Μπορεί στην αρχαιότητα η θεά Άρτεμις να έδιωχνε μακριά τις νεράιδες από τα μικρά παιδιά, και να τα θεράπευε κρατώντας ένα ξύλο από κουμαριά, αλλά κι εμείς , ως πολλά υποσχόμενοι έφηβοι και επιμελείς μαθητές του Γυμνασίου Μελιγαλά, κατά τη δεκαετία του 1970, μία φορά τον χρόνο επισκεπτόμασταν τις ώριμες κουμαριές στις κοντινές περιοχές, και πολλά αναλογιζόμασταν , βαθιά σκεπτόμενοι και εμπειριζόμενοι με τα αθέατα μυστήρια τις ζωής, και τις πλούσιες δωρεές του Θεού.
Ξεκινούσαμε με μία βαθιά αίσθηση ανακούφισης, από το προαύλιο του σχολείου, την πεζοπορία μας, ημέρα ηλιόλουστη αλλά με κρύο τσουχτερό , τυλιγμένα τα κορίτσια με επανοφόρι, κασκόλ και μάλλινα γάντια, τα δε αγόρια είχαν μεγάλη χαρά, σωματική αντοχή , θέρμη, και απολάμβαναν απερίγραπτα τη δραπέτευση από τις σχολικές υποχρεώσεις της ημέρας, και το ξεμπρόστιασμα εμπρός στον μαυροπίνακα.
Φωτό: κα Μαρία ΝτούρουΑκολουθούσαν οι μαθητές πίσω από τις μαθήτριες, κρατώντας τα προσχήματα της πειθαρχίας ενώπιον των καθηγητών μας, αλλά συχνά συμπεριφέρονταν σαν γιουρούκι προς γιδοβοσκήν, με τη φωνή κουδουνίστρα εμπρός τους. Εμείς οι κρυφογελασιάρες, τους ρίχναμε μία απαξιωτική ματιά, γιατί κανένας δεν πληρούσε τις βασιλικές προδιαγραφές μας, τους σχολιάζαμε κρυφά και γελούσαμε κάτω από τα δόντια μας , οι παμπόνηρες κουτσομπόλες, σιωπηλά και ασταμάτητα. Ο ένας ήταν ο γλιντζιάρης, γιατί του άρεσε το πάχος του χοιρινού κρέατος, του άλλου δεν έκοβε η γκλάβα του, ο τρίτος έκανε συνέχεια γκέλα στο τάβλι, ο τέταρτος φορούσε γιορντάνια κρυφά στον λαιμό , ο πέμπτος ήταν όμορφος αλλά μικροκαμωμένος, και ο έκτος όταν μάς κοιτούσε αλλοιθώριζε! Ο Λόγιος της γενιάς μας, που πληρούσε τις υψηλές προδιαγραφές του μέλλοντος , δεν ενδιαφερόταν για εμάς, αλλά έκανε παρέα μόνο με έναν συμμαθητή μας. Του μιλούσε διαρκώς, του ανέλυε τα πάντα , κι εκείνος ο καημένος, για να μην χάσει την πολύτιμη φιλία του , άντεχε σιωπηλά , κρατώντας στο μαρμαρωμένο χέρι του μία κρύα γκαζόζα , μέσα στο καταχείμωνο.
Χάρμα οφθαλμών ήμασταν κάτω από τις κουμαριές, αφαιρούσαμε κρυφά τις μπλε κορδέλες από τα μαλλιά, και τα τυλίγαμε με γεμενί, με όμορφα σχέδια και χαρούμενα χρώματα. Τότε θυμάμαι μάς είδε και μας μίλησε για πρώτη φορά ο Λόγιος της τάξης μας.
-Φορέστε τις κορδέλες σας, γιατί θα πάρετε αποβολή, είπε και ανατρίχιασε το χνουδωτό μουστάκι του.
-Δεν μάς βλέπουν, ανταποκριθήκαμε χαμογελώντας.
-Οι κεφαλόδεσμοι σας έλειπαν, που δεν γνωρίζετε ποιος είναι ο γελγοπώλης, λάλησε με έπαρση, για να μας αποστομώσει. Γιατί αν κάποια σας γνωρίζει τι θα πει γελγοπώλης ,να μη φορέσει ξανά τη σχολική κορδέλα της, αφού μεγάλωσε και δεν την έχει πλέον ανάγκη, σχολίασε πικρόχολα.
Απογοητευτήκαμε και αφαιρέσαμε τα μαντίλια μας, η μία μετά την άλλη, και βάλαμε τις μπλε κορδέλες ντροπιασμένες, εμπρός στην προτροπή του "καθωσπρέπει" συμμαθητή μας. Βέβαια, τυχερές ήμασταν, γιατί στη συνέχεια κατέφθασε ο κύριος καθηγητής...γλιτώσαμε εμείς την παρατήρηση , αλλά την πλήρωσε σιωπηλά ο Λόγιος, γιατί του καταλόγισε ότι τον πρόσεξε από μακριά και είδε ότι μας πείραζε.... Μεταπείστηκε και τον άφησε ελεύθερο, όταν όλες τον υπερασπιστήκαμε, λέγοντας ότι απλώς συζητούσαμε.
Τραγουδούσαν μαζί μας οι κουμαριές “il etait un petit navire” ...ήταν ένα μικρό καράβι που ήταν αταξίδευτο... και ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο, που ήταν αταξίδευτος ...οέ οέ οέ οέ. Σήμερα η παραλλαγή των μικρών “ζουζουνιών” , που επίσης το τραγουδούν στον ίδιο, παλιό ρυθμό, είναι “και ο κλήρος πέφτει στα αγόρια που ήταν σαν σκυλόψαρα, και ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια που ήταν σαν σκουπόξυλα”.
Φωτό: κα Μαρία Ντούρου στο fb.
Αισθανόμασταν δέος για εκείνο που αναμένεται να έλθει...την ενηλικίωση και τις απαιτήσεις της ζωής... φάνταζαν όλα terra incognita, άγνωστο πεδίο στην τρυφερή μας σκέψη και εφηβική ψυχή. Μετά το 1978, κυκλοφόρησε το τραγούδι του Παύλου Σιδηρόπουλου, σε σύνθεση Μίκη Θεοδωράκη, με τίτλο “Κάποτε θάρθουν να σου πουν”.
Κάποτε θάρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν σ΄αγαπούν
και πως σε θένε.
Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί
ψέματα λένε...
Yπερασπίσου το παιδί,
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα.
Eίχαμε ήδη ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές μας και αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο Μελιγαλά, το σωτήριον έτος 1976. Ακούγαμε τούτο το τραγούδι με συγκίνηση, και αναλογιζόμασταν πόσο βαθύ ήταν το τραύμα των εφηβικών μας χρόνων!
Δυο μέτρα ψηλή ήταν η αγαπημένη μας κουμαριά, στον πετρώδη λοφίσκο, που είχαμε διαλέξει κάθε χρόνο να καθόμαστε κάτω στις ρίζες της με τις συμμαθήτριές μου. Κι όπως ο Πλίνιος o πρεσβύτερος ονόμασε “unedo” το κούμαρο, που σημαίνει λατινικά “τρώω μόνο ένα”, έτσι κι εμείς ψάχναμε επιμελώς για το ένα και το μοναδικό, το κατακόκκινο και μαλακό, και όταν το εντοπίζαμε με χαρά, το τρώγαμε κατευθείαν από το δένδρο, προτού διαλυθεί στα χέρια μας. Πιο απομακρυσμένα από το σημείο της εκδρομής, οι μελισσοκόμοι είχαν τοποθετήσει τις κυψέλες με τα μελίσσια τους. Πικρό μέλι δίνει η κουμαριά, τα άνθη της προβάλλουν δύο φορές τον χρόνο, τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο, και οι μελισσοκόμοι αφήνουν αυτό το μέλι στην κυψέλη, για να διατρέφονται οι εργάτριες μέλισσες κατά τη χειμερινή περίοδο (1).
Ορισμένοι συμμαθητές μας δεν συγκρατούσαν την όρεξή τους , όταν έβρισκαν ώριμα κούμαρα έτρωγαν αρκετά , με αποτέλεσμα να βαρύνει το στομάχι τους, οπότε η επιστροφή στη σχολική βάση μας δεν ήταν η πλέον ευχάριστη. Όταν διαμαρτυρήθηκαν οι ατυχείς για τον πόνο στην κοιλιά τους μια χρονιά, ο Λόγιος τους εξήγησε:
-Βάσει του Ιπποκράτη , του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη, έπρεπε να συλλέξετε κούμαρα για να τα πάτε στους παππούδες σας, που χρειάζονται αντιπηκτικά φάρμακα, και όχι να τα καταναλώσετε εσείς!
Εμείς τα κορίτσια τους παρηγορήσαμε λέγοντας:
-Δεν θα το ξαναπάθετε σύντομα, γιατί μετά από έναν χρόνο, που ανθοφορεί η κουμαριά, βγάζει νέα κούμαρα!
Ο Λόγιος μάς θεώρησε τουλάχιστον αντιληπτικά απαράδεκτες, έλεγξε προς στιγμήν τον θυμό του, τρίβοντας το γαντζάκι με τα κλειδιά του σε κατάσταση ψυχικού αναβρασμού, και ύστερα σχολίασε χαμηλόφωνα και σοβαρά:
-Γαληνά-γαληνά, ήρεμα και σεμνά, μην εξάπτετε εντός σας την γαλή (γάτα), ενώπιον γαμβρών και γαμβροθήρων!
Όταν μάθαμε ότι ο γελγοπώλης ήταν ο πωλητής σκόρδων, ξηλώσαμε από την σχολική ποδιά τον λευκό γιακά, αλλά πάλι επιστρέψαμε στην τάξη και πειθαρχία, γιατί το λεξικό της Ελληνικής γλώσσης είναι πολύ βαρύ, και αδυνατούσαμε συνειδητά πλέον να “επολολύζουμε”, όπως έλεγε ο αλησμόνητος Λόγιος, κοινώς να αλαλάζουμε εκ χαράς.
Κάποια χρονιά, νομίζω ότι συνάντησε το βλέμμα μου τον Λόγιο από μακριά, με χιονισμένα μαλλιά, πάνω από το γείσο του νου του, ενδεδυμένο με την σε νέα έκδοση σχολική γκαμπαρντίνα, μέσα στους δρόμους της ξελογιάστρας και πολυπαθούς Αθήνας...
Καλή Χειμερινή εξόρμηση!
Θερμές ευχαριστίες στην κα Μαρία Ντούρου, για το πλούσιο φωτογραφικό υλικό, που ανήρτησε στη σελίδα της στο fb.
Βιβλιογραφία
1.horomidis.gr (2018).Koymaria-kai- thetapeytikes-tis-idiotites.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
28/11/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου