-Μητέρα, είπε ο Χαρίλαος, που ήταν πρωτοετής φοιτητής της ιατρικής, έχω τόσο πολύ διάβασμα, όσο και μία ώρα αν χάσω θα στενοχωρηθώ αφάνταστα. Λυπάμαι, δεν μπορούμε να κάνουμε φέτος μαζί Χριστούγεννα. Ας ελπίσουμε ότι όλα θα στρώσουν και το Πάσχα με το καλό θα ανταμώσουμε.
-Δηλαδή, ούτε θα πας να παρακολουθήσεις τη θεία λειτουργία των Χριστουγέννων, και να κοινωνήσεις; θέλεις να πάθει εγκεφαλικό η γιαγιά σου που είναι πρεσβυτέρα; ρώτησε αγχωμένη, με την πίεση να τής σχίζει το κρανίο η νοσηλεύτρια μητέρα του.
-Ειλικρινά, μόνο αυτό θα κάνω. Θα πάω στην εκκλησία!
-Και δεν θα στρώσεις τραπέζι να καθίσεις με φίλους και συμφοιτητές σου να γιορτάσετε την ημέρα της γεννήσεως του Χριστού;
-Αυτό είναι δευτερεύον μάνα μου. Πρωτοετής φοιτητής είμαι και δεν γνωρίζω από πού να πρωταρχίσω. Η ιατρική είναι μία άβυσσος.
-Και εσύ επιμένεις να τα μάθεις όλα από τους πρώτους μήνες του πρώτου έτους;
-Λυπάμαι μανούλα μου, πρέπει να με καταλάβεις...κάνε λίγο υπομονή!
-Μητέρα, είπε δακρυσμένη η κυρία Βασιλική στην γιαγιά Μαγδαληνή, φέτος θέλει ο Θεός να πας να κάνεις Χριστούγεννα με τον εγγονό σου στην Αθήνα, γιατί το παιδί έχει πελαγώσει με το διάβασμα και δεν είναι στα καλά του.
Δυστυχώς, εγώ έχω βάρδιες στις γιορτές στο νοσοκομείο και δεν μπορώ να απουσιάσω από τους ασθενείς.Σιωπηλή, με βαθυστόχαστο βλέμμα, δέχτηκε τον λόγο τής κόρης της η γιαγιά Μαγδαληνή , και αντίρρηση δεν έφερε, ιδίως όταν άκουσε πίσω από την κεφαλή της τον φύλακα άγγελό της να τη ρωτά:
-Μάγδα, δεν θα βοηθήσεις τον Χαρίλαο;
-Μη στενοχωριέσαι Βασιλικούλα μου, ανταποκρίθηκε η θεοσεβής μητέρα και γιαγιά, η δραστήρια πρεσβυτέρα, “η γιαγιά η Καλαματιανή” , θα περάσω τις γιορτές μαζί με το εγγόνι μου!
-Αυτά που συνέβησαν και βίωσα με τη γιαγιά Μαγδαληνή τα Χριστούγεννα του 1975 στην Αθήνα, ούτε η πιο τρελή φαντασία του ανθρώπου δεν μπορεί να τα συλλάβει, είπε χαμογελώντας ο ιατρός Χαρίλαος , στρώνοντας τα γκρίζα μαλλιά του.
Προτού καλά-καλά αρθρώσω έστω και μία λέξη, με πρόλαβαν οι δυο δεινές και τρομερές γυναίκες της ζωής μου, και επέβαλαν το θέλημά τους ασυζητητί. Δυναμικά, για καλό πάντα σκοπό, επενέβαιναν, επάνω στον βωμό της αγάπης θυσία γίνονταν για όλους, ιδίως για εμένα, τον μοσχαναθρεμμένο τους. Σημάδεψαν ανεπανάληπτα τη ζωή μου, πολύ λάτρεψα τη γιαγιά Μαγδαληνή, και την αποζητώ, ιδίως τώρα που άρχισαν να με βαραίνουν τα χρόνια και αναπολώ εκείνες τις μοναδικές στιγμές που έζησα μαζί της, τα αλησμόνητα Χριστούγεννα του 1975.
Τη μισή προίκα της φόρτωσε η αήττητη “Καλαματιανή” από το πατρικό σπίτι μας , μέσα σε πέντε βαλίτσες, συν έφερε διάφορες μικρές και μεγάλες κούτες με τρόφιμα και παραδοσιακά καλούδια στην Αθήνα. Κι όλα αυτά μόνο για μένα. Για τον εαυτό της μόνο ένα καλό φουστάνι και το παλτό της πήρε μαζί της. Κατέφθασε με ένα ταξί, δέκα ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, στο τριάρι στην Αθήνα όπου διέμενα, το οποίο είχε η ίδια κληρονομήσει από μία θεία της.
Το μόνο που βρήκε όρθιο η πειθαρχημένη και τακτική γιαγιά μου στο βομβαρδισμένο από βιβλία και συγγράμματα των καθηγητών μου πάνω στο πάτωμα διαμέρισμα, ήταν ένα κρεβάτι που γινόταν καναπές στο σαλόνι.
-Εσύ γιαγιά να κοιμηθείς στην κρεβατοκάμαρα τής πρότεινα, αλλά ούτε που το δέχτηκε.
-Το κρεβάτι σου είναι μια χαρά, στη θέση του, μου απάντησε. Προτιμώ να ξαπλώνω στο σαλόνι, γιατί έχω να κάνω δουλειές στην κουζίνα και δεν πρέπει να σε ενοχλώ όταν διαβάζεις, απάντησε λακωνικά και χαμογελαστά, και άφησε πάνω στον πάγκο του γραφείου μου ένα πιατάκι με λαδοκούλουρα, που είχε ζυμώσει με τα αεικίνητα χέρια της.
Η γιαγιά γνωρίστηκε με την πρεσβυτέρα και με κάποιες αξιόλογες κυρίες τής εκκλησίας στον ιερό ναό στην περιοχή μας, καθώς και με μία νεαρή κοπέλα “τής αρεσκείας “ της!
Πήγαν οι τρεις μαζί την Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα στο Μοναστηράκι, και αγόρασαν ένα σε πολύ καλή κατάσταση τραπέζι αντίκα με έξι καρέκλες, το οποίο πολύ μού θύμισε την τραπεζαρία του γάμου της! Μετά από δύο ημέρες επισκέφτηκαν τα μικρομάγαζα στην οδό Ευριπίδου και επέστρεψε η “Καλαματιανή” στο σπίτι με πιάτα φαγητού, γλυκού, φλιτζάνια, πιατελάκια για τις δίπλες της , τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, ποτήρια τριών ειδών και μαχαιροπίρουνα, όλα σε δωδεκάδες. Τα άπλωσε πάνω στον πάγκο τής κουζίνας και έπιασε δουλειά να τα πλύνει και να τα γυαλίσει καλά.
Έμαθε γρήγορα να κινείται με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, μέχρι στην Αγίου Μάρκου έφθασε η χάρη της, και αγόρασε άσπρο λινοβάμβακο ύφασμα, ψαλίδι, μεζούρα και λεπτή δαντέλλα. Βελόνες και κουβαρίστρες με άσπρη και μαύρη κλωστή είχε φέρει μαζί της από την Καλαμάτα. Έκοψε πανάκια να στρώσει στα ντουλάπια τής κουζίνας εσωτερικά, μάλιστα γνώρισε και μία ράφτρα, την κυρία Μαρία , στην πλατεία τής συνοικίας μας, η οποία τη συμπάθησε και την επόμενη ημέρα κάθισαν οι δυο μαζί και, καθώς κουβέντιαζαν πίνοντας Ελληνικό καφέ, τής γάζωσε την τρυπωμένη δαντέλα γύρω-γύρω στα πανάκια της.
Αφού πέρασε με μία παχύρρευστη κρέμα, δική της επινόησης , την τραπεζαρία και τη γυάλισε καλά, έστρωσε τα ντουλάπια και τοποθέτησε στη σειρά τα νέα σερβίτσια ,“τα φοιτητικά” όπως τα έλεγε. Άπλωσε καλοσιδερωμένο το χειροποίητο Χριστουγεννιάτικο τραπεζομάντιλο τής προίκας της, και διακόσμησε το τραπέζι , το οποίο είμαι σίγουρος ότι προτίμησε να αγοράσει, εκτός από την καλή τιμή και την αποδεκτή εμφάνισή του, γιατί ταίριαζε ακριβώς με τις διαστάσεις και το στυλ στο εργόχειρό της!
-Μια περιουσία θα έδωσες γιαγιά μου για να τα αγοράσεις όλα αυτά, τής είπα καθώς την αγκάλιαζα.
-Το αντίθετο παιδί μου! Όλα είναι λιτά, αλλά πολύ ανθεκτικά. Τα αγόρασα από αποθήκη που προμηθεύει τους ιδιοκτήτες χώρων μαζικής εστίασης.
-Και την τραπεζαρία;
-Είναι δρυς, μια περιουσία θα έκανε στα νιάτα της, αλλά τη βρήκα σε χαμηλή τιμή. Βλέπεις, δεν έχει πολλά σκαλίσματα, αλλά αναδεικνύει τη γοητεία της ποιότητας και της απλότητας, είπε για να με πείσει να την καλοδεχτώ, σαν να ήταν έπιπλο τής εποχής μου.
Βασιλιά με έκανε η γιαγιά να αισθάνομαι εκείνες τις γιορτινές ημέρες, με διεκδικούσε με χαμόγελο και με κυνηγούσε με ένα παραφορτωμένο πιατελάκι με νηστίσιμα αλμυρά και γλυκά εδέσματα στο χέρι, όταν ξεχνούσα να κάνω διάλειμμα από το διάβασμα, για τσάι ή καφέ το απόγευμα. Αποζητούσε να καθίσουμε μαζί και να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες, αφού όλη την ημέρα παραμέναμε αμίλητοι, σαν να ζούσαμε σε σπίτι Φιλανδών. Προσπαθούσε να με χαλαρώσει και να την εμπιστευτώ. Σίγουρα προσδοκούσε να ανοίξω το στόμα μου και να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί της, για να βγάλει όπως πάντα τα δικά της συμπεράσματα, αλλά την απέφευγα επιμελώς, για να μη με πιάσει κάπου αδιάβαστο!
Μια ημέρα, μού άφησε ένα πιάτο φασολάδα και ψωμί σκεπασμένα στο τραπέζι, και έφυγε από το πρωί. Πήρε μαζί της όλα τα ζευγάρια των παπουτσιών μου , εκτός από εκείνα που φορούσα, και τα πήγε σε έναν Τσαγκάρη, τον κυρ Βασίλη στην Ομόνοια, που η καταγωγή του ήταν από την Καλαμάτα. Παρέμεινε εκεί για τρεις ώρες, προσέφερε στους εργαζομένους λαδοκούλουρα, και θυμήθηκαν με τον κυρ Βασίλη λεπτομερώς γεγονότα τής παιδικής τους ηλικίας και τις εμπειρίες τους κατά τον πόλεμο του 1940. Επέστρεψε στο σπίτι αργά το μεσημέρι πανευτυχής, γιατί όλα τα παπούτσια μου έμοιαζαν σαν καινούργια!
Κι ενώ όλα τα οργάνωσε εργαζόμενη νυχθημερόν, είχε μία μελαγχολία γιατί κάτι τής έλειπε, μέχρι που επέστρεψε στο σπίτι με μία γλάστρα βασιλικό ένα απόγευμα, από το σπίτι τής φίλης της τής πρεσβυτέρας, που άντεξε στο παράθυρο του σαλονιού εσωτερικά, μέχρι και το επόμενο Καλοκαίρι.
Θέρμανση είχε η πολυκατοικία, αλλά η γιαγιά ήταν μαθημένη αλλιώς. Άναβε συχνά το τζάκι στο σπίτι στην Καλαμάτα, ή καθόταν κοντά στη ξυλόσομπα στο κατώγι και ύφαινε τον Χειμώνα.
Ποτέ δεν έμαθα ποιος ακριβώς τής σύστησε τον κυρ Μιχάλη, τον ηλεκτρολόγο τής περιοχής, ο οποίος ήρθε στο σπίτι φουριόζος πριν από τα Χριστούγεννα, και αφού μάς άλλαξε κυριολεκτικά όλες τις πρίζες και τα φώτα, άφησε και μία ηλεκτρική θερμάστρα δώρο για τη γιαγιά μου!
Η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα ήταν ένα χειροποίητο ξύλινο καράβι με κατάρτια, το οποίο είχε φτιάξει ο μακαριστός παππούς μου στα νιάτα του, πριν γίνει ιερέας, σε μέγεθος όσο μία μικρή βαλίτσα. Η ασύγκριτη νοικοκυρά το τοποθέτησε στολισμένο πάνω σε ένα τετράγωνο μικρό τραπέζι , κοντά στην πόρτα τής βεράντας, για να θαυμάζουν οι γείτονες, από τις απέναντι οικίες, την ανύπαρκτη τάξη, νοικοκυροσύνη και δημιουργικότητά μου.
Δένδρο δεν στόλισε, αλλά βρήκε η "Καλαματιανή" κλαδιά με κουκουνάρια, κούμαρα και γκι στη λαϊκή, καθώς και ένα ψηλό ανθοδοχείο πορσελάνης-αντίκα, με μεγάλο στόμιο. Το τοποθέτησε στολισμένο πάνω σε μία ξύλινη ανθοστήλη, που είχε απομείνει στο διαμέρισμα από την εποχή τής θείας της.
Ήμουν τόσο επικεντρωμένος στο διάβασμα εκείνες τις ημέρες, ώστε δεν έδινα περιθώριο στον νου μου να χαλαρώσει και να χαρεί τις εορταστικές και ανεπανάληπτες προετοιμασίες τής αείμνηστης γιαγιάς μου. Έρχονταν όμως και στιγμές που το βλέμμα τής δεινής “Καλαματιανής” με έφερνε σε δύσκολη θέση. Όταν εκείνη το αντιλαμβανόταν, έβρισκε δικαιολογίες και γινόταν διακριτικά άφαντη.
-Δεν θα καλέσεις κανέναν συμφοιτητή σου για τα Χριστούγεννα; με ρώτησε πέντε ημέρες πριν από τη γιορτή.
-Δεν το σκέφτηκα, τής απάντησα έκπληκτος, αλλά μετά από ώρες πήρα δειλά τηλέφωνο δύο φίλους μου από τη Σχολή και τούς πρότεινα αν θέλουν να έλθουν να φάμε μαζί Χριστούγεννα το μεσημέρι. Τελικά δέχτηκαν, επίσης τίμησε το γεύμα μας και μία συμφοιτήτριά μας.
Η γιαγιά από την πλευρά της κάλεσε τη “μικρή κοπέλα” που γνώρισε στην εκκλησία, τη μητέρα και την αδελφή της. Είχε αποβιώσει ο πατέρας τους, όπως και ο δικός μου.
-Πρωτογνώρισα την Ασημίνα, η οποία τελείωνε το Λύκειο, στη λειτουργία των Χριστουγέννων, και δεν με άφησε αδιάφορο. Η έκπληξη όμως ήταν η συνομήλική μου αδελφή της Κυριακή, η οποία είχε περάσει στην Αθήνα δασκάλα. Ευτυχώς που πρόλαβα και κοινώνησα, γιατί στη συνέχεια αμάρτησα, αφού για πρώτη φορά στη ζωή μου κατέρρευσα αδύναμος από το πάθος μου, αναστατώθηκα θανάσιμα, μέχρι που κατάλαβε η γιαγιά, όταν ανέβασα πυρετό και είχα κρυάδες, ότι ερωτεύτηκα!
Με περίμενε η Κυριακούλα με υπομονή, σχεδόν δέκα ολόκληρα χρόνια. Αφού τελείωσα την ειδικότητά μου και τον στρατό, παντρευτήκαμε. Η γιαγιά μου και η γυναίκα μου αγαπιόντουσαν πάρα πολύ. Με το όνομα τής Κυριακής έφυγε η γιαγιά μας Μαγδαληνή από τη ζωή. Αλλά και η μητέρα μου λατρεύει την Κυριακούλα μας. Μία κόρη μάς αξίωσε ο Θεός να φέρουμε στη ζωή! Αν και αρχικά επιμέναμε να τη βαπτίσουμε Βασιλική, να τιμήσουμε τη μητέρα μου, εκείνη δεν το δέχτηκε με τίποτα, γιατί ήθελε οπωσδήποτε να λάβει το εγγόνι της το όνομα της αείμνηστης μητέρας της.
Γαμοπίλαφο ετοίμασε η απίστευτη γιαγιά μου η “Καλαματιανή” για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, και το Χριστόψωμο το στόλισε λες και ήταν κουλούρα γάμου. Είχε μία μοναδική διαίσθηση! Όλοι επαίνεσαν την τάξη και την οργάνωση του σπιτιού μου, το οποίο θεώρησαν απίστευτο για πρωτοετή φοιτητή. Η γιαγιά πρόλαβε και μού πάτησε το πόδι κάτω από το τραπέζι για να μη πω τίποτα. Ο κόσμος το είχε τούμπανο , αλλά εκείνη ήθελε τα έργα της να τα γνωρίζει μόνο ο Θεός. Χαμογέλασα και τούς ευχαρίστησα όλους!
Δυο πορσελάνινα λευκά περιστέρια μού χάρισε η Κυριακούλα τα Χριστούγεννα. Τα κούρδιζα, όταν τη σκεπτόμουν, και έπαιζαν την “Παλόμα τής υπομονής μου”.
Η γιαγιά φρόντισε και ανταπέδωσε με έναν ασημένιο σταυρό, κατασκευασμένο σε εργαστήριο στην Καλαμάτα. Με τον δεσμό του σταυρού και τις ευλογίες τής γιαγιάς Μαγδαληνής πορευτήκαμε για δέκα χρόνια στη ζωή, μέχρι να αποκατασταθούμε επαγγελματικά και να κάνουμε τη δική μας οικογένεια. Δυστυχώς, έφυγε η γιαγιά από τη ζωή ξαφνικά, ένα εξάμηνο πριν από τον γάμο μας. Μάς είδαν μαζί με τον παππού στεφανωμένους, καθώς και τη βάπτιση τής δισεγγονής τους Μαγδαληνής από τους ουρανούς.
Παρατηρώ τη συμπεριφορά τής Μάγδας μου· χωρίς αμφιβολία συλλάβαμε μία φοβερή και τρομερή διακόνισσα, την ασύλληπτη γιαγιά μου την “Καλαματιανή”. Έκανα όμως μία απερισκεψία στη ζωή μου. Όταν ανοίξαμε το σπιτικό μας αλλάξαμε την επίπλωση, και τα φοιτητικά δώρα τής γιαγιάς τα χάρισα σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα. Δεν κράτησα έστω ένα μικρό αντικείμενο από εκείνα τα Χριστουγεννιάτικα πράγματα τής γιαγιάς μου για ενθύμιο, εκτός από το καράβι του παππού μου. Μία ημέρα μπήκε η κόρη μου η Μάγδα στο σπίτι χαρούμενη και μού ανακοίνωσε ότι ακόμη λειτουργεί στην Ευριπίδου το μαγαζί που αγόρασε η γιαγιά μας η Μαγδαληνή τα πιατικά και τα γυαλικά το 1975!Τότε κατάλαβα ότι το παιδί μου αναζητούσε κάτι από εκείνα τα μαγικά Χριστούγεννα, που άκουγε σαν παραμύθι στα παιδικά της χρόνια.
Φωτο: κα Ευγενία Καρτερολιώτη
Πλησιάζει η εορτή της γεννήσεως του Θεανθρώπου Χριστού.
Φέτος, το γιορτινό τραπέζι θα το στρώσει στην Καλαμάτα η κόρη μου, η “ Μάγδα η Καλαματιανή”!
Καλές γιορτές.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
20/12/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου