
Φωτό: Orthodoxia News Agency
Ὄχι ἕνα ἀλλὰ δύο θαύματα πίστεως μᾶς παρουσιάζει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς Ζ’ Λουκᾶ (η’ 41-56). Δυὸ πονεμένες ὑπάρξεις, ἕνας πατέρας, ποὺ ἔπασχε γιὰ τὸ παιδί του, ποὺ πέθαινε, καὶ μιὰ γυναῖκα, ποὺ ἔπασχε ἡ ἴδια ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια, ζητοῦν καὶ προσδοκοῦν νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν Κύριο παρηγορία καὶ ἀνάπαυση στὴν θλίψη των.
Καὶ οἱ δύο ἔχουν «ἀπαγορευτικό» ἀπὸ τὸν νόμο νὰ πλησιάσουν τὸν Κύριο: ὁ ἕνας, διότι ὡς ἀρχισυνάγωγος θά «μολυνόταν» ἀπὸ τὸ κήρυγμά Του, καὶ ἡ ἄλλη, διότι, ὡς αἱμορροοῦσα, ἦταν, σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἀκάθαρτη καὶ μολυσμένη.
Καὶ οἱ δύο, ὅμως, ἔχουν τὸν κοινὸ πόθο νὰ εὕρουν τὴν θεραπεία των, ποὺ τοὺς κάνει νὰ λησμονοῦν πρὸς στιγμήν «τὰ πρέπει» καὶ νὰ τολμοῦν, ἀψηφῶντας τόν «φόβο τῶν Ἰουδαίων». Ταπεινώνονται γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ὑψωθοῦν γιὰ τὸν Κύριο. Ὁ Ἰάειρος, -αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχισυναγώγου-, «πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῶ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν (ἦταν ἑτοιμοθάνατη)» (Λουκ., η’ 42). Ἡ αἱμοῤῥοοῦσα, ἀπὸ τὴν ἄλλη, «οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι» (ὅ. π., 43).