Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Της Λάμπαινας ο Πρίγκιπας

                         

                                 Ψαρεύοντας βατράχους του William Adolphe Bouguereau.

Τότε που τα παιδικά όνειρα ήταν πραγματικότητα, ζούσαν στη Βαλύρα δύο αγγελόμορφα μικρά κορίτσια. Λατρεμένα παιδιά του χωριού ήταν οι αδελφούλες Τούλα και Γωγούλα. Η Τούλα ήταν  πρώτη και κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη της Γωγούλας. Μία αναπάντεχη επίσκεψη της θείας τους Χρυσαυγής από την Αμερική, άλλαξε ευχάριστα την καθημερινότητά τους , διέγειρε τη φαντασία τους και   ανέδειξε  τη δημιουργικότητά τους. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, η  αδελφή της μητέρας τους Καλλίτσας   ήλθε το Καλοκαίρι επίσκεψη στη γενέτειρά της και , μαζί με όλα τα  υπέροχα δώρα,  έφερε κι ένα εικονογραφημένο παραμύθι στα κορίτσια. …

Τους χάρισε τον πρίγκιπα που η κακιά μάγισσα τον μεταμόρφωσε σε βάτραχο και   μία πεντάμορφη κοπέλα τον φίλησε στο στόμα, λύθηκαν τα δεσμά του και  έλαμψε πάλι  η   λαμπρή  του μορφή. Αν και δεν  γνώριζαν ακόμη οι μελετηρές μαθήτριες του Δημοτικού Σχολείου Βαλύρας την Αγγλική γλώσσα, η θεία Χρυσαυγή τις βοήθησε και με ένα μολυβάκι μετέφρασαν όλη την ιστορία αυτολεξί στα Ελληνικά. Τόσο δε πολύ  τις συγκίνησε η μεταμόρφωση του πρίγκιπα, ώστε όταν επέστρεψε  η αείμνηστη Χρυσαυγή στο Detroit των Η.Π.Α., οι  χαριτωμένες αδελφούλες,  με παιδικές ρομαντικές διαθέσεις, σκέφτηκαν να φτιάξουν ένα καλάμι ψαρέματος και να πάνε στο αυλάκι της Μαυροζούμενας, κάτω από την γραφική Αγία Τριάδα της Βαλύρας, να ψαρέψουν τον δικό τους πρίγκιπα.

Ένα πρωινό του Καλοκαιριού, αφού ετοίμασαν στο υφαντό ταγάρι της μητέρας τους τρόφιμα για την εκδρομή της ημέρας, και γέμισαν τα παγουράκια  τους με δροσερό νερό,  με το καλάμι στον ώμο τράβηξαν χαρούμενες προς τις μαγευτικές όχθες της Μαυροζούμενας. Κάθισαν στο πέτρινο γεφυράκι στο αυλάκι και,  καθώς τα πόδια τους αιωρούνταν επάνω από το τρεχούμενο νερό, βύθισαν το καλάμι τους για να πάει να φάει ο πρίγκιπας της Βαλύρας μία καλοτηγανισμένη σαρδέλα, με μπόλικη λαδορίγανη, όπως τις έφτιαχνε η  αρχόντισσα της Βαλύρας, η κυρά Καλλίτσα. Αφού η μία ακούμπησε στον ώμο της άλλης για να έχουν  στήριξη στο έργο της υπομονής και επιμονής που  αποφάσισαν με τόλμη να   φέρουν σε πέρας, τέθηκε η ερώτηση μεταξύ τους ποια θα φιλήσει πρώτη τον βάτραχο στο στόμα ....για τη μεγάλη του μεταμόρφωση!

Η Τούλα , που ήταν «μη μου άπτου», είχε μεγάλο δισταγμό. Δεν  παραδεχόταν δημοσίως ότι σιχαινόταν τη γλοιώδη ουσία επάνω στο σώμα του βατράχου, αλλά επέμενε ότι δεν είχε σκεφτεί ακόμη αν θα έπρεπε να παντρευτεί κάποιον, χωρίς   να το γνωρίζουν πρώτα οι γονείς τους!

-Εντάξει,  αποκρίθηκε ψύχραιμα η Γωγούλα, να τον πιάσουμε μόνο με το καλάμι, και  να τον κλείσουμε μέσα στο καλάθι . Να του φτιάξουμε μία λιμνούλα στην αυλή, να παίζουμε μαζί του….   Δεν θα τον φιλήσουμε ακόμη, γιατί αν μεταμορφωθεί σε πρίγκιπα θα μάς μαλώσει ο μπαμπάς , επειδή  λέει ότι μερικές φορές  κάνουμε κάποια πράγματα απερίσκεπτα. Κι αφού  περίμεναν ιδρωμένες  για τρεις ολόκληρες ώρες να τις πλησιάσει ο   βάτραχος του μυθικού τους λογισμού, ένα χέλι τσίμπησε το δόλωμα και άρχισε με δύναμη να τραβάει το καλάμι , που κρατούσε γερά η προσεκτική Τούλα,  προς τα κάτω.

-Φίδι! Φίδι! Αναφώνησαν έντρομες και θολωμένες, η κακιά μάγισσα είναι και θέλει να μάς πνίξει που θα της πάρουμε τον πρίγκιπα!  Πέταξαν το καλάμι στο νερό φοβισμένες, άρπαξαν το ταγάρι τους αμέσως και έφυγαν  τρέχοντας.

Όταν διηγήθηκαν την ιστορία στον αδελφό τους Δημήτρη, τις άκουσε με προσοχή και κρυφογέλασε. Προς έκπληξή τους, το επόμενο πρωί που κατέβηκαν στην αυλή, βρήκαν μέσα στην παλιά σκάφη  έναν καλοθρεμμένο βάτραχο να τις κοιτάζει περίεργα, καθώς έπλεε στο καθαρό νερό, επάνω σε   τρυφερά αμπελόφυλλα.

-Ο πρίγκιπας! Αναφώνησε η Τούλα.

-Ξέφυγε από την κακιά μάγισσα και ήλθε να μάς βρει! Αναπήδησε χαρούμενη η Γωγούλα.

-Να τον πιάσουμε λιγάκι ψιθύρισε η Τούλα,  όμως  καθώς πλησίασε με λυγισμένα τα πόδια και άπλωσε δειλά το δεξί χέρι της, εκείνος πετάχτηκε με ορμή και κρύφτηκε στου γουρουνιού τις λάσπες.

-Βοήθεια, βοήθεια! Άρχισαν να  τσιρίζουν και οι δυο μαζί. Καθώς κατέβηκε από τις πίσω σκάλες στην αυλή ο Δημητράκης αλαφιασμένος, τις μάλωσε που ξεσήκωσαν τον κόσμο. Άρπαξε τον βάτραχο με ένα πήδημα και τον   έριξε μέσα στη μακρόστενη σκάφη.

 Δημήτρη είσαι ήρωας!  έσωσες τον πρίγκιπα,  ξεφώνισαν  εντυπωσιασμένες και τον αγκάλιασαν.

-Αυτός δεν είναι  πρίγκιπας χαζές, διαμαρτυρήθηκε ο Δημήτρης. Είναι ο φίλος μου ο Τάκης που ήλθε να μείνει για λίγο καιρό μαζί μας! Κράτησαν τον Τάκη για περίπου μία εβδομάδα στην αυλή, μέχρι που σταμάτησε να τρώει. Πριν  τον εγκαταλείψει  η τελευταία του  πνοή  , τον επέστρεψαν κοντά  στους φίλους του, στην αντίπερα όχθη από το αυλάκι της Μαυροζούμενας.

Μετά από  αρκετά  χρόνια, στα πρώτα χρόνια της εφηβείας τους, επισκέφθηκε , για λόγους εργασίας, ένας νεαρός κτίστης  το αρχοντικό   της κυρά  Καλλίτσας,  με καταγωγή από τη  Λάμπαινα. Τον έλεγαν Τάκη και έμοιαζε με πρίγκιπα! Ήταν η πρώτη φορά που τα κορίτσια συναισθηματικά μπερδεύτηκαν, γιατί πολύ   ερωτεύθηκαν.  Έπαιρναν συχνά, την ώρα του δειλινού, τον δρόμο προς το αυλάκι και συζητούσαν ατέλειωτα, πλάθοντας απίστευτα σενάρια του ειδυλλίου της μίας ή της άλλης εναλλάξ, με τον πρίγκιπα της Λάμπαινας.


                                                     Το φλέρτ του Eugen von Blaas.

-Να ράψουμε ωραία φορέματα και να πάμε στην εορτή του Αγίου Βλασίου στη Λάμπαινα με   στολισμένο  κάρο,  πρότεινε η Γωγούλα.

-Κι αν εκείνος δεν είναι εκεί; Αναρωτιόταν η Τούλα.

-Γιατί; Δεν αγαπά τον Θεό; Ρωτούσε  η Γωγούλα.

-Αν δεν αγαπά τον Θεό ούτε κι εμάς θα μάς αγαπήσει αληθινά , συμπέρανε η Τούλα.

Τότε αποφάσισαν, την επόμενη φορά που θα έλθει ο Τάκης  για μερεμέτια στο σπίτι,   να τον ρωτήσει με τρόπο,  ο πανέξυπνος Δημητράκης,  αν αγαπά αληθινά τον Θεό.

Δόθηκε η ευκαιρία να τον συναντήσει ο Δημήτρης , μαζί με τον πατέρα του, στις ιπποδρομίες στη Λάμπαινα,  που γίνονται κάθε χρόνο του Αγίου Γεωργίου,  και έλαβε τρανή απάντηση.

- Ο   νικητής   περιχαρής, που το άλογό   του ήταν ανάμεσα  στα πρώτα, χαμογέλασε πλατιά, τον αγκάλιασε, τον ανέβασε επάνω  στη φοράδα του και είπε:

- Πολύ  αγαπώ τον Θεό και προσκυνώ τον Άγιο Γεώργιο Δημητράκη μου. Σήμερα   έφερε η φοραδίτσα μου μεγάλη νίκη!

Η καρδιά των κοριτσιών μόνο που δεν  έσπασε από την πολλή  χαρά, όταν ο Δημήτρης  τους μετέφερε μυστικά  τα νέα.  Αμέσως άρχισαν να  σχεδιάζουν, όποια τον παντρευτεί να τάξει το παιδί της στον Άγιο Γεώργιο. Άρπαξαν τα κεντήματά τους, μοίρασαν τα σχέδια και τις κλωστές μεταξύ τους, και συνέχισαν  να ετοιμάζουν την προίκα τους, που την είχαν ξεκινήσει από τα επτά τους χρόνια.

Κάποια όμως στιγμή, μία κακιά σκέψη σαν αστραπή διαπέρασε τον νου  τους, και επικάθησε επάνω στις  σφιχτοδεμένες κοτσίδες τους.

-Αν εσύ Τούλα παντρευτείς τον πρίγκηπα της Λάμπαινας, εγώ θα είμαι πολύ δυστυχισμένη, διαμαρτυρήθηκε η Γωγούλα. Γιατί θα χωριστούμε και θα μου λείπει η αδελφή μου. Κι αν άλλον καλό άνδρα βρω και παντρευτώ, πάλι δυστυχισμένη θα είμαι  μακριά σου, γιατί θα είναι σαν να πίνω δηλητήριο σε χρυσό ποτήρι!

-Μη στεναχωριέσαι, την παρηγορούσε η Τούλα. Θα βρούμε κι άλλον πρίγκιπα που να μένει στην Λάμπαινα!


                                                   Έργο του Antonio Ermolao Paoletti

 Έσβησε το  παραμύθι του πρίγκιπα και στέρεψε το νερό στο αυλάκι,  όταν ήλθε η οικογενειακή πρόσκληση  για  την Αμερική.  Οι δύο  αδελφές, η Καλλίτσα με τη  Χρυσαυγή και η Τούλα με τη Γωγούλα , η μία κοντά στην άλλη, στην ίδια πόλη της νέας τους πατρίδας , επέλεξαν να ζήσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Τα κορίτσια καλοπαντρεύτηκαν και έκαναν ευτυχισμένες οικογένειες, αλλά κάπου- κάπου, καθώς ο χρόνος κρύβει τον ήλιο στα χιονισμένα τους μαλλιά,  θυμούνται το γεφυράκι στο αυλάκι της Αγίας Τριάδος, και με συγκίνηση πιάνουν την ψυχή τους τα κλάματα, αναζητώντας, των παιδικών τους χρόνων, της Λάμπαινας τον πρίγκιπα!



Ο Θεός μεθ΄ ημών,

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

5-6-2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου