Αριστοτέλης.Φωτο: Πεμπτουσία
Από την αρχαιότητα μελετήθηκε παγκοσμίως η φυσιογνωμία του ανθρώπου. Οι Κινέζοι εξάντλησαν το συγκεκριμένο θέμα, μέχρι και στην παραμικρή λεπτομέρεια (1), αντίστοιχα στην Ελλάδα ο Αριστοτέλης παράδωσε εμπεριστατωμένη εργασία στα Φυσιογνωμικά , όσον αφορά τους άνδρες της εποχής του. Όμως, η ζωντανή λαϊκή παράδοση έχει τους δικούς της κώδικες ομορφιάς ανά τους αιώνες, εισάγοντας νέες προδιαγραφές και απορρίπτοντας τις παλαιότερες, ως αναχρονιστικές, με βάση τις προκύπτουσες ανάγκες και τις αντίστοιχες αντιλήψεις των ανθρώπων ανά εποχή. Για παράδειγμα, οι γυναίκες κατά την περίοδο της εποχής του Μπαρόκ έπρεπε να είναι αφράτες , υπέρβαρες, με λευκό δέρμα, και πλούσιες πυρόξανθες μπούκλες, ως δείγμα ομορφιάς, υγείας, και ικανότητας τεκνοποίησης (2) . Οι Ελληνίδες γυναίκες στην εποχή της Τουρκοκρατίας έκαναν αγώνα να είναι γερές και δυνατές, Μπουμπουλίνες της εποχής τους, συγκριτικά με την εποχή μας που η κάτω του αναμενόμενου σωματικού βάρους εμφάνιση των γυναικών επικρατεί σε όλο της το μεγαλείο. Στη Βαλύρα του 19ου αιώνα υπήρχαν συγκεκριμένες προδιαγραφές φυσιογνωμίας, βάση των οποίων κρινόταν η φυσική ομορφιά τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών.
Οι άνδρες εστίαζαν την προσοχή τους στα μάτια, στα φρύδια και στην έκφραση του προσώπου των γυναικών, τα δε μαλλιά, ως προς το χρώμα, τον όγκο , την υφή και την κόμμωση, ολοκλήρωναν την εικόνα της φυσικής ομορφιάς. Βέβαια , εκείνη την εποχή οι γυναίκες φορούσαν ρούχα με μακριά μανίκια, και φορέματα που έφθαναν μέχρι τη βάση των αστραγάλων τους. Τα πόδια τους χειμώνα-καλοκαίρι ήταν ντυμένα με κάλτσες, οπότε πολλά δεν είχαν να δουν οι άνδρες κατά τη δημόσια εμφάνιση των ανύπαντρων κοριτσιών. Μόνο λίγο αν έπεφτε το μαντίλι της κεφαλής τους, η ξεπρόβαλαν οι πλεξίδες στους ώμους τους, καθώς εργάζονταν ή έπαιρναν νερό από το πηγάδι της γειτονιάς, ήταν μεγάλη η χαρά για τους υποψήφιους γαμπρούς, αφού η πλούσια κόμη, και ιδίως οι γερές και στιλπνές τρίχες, ήταν ένδειξη καλής υγείας και σωματικής δύναμης κατά την τεκνοποίηση. Οι υποψήφιες νύφες, οι οποίες δεν ήταν τόσο τυχερές όσο να έχουν πλούσιο τρίχωμα κεφαλής, χρησιμοποιούσαν βοηθήματα (extensions), φτιαγμένα από τις πλεξίδες των αείμνηστων γιαγιάδων τους ή βαμμένα μαλλιά προβάτων, καθώς και υφασμάτινα μαξιλαράκια γεμισμένα με βαμβάκι, τα οποία στήριζαν εντός των μαλλιών τους, δεμένα με μεταξωτές-δαντελένιες κορδέλες. Χαρακτηριστική είναι η διασωθείσα τοπική φορεσιά της Κέρκυρας, με το γαμήλιο πέπλο και τα πολλά μπομπάρια στο κεφάλι . Μου ανέφερε πριν από 20 χρόνια, μία σχεδόν εκατό χρόνων γιαγιά από την Αίγινα, ονόματι Ελευθερία, ότι περίμεναν οι γυναίκες κάθε Σάββατο να έλθει από την Αθήνα στο νησί ένας πωλητής, και να τους φέρει τις παραγγελίες τους, που αφορούσαν είδη καλλωπισμού και φροντίδας των μαλλιών τους. Όσες δεν είχαν αρκετά μαλλιά, ζητούσαν τεχνητά βοηθήματα για τον κότσο τους και την ανάδειξη τού τουπέ τους. Ακόμη και κατά τον 20ο αιώνα, οι περούκες και τα μέσα ενίσχυσης της κόμης των γυναικών δεν έχασαν την αξία τους, αλλά παρέμειναν απαραίτητα, ιδίως για τις γυναίκες που παρουσίαζαν τριχόπτωση. Αναδείκνυαν στην πρωτεύουσα και μεγάλες πόλεις της Ελλάδας τον ψηλό τουπέ των φιλόδοξων και ματαιόδοξων νέων γυναικών, που ήθελαν να θαυμάζουν όλοι τα κάλλη τους, και να είναι το επίκεντρο της προσοχής των ανδρών γύρω τους. Μετά το 1950 αφαιρέθηκαν μαζικά τα μαντίλια της κεφαλής στα χωριά Πανελλαδικά, όπως και στη Βαλύρα.
Οι νεαροί άνδρες προτιμούσαν τις μαυρομάτες κόρες κατά τον 19ο αιώνα, γιατί πίστευαν ότι εκείνες με τα τσακίρικα (γαλανά) μάτια είναι στρυφνές, ματιάζουν τους άλλους, και τα μάτια τους ξεθωριάζουν με την πάροδο του χρόνου, οπότε ήθελαν η γυναίκα τους να παραμείνει μαυρομάτα και στα γεράματα. Σε αντίθεση με τους Δυτικούς λαούς , τους καθολικούς στο θρήσκευμα, που εικονίζουν την Παναγία και τον Χριστό καθώς και τους Αγίους με γαλανά μάτια, η Βυζαντινή Αγιογραφία παρέμεινε σταθερή στην απεικόνιση των οφθαλμών με σκούρα καφέ απόχρωση στην ίριδα και μαύρο χρώμα στην κόρη στο κέντρο.
Λέγει το λαϊκό δίστιχο (3):
Μελαχροινή και νόστιμη και μαύρα μάτια νάχει
κι αν γεράσει κι αν χαλάσει , πάλι μαύρα μάτια θάχει.
Και το γνωστό ακόμη και σήμερα,
Μαύρα μάτια και μεγάλα, ζυμωμένα με το γάλα.
Όποια γυναίκα ήταν αλλοίθωρη, τη θεωρούσαν σημαδεμένη. Επίσης, τα σμιχτά φρύδια ήταν στοιχείο ομορφιάς τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, αλλά πίστευαν ότι εύκολα οι σμιχτοφρύδες ματιάζονται.
Παρατηρείται ότι και στις αγιογραφίες οι μορφές του Χριστού και της Παναγίας, των Αγγέλων και των Αγίων εικονίζονται με καμπυλωτά, σαν περισπωμένες, και σχεδόν σμιχτά φρύδια.
Σχετικά με τα μαλλιά των κοριτσιών, προτιμούσαν τα φυσικά μαύρα ή ξανθά με μπούκλες. Ιδίως για τους άνδρες, “κάλπικος” ήταν το παρανόμι του κοκκινοτρίχη , όσο για τη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά, τη θεωρούσαν κόρη μάγισσας ή νεράιδας και την απέφευγαν μη τους ξεμυαλίσει.
Λέγει το ακόλουθο δίστιχο:
Κάπου-κάπου να βρεθεί και πού και πού να λάχει
κορίτσι με ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια νάχει.
Οι γυναίκες δεν έπρεπε να έχουν ίχνος τρίχας στο πρόσωπο, όπως μουστάκι , γιατί τις σχολίαζαν ως ¨αντρογυναίκες”, ευνουχίζονταν οι νέοι άνδρες όταν τις συναντούσαν, και τις απέφευγαν συστηματικά. Τα δε πόδια τους ήταν αποτρεπτικό να έχουν τρίχες, γιατί αυτές ήταν οι λεγόμενες “μαλλιαρές”, όπως τα τραγιά, και θύμιζαν αρσενικό παιδί. Αυτό ισχύει και στην εποχή μας.
Οι γυναίκες των Μουσουλμάνων , εκείνη την εποχή, αφαιρούσαν κάθε ίχνος τρίχας από το σώμα τους, μόνο τα μαλλιά της κεφαλής τους παρέμεναν όρθια. Ήταν μία ολόκληρη τελετουργία αυτή η δοκιμασία, μία ημέρα πριν από τον γάμο τους, και φρόντιζαν γι΄ αυτό οι παράνυφοι, οι φίλες της νύφης. Το ίδιο ισχύει ακόμη και σήμερα στη Λυβίη, μού ανέφερε μία συνάδελφος ψυχολόγος, η οποία παρέστη πριν από δέκα χρόνια στον γάμο μίας Μουσουλμάνας συμφοιτήτριάς της .
Παρατηρούσαν οι άνδρες αν τα μάγουλα των κοριτσιών έκαναν λακκάκια όταν γελούσαν, γιατί το γελαστό πρόσωπο με λακκάκια αντανακλά την καλοσύνη της ψυχής τους και την πραγματική ομορφιά, όπως λέγει η παροιμία:
Της όμορφης το μάγουλο, όταν γελά λακκώνει.
Επίσης τα μάγουλα έπρεπε να είναι ροδοκόκκινα, ένδειξη νιότης και καλής σωματικής υγείας, το δε πρόσωπο να είναι λευκό σαν πορσελάνη, χωρίς σημάδια· πρόσεχαν οι βοσκοπούλες ο ήλιος να μη τις δει και τις κάψει. Φορούσαν, όπως και σήμερα, μαρτιάτικο βραχιόλι στο χέρι. Η πούδρα ήταν απαραίτητη στις γυναίκες, για τον καλλωπισμό και τη λεύκανση του προσώπου τους.
Λέγει η λαϊκή παράδοση:
Της μελαχροινής τα κάλλη, της ροδιάς τα μάγουλα
ροδοκόκκινα κι ανθούνε σαν τα τριαντάφυλλα.
Τα χείλη δεν τα έβαφαν ούτε τα νύχια, αυτή τη συνήθεια την απέκτησαν κατά τον 20ο αιώνα, γιατί αυτό ήταν πάγιο γνώρισμα αναγνώρισης των γυναικών των Τούρκων. Δια νόμου έπρεπε να διαφέρουν οι σκλαβωμένες Ελληνοπούλες από τις Τουρκάλες. Στο χαρέμι, η χανούμισσα έβαφε τα νύχια της κόκκινα όταν περίμενε τα έμμηνα, που ήταν ένδειξη προς τον Σουλτάνο ότι δεν μπορούσε να συνευρεθεί μαζί της. Πάντως οι Ελληνοπούλες διατηρούσαν τα χέρια τους αβρά, μέχρι να στεφανωθούν. Μετά τη γέννα του πρώτου παιδιού άρχιζε να φαίνεται η κούραση και η ταλαιπωρία του καθημερινού αγώνα τους, πάνω στα αεικίνητα χέρια τους.
Οι ελιές στο σώμα μπορεί να είναι αποτρεπτικές σήμερα, οι γυναίκες τρέχουν να κάνουν επέμβαση για να τις αφαιρέσουν, αλλά κατά εκείνη την εποχή η μαύρη ελιά στο μάγουλο ήταν ένδειξη ομορφιάς. Γι΄ αυτό, όποιες κοπέλες δεν είχαν ελιά στο πρόσωπο, ζωγράφιζαν μία με μαύρο μολύβι στο μάγουλο, ή τόνιζαν όποια μικρή ελιά υπήρχε στη γύρω περιοχή. Οι ελιές στην εποχή μας παραμένουν στην Ινδία, γραμμένες ανάμεσα στα φρύδια των γυναικών, ως ένδειξη γάμου.
Στα αγόρια οι γιαγιάδες παρατηρούσαν το κεφάλι τους. Αν είχε τρεις κορυφές στα μαλλιά του,”βοϊδογλειψιές” όπως τις έλεγαν, σήμαινε ότι θα παντρευτεί τρεις φορές.
Το μεγάλο μέτωπο σήμαινε εξυπνάδα. Αντίστοιχα ισχύει στις Βυζαντινές αγιογραφίες των Αγίων, ως ένδειξη της θείας φώτισης και των νοητικών διεργασιών, που λαμβάνουν χώρο , με την επιστασία του Αγίου Πνεύματος.
Το πολύ μεγάλο κεφάλι δεν ήταν πάντα ένδειξη εξυπνάδας, γιατί όπως έλεγαν οι παππούδες μας και το βόδι μεγάλο κεφάλι έχει. Η κοπέλες δεν ήθελαν να παντρευτούν κανέναν ¨κεφάλα¨ ή ¨ψωμά”, όπως αποκαλούσαν τους λιγότερο έξυπνους άνδρες, με τα μεγάλα κεφάλια. “Τετράγωνο κεφάλι” έλεγαν τον έξυπνο-μαθηματικό νου, και “αγύριστο κεφάλι” τον πείσμωνα άνθρωπο. Όποιος άνδρας είχε μικρό κεφάλι και μακρύ λαιμό, το παρανόμι του ήταν “γυμνολαίμης πετεινός” ή “κάρκανος”, που σήμαινε ότι έμοιαζε σαν την κάρα, την κεφαλή σε λείψανο αγίου.
Στα αγόρια παρατηρούσαν αν τα μπροστινά δόντια τους ήταν γερά και αραιά και το θεωρούσαν ως ένδειξη ότι θα γίνουν πλούσια και θα τρώνε με χρυσά κουτάλια.
Φοβόντουσαν τους λιγότερο τυχερούς στη σωματική τους διάπλαση και τις αναπηρίες όπως κώφωση, τύφλωση, κύφωση και γενικά όλες τις σωματικές αναπηρίες , γιατί ήταν δύσκολες οι εποχές και δεν γνώριζαν πώς να αντιμετωπίσουν ιατρικά το πρόβλημα αυτών των ατόμων . Το ίδιο ίσχυε και για τις ψυχικές νόσους. Τους ανάπηρους τους θεωρούσαν σημαδεμένους, και φοβόντουσαν μη τους καταραστούν και πάθουν κανένα κακό, γι΄ αυτό δεν τους εξερέθιζαν και συχνά τους καλόπιαναν.
Όταν χτυπούσαν οι μεγάλοι τα παιδάκια στην πλάτη και αντηχούσε δυνατά, χαίρονταν , γιατί πίστευαν ότι θα γίνουν πλούσια.
Συνήθως επιθυμούσαν το νεογέννητο να μοιάσει στον πιο όμορφο και εξυπνότερο γονιό του , αλλά όταν εκείνο τελικά γεννιόταν με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του λιγότερο όμορφου και νοήμονα, έλεγαν οι παππούδες απογοητευμένοι:
Τον καιρό εκείνο,
γέννησε η Κοκκίνω
κάτω από τον σχοίνο
κι έκανε ένα βόδι σαν κι εκείνο.
Τον καιρό τον άλλο
γέννησε η Μαγδάλω
κάτω από τον γάλλο
κι έκανε ένα βόδι σαν και τ΄ άλλο.
Βέβαια, όταν δένονταν με το εγγόνι τους και δυνάμωνε η αγάπη τους, πίστευαν ότι δεν υπήρχε πιο όμορφο και εξυπνότερο παιδάκι σε όλο τον κόσμο.
Ο 19ος καθώς και 20ος αιώνας ήταν περίοδοι μεγάλης φτώχειας για την υπό ανασυγκρότηση μικρή Ελλάδα. Το χρήμα και η απόκτησή του ήταν το πρώτο μέλημα νέων και γερόντων, και τυχερό θεωρούσαν όποιον διέθετε πολύ χρήμα. Με τον υλικό πλούτο άνοιγαν πολλές πόρτες και παραμερίζονταν, ως δευτερεύουσες, οι ευκαιρίες που προσέφερε η καλή εξωτερική εμφάνιση. Πολλοί πλούσιοι γέροντες, επιστρέφοντας εξ Αμερικής, νυμφεύτηκαν όμορφες νεαρές κοπέλες, σαν τα κρύα νερά. Το χρήμα και στην εποχή μας παραμένει μέγας δυνάστης για τον αποπροσανατολισμό της ανθρώπινης ψυχής από τους θείους στόχους της.
Κατά τη δεκαετία του 1970, οι παππούδες στην πλατεία της Βαλύρας, αγόραζαν το κρατικό λαχείο της πρωτοχρονιάς, με την ελπίδα να κερδίσουν πολλά χρήματα. Πρώτο είχε βγει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το τραγούδι του Τέρη Χρυσού, “αν ήμουν πλούσιος”. Μόνο ο μακαριστός πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος δεν αγόραζε λαχείο. Όταν κάποτε τον ρώτησαν οι χωριανοί γιατί δεν αγοράζει κι εκείνος, απάντησε σε αυτούς που είχαν ανοιχτά τα αυτιά τους για να ακούσουν και να καταλάβουν:
-Να πάω γυρεύοντας να φορτωθώ τον Μαμωνά; Μακριά από αυτή την κατάρα!
Οι περισσότερες παλιές προτιμήσεις, ως προς τη φυσιογνωμία του ανθρώπου, θεωρούνται πλέον προκαταλήψεις, ενώ αρκετές νέες αντιμετωπίζονται ως κακόγουστες αιρέσεις του παρόντος. Σαφώς υπάρχουν κάποιες σταθερές αξίες, παγιωμένες ανά τους αιώνες, που αφορούν την εξωτερική εμφάνιση του ατόμου, και χαρακτηρίζουν, αντικειμενικά, την πραγματική ομορφιά του ανθρώπου, αλλά αυτές δεν είναι μόνο εξωτερικές. Συνυπάρχουν αρμονικά με τον εσωτερικό πλούτο, αν μπορέσει κάποιος να τις εντοπίσει και αντιληφθεί.
Στο χέρι μας είναι να επενδύσουμε, να ψάξουμε συστηματικά και να ανακαλύψουμε τις θείες αξίες, τις χάρες του Αγίου Πνεύματος και τα ταλέντα, τα οποία απλόχερα έδωσε ο Ελεήμων Θεός σε εμάς τους ίδιους και σε κάθε άνθρωπο.
Βιβλιογραφία
1.Dee Jonathan (2001). O Πλήρης Οδηγός της Κινεζικής Φυσιογνωμικής.Αθήνα. Εκδόσεις Κυβέλη.
2.Janson H.W. (1977). History of Art, p. 505. New York. Harry N. Abrams Inc. Publishers.
3.Δελησάββας Μ.Π. (2002). Λαογραφικά Μάκρης και Λιβισίου Λυκίας Μ. Ασίας, σελ.σελ. 102-104. Αθήνα. Εκδόσεις Δρόμων.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
6/12/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου