Είναι απίστευτο και άκρως απρόβλεπτο, πώς το θείον εμφανίζεται και αφήνει την υπογραφή του επάνω στα αισθητά πράγματα, αλλά και σ΄ εμάς τους ίδιους τους ανθρώπους, με την επιστασία του Παράκλητου του αγαθού και τις Χάρες του Αγίου Πνεύματος. Έτσι απλά, χωρίς να καταστεί άμεσα αντιληπτό, συνέβη και το θαύμα με την κούπα και το κρύο νερό, το οποίο ευλόγησε η Μεγαλόχαρη, τον Δεκαπενταύγουστο του 1971.
Ανήμερα της εορτής της μνήμης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εορτάζει πανηγυρικά η Παναγία η Βουλκανιώτισσα, στην ομώνυμη Ιερά Μονή της, στο διάσελο μεταξύ της Εύας και Ιθώμης. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, πολλές μαυροφορούσες γυναίκες και πιστοί άνδρες, κατά τις δεκαετίες 1950-1960, έρχονταν με το τραίνο στον σταθμό της Βαλύρας και τους αναλάμβαναν οι ντόπιοι αγωγιάτες, με τα μουλάρια, τα άλογα και τα κάρα του χωριού, προκειμένου να τους ανεβάσουν ψηλά στην Ιθώμη, στο κάτω Μοναστήρι του Βουλκάνου. Εκεί πραγματοποιείται ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο η λιτανεία της εικόνας της Μεγαλόχαρης Οδηγήτριας, της Παναγίας Βουλκανιωτίσσης, η οποία κατέρχεται μετά ψαλμών, πλήθος ιερωμένων και προσκυνητών, από το Καθολικό της Παλιάς Μονής, στην κορυφή της Ιθώμης, προς το κάτω Μοναστήρι.
Όλοι αγκομαχούσαν και εργάζονταν σκληρά, προκειμένου να προλάβουν να είναι παρόντες, για να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης.
Κάποιες θεοσεβούμενες γυναίκες, χτυπημένες από διάφορες ατυχίες και ασθένειες , είχαν κάνει τάματα στη θαυματουργή Παναγία Βουλκανιώτισσα, όπως να βαδίσουν ξυπόλητες και γονατιστές, από τη Βαλύρα μέχρι το Μοναστήρι του Βουλκάνου και να ανάψουν μία λαμπάδα ίσα με το μπόι τους, αν η Παναγία έσωζε τις ίδιες ή κάποιο μέλος της οικογένειας τους, το οποίο κινδύνευε σοβαρά. Η Θεοτόκος τις άκουσε, δέχτηκε τις δεήσεις τους, και ικανοποίησε την ευχή τους. Εκείνες, μαυροφορεμένες και γονυπετείς, μετά δακρύων, προσευχών και δέος ψυχής, προχωρούσαν, σέρνονταν αλύπητα πάνω στον ανηφορικό χωμάτινο δρόμο , μέσα στα αγκάθια και τις πέτρες, ζεματισμένες απ΄ το λιοπύρι, καμιά φορά ούτε με μία σταγόνα νερό στα ξεραμένα χείλη τους, για να πραγματοποιήσουν το τάμα τους προς τη Θεοτόκο και μητέρα του Φωτός.
Ο κύριος Γιώργος Φειδάς ήταν 13 ετών, στην πρώιμη εφηβεία του, το έτος 1971. Αν και τον θεωρούσαν μικρό παλικαράκι, διακρινόταν για την ωριμότητα της σκέψης του, το ήθος, την καλοσύνη της ψυχής του, την εργατικότητα, και πάνω απ΄ όλα για τη βαθιά του πίστη. Βέβαια, ήταν άπειρος και ανυποψίαστος ακόμη, όσον αφορούσε τα θαύματα και τις άπειρες εκδηλώσεις της ενέργειας του Ουρανίου Πατρός. Συνεπής και ακούραστος ήταν, όπως ο αείμνηστος πατέρας του Παρασκευάς, ο οποίος είχε ένα από τα καλύτερα κάρα στο χωριό, το οποίο έσερνε το δυνατό άλογο του, ο ερυθρωπός Βλάγκος του. Όμως και το άξιο και εργατικό μουλάρι του, ήταν εξ΄ ίσου ένα πολύ μεγάλο απόκτημα για την οικογένεια Φειδά, το οποίο χρησιμοποιούσαν τα παιδιά, συχνά για μεταφορές και εργαζόμενοι ως αγωγιάτες, ο Γιώργος, ο Παναγιώτης και ο Ανδρόνικος. Με το δυνατό μουλάρι τους μετέφεραν τους προσκυνητές της Βουλκανιωτίσσης από τον σταθμό της Βαλύρας, στην Ιερά Μονή της.
Τούτος ο νεαρός και προς κατεργασίαν αδάμας, με την αισθητή απίσχανση και εκλέπτυνση του χαρακτήρα του, χωρίς λύχνο ακόμη αναμμένο για να αντιληφθεί την ζωντανή, in vivo, παρουσίαση του θείου, ετοίμασε το υποζύγιον αποβραδίς, καθάρισε καλά και στόλισε το μουλάρι. Η μητέρα του Όλγα σιδέρωσε τη γιορτινή του φορεσιά και η γιαγιά του Ευγενία τον σταύρωσε με λαδάκι από τη ακοίμητη καντήλα στο εικονοστάσι της, όταν τον είδε φρεσκοκουρεμένο, και του ευχήθηκε καλό αγώγι να έχει ανήμερα, με τις ευλογίες της Παναγίας.
Από τις έξι το πρωί , στημένος στον σταθμό του χωριού, ήταν από τους πρώτους που περίμεναν εναγωνίως να εξυπηρετήσουν κάποιον πελάτη. Ως υπεύθυνος, επαγγελματίας αγωγιάτης, βρισκόταν σε εγρήγορση , έτοιμος να προσφέρει υπηρεσίες στον πρώτο προσκυνητή που θα προτιμούσε το εντυπωσιακό μουλάρι του, με το υφαντό κιλίμι πάνω στο καλοδιατηρημένο σαμάρι. Όταν στάθμευσε το πρώτο τραίνο από την Αθήνα προς την Καλαμάτα, κατέβηκαν πολλοί προσκυνητές , και ανάμεσα σ΄ αυτούς κι ένας νεαρός κύριος , ο οποίος εντυπωσιάστηκε και συμπάθησε ακαριαία το όμορφο και υπάκουο μουλάρι του Γιώργου. Άμεσα ξεκίνησαν τη διαδρομή, προς τη γέφυρα της Μαυροζούμενας στη Βαλύρα και από εκεί στρίβοντας δεξιά, προς την Ιερά Μονή Βουλκάνου.
Στην αρχή της διαδρομής, κοντά στο εξωκκλήσι της Παναϊτσας στη Βαλύρα, συνάντησαν μία σεβάσμια, μαυροφορούσα γερόντισσα, η οποία κοίταξε τον Γιώργο επίμονα, έτσι που αισθάνθηκε ότι τον κάρφωσε κυριολεκτικά με το διαπεραστικό βλέμμα της, καθώς εκείνος τραβούσε τη τριχιά και οδηγούσε πεζός το μουλάρι. Ανηφόριζε κι εκείνη προς την Ιερά Μονή και χρειαζόταν ένα μεταφορικό μέσο να την ανεβάσει, δυστυχώς δεν είχε καταφέρει να βρει κάτι, γι΄ αυτό προχωρούσε πεζή, επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις της.
Ο φιλόστοργος έφηβος αισθάνθηκε τύψεις, που ήδη είχε άλλο πελάτη πάνω στο μουλάρι του και δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τη γερόντισσα, η οποία είχε μεγαλύτερη ανάγκη από τον αναβάτη του, ο οποίος ήταν νέος και γερός, γι΄ αυτό πήγε κοντά της και της είπε απολογητικά και χαμηλόφωνα, με τη γλυκύτητα που τον διέκρινε:
-Συγνώμη γερόντισσα που δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω, αλλά θα κατέβω σε καμιά ώρα, και ευχαρίστως , αν θέλετε, να σας ανεβάσω στο Μοναστήρι.
-Ευχαριστώ παιδί μου, θα συναντηθούμε στη διαδρομή, του απάντησε εκείνη.
Μετά τη μετάβαση στη Μονή και κατά την επιστροφή, ο Γιώργος σταμάτησε στου Τζούμη τη βρύση, για να δροσιστεί ο ίδιος και να ποτίσει το μουλάρι του.
Τούτο το αγιασμένο νερό, αιώνες τώρα κυλά γάργαρο από τη μεγάλη πηγή, ψηλά στην Ιθώμη, και ουδέποτε στερεύει. Ένας αιωνόβιος πλάτανος κρατούσε συντροφιά στη μάνα βρύση, περισσότερο από 500 χρόνια, μέχρι που οι αλόγιστες πράξεις των ανθρώπων τον κατέστρεψαν. Ένα νέο βλαστάρι ξεπρόβαλε μέσα από τα αποκαϊδια, και αναπτύσσεται ραγδαία, καθώς το θείον ύδωρ τρέφει και αναζωογονεί τις βαθιές πατρικές ρίζες του.
Όταν έσκυψε διψασμένος ο Γιώργος για να απαλλαγεί από τον ιδρώτα που έσταζε ποτάμι και να πιει κρύο νερό, είδε μπροστά του μία παλιά, αλλά εύχρηστη κούπα με χερούλι, σαν ένα κύπελλο ανοξείδωτο με οριζόντιες γραμμώσεις στη βάση, όπως αυτά που χρησιμοποιούσαν παλιά για το βρασμένο γάλα , αλλά και για να πιούν νερό. Να πάρω δροσερό νεράκι και να το κατεβάσω στη γερόντισσα, θα διψάει σκέφτηκε, και στην επιστροφή αφήνω πάλι την κούπα στη θέση της.
Η κουρασμένη γερόντισσα, μετά κόπων και βασάνων, ανηφόριζε σκονισμένη στον χωματόδρομο, αλλά μόλις είδε τον Γιώργο να φθάνει με το μουλάρι, έλαμψε ολόκληρη από τη χαρά της . Ήπιε με ευχαρίστηση κρύο νερό , κρατώντας τη κούπα σφιχτά στα χέρια της και ευχήθηκε στον προκομμένο αγωγιάτη:
-Παιδί μου, τη δροσιά του να έχεις!
Εκείνος, επικέντρωσε την προσοχή του στην ασφαλή μεταφορά της γερόντισσας, ήταν περισσότερο προσηλωμένος να την μεταφέρει τάχιστα, για να μη χάσουν τη λιτανεία, κι ήταν βέβαιος ότι ήθελε αυτή την εξυπηρέτηση να την προσφέρει αφιλοκερδώς, υπέρ υγείας της οικογενείας του.
Η γερόντισσα τον ευχαρίστησε, όταν έφθασαν στο Μοναστήρι, και του είπε, πριν εξαφανιστεί τάχιστα από εμπρός του:
-Κράτησε τη κούπα αυτή, να πίνεις πάντα κρύο νερό, μη την αφήσεις πίσω στου Τζούμη τη βρύση.
Ο Γιώργος δεν θυμάται πώς πείστηκε, αλλά όντως κράτησε την κούπα και τη διέθετε ευχαρίστως , τη δάνειζε στους βοσκούς στον κάμπο, όταν ανέβαζαν νερό από το πηγάδι για να πίνουν. Ήταν δε τόσο κρυσταλλένιο το νερό , όταν έπεφτε μέσα στη συγκεκριμένη κούπα, ώστε όλοι οι βοσκοί ήθελαν μόνο αυτή να χρησιμοποιούν, κυρίως το Καλοκαίρι, που έβραζε ο τόπος.
Κάποτε ο αείμνηστος Περιβολάρης ,του οποίου το παρανόμι ήταν Ρίμανης, είπε στον Γιώργο:
-Με τη κούπα σου να πιάσεις και να μου δώσεις νερό από το πηγάδι να πιώ, που το παγώνει αμέσως, σαν να βγαίνει από κρυσταλλένια πηγή στο βουνό!
Τότε ο Γιώργος ουσιαστικά άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι κάτι παράξενο συμβαίνει με την κούπα του, αλλά πάλι δεν του πέρασε από τον νου ότι επρόκειτο περί θαύματος. Δεν είχε ακόμη συνδέσει εντός του τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα, με την εμφάνιση της γερόντισσας, τον Δεκαπενταύγουστο του 1971.
Μερικά χρόνια αργότερα, έφυγε από τη Βαλύρα και συνέχισε τις Γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα. Φεύγοντας παρέδωσε την κούπα στον αείμνηστο Κώστα Καυκούλα, με τον οποίο ήταν φίλοι και έβοσκαν μαζί τα ζωντανά τους στον κάμπο, να πίνει κρύο νερό αυτός και οι άλλοι φίλοι του βοσκοί και να τον θυμούνται.
Κάποια χρόνια αργότερα, κατά την ενηλικίωση, αναλογιζόμενος το γεγονός της συνάντησης του με τη γερόντισσα και το παράξενο φαινόμενο της κούπας και του κρύου νερού, συνειδητοποίησε και πείστηκε ότι επρόκειτο περί θαύματος!
Οι εμφανίσεις της Παναγίας Βουλκανιωτίσσης είναι πολυάριθμες ανά τους αιώνες, και είναι πολύ μεγάλη η προστασία Της, για ολόκληρη τη Μεσσηνία.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά, επιχειρηματία, ο οποίος μοιράστηκε μαζί μας το θαύμα με την κούπα και το κρύο νερό της Μεγαλόχαρης.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
12/8/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου