Τα κορίτσια της Βαλύρας, οι μητέρες μας που σχεδόν κλείνουν έναν αιώνα, κάποτε ήταν μικρές Κοκωνίτσες, έτσι τις αποκαλούσαν οι αείμνηστες γιαγιάδες μας, γιατί οι θυγατέρες τους, περισσότερο από το νοικοκυριό στο σπίτι, αγάπησαν τα γράμματα , τις τέχνες και τις επιχειρήσεις. Θέλοντας να ξεφύγουν από τον πατρικό έλεγχο, αγωνίστηκαν να τα καταφέρουν καλύτερα από άνδρες στη ζωή! Παράδοξο δεν είναι ενώ ήταν τόσο εργατικές να τις αποκαλούν οι μανάδες τους και το χωριό ολόκληρο Κοκώνες; Είχαν όμως και το δίκιο τους, γιατί τα κορίτσια ήθελαν να εξευρωπαϊστούν , να μην τις υποτιμούν ως χωριάτισσες, γι΄ αυτό αφαίρεσαν σταθερά το τσεμπέρι από τη νεανική τους κεφαλή, αναδεικνύοντας εντυπωσιακές κομμώσεις, ύψωσαν τις φούστες μέχρι το γόνατο, αντικατέστησαν τις καμηλό κουβέρτες με μεταξωτά παπλώματα, και λησμόνησαν τον ξυλόφουρνο στην αυλή , σταδιακά μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, το έτος 1947. Τι κι αν δεν επαρκούσε η ξυλόσομπα στο σπίτι για μαγείρεμα και το άναμμά της το Καλοκαίρι ήταν αποτρεπτικό, εκείνες έβρισκαν πάντα λύση που να συνάδει με τις προτιμήσεις τους, μέχρι που έφθασε, προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, στη Βαλύρα ο ηλεκτρισμός και τις αποπροσανατόλισε αμετακλήτως.
Έπαιρναν τα ταψιά παραμάσχαλα, σκεπασμένα επιμελώς με πετσέτες, δυο-δυο στις πάνω και κάτω ρούγες της Βαλύρας, και έναντι 2 δραχμών και μισής μερίδας φαγητού, άφηναν τους αρτοποιούς του χωριού -στους παραδοσιακούς φούρνους στη παλιά τότε χωμάτινη πλατεία της Βαλύρας- να αναλάβουν το ψήσιμο του φαγητού της οικογενείας τους.
Η άσπρη πούδρα προσώπου πήγαινε και ερχόταν, όλες ήθελαν ο ήλιος να μην τις δει, φεγγαροπρόσωπες να θέλγουν τα αρσενικά και σαν πριγκίπισσες να περπατούν με τα μακριά τους ξυλοπόδαρα στις γιορτές, έτσι φάνταζαν με πέντε πόντους λεπτό τακούνι στις γόβες τους. Θυμάμαι το 1960 τα γυναικεία καλλυντικά τα προωθούσε ο αείμνηστος Λύσανδρος Λάγιος στη Βαλύρα, καθώς και άλλα είδη μακιγιάζ. Μετά από κάθε λούσιμο, οι Κοκωνίτσες τύλιγαν κρυφά τα μαλλιά τους με πλαστικά ρολά, φρόντιζαν τα νύχια και τα φρύδια τους επιμελώς, και μασούσαν μαστίχα Χίου, καραμέλες Τσάρλεστον, ή φρέσκο δυόσμο για δροσερή αναπνοή. Ξεπέρασαν και τις Αθηναίες στην « πρόοδο», στο "Μικρό Παρίσι" της Μεσσηνίας, αλλά και στην Αθήνα, όσες εγκαταστάθηκαν μονίμως, εργάστηκαν σε καίριες θέσεις, οι περισσότερες καλοπαντρεύτηκαν και πρωτοστάτησαν σε μία "σύγχρονη" εποχή.
Καθώς τους περίσσευε λίγο περισσότερος χρόνος, συγκριτικά με τις αγρότισσες γιαγιάδες μας που άφησαν τη ζωή τους στα χωράφια, στη σκάφη και στον αργαλειό, οι αβροδίαιτες ασχολούνταν με το κέντημα, το πλέξιμο και την καλλιέργεια σπάνιων λουλουδιών, που τύχαινε να εντοπίσουν σε ανθοπωλεία εκείνης της εποχής, στις εκδρομές τους, καθώς και στις λαϊκές αγορές στις πόλεις. Δεν παρέλειπαν να ανανεώνουν την γκαρνταρόμπα τους με λίγα, αλλά καινούρια ρούχα ανά εποχή. Με τις οικονομίες τους έραβαν διαλεκτά φορέματα, και μοντέρνα σύνολα, αντιγράφοντας τα περιοδικά του καιρού τους, πάντα σε συνεργασία με τη μοδίστρα της εμπιστοσύνης τους, την οποία εξοφλούσαν με ισόποσες, πέντε το πολύ δόσεις.
Με αυτόν τον τρόπο δίδαξαν και εμάς τις νεότερες να φροντίζουμε τον εαυτόν μας, για να μην πω ότι ουδέποτε μάς προσανατόλισαν προς τον φούρνο της αυλής, ακόμη κι όταν ενηλικιωθήκαμε. Με το βιβλίο στο χέρι μάς μεγάλωσαν και με μικρές δόσεις φαγητού μάς έτρεφαν, για να μην πάρουμε επιπλέον βάρος. Οι αείμνηστες γιαγιάδες μας, τραβούσαν τα μαλλιά τους από την απόγνωση και μονολογούσαν ότι ο κόσμος σκάρτεψε!
Μου έλεγε μία φίλη μου το εξής:
« Σε ηλικία 9 ετών, με άφησαν οι γονείς μου να μείνω στο σπίτι της γιαγιάς μου, γιατί θα απουσίαζαν στην πόλη, λόγω σοβαρής ασθενείας του πατέρα μου. Δεν πίστευαν στα μάτια τους με το θέαμα που αντίκρυσαν όταν επέστρεψαν. Η γιαγιά μού αγόρασε παιδικές μαντίλες και δύο μακριές φούστες, μέχρι τον αστράγαλο, επίσης ξεκόλλησε τις μαργαρίτες που στόλιζαν τα άσπρα μου παπούτσια, γιατί έλεγε ότι δεν ήταν για «σοβαρά κορίτσια» και δεν ταίριαζαν καθόλου με τις φούστες μου. Μου έραψε στο φανελάκι φυλακτό με κεντημένο επάνω σταυρό και με έμαθε να λέω αυτολεξεί το Πιστεύω, πριν κοιμηθώ, δέκα επαναλήψεις κάθε βράδυ, υπέρ υγείας του πατέρα μου .
Φωτό: Βασίλης Γκέκας, Ελληνοαυστραλός φωτογράφος
Ανάβαμε το καντηλάκι εμπρός στην εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας και ζυμώναμε πρόσφορο, το οποίο προσκομίζαμε στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου.Ο μακαριστός πατήρ Δημήτρης Ξυδόπουλος μάς εξομολογούσε και κοινωνούσαμε ανελλιπώς κάθε Κυριακή. Να μείνεις μαζί μου παιδάκι μου επαναλάμβανε η γιαγούλα μου. Και η μητέρα σου πολύ καλή ήταν μικρή, αλλά με τη μόδα της εποχής, της πήραν δυστυχώς αέρα τα μυαλά!»
Έργο ζωγραφικής: Baccio Maria Bacci
Όσο κι αν αγαπήσαμε και ταυτιστήκαμε με τις Κοκωνίτσες μητέρες μας, η σφραγίδα των γιαγιάδων μας δεν ξεθώριασε στο πέρασμα του χρόνου. Ανακαλύπτουμε από την αρχή τον ξυλόφουρνο, την υπέροχη υφαντική τέχνη και τη γεωργία , πατώντας γερά επάνω στα αχνάρια τους…. μόνο που στέρεψαν, συν τω χρόνω, τα πηγάδια με το αγιασμένο νερό στο χωριό μας, και το λαγήνι των μανάδων μας παραμένει ανθοστόλιστο, δίπλα στου τζακιού τη γωνιά.
Ο Παντοδύναμος Θεός να αναπαύει τις μητέρες όσων έχουν εκδημήσει στον Παράδεισο, στον δρόμο του Χριστού που χάραξαν οι ευλογημένες γιαγιάδες μας.
Ο Θεός μεθ΄ημών,
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
29-6-2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου