Σήμερα, στις 27 Αυγούστου 1922,
θυσιάστηκε υπέρ του ποιμνίου του ο εθνομάρτυς μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος.
Παρότι του προσφέρθηκε η ευκαιρία να φύγει με ξένο πλοίο, αυτός παρέμεινε άχρι
τέλους δίπλα στους δυστυχείς Μικρασιάτες που τόσο αγάπησε. Είχε τον πιο
μαρτυρικό θάνατο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.
"Κατά τις τελευταίες ημέρες του
Σεπτεμβρίου 1922 μια ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και
εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του
Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες
Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές
ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο.
Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής
εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. “Είσαι δάσκαλος;” με ρωτά.
“Αυτήν την τιμή είχα” του απαντώ. “Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι
φοιτητές;” - “Ναί”, του λέγω. “Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ”. - “Ελάτε
μαζί μου έξω”, λέγω στους συντρόφους μου. “Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός
με θάρρος”. Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-Κρητικό να λέει:
“Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο
μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε.
Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή
σκηνή που αντίκρισαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος”. Και συνέχισε
“Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν,
που του ’βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένια και τα μαλλιά
στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν.
Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που
τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
»Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το
σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον
Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του.
Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;” – “Ναι, ξέρω” του απήντησα. “Έλεγε: Πάτερ Ἅγιε,
ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι”. - “Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν
πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και
ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία
της ευλογίας, μανιάζει, και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυo χέρια
του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι
ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με
δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας
την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή”. “Και πού τον
έθαψαν;” ρώτησα με αγωνία. “Κανείς δεν ξέρει πού έριξαν το κομματιασμένο του
κορμί”».
- Και μετά αναρωτιούνται κάποιοι
γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται στην καρδιά του Έλληνα, ακόμα και με τις
γνωστές αδυναμίες της...
Πηγή: Μάριoς Αθανασόπουλος στο FB
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου