Το καράβι είχε μόλις δέσει στη Δάφνη. Ο αέρας μύριζε χειμώνα και λιβάνι μαζί. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων, και ο Νικόλας, νέος ακόμη, με ανήσυχη καρδιά, ανέβαινε το μονοπάτι προς το κελί του γέροντα Ιωάσαφ. Δεν είχε ξανάρθει στο Άγιο Όρος τέτοια εποχή. Το κρύο έμπαινε βαθιά, όπως και οι σκέψεις του.
Είχε ζητήσει να εξομολογηθεί. Ήθελε να κοινωνήσει τα Χριστούγεννα. Μα όσο πλησίαζε, τόσο ένιωθε πως δεν ήξερε ακριβώς τι ζητούσε. Άφεση ή επιβεβαίωση; Φως ή παρηγοριά;
Ο γέροντας τον υποδέχθηκε αθόρυβα. Ένα κερί έκαιγε στο μικρό παρεκκλήσι. Δεν τον ρώτησε πολλά. Μόνο τον άκουγε.
Ο Νικόλας άρχισε να μιλά. Για τις σκέψεις που τον τραβούσαν πότε προς το καλό και πότε προς την ταραχή. Για τον ζήλο του, που άλλοτε τον ανέβαζε κι άλλοτε τον έκανε σκληρό με τον εαυτό του και με τους άλλους. Για τις «καλές πράξεις» που τον άφηναν άδειο. Για τις προσευχές που έμοιαζαν άλλοτε ζωντανές κι άλλοτε σαν θέατρο.