Φωτογραφίες: Pinterest
Ήταν νύχτα βαριά — ο ουρανός είχε μαυρίσει, και η θάλασσα έσφιγγε τη στεριά, σέρνοντας κύματα που φούσκωναν απειλητικά. Ο άνεμος ψιθύριζε σαν να διηγιόταν αρχαία μυστικά — οι θρύλοι των προγόνων ακούγονταν μέσα από την πνοή του. Σιγά-σιγά, μέσα απ’ το σκοτάδι και την υγρασία, υψωνόταν μια σκοτεινή, στύλου-όμοια μορφή: ψηλή, αόρατη στα μάτια των ανθρώπων, αλλά παρούσα — σαν ένας «στύλος» αέρα και νερού να στροβιλίζεται, να τυλίγεται, και να μετατρέπει τον ουρανό σε χάος.
Αυτή η μορφή, αν και χωρίς εκ προθέσεως μοχθηρία, είχε μέσα της μια δύναμη συγκεντρωμένη — τόση ενέργεια που, όπου περνούσε, άφηνε πίσω της καταστροφή: δέντρα ξεριζωμένα, σπίτια ταρακουνημένα, δρόμους πλημμυρισμένους, μια αίσθηση φόβου και αστάθειας στο δέρμα των ανθρώπων.
Οι παλιοί — θα σου έλεγαν — ότι αυτό είναι το ξύπνημα του Τυφώνα — το αρχέγονο ον της θύελλας, γέννημα της Γης και του Αέρα που κρατά μέσα του τη δύναμη των ανέμων, της θάλασσας και της γης. Για τους προγόνους μας, όταν οι άνεμοι και τα σύννεφα ξυπνούσαν μαζί, όταν η θάλασσα σηκωνόταν και η γη έτρεμε — τότε ο Τυφώνας περνούσε, αφήνοντας πίσω του τον τρόμο· όχι ως τερατόμορφη φιγούρα, αλλά ως την ίδια την ακατάπαυστη, ακατάβλητη δύναμη της φύσης.