Κάποια όμορφα παλικαράκια, αμούστακα, μη ευσιτισμένα, καθόλου ευσμίλευτα, ανυπάκουα, άτακτα και ξεροκέφαλα, όπως έλεγαν οι μανάδες τους, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, δεν ήθελαν να πηγαίνουν τις Κυριακές στην Εκκλησία, να διαβάζουν τα μαθήματά τους και ήταν διαρκώς λερωμένα, αμελώντας την αυτοφροντίδα τους. Πού τους έβρισκες; πήγαιναν στο ποτάμι του χωριού να παρακολουθήσουν αν θα εμφανιστούν οι νεράιδες στο καταμεσήμερο του καυτού Αυγούστου και ασχολούνταν με λογής-λογής παιχνίδια και δραστηριότητες στα νερά της Μαυροζούμενας, αξιοποιώντας τις δυνατότητες του φυσικού περιβάλλοντος. Ήταν τα αγαπημένα ζιζάνια του χωριού, γιατί με τα παθήματά τους ξεκαρδίζονταν όλοι στα γέλια, και έσπαγε η μονοτονία του καθημερινού αγροτικού βίου. Οι κουρασμένοι έσκαγαν χαμόγελο στα πικραμένα χείλη τους, κι εκείνοι που είχαν παραδοθεί στον βαρύ ζυγό και στα βάσανα της ζωής , θυμόνταν τα ανέμελα παιδικά τους χρόνια και ταυτίζονταν ευχάριστα μαζί τους.
Μέγα ήταν το πάθημά τους, κατά την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, το έτος 1960.
Εκείνη την εποχή επικρατούσε στο χωριό η παλιά παράδοση για τις νεράιδες, οι οποίες εμφανίζονταν κατά την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο ποτάμι της Μαυροζούμενας, κι αλλοίμονο αν συναντούσαν κανέναν νέο στο διάβα τους, κατά τις μεσημεριανές ώρες. Του έπαιρναν τον νου και τη λαλιά. Υπήρχαν όμως στη Βαλύρα και οι όμορφες κόρες, τις οποίες αποκαλούσαν νεραϊδογεννημένες, για το ελκυστικό τους παρουσιαστικό. Τούτη τη χρονιά , οι αφιλολόγητοι και θρησκευτικά αδιάβαστοι έφηβοι συνάντησαν τις νεραϊδογεννημένες στο αυλάκι στην Αγία Τριάδα, και τόσο μεγάλη ήταν η θολούρα και ταραχή τους, ώστε όσοι ζουν ακόμη και θυμούνται το πάθημά τους , τρέχουν να γλιτώσουν!
Έρπυλλοι και ευώδεις θάμνοι κοσμούν το φυσικό πλατό γύρω από τον ιερό ναό της Αγίας Τριάδος. Στη νοτιοδυτική πλευρά , ψηλά κυπαρίσσια στέκονται ως αιώνιοι παραστάτες, αλλά βορειοανατολικά η βλάστηση είναι χαμηλή και ανάμεσα στα λιγοστά καρποφόρα δένδρα υπάρχουν πολλοί θάμνοι. Ευωδιαστές δάφνες και αναρριχόμενα στους φράχτες και στα δένδρα μοβ ρολογάκια στόλιζαν παλιά τον χώρο και αντιστέκονταν στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Εκεί σκέφτηκαν να στήσουν καρτέρι για να δουν τις νεράιδες, εκ του ασφαλούς , οι μικροί κατεργάρηδες βαγαπόντικες της Βαλύρας.
Ας δούμε όμως τι ακριβώς συνέβη με τα κορίτσια του χωριού.
Οι ευπάρθενες κόρες των Βαλυραίων ήταν διαβασμένες, προκομμένες, βαθιά θρησκευόμενες και τιμούσαν με κατάνυξη ψυχής όλες τις εορτές του Εκκλησιαστικού Έτους, και ιδιαιτέρως την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ως νυμφίος της ψυχής τους, τις προστάτευε από τα κακά πνεύματα και τίποτα δεν μπορούσε να τις αγγίξει , όταν φορούσαν και έκαναν τον σταυρό τους και ιδίως όταν είχαν εξομολογηθεί και κοινωνήσει. Γι΄ αυτό, μετά τη Θεία Λειτουργία , ανήμερα της εορτής της μνήμης της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, δεν φοβόντουσαν τίποτα! Συνήθιζαν να φορούν τις ψηλές, ανοιχτόχρωμες μπεζ γαλότσες τους, για να μη πατήσουν κανένα φίδι ,και τραβούσαν προς το ποτάμι και την Πέρα Μεριά, για να μαζέψουν κλαδιά μυρωδάτης ρίγανης, να ψήσουν τα ψάρια της ημέρας, επίσης να έχουν αρκετή για όλη τη χρονιά.
Υπήρχε η δοξασία στο χωριό ότι οι νεράιδες έπαιρναν τα κορίτσια, και ιδίως αυτά που δεν μπορούσαν να μιλήσουν και ήταν παιδιά με ειδικές ανάγκες, για δούλες τους, Επίσης , καταλάμβαναν και τρέλαιναν τις όμορφες παρθένες . Τα ξωτικά ζούσαν στο ποτάμι του χωριού, κοντά στο νερό. Την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος έστηναν χορό στο αυλάκι, κάτω από την Αγία Τριάδα, και κανένας δεν έπρεπε να πλησιάσει εκεί για να μη τον μαγέψουν.
Εκείνη τη συγκεκριμένη χρονιά, όπως θυμάται ο κύριος Γιώργος Φειδάς, οι κόρες της Θοδώρας Καίσαρη, του Δημήτρη Λεβέντη, η Γωγούλα Δημοπούλου, η Κατερίνα Τσαγκάρη και η Αφρούλα Σταθά, η δασκάλα , κίνησαν πριν από το μεσημέρι για να πάνε να μαζέψουν ρίγανη. Για να μη της κάψει ο ήλιος, φόρεσαν μακριές ανοιχτόχρωμες φούστες και πουκαμίσες και στο κεφάλι λευκά τσεμπέρια, στολισμένα με δαφνανθούς που έβρισκαν στο πέρασμά τους. Πολλή ώρα μετά, αφού τα κορίτσια είχαν περάσει στην απέναντι όχθη στο ποτάμι από το μονοπάτι στην Αγία Τριάδα, και ήταν στην Πέρα Μεριά, ο Γεγές, (αυτό ήταν το παρανόμι του), ένας μακρυμάλλης νέος από γειτονικό χωριό, ο οποίος ήταν ετερόφθαλμος, η ίριδα στον έναν οφθαλμό του ήταν καστανή και στο άλλο πράσινη, κι έπαιζε φυσαρμόνικα και καλαμένια φλογέρα χωρίς γλωσσίδιο, μάζεψε τα βλαστάρια της Βαλύρας για να πάνε να παρακολουθήσουν τις νεράιδες. Απόστομα όπως λένε στη Βαλύρα (πρηνηδόν) άραξαν πάνω στα ξερά χορτάρια, που γαργαλούσαν τις κοιλιές τους, με το κεφάλι ανασηκωμένο σαν οχιά, και άρχισαν την παρακολούθηση, μέχρι να σημάνει η καμπάνα στον Άγιο Αθανάσιο δώδεκα το μεσημέρι. Ο ήλιος τούς χτυπούσε κατακόρυφα και το κεφάλι τους έβραζε από τη πολλή ζέστη, πάραυτα δεν έλεγαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Καθώς τα κουτορνίθια επέμεναν ιδρωμένα μέχρι τα αυτιά, κάτω από τους θάμνους, οι νεραϊδογεννημένες της Βαλύρας, σαν ορνιθοθήρες αλώπεκες, με ένα μάτσο ρίγανη αγκαλιά η καθεμιά, πρόβαλαν στο αυλάκι στο ποτάμι.
Αναπήδησε, ανασκίρτησε η καρδιά τους και μεγάλη λαχτάρα τις έπιασε να πλυθούν με δροσερό νερό. Ανασήκωσαν τις φούστες τους μέχρι τα γόνατα, άνοιξαν τις πουκαμίσες που ήταν κλειστές μέχρι τη λαιμόκοψη, άφησαν τα μαλλιά τους ξέπλεκα, γυμνόλαιμες και ξεμπράτσωτες πετούσαν η μία στην άλλη νερό, λικνίζονταν και χόρευαν ανέμελες, αγκαλιάζονταν και στροβιλίζονταν με περίσσεια χάρη, ισορροπώντας πάνω στα γλιστερά λευκά λιθάρια.
-Οι γιαβουκλούδες ( ερωμένες) ψιθύρισε ο Γεγές, και οι άλλοι απότομα σήκωσαν τα κεφάλια τους ψηλά , έκλεισαν το ένα τους μάτι για να δουν, γιατί τους στράβωνε ο ήλιος. Μόλις αντίκρισαν το θέαμα κάτω στο αυλάκι, τους κόπηκε κυριολεκτικά η ανάσα. Ο αρχηγός τούς έκανε νόημα να μη μιλήσουν γιατί θα έλθουν να τους πάρουν τη φωνή. Καθώς το νερό έσταζε πάνω στις νεραϊδογεννημένες, και με τα μπουκέτα με τη ρίγανη όλα μέσα σ΄ ένα καλάθι, πήραν τον μονοπάτι προς τον ανήφορο, να φθάσουν στον αυλόγυρο της Αγίας Τριάδας , για να πάρουν στη συνέχεια τον δρόμο προς τα σπίτια τους.
Μας είδαν και έρχονται κατά πάνω μας, έκραξε ο μικρότερος της παρέας φοβισμένος, και ο σχεδόν θαρραλέος δίπλα του, ο οποίος δεν εκφραζόταν λεκτικά, αμόλησε μια αξέχαστη πορδή από τον τρόμο του, που δεν μπορούσαν πλέον να σταθούν στα πόδια τους από τη μπόχα. Έκαναν να σηκωθούν, αλλά η περιέργεια και η απιστία τους δεν τους άφηνε να κάνουν βήμα. Είχαν μαρμαρώσει όλοι πάνω στο χώμα, καθώς άκουγαν να πλησιάζουν οι “νεράιδες “ και στα αυτιά τους αντηχούσε το αργυρόγελό τους.
-Μας έπιασε το μάτι τους και μας ακινητοποίησαν, είπε με γουρλωμένα τα μάτια ο Γεγές. Θα τις μαγέψω με τη φλογέρα να μας αφήσουν, τους καθησύχασε, αλλά δεν μπορούσε καθόλου να απλώσει το χέρι του και να πιάσει τη φλογέρα του, ήταν μαρμαρωμένος και ήταν αδύνατον να κάνει βήμα.
-Πεθαίνουμε, μανούλα μου, αναφώνησε ένας ολιγόψυχος, σαν να έβγαζε την ύστερη κραυγή, κι ένας άλλος, με μεταμέλεια ψυχής, είπε Χριστούλη μου ήμαρτον, Χριστούλη μου ήμαρτον επανέλαβαν και οι άλλοι με λυγμούς.
Ξαφνικά ελευθερώθηκαν τα άκρα τους, πετάχτηκαν με ορμή επάνω, και με μία δρασκελιά, τρέχοντας, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν, έφθασαν βρεγμένοι στα σκέλη τους από τον φόβο, στην πλατεία του χωριού για να σωθούν.
Ένα μπουγέλο κρύο νερό έριξαν οι γιαγιάδες στο κάθε παιδί για να συνέλθει, κάλεσαν τους γονείς τους και τον παπα-Δημήτρη Ξυδόπουλο για να τα διαβάσει.
Καθώς τα κορίτσια σταμάτησαν στον κάτω δρόμο, κοντά στην πλατεία του χωριού, ν΄ αγκαλιαστούν και να ευχηθούν και του χρόνου, “αυτές είδατε και νομίσατε ότι ήταν οι νεράιδες”; τους ρώτησαν οι παππούδες.
-Έμοιαζαν σαν αυτές, αλλά δεν ήταν η ίδιες! Εκείνες ήταν με μακριά ποδάρια επέμεναν, αλλά κανένας δεν τους πίστεψε.
Οι βοσκοί, όταν συναντούσαν νεράιδες στον κάμπο της Βαλύρας τα μεσημέρια, έλεγαν, “ μέλι και γάλα στον δρόμο σας καλές κυράδες” και δεν φοβόντουσαν τα ξωτικά . Όλες οι γιαγιάδες και οι μανάδες έκαναν τον σταυρό τους , άναβαν την καντήλα τους και θυμιάτιζαν τα σπίτια, έριχναν αγίασμα στους αγρούς και στα πηγάδια , κουβαλούσαν λαδάκι από την Παναγιά στο ταγάρι τους και φορούσαν ανελλιπώς τον σταυρό τους.
Απαίδευτοι παρθένοι στη γιορτή της νιότης, έψαχναν για κάτι μοναδικό να ξετρυπώσουν στην μονοτονία της καθημερινότητάς τους, για να αισθανθούν την καρδιά τους να χτυπά δυνατά και την αδρεναλίνη ν΄ ανεβαίνει στα ύψη. Η φαντασία τους και η αυθυποβολή έκτιζαν απίστευτα διανοήματα. Και καθώς έκαιγαν τα μέτωπά τους από την ηλίαση και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από την αγωνία, έσπασαν οι καρδιές τους από τον φόβο και έγιναν καπνός, καθώς τα κορίτσια τους πλησίαζαν και ο Κύριος μεταμορφωμένος έπαιζε μαζί τους. Το πάθημα έγινε μάθημα! Κατά την επόμενη χρονιά ,καθισμένοι στα πέτρινα πεζούλια του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδος, έψαλλαν μαζί με τον μακαριστό πατέρα Δημήτριο το απολυτίκιο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, δεν έχασαν την αυτοκυριαρχία τους, ούτε αυτομόλησαν, ενώπιον του Θεού. Άρχισαν να ωριμάζουν οι ατίθασοι έφηβοι και εξελίχθηκαν ως πιστοί Χριστιανοί .
Η δε δεσποινίς Αφρούλα, η δασκάλα της Βαλύρας, όταν έβλεπε τα ατίθασα νιάτα να λένε στους γονείς τους “εμείς δεν ξέρουμε και δεν θέλουμε να μάθουμε πώς να δένουμε με τις τριχιές τα καλάθια στο σαμάρι του γαϊδάρου”, τους έβαζε τιμωρία στο πλατύσκαλο τους σπιτιού της. Τους έδινε ένα πολυσέλιδο Ελληνικό λεξικό, με χοντρό μαύρο εξώφυλλο, να το ψάξουν λέξη προς λέξη, μέχρι να βρουν πώς λέγεται ο γάιδαρος που είναι φορτωμένος στο σαμάρι του με καλάθια. Κανένας δεν είχε υπομονή να φθάσει στο γράμμα Κάπα και να διαβάσει ότι ο γάιδαρος αυτός λέγεται “κανθήλιος”, γι΄ αυτό έσπευδαν να δέσουν τις τριχιές με τα κοφίνια στο σαμάρι του γαϊδάρου των γονιών τους, για να ξεμπλέξουν γρήγορα από τις εργασίες τους.
Μεταμόρφωσις Σωτήρος
Απολυτίκιον. Ήχος βαρύς.
Μετεμορφώθης εν τω όρει Χριστέ ο Θεός, δείξας τοις Μαθηταίς σου την δόξαν σου, καθώς ηδύναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, το φως σου το αϊδιον· πρεσβείαις της Θεοτόκου, Φωτοδότα, δόξα σοι.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά, επιχειρηματία, ο οποίος θυμήθηκε τις νεραϊδογεννημένες της Βαλύρας , στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, το έτος 1960.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
5/8/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου