Αδηφάγο θηρίο κρύβει ο άνθρωπος στα σωθικά του και αλλοίμονο αν δεν το τρέφει τακτικά, γυρίζει με λύσσα από την πείνα και τρώγει ό,τι βρεθεί μπροστά του, σάρκα, κόκαλα και ρουφάει αλύπητα αίμα. Αν όμως το παραφορτώσει, παρεξηγείται το υπερφίαλο που πάχυνε άδικα και καθίσταται πολέμιο, προκειμένου να οδηγήσει τον κακό κυβερνήτη- άνθρωπο στα τρίσβαθα του Άδη.
Η κατοχή, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρήκε τους Βαλυραίους να φυτοζωούν, τρώγοντας καλαμπόκι, λούπινα και ζυμώνοντας ψωμί με αλεύρι από πουρνάρια. Ιδίως εκείνοι που είχαν συνηθίσει στην συχνή λήψη κρέατος προπολεμικά, περιφέρονταν σαν μεθυσμένοι , με πρησμένες τις κοιλιές τους μέχρι τον λαιμό, και βάδιζαν μεταξύ ζωής και θανάτου.
Ξεπουλούσαν οι άνθρωποι τα πάντα για ένα κομμάτι κρέας, και ένα καρβέλι ψωμί. Χρυσός ήταν η δυσεύρετη τροφή.
Ο αείμνηστος Χρήστος Ντουραμάκος διατηρούσε μία ταβέρνα στην πλατεία της Βαλύρας, με νύχια και με δόντια, προσφέροντας ό,τι μπορούσε να βρει σε εκείνες τις δύσκολες περιστάσεις του πολέμου, όπως μεζέδες από καβούρια και χέλια από τη Μαυροζούμενα. Ένα βράδυ , το έτος 1942, τέσσερεις φίλοι, ο Γιάννης Δρακόπουλος, ο Σπήλιος Μανωλόπουλος, ο Χρήστος Μπουρολιάς και ο Γιώργος Περιβολάρης, που το παρανόμι του ήταν Κουρούνης, κρασόπιναν στην ταβέρνα του Χρήστου Ντουραμάκου. Ένα κομμάτι ξερό ψωμί και μισό χέλι ήταν όλο κι όλο το δείπνο τους , πίνοντας ντόπιο κρασί, που στον καιρό της κατοχής δύσκολα το προτιμούσε το στομάχι του πεινασμένου ανθρώπου.
Ο αλησμόνητος Θόδωρος Αλεξανδρόπουλος είχε επιστρέψει από τις Η.Π.Α. στη Βαλύρα, και ζούσε -στο σπίτι του δίπλα στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου στο Μπιζάνι - μαζί με την αείμνηστη σύζυγό του Ελένη Μπουρίκα, που το παρανόμι της ήταν Χαλβολένη. Είχαν δύο κόρες, την Ευσταθία και τη Μαρία και ένα όμορφο ασπρόμαυρο σκυλάκι τον Μπίρμπο.
Ο Θόδωρος ήταν ανάπηρος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις Η.Π.Α. και λάμβανε γι΄ αυτό σύνταξη. Πηγαινοερχόταν στην Αμερική, αλλά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε αποκλεισμένο στη Βαλύρα. Καθημερινός του σύντροφος ήταν ο χαριτωμένος Μπίρμπο, με τα ζεστά μάτια και τη φουντωτή ουρά, που τον συνόδευε ανελλιπώς στην ταβέρνα του χωριού, για να έχει κι εκείνος ο φουκαράς τα τυχερά του.
Κάθισε ο Θόδωρος στην παρέα των ανδρών και παράγγειλε κεφτέδες , έναν “ καλό μεζέ”, λες και ήταν καιρός για γλέντια και χαρές.
Ο αείμνηστος μπαρμπα- Χρήστος Ντουραμάκος, που το παρατσούκλι του ήταν Γκούμας, τον κοίταξε με απελπισία, ξεροκατάπιε και είπε στην ανδροπαρέα:
-Λίγη υπομονή, κάτι θα βρεθεί να φάτε.
Καθώς ο πεινασμένος Μπίρμπο τον ακολούθησε στο μαγειρείο, στην προσπάθεια του να βρει κάτι πεσμένο στις γωνίες στο πλακόστρωτο της κουζίνας, ο Χρήστος γονάτισε μπροστά του, έκανε τον σταυρό του, ύστερα πήρε το σκυλί στην αγκαλιά του, του έδωσε να πιει νερό, κοινωνιά για το στερνό ταξίδι του, και το χάιδεψε κλαίγοντας.
Ήταν μία αλόγιστη απόφαση της στιγμής η πράξη του, προκειμένου να ανταποκριθεί επαρκώς στα επαγγελματικά του καθήκοντα, να θρέψει τους συμπατριώτες του, σε καιρούς μεγάλης πείνας, δυστυχίας, αρρώστιας και αβεβαιότητας για το αύριο της ανθρωπότητας.
-Υπέρ Πατρίδος Μπίρμπο, γενναίε στρατιώτη αναφώνησε, έμπηξε τη μάχαιρα στο κεφάλι του με δύναμη, και ξάπλωσε το ανυποψίαστο σκυλάκι στην πίσω πόρτα της ταβέρνας ξεψυχισμένο ακαριαία.
Κιμά έκανε τις μαλακές σάρκες του , κεφτέδες με ρίγανη, κύμινο, αλατοπίπερο και κρεμμύδια, μεγάλους τούς έπλασε για να χορτάσουν οι πεινασμένοι, και τους τηγάνισε σε μπόλικο ελαιόλαδο, που ποτέ το ευλογημένο δεν έλειψε από τον άγιο τόπο μας.
Τα σάλια έτρεχαν των ανίδεων χωρικών, καθώς η μυρωδιά του κρέατος γαργαλούσε τη μύτη τους, η κοιλιά τους γουργούριζε αδιάκοπα, η πείνα λύγιζε τα γόνατά τους και βιάζονταν να χορτάσουν.
Μία πιατέλα , ψηλή σαν τον Ταΰγετο, ήρθε στο τραπέζι τους, όρμησαν όλοι μονομιάς, και λαίμαργα κατέβασαν τον πλούσιο μεζέ. Λουκούμι ήταν στο στόμα τους ο μυρωδάτος άδολος σκύλος. Κρατώντας ένα κεφτεδάκι ανοιγμένο στα δύο, Μπίρμπο-Μπίρμπο φώναζε επίμονα ο αείμνηστος Θόδωρος, αλλά το άτυχο σκυλί παρέμενε άφαντο, κανένας ούτε το είδε ούτε το άκουσε!
-Χρήστο, μήπως είδες τον Μπίρμπο μου; ρώτησε τον ηθικό αυτουργό ο ανυποψίαστος αφέντης.
Ο “δολοφόνος” ταβερνιάρης στάθηκε αμίλητος , με κόκκινα μάτια από τη καπνιά, ψιθυρίζοντας σιγανά μέσα από τα δόντια του:
-Μπίρμπο κράζεις και Μπίρμπο τρως!
Έφυγαν από την ταβέρνα όλοι χορτάτοι, αλλά μεγάλο κακό τούς επιφύλαξε στη συνέχεια η τύχη τους.
Δεν ξεγελάστηκε το θηρίο εντός τους, κατάλαβε ότι έφαγαν σκύλο και άρχισαν οι ψευδαισθήσεις, παράλληλα με τα συχνά ξεράσματα, ως αντίποινα.
Πρώτος παρουσίασε στομαχικές ενοχλήσεις ο Γιάννης Δρακόπουλος, ο οποίος βογκούσε όλη τη νύχτα και καταριόταν τον ταβερνιάρη, γιατί νόμιζε ότι έριξε πολλά κρεμμύδια στους κεφτέδες.
Ο Σπήλιος Μανωλόπουλος μισούσε τους σκύλους, γιατί ένα λυσσασμένο σκυλί είχε δαγκώσει τον γιο του. Εκείνος, μη γνωρίζοντας τη συνέβαινε στο παιδί , τού έριξε, όπως έλεγε, νερό στο κεφάλι και πέθανε.
Άρχισε να ζαλίζεται καθώς πήγαινε προς το σπίτι του και, για να μην πέσει καταγής λιπόθυμος, στηρίχθηκε σε μία ξύλινη κολώνα που βρέθηκε εμπρός του, και άρχισε να απλώνει το στομάχι του στον δρόμο , έχοντας παράλληλα παραισθήσεις από το πολύ κρασί. Ένα αποσκελετωμένο σκυλί στάθηκε στα πόδια του και έχωσε τη μουσούδα του σε ό,τι εκείνος έβγαζε ακατάπαυστα. Βλέποντας τον σκύλο, νόμισε ότι τον είχε φάει ολόκληρο, γι΄ αυτό άρχισε να κράζει σαν τρελός:
-Το κακό που μούκανες, σε έφαγα άτιμε!
Το ίδιο έπαθε και ο Χρήστος Μπουρολιάς, ο οποίος παραληρούσε βλέποντας εμπρός του να διαβαίνει σκύλος, καθ΄ όλη τη νύχτα, και μονολογούσε άγρυπνος:
-Πού τον βρήκα και τον έφαγα αυτόν τον κερατά;
Ο μόνος που δεν έπαθε κάτι ήταν ο Θόδωρος Αλεξανδρόπουλος , ο οποίος επέστρεψε στο σπίτι του ζαλισμένος μεν από το κρασί , αλλά χωρίς να έχει την αίσθηση ότι δεν τον ακολουθεί ο Μπίρμπος του.
Το κακό δεν άργησε να μαθευτεί σε όλο το χωριό κατά την επόμενη ημέρα. Η Βαλύρα σηκώθηκε στο πόδι για δει τι ακριβώς συνέβη. Ορισμένοι έκλαιγαν από τον φόβο τους, μήπως κάποιος αρπάξει και σφάξει τα τσοπανόσκυλά τους, ή τους ξεγελάσει και τους ταΐσει σκυλίσιο μεζέ, από τα άγρια σκυλιά που σύχναζαν στην Δέση του ποταμού της Μαυροζούμενας, ενώ άλλοι γελούσαν ασυγκράτητα για το πάθημα του ταβερνιάρη και των αβροδίαιτων συνδαιτημόνων του.
Επειγόντως ζητούσαν οι παθόντες να αδειάσουν τα σωθικά τους από το μίασμα της λαιμαργίας τους. Αισθάνονταν ότι συνέλαβαν σκύλο, κάποιος μάλιστα άκουγε γαυγίσματα στην κοιλιά του από τον υπέρμετρο φόβο του. Άλλοτε πάλι κάθονταν κουλουριασμένοι οι τέσσερεις άνδρες στις ψάθινες καρέκλες στο καφενείο, υπομένοντας τα γιουχαΐσματα, περιμένοντας να προσέλθει τάχιστα ο μακαριστός παπα- Δημήτρης Ξυδόπουλος για να τους διαβάσει.
Τότε ο Θόδωρος, που είχε την εμπειρία του πολέμου και γνώριζε πολλά για τη διατροφή των λαών της Ασίας, ανέβηκε πάνω σε ένα αναποδογυρισμένο κασόνι στο κέντρο της πλατείας για να τον βλέπουν όλοι καλά, και τους είπε, συγκρατώντας τους λυγμούς για τον χαμό τού αγαπημένου του Μπίρμπο:
-Στην Αραβία , στην Κίνα και στην Κορέα τρώνε καθημερινά μπριζόλες από σκύλους και τα παϊδάκια τους ψημένα στα κάρβουνα. Κανένας δεν έπαθε κάτι. Κι ενώ οι παθόντες ανακουφίστηκαν με τα λόγια του, εκείνος απομακρύνθηκε τρέχοντας και αναλύθηκε σαν μικρό παιδί σε κλάματα, μοιρολογώντας τον αδικοχαμένο του σύντροφο.
Κατέφθασε και η όμορφη Χαλβολένη φουριόζα, με την κλαρωτή φούστα της και τον λευκό κεντητό κεφαλόδεσμο, τον άρπαξε από το σακάκι και του ψιθύρισε αυστηρά στο λαβωμένο του αυτί:
-Τσιμουδιά , μη μιλάς καθόλου κακομοίρη , πάμε γρήγορα στο σπίτι.
- Μπίρμπο μου, πάει το σκυλάκι μας Ελένη, διαμαρτυρόταν εκείνος απαρηγόρητος, γερμένος στον ώμο της.
- Σταμάτα Θόδωρε, γιατί εσύ φταις, τον μάλωσε εκείνη θυμωμένη. Δεν σου είχα πει τόσες φορές να μη παίρνεις το σκυλί μαζί σου γιατί οι καιροί είναι πονηροί; Μάλλιασε η γλώσσα μου να σου το υπενθυμίζω συνέχεια, αλλά ποτέ σου δεν με άκουσες!
Τον τελευταίο λόγο έχει η Λούσι. Φωτο: κα Ελένη Ι. Καρανάνου
Καλοπέραση και παγκόσμια δύναμη ήθελε το θηρίο, γι΄ αυτό όχι μόνο τα ζώα, αλλά και τον ίδιο τον αδελφό του έφαγε στην κατοχή ο διεστραμμένος νους των κατακτητών, αναγκάζοντας τους φτωχούς και δεινοπαθούντες Βαλυραίους να φάνε, για πρώτη και τελευταία φορά, τον σκύλο τους, τον αγαπημένο και αλησμόνητο Μπίρμπο τον Ήρωα.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Π. Φειδά που θυμήθηκε και μοιράστηκε μαζί μας αυτή την ιστορία.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
8/12/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου