Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Βαλύρας.Φωτο:lyrasiblogspot.com
Ο φιλαπόδημος, ταξιδιάρης, και περιδικοθήρας νους , νέων και γερόντων, δίπλα στο μαύρο τιρτίρι του σιδηροδρομικού σταθμού της Βαλύρας, από το Δημοτικό Σχολείο, μέχρι τον δρόμο που οδηγεί προς τα κτήματα στον κάμπο του χωριού, ξήλωνε και έραβε σταυρογάζι, με λόγο ρητό και άρρητο, αλλά και τις πέντε αισθήσεις, και έριχνε συρτοθηλειές, για να πιάσει “πέρδικα που περπατά λεβέντικα”. Ο αιωνόβιος ευκάλυπτος του χωριού θωρούσε τα αθώρητα και δάκρυζε περιστασιακά, όταν τα γεγονότα τον συνέπαιρναν. Τούτος ο περίπατος κατέληγε σε βεγγέρα, κάτω από τον έναστρο ουρανό και τη σιωπηλή συνωμοσία της Σελήνης.
Χώρος για μέγα νυφοπάζαρο, σημείο αναφοράς για τη Βαλύρα και τα γύρω χωριά, ήταν ο συγκεκριμένος σταθμός. Τρια-τρία, τέσσερα-τέσσερα τα φλογισμένα νιάτα, με ανασηκωμένα τα μανίκια μέχρι τον αγκώνα, ξεροστάλιαζαν στον σταθμό και σύριζαν σαν τραινάκι, όταν το βλοσυρό μάτι τους συλλάμβανε περιζήτητο θήραμα.
Κόσμημα και παράσημο ο λόγος τους, με το σας και με το σεις.
-Καλησπέρα, πώς είστε θεία;
-Πώς είστε δεσποινίς;
Υπήρχαν όμως και διαπροσωπικές συγκρούσεις, όταν οι πατεράδες έβλεπαν κάποιο νεαρό να φλερτάρει εξ αποστάσεως την κόρη τους, ή να της περνά ανθάκι στο χέρι, με κίνηση αστραπής, καθώς διάβαινε δίπλα της.
- Θα πάρω ένα στειλιάρι και θα σου δείξω εγώ! Έκραζε ο πατέρας.
Και σχόλια, όπως...ο συκοφαγάς σήκωσε τα μάτια του να δει το κορίτσι μας, δεν έλειπαν από το γλέντι!
Κι αν κάποιος συνδαύλιζε τα καμένα κούρβουλα, μεγάλο πανηγύρι ξεσπούσε στις γραμμές, μέχρι να έλθει ο καιρός, να στέρξει και να δώσει ο αρχηγός του σπιτιού τη συγκατάθεσή του, ώστε με δόξα και τιμή, να οδεύσουν οι ερωτευμένοι στα σκαλιά του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου Βαλύρας.
Τα κορίτσια της Οικοκυρικής Σχολής της Βαλύρας παρέδιδαν μαθήματα και στις κοπέλες στα γειτονικά χωριά, κάνοντας καλή εντύπωση στους γονείς, με αποτέλεσμα να προσελκύουν υποψήφιους γαμπρούς στον σταθμό του χωριού . Οι ευγενικές και χαμηλοβλεπούσες κόρες της Βαλύρας, πιασμένες χέρι-χέρι, με τις μακριές κλαρωτές φούστες τους, στητές σαν μπαλαρίνες, περνούσαν στο μονοπάτι του σταθμού , μαζεύοντας χρυσόξερα λαγουράκια για τα ανθοδοχεία τους στους φράχτες, και διακριτικά παρακολουθούσαν, με κομμένη την ανάσα, ποιος τις πρόσεξε.
Κάποιο δειλινό του Αυγούστου, κατά τη δεκαετία του 1960, οι γυναίκες έστησαν τα ξύλινα καρεκλάκια τους γύρω από τον αιωνόβιο ευκάλυπτο του σταθμού, και πολλές ιστορίες που διαδραματίστηκαν στον συγκεκριμένο τόπο μοιράστηκαν μεταξύ τους.
Κατά τις πρωινές ώρες, μεγάλη αγοροπωλησία λάμβανε χώρο στον σταθμό, καθώς ορισμένοι Βαλυραίοι αγρότες πωλούσαν καλοκαιρινά λαχανικά και φρούτα εποχής, τοποθετημένα με τάξη και μαεστρία, για να μη χαλάσουν, μέσα στα καλαμένια κοφίνια τους.
Ο αείμνηστος γερο-Τσώνης, ο πατέρας του Γιώρη Τσώνη, πωλούσε αγγούρια τα καλοκαίρια στον σταθμό, με τις ευλογίες του σταθμάρχη, ο οποίος επίτηδες καθυστερούσε λιγάκι την εκκίνηση της αμαξοστοιχίας , όταν έβλεπε ότι οι πελάτες ορμούσαν στα παράθυρα των βαγονιών, για να αγοράσουν την ευλογημένη σοδειά των αγροτών.
Κάποια φορά, ενώ είχε ανέβει ο γερο-Τσώνης μέσα σ΄ ένα βαγόνι , η διπλανή αμαξοστοιχία άρχισε να κινείται. Λόγω του άγχους του να προλάβει να πουλήσει τα αγγούρια του, δεν αντιλήφθηκε την οφθαλμαπάτη και νόμισε ότι ξεκίνησε η αμαξοστοιχία, στην οποία είχε επιβιβαστεί ο ίδιος. Έντρομος πήδηξε από το βαγόνι και δεν σταμάτησε να τρέχει, μέχρι που έφθασε στο σπίτι του, μας περιέγραψε παραστατικά ο κύριος Γιώργος Φειδάς.
-Γυναίκα, να δεις τι ήρωα άνδρα έχεις, πήδηξα από το τραίνο σε κίνηση και δεν έπαθα τίποτα, αναφώνησε με υπερηφάνεια , και έκτοτε το πάθημά του δεν ξεχάστηκε στη Βαλύρα!
Η πιο όμως συγκινητική ιστορία είναι.... “όταν ο ευκάλυπτος δάκρυσε”.
Το 1940, μία ημέρα πριν πει ο Μεταξάς το όχι στις ορδές των Ιταλών φασιστών, οι μητέρες περίμεναν από τα ξημερώματα με τρόφιμα στον σταθμό της Βαλύρας, για να αποχαιρετίσουν τα παιδιά τους, όταν το πρώτο σύνταγμα του στρατού θα έφθανε με το τραίνο στο χωριό από την Καλαμάτα. Σαν κρεμασμένες στήλες, οι μητέρες έστησαν την καρδιά τους όρθια να μη πέσει και σταλιά δάκρυ δεν είχε απομείνει στα πρησμένα βλέφαρά τους, για να αποχαιρετίσουν τα βλαστάρια τους. Τότε, σε τρεις μεριές πάνω στον κορμό του, δάκρυσε ο αιωνόβιος ευκάλυπτος του σταθμού. Έχυσε μαύρα δάκρυα προς το μέρος που τον κτυπούσε η καπνιά από τα τραίνα, πράσινα δάκρυα εκεί που δεν τον έβλεπε ο ήλιος και είχε συσσωρευμένη υγρασία, και διάφανα δάκρυα εμπρός του, όπου τον έτρεφαν οι λαμπερές ακτίνες του ηλίου. Κύμα τρίχαλο ο θυμός των γερόντων, που παρακολουθούσαν σιωπηλά, καθώς η αμαξοστοιχία χανόταν πάνω στις γραμμές. Ακούμπησαν οι μανάδες πάνω στον κορμό του ευκάλυπτου για να μη σωριαστούν καταγής από τους λυγμούς, και έκπληκτες διαπίστωσαν ότι βράχηκαν οι παλάμες τους.
-Τι είναι τούτο το σημείο Θεέ μου; αναφώνησαν και δεν έλεγαν να φύγουν πριν πάρουν κάποια απάντηση. Κατέφθασε και ο Μανώλης Χατζηαγάς, ο οποίος είχε προορατικό χάρισμα, και τους είπε τα εξής:
-Τα πράσινα δάκρυα είναι για τους πρασινοσκούφηδες, τους λοκατζήδες. Τα μαύρα για το πυροβολικό, και τα λευκά είναι τα δάκρυα της πατρίδας μας, η οποία δακρύζει από τη χαρά της, γιατί τα παιδιά της θα κερδίσουν στον πόλεμο. Ηρέμησε η ψυχή των αείμνηστων μανάδων των στρατιωτών, έκαναν τον σταυρό τους, και πορεύθηκαν προς τα σπίτια τους, είπε η αείμνηστη Όλγα Φειδά, η οποία έζησε αυτό το δραματικό γεγονός με τον δακρυσμένο ευκάλυπτο, για να το διηγηθεί στις επόμενες γενιές.
Καθώς οι γυναίκες συζητούσαν μεταξύ τους, λέγοντας παλιές ιστορίες για τον σταθμό και τον ευκάλυπτο, τις διέκοψε ένας εξηντάρης υποψήφιος γαμπρός, που υποστήριζε ότι η καταγωγή του ήταν από το Νησί ( Μεσσήνη), κατά τα άλλα γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, και ήθελε να του κάνει μία κυρά προξενιό, με μία μικρούλα στη Βαλύρα.
-Καλησπέρα σταυράδελφη, είπε στην προξενήτρα, τι νέα από την υπόθεσή μας;
-Γάμος με το στανιό δεν γίνεται, απάντησε η προξενήτρα με σοβαρότητα. Να κοιτάξουμε για καμιά μεγαλύτερη κοπέλα, η οποία να ταιριάζει στην ηλικία σου.
-Δεν μου αρέσουν οι σταφιδιασμένες, απάντησε οργισμένος από τη ματαίωση εκείνος.
Τότε η θεία της υποψήφιας νύφης, η οποία ήταν μεγαλοκοπέλα και λόγω της ευθύτητας του λόγου της είχε μείνει ανύπαντρη, έχυσε κρυφά μία κούπα νερό στο σημείο που ήταν μαυρισμένος στον κορμό του ο ευκάλυπτος, χωρίς να τη δει το γεροντοπαλίκαρο, και είπε:
-Για κοιτάξτε εδώ, ο ευκάλυπτος χύνει μαύρα δάκρυα!
-Και τι φταίω εγώ; διαμαρτυρήθηκε ο μεγαλογαμπρός, που μου αρέσουν οι βρυσούλες με τα γάργαρα νερά, και δεν προτιμώ τις χαράδρες με τα βρακοζώνια;
-Καημένε, του απάντησε εκείνη, δεν είσαι με τα καλά σου, εδώ δεν βλέπεις τι σου αποκαλύπτει ο ευκάλυπτος! Πρέπει να πας να εξομολογηθείς και να κοινωνήσεις, για να σε ελευθερώσει ο Κύριος από τον Σατανά. Δεν βλέπεις πόσα μαύρα δάκρυα χύνει ο ευκάλυπτος; Σε έχει πάρει ολόκληρο το πυροβολικό του διαβόλου και ούτε που το έχεις πάρει χαμπάρι!
-Αρζαντάν (επάργυρα), φορεί η μικρή και εγώ θα της έδινα χρυσά, δεμένα με πετράδια και μαργαριτάρια, διαμαρτυρήθηκε ο πικραμένος γαμπρός, και έγινε άφαντος.
Κατάλυμα ταξιδιωτών, σημείο στάθμευσης αμαξοστοιχιών, αποθήκευσης και διαμετακόμισης προϊόντων ήταν τα κτήρια στον σταθμό της Βαλύρας, αλλά περισσότερο απ΄ όλα ήταν σημείο υποδοχής και αποχωρισμού, κι ένας όμορφος περίπατος, για να λέγουν οι Βαλυραίοι “μια γλυκιά καλησπέρα” μεταξύ τους και με τους φίλους τους από τα γειτονικά χωριά, όταν θρόιζε στο “Φως Ιλαρόν της Αγίας Δόξης” ο ευκάλυπτος, ιδίως τις Κυριακές, που ήταν όλοι ευλογημένοι, καθαροί, στολισμένοι και ξεκούραστοι από την καθημερινή σχόλη τους.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά , επιχειρηματία, που θυμήθηκε τον περίπατο και τον δακρυσμένο ευκάλυπτο, στον σταθμό της Βαλύρας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
3/8/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου