Ήταν όλα τόσο απλά, μαγικά και πανέμορφα, μέσα σε ένα κλίμα αγάπης, ζεστασιάς και γονεϊκής προστασίας, που όταν τα αναπολεί ο νους νομίζει ότι ξαναζεί ένα άπιαστο όνειρο…Ποτέ δεν θα ξεχάσω το Σάββατο, μετά τον Δεκακενταύγουστο , το σωτήριον έτος 1967, όταν πυρετωδώς στο σπίτι της γιαγιάς μου Κωνσταντίνας Μπουρίκα-Γρίβα, δέκα χέρια γυναικών συντονισμένα ετοίμαζαν μεγάλο γλέντι για τον αρραβώνα της θείας μου Πότας Γρίβα, με τον αείμνηστο θείο μου Κώστα Ανδρινόπουλο. Όλα έπρεπε να είναι έτοιμα για το απόγευμα της Κυριακής που θα έρχονταν οι συμπέθεροι με τον γαμπρό.
Ήμουν εννέα χρονών και καθόμουν εμπρός στο προπολεμικό παραθύρι του σαλονιού που κοιτούσε προς τη Δημοσιά. Έραβα πολύχρωμα γυαλιστερά χαρτάκια διπλωμένα σε τρίγωνα επάνω σε ένα λευκό τούλι, σχηματίζοντας ανθάκια με πέντε φύλλα. Ήταν το δώρο μου για τη χαρά της αγαπημένης μου θείας, που είναι 17 χρόνια μεγαλύτερή μου, κι όμως την θεωρούσα σαν αδελφή και φίλη μου, την θαύμαζα και αντέγραφα την ευγενική συμπεριφορά της, και ουδέποτε έπαψα!
Όπως το παλιό σπίτι της γιαγιάς Κωνσταντίνας.
Φωτό: Η Ζωή στο Χωριό στο FB
Η γιαγιά μού είχε υποσχεθεί ότι το εργόχειρό μου θα το στόλιζε επάνω στον κομό της υποψήφιας νύφης και η θεία μου, που πολύ αγαπούσε τις λαμπερές αποχρώσεις, θα τρελαινόταν από τη χαρά της. Κοπιαστική ήταν η εργασία, προσοχή απαιτούσε να μην σκιστούν τα χαρτάκια κατά το ράψιμο και να στρώσουν καλά, οπότε όταν ζαλιζόμουν σήκωνα ψηλά το κεφάλι και αγνάντευα έως το βάθος του δρόμου, που οδηγεί προς τον Άγιο Γεώργιο, το Κοιμητήριο του χωριού.
Κάποια στιγμή, καθώς ήμουν απορροφημένη στην εργασία μου, ένα ορθάνοιχτο ομπρελίνι έσκασε από τον δυνατό αέρα εμπρός στο παλιό ξύλινο παράθυρο, το είδε ο γάιδαρος επάνω στον οποίο κάθονταν η Μαιρούλα Δημοπούλου από το Μπιζάνι με τον αδελφό της και πήγαιναν προς τα ποτιστικά στις Γανιές, και με το γκάρισμά του ξεσήκωσε τη γειτονιά στο πόδι….όλοι νόμισαν ότι κάποιο δυστύχημα έγινε στον δρόμο!
Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν υποχρεωμένη να φορώ το ψάθινο καπέλο μου, δεμένο σφιχτά στο σαγόνι με την σατέν κορδέλα και να ιδρώνει το κεφάλι μου από την πολλή ζέστη, μπορούσα να ζητήσω να μου αγοράσουν οι γονείς μου ένα ομπρελίνι…σαν εκείνο της Μαίρης με τα φανταχτερά χρώματα!
Μετά από λίγη ώρα άρχισε να ανεβοκατεβαίνει στον δρόμο μία κυρία από τη Λάμπαινα να κλαίει και να οδύρεται γιατί η πεντάχρονη κόρη της, ενώ καθόταν ήσυχη στην πλατεία, μόλις πήγε να της αγοράσει ένα καλαμάκι σουβλάκι και μια πορτοκαλάδα έφυγε ξαφνικά από το κάθισμα και έγινε άφαντη!
Μόλις το άκουσαν οι προκομένες θείες και γιαγιάδες μου, τα παράτησαν όλα, ξέχασαν τον αρραβώνα, βγήκαν στον δρόμο αλαφιασμένες, κι αφού με άφησαν να φυλάω την αναστατωμένη μητέρα και να την κεράσω γλυκό, άρχισαν να ψάχνουν να βρουν το παιδί.
Η μητέρα της πεντάχρονης δεν μπορούσε να καθίσει σε καρέκλα από την αγωνία της, ήθελε να ακολουθήσει τις θείες. Πώς μου έκοψε και της είπα ότι πρέπει να κάνεi υπομονή και να περιμένει, να γνωρίζουν πού ακριβώς βρίσκεται ή ίδια, για να μην αρχίσουν να ψάχνουν μάνα και κόρη. Όταν άρχισε να κλαίει με αναφιλητά, την αγκάλιασα και της ψιθύρισα ότι της γιαγιάς μου Κωνσταντίνας ο Άγιος Φανούριος της τα φανερώνει όλα. Μέχρι και το περιλαίμιο της προβατίνας της Γαλάνως που χάθηκε στο κτήμα ο Άγιος το φανέρωσε!
Τελικά, αυτό που είχε συμβεί είναι ότι στη Βαλύρα είχαν έλθει να κάνουν πρόβα στα φορέματά τους που ετοίμαζαν για έναν γάμο συγγενούς τους προσώπου. Όταν η μικρή είδε την κα Τασία τη μοδίστρα να βγαίνει από του Αριστείδη Μακρή το μπακάλικο, την αναγνώρισε και έτρεξε πίσω της, ώσπου συναντήθηκαν στα μισά του δρόμου.
-Πού είναι η μαμά σου; ρώτησε η αείμνηστη θεία Τασία.
-Έρχεται …έρχεται απάντησε η μικρή χαριτωμένα και εκείνη επαναπαυμένη την πήρε στο σπίτι της για να της κάνει την πρόβα. Όταν όμως είδε ότι η ώρα περνούσε και η μητέρα τής πεντάχρονης δεν εμφανιζόταν, βγήκε στον δρόμο κρατώντας την από το χέρι και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία, όπου τους εντόπισε η αείμνηστη γιαγιά Μαρία Σταθοπούλου και τους οδήγησε στο σπίτι της γιαγιάς Κωνσταντίνας. Ανακουφισμένη απίστευτα η μητέρα, κρατώντας την κόρη της σφιχτά στην αγκαλιά, με κοίταξε με χαμόγελο και είπε ότι θα ανάψει μία λαμπάδα στον Άγιο Φανούριο ίσα με το μπόι του παιδιού της.
-Κοντεύεις; Με ρώτησε η γιαγιά Κωνσταντίνα καθώς παρατηρούσε την ώρα στο ρολόι του τοίχου. Μισή ώρα πριν από τον Εσπερινό του Σαββάτου έπρεπε να σταματήσουν όλα τα ραψίματα , κοψίματα και σιδερώματα. Επίσης, με συμβούλεψε να μην πηγαίνω Σάββατο για πρόβα σε μοδίστρα!
Οι εργασίες συνεχίστηκαν και είναι αξιοθαύμαστο πώς προλάβαμε τον Εσπερινό και πήγαμε πρόσφορο για τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου ο μακαριστός παπά Δημήτρης Ξυδόπουλος χοροστατούσε και προσευχόταν υπέρ υγείας και θείας φωτίσεως όλων μας.
Όταν η γιαγιά με είδε να επεξεργάζομαι την άσπρη υφαντή και κεντητή πετσέτα της, που είχε διπλώσει τη λειτουργιά, μου ψιθύρισε χαμογελώντας:
-Θα σου υφάνω μία ίδια σαν της θείας σου Πότας!
Βαδίζοντας από την Εκκλησία προς το πατρικό μου σπίτι στο Μπιζάνι, ένα τσούρμο παιδιά από την γειτονιά του Αγίου Αθανασίου πήγαιναν επάνω σε έναν τυχερό γάιδαρο βόλτα προς την Αγία Τριάδα και πάλι πίσω, με τη μάνα τους ξωπίσω να τα παρακαλεί να κατέβουν, η αλησμόνητη γιαγιά Σοφία Μπουρίκα με τη μαγκούρα οδηγούσε τα ζωντανά της προς το σπίτι της, και ο αείμνηστος ομορφονιός Λάκης Μπούτος, στεφανωμένος με κλώνους αμπέλου επάνω στη φοράδα του , "την όμορφη κοπέλα του", επέστρεφε από τους αγρούς στο Μπιζανιώτικο αρχοντικό του.Όποιος τον καλησπέριζε τον φίλευε ολόγλυκα σύκα που είχε μαζέψει στον κάμπο στο κτήμα του.
Η μητέρα μου ήταν πανευτυχής γιατί ο πατέρας μου της έφτιαξε μία σιδερένια ξύστρα, να αφαιρεί τις λάσπες από τα παπούτσια της όταν ποτίζει στον μπαξέ και στον κήπο του σπιτιού….ακολούθησε παραγγελία για άλλες πολλές ξύστρες... μέχρι το τέλος της χρονιάς κατασκεύασε ο αείμνηστος Μπαρμπαλιάς τουλάχιστον άλλες πενήντα ίδιες και καλύτερες στο σιδηρουργείο του.
Φασολάκια με πατάτες και μυρωδικά , ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί και ένα μικρό κομμάτι χαλβά με αμύγδαλα για επιδόρπιο περιλάμβανε το βραδινό…την Κυριακή ανελλιπώς όλα τα παιδιά κοινωνούσαμε…..
Γλυκιά ήταν η προσμονή, καθώς είδα κρεμασμένο το καλό μου φουστάνι, με χρυσαφένια όνειρα ξημέρωσε η μέρα της μεγάλης εορτής, του αρραβώνα της αγαπημένης μου θείας Πότας.
Ένα όμορφο Σάββατο του Αυγούστου των παιδικών μας χρόνων, δώρο Θεού, είναι ανεξίτηλα εντυπωμένο στη μνήμη μας….μια γλυκιά ανάμνηση που θα μας συντροφεύει για πάντα!
Ο Θεός μεθ΄ ημών,
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
17-8-2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου