Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Να βαδίσωμε στα κύματα!

          

                                                                      Φωτό: Poimin.gr




Μετὰ ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων ὁ Κύριος «ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν», ὁ ἴδιος δέ, ἀφοῦ πρῶτα ἀπέλυσε τοὺς ὄχλους, ἀνέβηκε «εἰς τὸ ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι».

Οἱ Πατέρες ἐπισημαίνουν τὴν προσευχὴ ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, πρὶν ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό. Μόλις πῆρε στὰ χέρια Του τοὺς ἄρτους ποὺ τοῦ ἔφεραν οἱ μαθητές Του, ὕψωσε πρῶτα τοὺς ὀφθαλμούς Του στὸν οὐρανό, μετὰ εὐλόγησε τὰ λιγοστὰ τρόφιμα καὶ στὴν συνέχεια αὐτὰ πολλαπλασιάστηκαν. Τώρα, μετὰ ἀπὸ τὸν χορτασμὸ τῶν πεντάκις χιλίων, ὁ Κύριος καταφεύγει καὶ πάλι στὴν προσευχή, καὶ προετοιμάζεται ἔτσι «μυστικά» γιὰ τὸ ἑπόμενο θαυμαστὸ γεγονός.

Ἀπὸ ποῦ συμπεραίνεται ὅτι ὁ Κύριος προετοιμάζεται γιὰ τὸ ἑπόμενο θαῦμα; Ἁπλῶς καὶ μόνον ἀπὸ τὴν προσευχή Του; Καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀσφαλῶς, ἀφοῦ ὁ Κύριος, μὲ τὴν προσευχή Του, δηλώνει τὴν ἑνότητά Του μὲ τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὰ ὁποῖα βρίσκεται σὲ διαρκῆ ἐπικοινωνία. Ἄν καὶ εἶναι ὁ ἴδιος Θεός, τίποτε δὲν κάνει ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ συν-αντιλαμβάνεται μὲ τὰ ὑπόλοιπα θεϊκὰ πρόσωπα.

Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ ἕνα σημεῖο στὸ παραπάνω χωρίο ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ καταλάβωμε ὅτι ὁ Κύριος, ὡς Θεός, σχεδίαζε τὴν ἑπόμενη κίνησή Του. Πρόκειται γιὰ τὸ ῥῆμα «ἠνάγκασεν». Γιατί, ἄραγε, ἀνάγκασε ὁ Κύριος τοὺς μαθητές Του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ πᾶνε, πρὶν ἀπὸ Αὐτόν, στὴν ἀπέναντι ὄχθη; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στὸ ἑπόμενο χωρίο. Ἐνῶ ὁ Κύριος βρισκόταν ἀκόμη στὸ ὄρος προσευχόμενος, «τὸ πλοῖον (μὲ τοὺς μαθητές) ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων. ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος».

Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ Κύριος ἀφήνει τοὺς μαθητές Του νὰ ἀναμετρηθοῦν μὲ τὶς δυνάμεις των. Καὶ ὅταν πλέον ἔχουν φτάσει στὰ ὅριά των καὶ κινδυνεύουν νὰ καταποντιστοῦν, τότε καὶ μόνον τότε «ἀπῆλθεν πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης». Γιὰ νὰ καταλάβωμε τὸ μέγεθος τῆς δοκιμασίας τῶν μαθητῶν, ἀρκεῖ νὰ διαπιστώσωμε πόσο χρόνο διήρκεσε ἡ πάλη των μὲ τὰ κύματα. Στὸ κείμενο ἀναφέρεται ὅτι τὸ πλοῖο βρισκόταν ἤδη «μέσον τῆς θαλάσσης ὀψίας γενομένης», ὁ δὲ Κύριος ἐμφανίστηκε «ἐπὶ τῆς θαλάσσης τετάρτῃ φυλακ τῆς νυκτός». Πάλευαν, λοιπόν, μὲ τὰ κύματα μιὰ ὁλόκληρη νύχτα μέχρι τὰ ξημερώματα! (Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως καὶ οἱ Ῥωμαῖοι, εἶχαν χωρίσει τὴν νύχτα σὲ τέσσερις φυλακές, ποὺ ἡ κάθε μία διαρκοῦσε 3 ὧρες, ἀπὸ τὸ ἑσπέρας, στὶς 9 τὸ βράδυ, μέχρι τὴν «τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός», στὶς 6 τὸ πρω.)

Ὁ Κύριος, ἑπομένως, ἐμφανίστηκε τὴν κατάλληλη στιγμή, προτοῦ πνιγοῦν οἱ μαθητές Του στὴν θάλασσα τῆς ἀδυναμίας των. Παρ’ ὅτι, ὅμως, Τὸν εἶδαν («ἰδόντες αὐτὸν ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα»), δὲν πίστεψαν ὅτι εἶναι Ἐκεῖνος, τοὐλάχιστον στὴν ἀρχή, ἀλλὰ ἀμφέβαλαν καὶ «ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστί, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν.» Τόσο πολὺ φοβήθηκαν.

Πῶς διαλύει ὁ Κύριος τὸν φόβο των; Μιλῶντας των καὶ ἐπιβεβαιώνοντας ὅτι εἶναι Ἐκεῖνος:  «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι. μὴ φοβεῖσθε.» Εἶναι τόσο μεγάλος ὅμως ὁ φόβος των καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη ἡ ἀδυναμία τῆς πίστεώς των, ὥστε ζητοῦν ἐπιπλέον διευκρινίσεις, διὰ στόματος τοῦ Πέτρου. Ὁ ἀδύναμος αὐτὸς Πέτρος εἶναι ἐκεῖνος πού, μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐμφάνισή Του στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρέτ, μόλις ὁ Ἰωάννης τοῦ εἶπε πὼς «ὁ Κύριός ἐστι», ὄχι μόνον δὲν ἀμφέβαλε ἀλλὰ «διεζώσατο τὸν ἐπενδύτην καὶ ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν θάλασσαν» (Ἰωάν., κα’ 7). Τότε, ὅμως, εἶχε πλέον στερεωθῆ στὴν πίστη του. Τώρα, ἀκόμη ἀμφιβάλλει: «Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα.»

Ὁ Κύριος τὸν προσκαλεῖ: «ἐλθέ» καὶ ὁ Πέτρος τόλμησε, παρὰ τὴν ἀμφιβολία του, νὰ κατέβῃ ἀπὸ τὸ πλοῖο τῆς ἀσφαλείας του στὴν θάλασσα τῶν κυμάτων, μὲ προοπτική, βεβαίως, νὰ ἔλθῃ πρὸς τὸν Κύριο. Εἶναι μεγάλο τὸ διακύβευμα νὰ περπατήσῃ κανεὶς στὰ κύματα, ἀλλὰ πολὺ ἰσχυρὸ τὸ κίνητρο, νὰ φτάσῃ στὸν Κύριο!

Ὅμως, ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ Πέτρου εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὴν πίστη του. Γι’ αὐτό, «βλέπων τὸν ἄνεμον ἰσχυρόν, ἐφοβήθη καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων. Κύριε, σῶσόν με.» Ὅσο ὁ Πέτρος ἦταν προσανατολισμένος βλεμματικὰ καὶ νοητικὰ πρὸς τὸν Κύριο, πρὸς στιγμὴν τὰ κατάφερε. Μόλις, ὅμως, συνειδητοποίησε τί ἔκανε καὶ κοίταξε πρὸς τὰ κάτω, τότε ἀμέσως ἄρχισε νὰ βυθίζεται.

Ἔτσι εἶναι. Ἡ πίστη κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ τολμᾶ τὸ ἀκατόρθωτο καὶ νὰ τὰ καταφέρνῃ, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βεβαίως. Ἀντιθέτως ἡ ὑπερβολικὴ ἐμπιστοσύνη στὶς δυνάμεις μας καὶ ἡ λογικὴ μᾶς ἀπογοητεύει σύντομα καὶ μᾶς βυθίζει σὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερες ἀνασφάλειες, μᾶς ὁδηγεῖ συχνὰ στὴν ἀπόγνωση, καὶ σ’ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατο.

Ὁ Κύριος, ὅμως, δὲν μᾶς ἀπογοητεύει ποτέ. Ἁπλώνει τὸ χέρι του, μᾶς πιάνει καὶ μᾶς λέει, ὅπως καὶ στὸν Πέτρο: «ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;» Γνώριζες ὅτι ἐγὼ θὰ σὲ ἔπιανα, δὲν θὰ σὲ ἄφηνα νὰ πνιγῆς. Μά, θὰ μοῦ πῆτε: Πῶς τὸ γνωρίζομε ὅτι ὁ Κύριος θὰ μᾶς πιάσῃ; Τὸ γνωρίζομε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας. Καὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι ἦσαν, ὅπως καὶ ἐμεῖς. Ἔγιναν ἅγιοι, διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς θείας ἐνδυναμώσεως, ὅπως ἀναφέρει καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀναγιγνώσκεται στὶς Ἐκκλησίες μας στὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Πάντων ἀλλὰ καὶ γενικῶς στὴν μνήμη Ἁγίων: «…διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας (ἀνέτρεψαν βασίλεια), ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, (…) ἐτυμπανίσθησαν, ἐπρίσθησαν (=πριονίστηκαν), ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, (…) ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ., ια’ 33-38).

Πῶς τὰ κατάφεραν, ἀλήθεια, ὅλα αὐτά, ἐὰν ὄχι μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστεως; Ἀνθρωπίνως εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑποφέρῃ καὶ νὰ ἀντέξῃ κανεὶς τόσα μαρτύρια. Τὸ κλειδί, ἑπομένως, εἶναι νὰ ἀφεθῆ κανεὶς στὰ κύματα, ὄχι τῶν βιοτικῶν του μεριμνῶν, ἀλλὰ στὰ κύματα τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου, μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, ὅτι Ἐκεῖνος θὰ τὸν ἀσφαλίσῃ. Πράγματι, μόλις ὁ Κύριος ἀνεβαίνει στὸ κλυδωνιζόμενο ἀπὸ τὴν τρικυμία καὶ τοὺς ἀνέμους πλοῖο τῆς ζωῆς μας, ἀμέσως ὁ ἄνεμος κοπάζει καὶ τὰ κύματα ἠρεμοῦν: «ἐμβάντων αὐτῶν (τῶν μαθητῶν μαζὶ μὲ τὸν Κύριο) εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος». Μὲ τὸν Κύριο ὁδηγό, πλέον, φτάνει κανεὶς μὲ ἀσφάλεια στὸν προορισμό του: «καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ».

Ἐν τέλει, μόνη ἐλπίδα νὰ ἀγκυροβολήσωμε σὲ ἀπάνεμο λιμάνι εἶναι ὁ Χριστός μας. Μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις, ἀποκλειστικά, τὰ κάνομε θάλασσα, τὸ λιγότερο!

Κοντολογίς, μὲ τὴν λογικὴ δὲν βαδίζει κανεὶς πάνω στὰ κύματα, μὲ τὴν πίστη, ὅμως, ναί! Στὴν ἐπιστήμη τῶν Μαθηματικῶν, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθοῦν οἱ λογικὲς προτάσεις, ἀπαιτοῦνται προϋποθέσεις καὶ συνθῆκες ἀσφαλεῖς καὶ βέβαιες, πού, ἐὰν ἀνατραποῦν, ἀνατρέπονται ἀμέσως τὰ δεδομένα. Ὡστόσο, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθῆ ἡ πίστη, χρειάζεται ἡ «ἀβέβαιη» ἐλπίδα, ἐφ’ ὅσον ἡ πίστη εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος μὴ βλεπομένων».

 Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὰ μαθηματικὰ τοῦ Θεοῦ, αὐτὲς τὶς δύο ἀβέβαιες προϋποθέσεις, τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Κύριό μας καὶ τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν κοινή μας συνανάσταση στὴν τελικὴ τῶν πάντων κρίση (Θεσ. δ’ 16-18), αὐτὲς καὶ μόνον αὐτὲς ἔχομε οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ «ὡς ἄγκυραν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καί βεβαίαν…» (Ἑβρ. στ΄, 18-19). Πρόσθετη ἀπόδειξη γιὰ τὴν «ζῶσα» αὐτὴν ἐλπίδα μας ἔχομε τοὺς Ἁγίους μας καὶ τὰ ζωντανά των λείψανα ποὺ συνεχίζουν, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐνεργοῦν θαυματουργικὰ ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατό των!

Χρειαζόμαστε καὶ ἄλλες ἀποδείξεις, γιὰ νὰ κατέβωμε ἀπὸ τὸ πλοῖο μας καὶ νὰ βαδίσωμε καὶ ἐμεῖς πάνω στὰ κύματα, ὥστε νὰ ἔλθωμε πρὸς τὸν Χριστό; Τί καὶ ἐὰν ὀλιγοψυχήσωμε καὶ χάσωμε τὰ βήματά μας; Ἐκεῖνος θὰ μᾶς πιάση καὶ θὰ μᾶς στήσῃ καὶ πάλι ὀρθούς, γιὰ νὰ συνεχίσωμε τὴν πορεία μας, μὲ τελικὸ στόχο τὴν συνάντησή μας μαζί Του στὴν αἰώνια Βασιλεία Του, «ἔνθα ἡ ἀπέραντος ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ προσώπου (Του) τὸ κάλλος τὸ ἄῤῥητον» (εὐχαριστήριος εὐχὴ μετὰ ἀπὸ τὴν θεία μετάληψη). Ἀμήν. Γένοιτο!

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος - θεολόγος

Oρθόδοξος Πολιτιστικός Σύλλογος ¨Επάλξεις"

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου