Λίγα χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821, όταν ο αγράμματος υπόδουλος λαός έλεγε την κουκουβάγια χουχουβάγια, τον κούκο κούκους, το μοσχαράκι μουσκαράκι, το ζωϋφιο ζούδιο, τον βρικόλακα βρουκόλακα, το ζυμάρι τζουμάρι, και το ελαιοτριβείο λιτρουβειό, κατά τον Νικόλαο Πολίτη, λειτουργούσε ένα ελαιοτριβείο πίσω από το αρχοντικό του Δημήτρη Λινάρδου, του παππού του σημερινού Δημήτρη Φεφόπουλου, και την πέτρινη οικία του Γιάννη Λινάρδου, όπως ανεβαίνουμε από τον Άγιο Αθανάσιο προς το Μπιζάνι στη Βαλύρα.
Ο Καραϊσκος με τη γυναίκα του, την κυρά Αγγελική, κατά τη δεκαετία του 1890, έμεναν απέναντι από τον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου , δίπλα από το σπίτι του αείμνηστου Λύσανδρου Λάγιου. Ο Θεός δεν αδίκησε τον Καραϊσκο, αφού τη γυναίκα που αγάπησε πολύ, την όμορφη Αγγελικούλα του, μπόρεσε να την παντρευτεί και να ζήσει ευτυχισμένος μαζί της.... μόνο με μία εξαίρεση! Αυτή η εξαίρεση αφορούσε την αχαριστία του προς τον Θεό και την έλλειψη βαθιάς πίστης. Ένα τρομακτικό γεγονός συνέβη στον όχι και τόσο πιστό στον Θεό Καραϊσκο, το οποίο του τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της λήθης, και ουδέποτε το ξέχασε η Βαλύρα έκτοτε, αφού οι παππούδες μας το πέρασαν παραστατικά, σαν μύθο, από γενιά σε γενιά.
Ο Καραϊσκος είχε πίσω από την αγροτική οικία του ένα μικρό μαντρί με έως δέκα ζώα, ένα τραγί, τρεις γίδες και έξι κατσικάκια. Έβγαζε τα ζωντανά για βοσκή καθημερινά κατά τις πρωινές ώρες και γυρνούσε όταν κατέβαινε ο ήλιος στο βουνό, αργά στο σπιτικό του. Τον περίμενε κεντώντας, πλέκοντας ή γνέθοντας η καλή γυναίκα του, καθισμένη τα καλοκαίρια σε μία ψάθινη καρέκλα, εμπρός στη βαριά ξύλινη εξώπορτα, πάνω στο ασπρισμένο και στολισμένο με βασιλικά πλατύσκαλο του μικρού αρχοντικού τους. Μια μέρα , κατά τη δεκαετία του 1890, πήγε τα ζωντανά για βοσκή στο μισογκρεμισμένο ελαιοτριβείο του 1800, το αποκαλούμενο κατά την εποχή του Καραϊσκου, “στοιχειωμένο λιτρουβειό του Μπιζανίου”.
Όπως έλεγαν οι παππούδες μας, ακόμη και όταν το ελαιοτριβείο λειτουργούσε κανονικά, είχαν συμβεί εκεί πολλά αναπάντεχα , παράξενα ή τυχαία γεγονότα:
Ο πρώτος και παλιός λιτρουβάρης (έτσι τον καλούσαν κατά το 1800), συνήθιζε να δένει το άλογό του εκεί. Μια φορά , πριν από το 1821, του έκαναν παράπονα οι γείτονες ότι ακούνε συνέχεια θόρυβο κατά τη νύχτα, για σχεδόν εφτά ημέρες. Συγκεκριμένα του είπαν ότι ένα βράδυ, που πέρασαν από εκεί για να δουν τι συμβαίνει, είδαν από το παράθυρο τα λιθάρια που κινούνταν μόνα τους! Ο ιδιοκτήτης παραξενεύτηκε, γι΄ αυτό άρπαξε τη νύχτα το τουφέκι του και μια λάμπα λαδιού και πήγε να δει τι ακριβώς συμβαίνει. Είχε όμως ζητήσει και σε έναν ατρόμητο φίλο και γείτονά του , που τον έλεγαν Καλόγερο, να φυλάει στον κατήφορο μήπως τον χρειαστεί για να τον βοηθήσει.
Μέσα στο παχνί του αλόγου βρήκε ξαπλωμένο έναν Αγαρηνό με δυο λαϊνες λάδι, που το έριχνε με ένα χρυσαφένιο χωνί από τη μεγαλύτερη στη μικρότερη. Κρατούσε παραμάσχαλα μια ματσούκα και κάπνιζε την “τσιμπούκα” του.
-Ήμαρτον Κύριε! είπε, αλλά αμέσως τρόμαξε με τον εαυτό του που ξεχάστηκε και μίλησε, μη του πάρει τη φωνή το ξωτικό, και έτρεξε γρήγορα έξω από το λιτρουβειό για να προλάβει να σωθεί. Ήταν ασυγκράτητος ο τρόμος του και πολύ δυνατό το χτυποκάρδι του, γι΄ αυτό έπεσε ολόκληρος πάνω στον Καλόγερο, πριν καταρρεύσει εντελώς. Μάταια εκείνος προσπάθησε να τον συγκρατήσει, αμέσως σωριάστηκε ξερός πάνω στο χώμα . Συνήλθε στο κρεβάτι του, μετά από ώρα, αφού τον μετέφεραν πάνω σε μια τάβλα οι γείτονες και ξύπνησαν μία θεία που ήταν νοσοκόμα για να τον συνεφέρει. Στην αρχή νόμισε ότι το συνταρακτικό γεγονός είχε συμβεί στον ύπνο του, αλλά όταν συνήλθε καλά και είδε τους άλλους μαζεμένους στο διπλανό δωμάτιο, έγινε κάτασπρος σαν το πανί, λέγοντας τους, “είδα τον Χάρο με τα ίδια μου τα μάτια”!
Το πρωί σηκώθηκε ενωρίς και πήγε κατευθείαν στον παπά για να τον διαβάσει. Κάθισε μια ολόκληρη ώρα κάτω από το πετραχήλι του ιερέα και δεν ήθελε να σηκωθεί με τίποτα για να επιστρέψει στο σπίτι του.
Μετά από πολύ καιρό, έμαθαν στην Τζεφερεμίνη (Βαλύρα) ότι οι Τουρκικές αρχές συνέλαβαν έναν Αγαρηνό που έκλεβε λάδι και όλοι ησύχασαν, εκλογικεύοντας το γεγονός, ότι ο κλέφτης ήταν και νόμισε ο ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου ότι ήταν ο Χάροντας!
Για να μη μπαίνει μέσα κανένας στο ελαιοτριβείο, είχε φτιάξει η γυναίκα του ιδιοκτήτη έναν τσολιά, με κομμάτια από παλιό πάπλωμα με μαλλιά προβάτου , και τον είχε ξαπλωμένο πάνω σε έναν μικρό ξύλινο καναπέ, στημένο κοντά στον πέτρινο τοίχο του ελαιοτριβείου, ώστε να φαίνεται ότι δήθεν ξεκουράζεται ,ενώ δίπλα του είχε τοποθετήσει ένα άδειο τουφέκι.
Εκείνη την εποχή, ένας αρματολός κατέβαινε από το βουνό και συναντούσε μια όμορφη αρχοντοπούλα από το Μπιζάνι, κρυφά από τη μάνα της.
Τη συναντούσε κατά τη νύχτα στο ελαιοτριβείο, που φοβόντουσαν να πάνε οι άλλοι. Για κακιά τους τύχη, πέρασε μια φορά ένας εργάτης του ελαιοτριβείου, άκουσε θόρυβο, οπότε κοίταξε κρυφά από το παράθυρο για να δει τι συμβαίνει, ώστε να ενημερώσει το αφεντικό του. Με γουρλωμένα μάτια είδε έναν νεαρό τσολιά να κρατεί αγκαλιά και να φιλά την κόρη της κυράς Βασιλικής στον καναπέ, και ο ξαπλωμένος φουστανελάς να έχει γίνει άφαντος!
Αφού μισοξεράθηκε καθώς ήταν όρθιος, έφτασε νυχτιάτικα στο σπίτι του αφεντικού του, και χτύπησε δυνατά και επίμονα την εξώπορτα. Μόλις φάνηκε εκείνος μισοκοιμισμένος με τη σκελέα του, του είπε λαχανιάζοντας:
-Μετά συγχωρήσεως , κατουρήθηκα!
-Κι εδώ ήρθες να αλλάξεις νυχτιάτικα; του απάντησε εκείνος.
- Μα το Θεό Χριστιανέ μου, τρέξε γρήγορα, εξήγησε ο βρεγμένος. Ζωντάνεψε ο τσολιάς και έγινε βρικόλακας . Τράβηξε στον ύπνο την κόρη της κυράς Βασιλικής , εκείνη πήγε υπνοβατώντας στο λιτρουβειό, την έχει αγκαλιά και τη φιλάει στο λαιμό!
Άστραψαν τα μάτια του κοιμισμένου ιδιοκτήτη. Άρπαξε αμέσως το τουφέκι του, σηκώθηκε η γειτονιά στο πόδι από τις φωνές του λερωμένου και όλοι έτρεξαν , οι άνδρες μπροστά και οι γυναίκες πίσω, σαν ένα μπουλούκι, για να πάνε να δουν τι συμβαίνει, κρατώντας και φιλώντας συνέχεια το σταυρουλάκι στο στήθος τους, καθώς έκαναν τον σταυρό τους και επαναλάμβαναν συνέχεια το Πάτερ ημών.
Ο εραστής της νυκτός είχε γίνει εν τω μεταξύ άφαντος, και η νεαρή “υπνοβάτισσα” , με την άσπρη νυχτικιά και τα ξέπλεκα σγουρά μαλλιά, είχε πάρει αγκαλιά τον ψεύτικο τσολιά, σαν μαξιλάρι στο στήθος της, και έκλαιγε απαρηγόρητα.
Τι ευχέλαια έκαναν στο λιτρουβειό, σαράντα ημέρες νηστεία και προσευχή έκανε η παθούσα κόρη, αλλά την πρόδωσε η κοιλιά της , μετά από τέσσερις μήνες. Κι αν δεν κατέβαινε ο αρματολός από το βουνό για να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούσαν και να την παντρευτεί με παπά και με κουμπάρο, θα πίστευε ακόμη το χωριό ότι η άμοιρη συνέλαβε με τον βρικόλακα.
Από τέτοιες απίθανες συμπτώσεις αδυνάτησε η καρδιά του πρώτου ιδιοκτήτη του ελαιοτριβείου και τον πρόδωσε τελικά, πρόωρα κατά το γήρας του. Οι απόγονοί του δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όσον αφορούσε τη συνέχεια της λειτουργίας του ελαιοτριβείου. Το θεωρούσαν πραγματικά στοιχειωμένο, γιατί εκτός από τον Αγαρηνό και και τον Αρματολό , είχαν συμβεί και άλλα πολλά. Είχαν πιάσει έναν μαύρο κόκορα στα λιθάρια που δεν ανήκε σε κανέναν, τα κοράκια πήγαιναν εκεί και έκρωζαν όταν επρόκειτο να πεθάνει κάποιος, μια κανελί μεγάλη γάτα έμενε μόνιμα εκεί τις νύχτες και κοιτούσε σαν γυναίκα , και μια θεριακωμένη δεντρογαλιά ξάπλωνε και κρατούσε τα λιθάρια αγκαλιά. Εγκατέλειψαν το λιτρουβειό σταδιακά και με την πάροδο των ετών το γκρέμισε ο αδηφάγος χρόνος.
Μόνο τα λιθάρια παρέμειναν αλώβητα για έναν αιώνα, να θυμίζουν την πρώτη δόξα του, μέσα στα χαλάσματα, κατά τη δεκαετία του 1890. Ακόμη και το 1965, οι γιαγιάδες στο Μπιζάνι έλεγαν ότι εκεί πίσω, που ήταν το στοιχειωμένο λιτρουβειό, είναι τόπος σκιερός και τρομακτικός που ζουν φαντάσματα. Εκεί πηγαίνει ο Αράπης τις νύχτες για να απλώσει και να μετρήσει τα φλουριά του.
Ας δούμε όμως τι συνέβη στον άμοιρο Καραϊσκο, όπως άκουσαν ο κ. Γιώργος Φειδάς και ο κ. Γιάννης Λινάρδος την ιστορία από τους παππούδες τους:
Την ημέρα που ο Καραϊσκος έβοσκε τα γίδια του στην ψηλή βλάστηση, κοντά στα χαλάσματα του παλιού λιτρουβειού, κάποια στιγμή κάθισε αρκετά κοντά στα λιθάρια. Γύρω στις τρεις το απόγευμα άρχισε να γουργουρίζει δυνατά η κοιλιά του. Η κυρά Αγγελική του είχε ετοιμάσει ψητό λουκάνικο με αβγά και του είχε γεμίσει ένα φλασκί με κόκκινο κρασί δικής τους παραγωγής.
Κατέβασε λαίμαργα από τη πείνα του ό,τι είχε μπροστά του, και καθώς το λουκάνικό με τα μπαχαρικά και τα πιπέρια του έφερε δίψα, βύζαξε γουλιά γουλιά, χωρίς να το καταλάβει, ένα κιλό κρασί στο φλασκί. Ήρθε γλυκός ύπνος και βάρυνε τα βλέφαρά του , καθώς μάταια προσπαθούσε να κρατήσει το ένα μάτι του ανοιχτό, για να μην του φύγουν τα ζωντανά μακριά . Τον είδαν τα γίδια μισομεθυσμένο να κοιμάται και τον φοβήθηκαν. Έτρεχαν τα κατσικάκια κοντά του και βέλαζαν, αλλά εκείνος ούτε που αντιδρούσε. Δεν άντεχε να ανοίξει τα μάτια του και να τα προγκίσει. Κάποια στιγμή ακούει έναν επίμονο θόρυβο και όπως πετάχτηκε έντρομος για να διαπιστώσει τι συμβαίνει, βλέπει τα λιθάρια του παλιού ελαιοτριβείου να κινούνται μόνα τους.
Ούτε τα γίδια σκέφτηκε ,ούτε το ταγάρι του. Τα παράτησε όλα κατά γης και άρχισε να τρέχει γρήγορα στον κατήφορο προς το σπίτι του , κοντά στην Αγγελικούλα του, για να τον σώσει.
Η προκομμένη νοικοκυρά καθόταν αμέριμνη στο πλατύσκαλο και κεντούσε ένα χαλί με λεπτά πολύχρωμα γιδίσια μαλλιά, πάνω σε λινάτσα.
- “Αγγελικούλα ζάχαρη,
Αγγελικούλα μέλι”,
της είπε, κι εκείνη χαμογέλασε. Ύστερα πρόσεξε ότι δεν είχε μαζί του τα γίδια και τον ρώτησε:
-Πού είναι τα ζωντανά;
- “Αγγελικούλα λιβάνι και κερί
κι έναν παπά να με διαβάσει”,
πρόλαβε να πει και ύστερα σωριάστηκε μονομιάς πάνω στο πλατύσκαλο, κατάχλωμος σαν πεθαμένος.
-Παναγία μου, Χριστέ μου, αναφώνησε δυνατά η δύστυχη γυναίκα κατατρομαγμένη, και αμέσως έτρεξαν οι γυναίκες από τα διπλανά σπίτια για να τη βοηθήσουν. Προσπάθησαν πολύ να τον συνεφέρουν, ρίχνοντάς του νερό στο πρόσωπο και στο κεφάλι και τρίβοντάς τα χέρια και τα πόδια του. Κερί του άναψαν, τον λιβάνισαν, του άλλαξαν τα ρούχα, όταν κατάφερε να τους πει τι ακριβώς συνέβη, αλλά το τρέμουλο δεν υποχωρούσε. Έφεραν τον παπά στο σπίτι για να τον διαβάσει. Από το 1875 έως και το 1903, ιερέας στη ενορία της Βαλύρας ήταν ο πατήρ Γεώργιος Μυλωνάς, από το Δυρράχι της Μεγαλόπολης, όπως αναφέρει ο καθ. Ι.Δ. Λύρας, στο βιβλίο του “Βαλύρα Ονομάτων Επίσκεψις” , 2018.
Είπε ο μακαριστός πατήρ Γεώργιος στον Καραϊσκο :
- “Η απιστία στον Θεό δεν είναι θέμα απλό, όχι μόνο για τον ίδιο τον Θεό που θλίβεται για τα απολωλότα πρόβατα, αλλά για τον άνθρωπο πρωτίστως και τα αναπάντεχα δεινά που μπορούν να του συμβούν εξ αιτίας της.
Η έλλειψη δυνατής πίστης δεν άφησε τους μαθητές του Κυρίου να θεραπεύσουν επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου , γι΄ αυτό και ο Κύριος είπε “άπιστη γενιά έως πότε” και όταν παρουσιάστηκε στον άπιστο Θωμά, δίνοντας του τη δυνατότητα να διαπιστώσει την Ανάσταση Του, μακάρισε εκείνους που πιστεύουν χωρίς να δουν.
Όταν επαναστατεί ο άνθρωπος κατά του Θεού στερείται τη χάρη και παρουσία του Θεού μέσα του και αυτό λέγεται αμαρτία. Η αμαρτία δεν αφήνει τον άνθρωπο να έχει κοινωνία μετά του Θεού και φως στη ψυχή του. Εκδηλώνεται φόβος, ενοχή και τρόμος στην καθημερινή πραγματικότητα. Άσε αδελφέ μου τον Θεό να επισκεφτεί την ψυχή σου. Γύρισε πίσω στην εκκλησία, σε περιμένει ο Κύριος”, είπε ο σεβάσμιος ιερέας.
-Αισθάνομαι παπά μου ότι το ξωτικό έχει καθίσει στον σβέρκο μου και καπνίζει, εξήγησε ο Καραϊσκος.
-Από τη παχιά τροφή είναι οι αναθυμιάσεις του καπνού και ανέρχονται σαν πυκνό σύννεφο, διακόπτοντας τις εκλάμψεις του Αγίου Πνεύματος στον νου του ανθρώπου, έλεγε ο προφήτης Ιερεμίας και ο Μέγας Βασίλειος είπε να γίνουμε κατ΄ ομοίωσιν με τον Θεό, όσο κατά το ανθρώπινον είναι δυνατόν, του απάντησε ο μακαριστός πατήρ Γεώργιος .
-Συγχώρησέ με παπά μου για τις αμαρτίες μου , απολογήθηκε δακρύζοντας ο Καραϊσκος.
Αφού μετανόησε, του διάβασε ο πατήρ Γεώργιος την ευχή κάτω από το πετραχήλι του.
Μόνο όταν ο Καραϊσκος σιγουρεύτηκε για τη δύναμη και την προστασία του Θεού, μπήκε η καρδιά του στη θέση της.
Πήγαν μαζί με τον ιερέα, κρατώντας τον σταυρό , να μαζέψει εκ του ασφαλούς ο Καραϊσκος τα γίδια του, κατά την επόμενη ημέρα το πρωί. Πηγαίνοντας εκεί, τι να δουν! Το ένα κέρατο στο τραγί ήταν τραυματισμένο και μια γριούλα γειτόνισσα είχε συγκεντρώσει και φύλαγε τα κατσίκια του Καραϊσκου , που είχαν σκορπίσει στα γύρω σπίτια.
-Κόλλησε ανάμεσα στα φθαρμένα λιθάρια την ώρα που έσκυψε για να φάει χόρτα που είχαν φυτρώσει ανάμεσα στις πέτρες, είπε ο Καραϊσκος και συνέχισε τη λογική του εξήγηση: Καθώς τράβηξε με δύναμη το κεφάλι του για να ελευθερωθεί, τραυμάτισε άσχημα το κέρατό του και καθώς αναπήδησε από τον τρόμο του, κούνησε τον μοχλό και έθεσε σε κίνηση τα λιθάρια. Το τραγί κούνησε τα λιθάρια και όχι το ξωτικό, διαπίστωσε χαρούμενος ο Καραϊσκος και πάλι ξέχασε τον Θεό, με την πάροδο του χρόνου.
Αλλά όσο ο Καραϊσκος απιστούσε, τόσο πιο έντονα μύριζε η καπνιά στον σβέρκο του, και τον έπιανε τρέμουλο από τον φόβο του, κι αυτό το γεγονός τον είχε πολύ προβληματίσει. Ώσπου σκέφτηκε να πουλήσει το σπίτι του και να πάνε να ζήσουν με την Αγγελικούλα του σε άλλο, "ασφαλές" μέρος.
Ι.Ν.Αγίου Αθανασίου Βαλύρας.Φωτο:καθ.Ι.Δ.Λύρας
Ένα Σάββατο , ενώ η κυρά Αγγελική παρακολουθούσε τον Εσπερινό, απέναντι στον Άγιο Αθανάσιο, και ο Καραϊσκος καθόταν στο πλατύσκαλο του σπιτιού και έσπαζε αμύγδαλα για να ξοδέψει την ώρα του, πέρασε μία ασπρομαλλούσα μαυροφορεμένη κυρά, που ζούσε σαν τσιγγάνα και ταξίδευε από τόπο σε τόπο, σε ολόκληρη την Ελλάδα. Αυτή, έλεγαν στο χωριό, ότι ήταν κάποτε δασκάλα, αλλά ένα μεγάλο κακό της συνέβη και τρελάθηκε. Γυρνούσε από τόπο σε τόπο και προσευχόταν σε όσες εκκλησιές συναντούσε στο διάβα της, μέχρι να έλθει το πλήρωμα του χρόνου και να τη συγχωρήσει ο Θεός.
- Μπορείς να μου δώσεις λίγο λαδάκι για να ανάψω το καντήλι μου του είπε, και θα σου πω τι σου συμβαίνει, με τη χάρη του Θεού.
Της έριξε στη λαϊνα της ένα φλιτζανάκι λάδι κι εκείνη ακούμπησε στο πλατύσκαλο, έπιασε το δεξί του χέρι και του είπε:
-Εσύ φοβάσαι πολύ και θέλεις να φύγεις από το χωριό, σκέπτεσαι να πας σε μέρος θαλασσινό για να γλιτώσεις. Πού θέλεις να πας;
-Έκπληκτος ο Καραϊσκος, της απάντησε:
-Λέω να πουλήσω το σπίτι και να πάμε με τη γυναίκα μου στην Πύλο.
-Δύσκολα είναι τα πράγματα εκεί, του απάντησε η κυρά. Εκεί είναι το ξωτικό ο Ντεληχλίμπαμπας και τους βαράει όλους κατακέφαλα.
-Τότε να πάμε κοντά στον φίλο μου από τον στρατό, στο Γύθειο, αποκρίθηκε εκείνος.
Α! Μπα. Του απάντησε εκείνη. Εκεί τριγυρίζει ο Μαμαλιάς ο βρικόλακας!
-Και πού να πάω; ρώτησε απεγνωσμένα ο Καραϊσκος.
-Να καθίσεις εδώ στο ευλογημένο το χωριό σου, που το φυλάει η Παναγιά η Βουλκανιώτισσα και να πηγαίνεις τακτικά, μαζί με τη γυναίκα σου στην εκκλησία, τον συμβούλεψε η μαυροφορεμένη κυρά και εξαφανίστηκε με βήμα γοργό.
Έκτοτε ο Καραϊσκος, χέρι χέρι πήγαινε με την Αγγελικούλα του στην εκκλησία, κοινωνούσε τακτικά και έλεγε ευτυχισμένος:
- “Αγγελικούλα ζάχαρη
Αγγελικούλα μέλι
Αγγελικούλα κρύο νερό
που πίνουν οι αγγέλοι”.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
9/5/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου