Ο Δημητράκης στο Μπιζάνι, στη Βαλύρα του 1950, όταν ήταν στα έξι του χρόνια, δεν μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνει “τον έπιασαν στα πράσα”.
Εν τω μεταξύ, στους μεγάλους κήπους των σπιτιών, μαζί με τα κρεμμύδια, σκόρδα, καρότα, γογγύλια , παντζάρια και πατάτες, είχαν και μερικές βραγιές με μπόλικα πράσα οι μανάδες μας, γιατί είναι πολύ νόστιμα τόσο μέσα στις σπιτικές πίτες και στις σούπες, όσο και με πολλούς συνδυασμούς σε διάφορες σάλτσες και με ρύζι. Κάθε φορά που άκουγε ο Δημητράκης ότι “τον έπιασαν στα πράσα”, έτρεχε στον κήπο, στις βραγιές με τα πράσα της μάνας του, για να δει ποιόν έπιασαν.
Μια φορά, εντελώς τυχαία, είδε δύο κότες που σκάλιζαν το χώμα, και συμπέρανε:
-Έπιασαν τις κότες στα πράσα.
Μία άλλη φορά, είδε έναν σκύλο που έσκαβε για να κρύψει ένα κόκαλο και γελώντας είπε:
-Έπιασαν τον σκύλο στα πράσα.
Κάποια μέρα ο πατέρας του φίλησε τη μάνα του, καθώς εκείνη σκάλιζε τα πράσα και όταν τους είδε ο Δημητράκης, βροντοφώναξε με πολλή σιγουριά:
-Σας έπιασαν στα πράσα!
Εκείνοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, για την ευφυή παρατήρηση και την αίσθηση του χιούμορ του γιου τους.
Ελάτε όμως που τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι, γιατί αυτό που είχε καταλάβει ο Δημητράκης ήταν ότι “τους έπιασαν στα πράσα” σήμαινε τους “είδαν στις βραγιές με τα πράσα και μόνο στα πράσα”!
Στο σχολείο, την ώρα του διαλείμματος, άκουσε τα μεγάλα παιδιά της Έκτης Δημοτικού που έλεγαν:
Ο κύριος, την ώρα του διαγωνίσματος , έπιασε στα πράσα τον Γιώργη και τον Κώστα και τους τιμώρησε που αντέγραφαν.
Τότε άρχισε να αναρωτιέται ο Δημητράκης, αφού κάθονταν στα θρανία και τους ανακάλυψε ο κύριος, πώς λένε οι άλλοι ότι τους έπιασε στα πράσα;
Τους θεώρησε ψεύτες, γι΄ αυτό πήγε κοντά τους και τους είπε ανακριτικά:
-Λέτε ψέματα. Ο κύριος τους έπιασε όταν κάθονταν στο θρανίο και όχι όταν ήταν στα πράσα!
Εκείνοι έβαλαν τα γέλια.
-Ένας μεγαλύτερος μαθητής , ο Θανάσης , τον χάιδεψε και του είπε:
-Σωστά λένε Δημητράκη, τους έπιασε στα πράσα ο κύριος, όταν κάθονταν στο θρανίο!
Ο καημένος, πίστεψε δίχως άλλο τον Θανάση, που ήταν καλός μαθητής και έντιμο παιδί, και σκέφτηκε το ακόλουθο, προκειμένου να εκλογικεύσει τι συνέβη, γι΄ αυτό είπε στους γονείς του το μεσημέρι, μετά το σχολείο:
-Ο Γιώργης και ο Κώστας είχαν κόψει κάτι πράσα και τα είχαν δίπλα στο κάθισμά τους στη τάξη για να τα φάνε με ψωμί στο διάλειμμα, και είχαν κρύψει κάτω από τα πράσα τα χαρτάκια και αντέγραφαν. Τότε τους είδε ο κύριος και τους έπιασε στα πράσα.
-Χα!χα! χα! Γέλασαν εκείνοι και θεώρησαν πολύ χαριτωμένη την εξήγηση του παιδιού.
Όμως, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Δημητράκης βρέθηκε σε αδιέξοδο, όταν άκουσε ότι ο άνδρας της θείας Νανώς, ο Γιάννης, δεν έπρεπε να τρώει γλυκά και η θεία Νανώ τον έπιασε στα πράσα, όταν άνοιγε το σερβάν στο σαλόνι.
Πολύ μπερδεύτηκε ο Δημητράκης και ρώτησε τους γονείς του νευριασμένος:
-Γιατί η θεία Νανώ φυλάει τα πράσα στο σερβάν; αυτά μυρίζουν σαν κρεμμύδια. Δεν της λερώνουν το σαλόνι;
-Κι εσύ πού το ξέρεις; τον ρώτησε η μητέρα του.
-Την άκουσα που έλεγε στη θεία Θοδώρα ότι “έπιασα τον Γιάννη στα πράσα, την ώρα που άνοιγε το σερβάν για να φάει γλυκό περγαμόντο”.
Τότε κατάλαβαν οι γονείς ότι το παιδί δεν κατανοεί τι σημαίνει ακριβώς η παροιμιώδης φράση , και για να μη τον μπερδέψουν περισσότερο, το ανέφεραν στον Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου της Βαλύρας. Η δασκάλα του Δημητράκη, τους ρώτησε στην τάξη αν κάποιος γνωρίζει, από τα “πρωτάκια”, τι σημαίνει τον “έπιασαν στα πράσα” αλλά εκείνα τα καημένα από την αμηχανία έξυσαν τα κεφάλια τους.
Τότε τους διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:
“Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, ένας κλέφτης, ο Θόδωρος Καρράς, έφτιαξε μία συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τους κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη, στην Κολοκυνθού των Αθηνών, κατοικούσε ο παπά-Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι. Αν και ήταν μεγάλος στην ηλικία, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε από τον ύπνο του. Του φάνηκε πως άκουσε στο περιβόλι κάποια σκιά, που κινιόταν ύποπτα μέσα στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα εκεί και με ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο- ποιόν άλλον;- τον περίφημο κλέφτη Καρρά, που τον παρέδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί. Έτσι οι παλιοί, όσο και οι σημερινοί Αθηναίοι, όταν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, λένε συνήθως ότι “τον έπιασαν στα πράσα”.
-Καταλάβατε παιδιά; ρώτησε η δασκάλα.
-Μάλιστα κυρία, απάντησαν ομόφωνα εκείνα.
-Για να μας πεις εσύ Δημητράκη, τι κατάλαβες; ρώτησε η δασκάλα.
-Κυρία κατάλαβα, απάντησε ο Δημητράκης, ότι οι άλλοι πιάνουν τους κακούς όπου και αν είναι, κι ας λένε ότι τους έπιασαν στα πράσα, γιατί μόνο ο παπά-Μελέτης τους έπιασε αληθινά στο περιβόλι με τα πράσα!
-Αυτά έπαθε ο Δημητράκης , είπε ένας Βαλυραίος δάσκαλος το έτος 1997, γι΄ αυτό κρατώ στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη, “Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις” και τους διαβάζω ιστορίες κάπου κάπου.
Για να μη μας πιάνουν αδιάβαστους στα πράσα....καλό είναι να καλλιεργούμε θεάρεστα τα όντως πράσα , να φωτίζεται ο νους και να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα με θεία διάκριση, ακριβώς όπως είναι.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
6/5/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου