Είναι απορίας άξιον, σε μία μεταπολεμική εποχή , που οι πολιτικοί μηχανικοί δεν είχαν τον πρώτο λόγο, ιδίως στην επαρχία, και οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές κατοικίες, χτισμένες από έμπειρους εργολάβους, πώς ο αείμνηστος Ηλίας Α. Κοντοπούλος, ο απόγονος του Καλόγερου Φουντή από το Μπιζάνι, ο Μπαρμπαλιάς, ο μηχανικός και σιδηρουργός της Βαλύρας Μεσσηνίας, χωρίς συνεργείο και βοήθεια από τρίτους, αναστήλωσε το Καμπαναριό της Ιεράς Μονής του Βουλκάνου, επινοώντας ειδική σιδηροκατασκευή, για να αντέξει την 300 οκάδων καμπάνα της Μονής, προς το τέλος της δεκαετίας του 1960.
Ιστορικά, όταν παραγγέλθηκε ο μέγας κώδων της Μονής, σε χυτήριο στην Καλαμάτα, κανένας δεν φανταζόταν ότι το βάρος της καμπάνας δεν θα μπορούσε να το αντέξει το φαινομενικά γερό καμπαναριό, με την πάροδο των ετών. Το ενδιαφέρον ήταν επικεντρωμένο σε μία εντυπωσιακή καμπάνα, που να χτυπά δυνατά τόσο, όσο να την ακούνε με ευχαρίστηση στα γύρω χωριά. Κανένας δεν μελέτησε επιστημονικά την υποδομή που διέθετε το καμπαναριό. Γι΄ αυτό, μετά από λίγα έτη, άρχισε να καταρρέει, και η κατάσταση να γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη για τους ίδιους τους μοναχούς, τους ανυποψίαστους επισκέπτες και προσκυνητές της Μονής.
Με εντολή του μακαριστού Μητροπολίτου Μεσσηνίας , κλήθηκε ένας εργολάβος να γνωματεύσει, ο οποίος άμεσα κάλεσε τον γνωστό του Ηλία Κοντόπουλο, μηχανικό και σιδηρουργό της Βαλύρας, που γνώριζε από πρώτο χέρι τις ικανότητες και τις δυνατότητές του. Αφού συζήτησαν όλοι μαζί τα τεχνικά θέματα της αποκατάστασης του καμπαναριού, αξιολογώντας την κατάσταση ο Μπαρμπαλιάς , πρότεινε σαφή λύση , η οποία τους βρήκε όλους σύμφωνους και τον Μητροπολίτη ενθουσιασμένο.
Οι μόνες που δεν γνώριζαν για τις έγνοιες του πατέρα τους, ήταν η γυναίκα του Ευγενία και οι τρεις κόρες του. Τα έμαθαν όλα στο τέλος, μετά την επιτυχή αποκατάσταση του προβλήματος, όταν τις ενημέρωσε ο ίδιος, ότι η Παναγία είπε στον μακαριστό πατέρα Γρηγοράκο να φιλοξενηθεί όλη η οικογένεια του ένα βράδυ στην Μονή, για να λάβει τις ευλογίες Της.
Η αποκατάσταση του καμπαναριού ξεκίνησε Μάιο μήνα και ολοκληρώθηκε προς το τέλος του Ιουλίου και πριν από την εορτή της μνήμης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου πλήθος προσκυνητών επισκέπτεται την Ιερά Μονή. Καθημερινά ο Μπαρμπαλιάς, μετά το πέρας της εργασίας του στο σιδηρουργείο και μηχανουργείο εκείνης της εποχής στη Βαλύρα, ανέβαινε με το μικρό φορτηγό του αυτοκίνητο στο Μοναστήρι και εργαζόταν συστηματικά , δυστυχώς μόνος του. Η Παναγία τον θαύμασε και τον λυπήθηκε ταυτόχρονα, τον καθοδήγησε βήμα προς βήμα, δίνοντάς του δύναμη, αντοχή και διαύγεια σκέψης. Ο Μάστορας από τη Βαλύρα ήταν ιδιόρρυθμος, εσωστρεφής, όσον αφορούσε την εργασία του, και μεγαλοφυής ως προς τις εφευρέσεις του.
Θυμάται η μικρότερη κόρη του Πώλα, ότι είχε κατεβάσει για μία εβδομάδα το ρολό της εισόδου του μαγαζιού και εργαζόταν πίσω στον κήπο, κάτω από την πυκνή φυλλωσιά ενός δένδρου, πίνοντας γλυκύ βραστό καφέ και κόβοντας τη πείνα του με δυο μπουκιές φρέσκο ψωμί. Είχε απλωμένα τα χαρτιά, τα μολύβια και τους χάρακες πάνω σ΄ ένα μακρύ σανιδένιο τραπέζι και έκανε υπολογισμούς, καθώς προχωρούσε σχεδιάζοντας. Όταν μετά από 20 χρόνια συζήτησαν οι δυο τους γι΄ αυτό το γεγονός της εξήγησε:
-Σ ΄ένα νέο έργο, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτα, μέχρι να δεις το τελικό αποτέλεσμα, γιατί υπάρχουν παράμετροι που ενδεχομένως δεν έχεις λάβει υπόψη. Ο άνθρωπος , εμπειριζόμενος διδάσκεται και προχωρεί. Είχα μία σιγουριά εντός μου ότι θα τα καταφέρω, λες και είχα αναλάβει ξανά παρόμοιο έργο. Το Μοναστήρι κάλυψε το κόστος των υλικών και με ευχαρίστηση παρείχα τις υπηρεσίες μου δωρεάν. Ήταν και για μένα τον ίδιο, το έργο καθαυτό, μία σημαντική πρόκληση.
-Και πώς εσύ μπαμπά είχες κατάλληλες γνώσεις για να αποκαταστήσεις αυτό το πρόβλημα;
-Διδάχτηκα πολλά νέος, ως μηχανικός του στρατού, ιδίως ο νους μου να παίρνει πολλές στροφές, υπολογίζοντας με ακρίβεια, μαθηματικά και γεωμετρικά, λαμβάνοντας υπόψη τους νόμους της φυσικής. Και στον Καναδά έμαθα πολλά, στην εταιρία κατασκευής αεροπλάνων που εργαζόμουν. Μετά από αυτά, το κτίσιμο μίας στέγης ή στήριξή της, δεν είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, της απάντησε.
Ο Ηλίας Α. Κοντόπουλος και η μικρή του αδελφή Λουκία, ταξιδεύοντας προς τις Η.Π.Α.Φωτο: Πώλα Η. ΚοντοπούλουΗ Μεγαλόχαρη ευλόγησε το έργο του Μπαρμπαλιά, του έδωσε θάρρος στην ψυχή, και τον οδήγησε σ΄ ένα περισσότερο από ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Οι αδελφοί μοναχοί δεν πίστευαν στα μάτια τους, ένα βάρος έφυγε από την καρδιά τους και το χαμόγελο άνθισε στα χείλη τους. Αρκετοί άνθρωποι από τα γύρω χωριά κατέβηκαν στη Μονή για να δουν το τελικό αποτέλεσμα και ο προκομμένος Μάστορας της Βαλύρας απέκτησε μόνιμους πελάτες, τους οποίους πήγαινε με το φορτηγό του και εξυπηρετούσε στα γύρω από την Ιθώμη χωριά.
Ο μικρός Γιάννης Ε. Λινάρδος, το αγαπημένο παιδί του Μπαρμπαλιά, όταν επισκέφτηκε μετά από χρόνια το Μοναστήρι με τη μητέρα του Βασιλική, για να δουν τον εξ αίματος παππούλη τους, μακαριστό πατέρα Νικόδημο, ρώτησε ο γέροντας τον Γιάννη, πώς ξοδεύει τον ελεύθερο χρόνο του.
-Βοηθάω τον Μπαρμπαλιά, πηγαίνουμε στα γύρω χωριά, δίνουμε εργαλεία, στήνουμε κάγκελα και πόρτες, με μαθαίνει πολλά πράγματα, και βγάζω το χαρτζιλίκι μου, απάντησε. Ο γέροντας χαμογέλασε ευχαριστημένος και είπε στον Γιάννη:
-Βλέπεις το καμπαναριό; Ο Ηλίας με τις ευλογίες της Παναγίας μας το έφτιαξε!
-Μου λείπει πολύ ο Μπαρμπαλιάς, λέγει ο Γιάννης Λινάρδος. Δεν αντέχω να βλέπω κατεβασμένο το ρολό της εισόδου στο μαγαζί του. Με δίδαξε ιστορία. Αυτός πρώτος μου είπε ότι ο πατέρας μου ήταν ήρωας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μου χάρισε έναν τόμο του Σπύρου Μελά. Για μένα το σιδηρουργείο δεν ήταν απλά τόπος εργασίας, αλλά μυσταγωγίας, είναι και παραμένει στην ψυχή μου ως ιερός χώρος.
Λέγει η Πώλα Κοντοπούλου:
Ο πατέρας μου, έλεγε σε μένα και τις αδελφές μου, ότι ο επαινετός καθ΄ όλα Γιάννης Λινάρδος, που του αρέσει η ιστορία, η πολιτική και η οικονομία, έχει νοητικά εφόδια να σπουδάσει επιτυχώς και να γίνει ένας καλός οικονομολόγος.
Ο συμμαθητής σας Κώστας Γεωργακόπουλος, ένα άλλο παιδί που συνομιλούσε με τον πατέρα μας συχνά, είναι πρακτικός και οργανωτικός νους, μας έλεγε. Του αρέσουν η πολιτική και οι επιχειρήσεις. Αυτός μάλλον θα ακολουθήσει τη συμβουλή μου και θα ανοίξει βενζινάδικο , αλλά και με τη πολιτική θα ασχοληθεί.
-Εμάς, τι μας ταιριάζει να σπουδάσουμε πατέρα; ρώτησε κάποτε η δεύτερη αδελφή μου, η Ντίνα.
-Εσείς, καλό είναι να ασχοληθείτε με την ιατρική και τις κοινωνικές επιστήμες. Να γίνετε χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία, απάντησε ο πατέρας μας.
Πρόσθεσε η Πώλα, όλα έγιναν όπως τα πρόβλεψε ο πατέρας μας, και καμιά μας δεν τον απογοήτευσε”!
-Ετοιμάσου Βγενικούλα, ετοίμασε τα παιδιά, απόψε θα μείνουμε στο Μοναστήρι. Το ζήτησε η Παναγία, είπε ο Ηλίας στη γυναίκα του. Η Παναγία Βουλκανιώτισσα δεν ευλόγησε μόνο τα έργα του Μάστορα του καμπαναριού Της, δέχτηκε και την οικογένειά του στην Ιερά Μονή, ευλόγησε τη σύζυγο και τα τέκνα του, και εμφανίστηκε μετά από ένα έτος , εντός της οικίας της οικογένειας, ως ασημένια εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας.
Ο Μπαρμπαλιάς, με μεγάλη διαύγεια αποκατέστησε στη συνέχεια και άλλα πολύπλοκα προβλήματα, σε άλλους ιδιωτικούς χώρους. Ο Θεός τον βοήθησε και εξόπλισε το σιδηρουργείο του, μετατρέποντάς το σε μία μικρή βιομηχανική μονάδα, κι ένα μοναδικό συνεργείο στη Βαλύρα, αφού επισκεύαζε πολλά αυτοκίνητα, φορτηγά, μηχανάκια, ποδήλατα και πάσης φύσεως μηχανοκίνητα, πέρα από τις βασικές δραστηριότητες του σιδηρουργείου.
Εκτός όμως από τα εργασιακά του καθήκοντα, την αγάπη του για την ιστορία, άρχισε να έχει και ειδικά θρησκευτικά ενδιαφέροντα. Ο αδελφικός του φίλος, ο μακαριστός Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, του οποίου στερέωσε το μικρό ναϋδριο εντός του κτήματός του στο Μπουρνάζι Μεσσηνίας, τον προμήθευε με θρησκευτικά βιβλία, τα οποία μελετούσε με προσοχή και συζητούσε στη συνέχεια μαζί με τον φωτισμένο ιερωμένο.
Τον έβλεπαν και έτρεχαν οι αδελφοί μοναχοί να τον προϋπαντήσουν στην είσοδο στην Ιερά Μονή του Βουλκάνου, καθώς πλησίαζε με την αγκαλιά του γεμάτη με εφημερίδες, λουκούμια και ρακί.
Μόνο όταν συνταξιοδοτήθηκε ο Μπαρμπαλιάς, και δεν άντεχε πλέον να εργάζεται στο σιδηρουργείο του, ξεθάρρεψε και με ανακούφιση κάθισε για ώρες στο καφενείο του χωριού, να μοιραστεί τον καφέ με τα μεγάλα παλικάρια της γενιάς του, και να αναπολήσουν μαζί τα δρώμενα του πρότερου βίου τους.
Μέχρι τελευταίας πνοής , συμβούλευε τις κόρες του ως εξής:
Να κρύβετε και να μη προβάλλετε τα επιτεύγματά σας. Με σεμνότητα να πορεύεστε στη ζωή, να λέτε δόξα τω Θεώ, με το κεφάλι χαμηλά, και να μη ξεχνάτε ότι κανένας στον τόπο του δεν αγίασε και τον Χριστό τον σταύρωσαν. Να μη δείχνετε τα πτυχία και τα βραβεία σας, μόνο εκεί που χρειάζεται, όπως στην εργασία σας. Καλύτερα να αδιαφορούν για σας, παρά να σας ζηλεύουν και να σας κάνουν κανένα κακό. Ήταν ιδιαίτερα προστατευτικός προς τις κόρες του.
Κανένας ποτέ δεν γνώρισε το βάθος του νου του μεγαλοφυούς Μπαρμπαλιά, ο οποίος, όπως ο πατέρας του Μαστραντρέας, μεγαλούργησε στη μηχανική και στις ειδικές σιδηροκατασκευές. Ο Μαστρολιάς σχεδίαζε συχνά και διάφορα έπιπλα που κάλυπταν τις ανάγκες του σπιτιού, όπως σιδερένιες κούνιες για την αυλή, βιβλιοθήκες, διάφορα μικρά τραπέζια, ακόμη και παιδικά κρεβάτια. Κάποτε έφτιαξε ένα κρεβάτι με περίτεχνο κεφαλάρι , για τη μεγάλη του κόρη.
-Τι είναι αυτά τα χρυσά μπαλάκια που έβαλες πάνω στις ράβδους μπαμπά, πόμολα είναι; τον ρώτησε εκείνη. Αυτά είναι επίμηλα, όπως στη ποιμαντορική ράβδο του Δεσπότη, της απάντησε. Έτσι νουθετούσε τις κόρες του. Με τη σιδερένια ράβδο του αυστηρού νου του.
Κάποτε, θέλοντας να διαπιστώσει την εξυπνάδα της τριών ετών εγγονής του Ευτυχίας, τη μάλωσε με αυστηρότητα, δήθεν γιατί έκανε μία κακή πράξη.
Εκείνη τον κοίταξε με σοβαρό ύφος , και του απάντησε:
-Μη κάνεις τον κακό παππού, σε κατάλαβα!
Αφού ξεκαρδίστηκε στα γέλια, άρχισε να ξύνει το κεφάλι του μονολογώντας: Και τούτη την ευλόγησε η Παναγιά η Βουλκανιώτισσα και θα γίνει δασκάλα. Γέρασα! Πόσο θα αντέξω να βοηθήσω τα εγγόνια μου να σπουδάσουν;
Έφυγε σαν πουλάκι από τη ζωή, ισχνός και ανίσχυρος, απαλλαγμένος από τη μνήμη των βασάνων της ζωής του. Έφεγγε το καντηλάκι στο κομοδίνο του και μια πορτοκαλιά , που την αγαπούσε πολύ, είχε σκεπάσει με ώριμα, γλυκά πορτοκάλια το μπαλκόνι του υπνοδωματίου του. Πολλά πουλιά ήρθαν και χτύπησαν επίμονα το τζάμι της μπαλκονόπορτας, όταν εγκατέλειπε η ψυχή το σώμα του. Άφησε πίσω την σχεδόν ενενηντάχρονη σύντροφο της ζωής του Ευγενία, να ζει με τον Κύριο στη ζωή της και πολλή αγάπη , μαζί με τις κόρες της.
-Πότε θα με πάρεις από τη ζωή Κύριε; ρώτησε μία ημέρα η αγαθή, καθώς καθόταν στον κήπο στην Αθήνα, στο σπίτι της κόρης της Πώλας και χάιδευε τον βασιλικό της.
-Όποτε θέλεις θα σε πάρω Ευγενία, της απάντησε το Άγιο Πνεύμα.
-Είμαι καλά που είμαι τόσο μεγάλη ; ρώτησε.
-Καλά είσαι, απάντησε ο Κύριος. Αναπνέεις τη ζωή του Βασιλικού!
Αυτός ήταν ο Μάστορας του καμπαναριού της Ιεράς Μονής του Βουλκάνου, τον οποίο η Μεγαλόχαρη ευλόγησε, και με τις πρεσβείες Της στόλισε την οικογένειά του, με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Ιωάννη Ε. Λινάρδο, οικονομολόγο-δημοσιογράφο, για τις ιστορικές πληροφορίες σχετικά με τον αείμνηστο Ηλία Α. Κοντόπουλο, και στην κόρη του, κυρία Πώλα Η. Κοντοπούλου, κλινικό φαρμακολόγο και διευθύντρια της Εταιρίας Ιατρικών Μηχανημάτων Armor στην Αθήνα, για τις ιστορικές πληροφορίες και τη διάθεση του φωτογραφικού υλικού.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
8/8/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου