόμουν, βλέπω έναν ασπροφόρο και μού λέγει:

-Γιατί δεν μάς προϋπάντησες και συ με τους άλλους αδελφέ Ιάκωβε; Τους ρώτησα ποιοι ήταν και πότε ήλθαν και μού απάντησαν:

-Προχθές ήλθαμε από τη Φοινίκη και την Παλαιστίνη και όλοι μάς υποδέχθηκαν,   ο Αρχιερεύς και όλος ο λαός πάντων των χωριών και της πόλεως και μόνο εσύ δεν μάς τίμησες.

Τούτο το είπαν για τον δισταγμό που είχα. Ζητώ συγχώρηση διότι δεν ήλθα, αλλά από εδώ και στο εξής σας τιμώ και των απάντων Θεόν προσκυνώ και σέβομαι, απάντησα. Όχι μόνο τότε είδα αυτό το όραμα, αλλά και στη συνέχεια, όταν πήγαινες στο χωριό να  νουθετήσεις τους στασιαστές και μού μήνυσες να κάνω για σένα παράκληση.Έμεινα όλη τη νύχτα άγρυπνος, δεόμενος στον Κύριο να σού δώσει βοήθεια, και καθώς ευχόμουν, ακούω μία φωνή να μού λέγει:

Μη φοβάσαι Ιάκωβε, ο Μέγας Ιωάννης, ο Βαπτιστής, παρακαλεί τον Θεό για τον Θεοδώρητο και εάν αυτός δεν πρέσβευε, πολλή ζημιά θα λάμβανε από τον φθόνο του δαίμονος.

Αυτά μού είπε ο Μέγας Ιάκωβος, και με ενθάρρυνε να μην έχω αμφιβολία, ούτε να βάζω άλλους μεσίτες, αφού έχω βοηθό τον Μέγα Πρόδρομο, λέγει ο Θεοδώρητος και συνεχίζει:

Του Οσίου Ιακώβου κάποιοι έκτισαν εκκλησία, ενώ ακόμη βρισκόταν στη ζωή, έχοντας πόθο να λάβουν μέρος από το άγιο αυτού λείψανο μετά την μετάστασή του. Παρομοίως κι εγώ του κατασκεύασα θήκη πολύτιμο, στον ιερό ναό των Αγίων Αποστόλων. Μόλις το έμαθε αυτό ο Όσιος, με παρακάλεσε να τον ενταφιάσω εκεί που εγκαταβιούσε, στο όρος, και του υποσχέθηκα να εκτελέσω το πρόσταγμά του. Έκοψα τον λίθινο τάφο εκείνο, τον πήγα στο βουνό και έκτισα μικρό οίκο , για να μην τον φθείρει η πάχνη. Όταν είδε τον τάφο ο Όσιος, είπε ότι αυτός ο τάφος δεν θέλω να είναι δικός μου, αλλά των Καλλινίκων να  ονομάζεται. Εμένα να με βάλετε σε άλλη θήκη, ως μέτοικος να παροικώ με τους Αγίους αυτούς, ο ανάξιος. Αυτό είπε, και αφού σύναξε πολλών αγίων Προφητών , Αποστόλων και Μαρτύρων λείψανα, τα τοποθέτησε σε εκείνον τον τάφο, για να αποφύγει την κενοδοξία ο πάνσοφος.

Πολλές φορές έρχονταν προσκυνητές από μακριά και τον ενοχλούσαν κατά τη διάρκεια της προσευχής του, τους οποίους απέπεμπε και επέστρεφαν περίλυποι, γιατί δεν τους υποδέχθηκε χαρούμενος, να τους ευλογήσει όπως έπρεπε. Σε αυτό τον συμβούλεψα να τους μιλάει με ιλαρότητα για να μην σκανδαλίζονται, εκείνος δε αποκρινόταν ως εξής:

- Όταν ένας άρχοντας συνομιλεί με τον δούλο του , εάν αφήσει ο δούλος τον Δεσπότη του και αρχίσει να συνομιλεί με τους άλλους δούλους, οργίζεται ο άρχοντας και τον παιδεύει, παρομοίως είναι άσχημο και άπρεπο, όταν προσευχόμαστε στον Θεό, να αφήνομε τον υπέρτατο Βασιλέα πάσης της κτίσεως και να συνομιλούμε μεταξύ μας, γιατί αντί να τον ιλαρύνουμε, παροξύνεται και μάς παιδεύει δικαίως χειρότερα.

Ταύτα έγραψε ο Θεοδώρητος για τον Όσιο Ιάκωβο, που τέλεσε θαυμάσια , εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Η Χάρις του Οσίου Ιακώβου είθε να φωτίζει τον νου και την καρδιά όλων μας και να δούμε , με Θεού αγάπη, στα πρόσωπα των αστέγων αδελφών μας τον ίδιο τον Θεό που υποφέρει,   και ότι είναι μία ευλογημένη και μοναδική ευκαιρία για να αγαθοεργία προς τον πλησίον. Ας φιλέψουμε, ιδιαίτερα σήμερα τους  δυστυχείς αδελφούς μας με ό,τι δυνάμεθα, και ας χαρίσουμε απλόχερα ό,τι μάς περισσεύει.

Βιβλιογραφία

1. Όσιος Ιάκωβος ο Αναχωρητής, βλπ. Βικιπαίδεια

2. Ο μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας (1950). Μην. Φεβρ. σελ. 112-118.

Ο Θεός μεθ΄ ημών!


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου


6/2/2024


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου