Ο μπάρμπα Γιώργης, που ήταν τσέλιγκας στη Βαλύρα τη δεκαετία του 1950, αποκαμωμένος ακούμπησε στο γυριστάρι της μαγκούρας του για να στηρίξει το αφυδατωμένο σώμα του, πριν λιποθυμήσει. Έπρεπε να αντέξει, να παραμείνει στον κάμπο, για να βρει λιγοστά χόρτα να ταϊσει τα πρόβατα που τα είχε για οκτώ μήνες περιορισμένα στη στάνη, λόγω της ξηρασίας που έπληττε ολόκληρη την Πελοπόννησο και τη Βαλύρα , σε μεγάλο βαθμό, από τις αρχές του Οκτωβρίου 1954, μέχρι τέλος του Μαϊου 1955. Οι αμυγδαλιές τον Φεβρουάριο του 1955, έβγαλαν άνθη και την ίδια ημέρα έπεσαν τα πέταλά τους από τη ξηρασία, όπως παραστατικά μας περιγράφει ο κύριος Γιώργος Φειδάς. Οι ελιές είχαν στρίψει τα ξεραμένα φύλλα τους, τα μπουμπούκια στις σταφίδες σωριάστηκαν κατά γης νεκρά τον Μάιο και στον έκρου του ποταμού της Μαυροζούμενας τα ψάρια και τα χέλια είχαν γίνει βορά των αρπακτικών ζώων και πτηνών. Ψάρευαν νερό με τ΄ αγκίστρι στα στερεμένα πηγάδια του χωριού τα κορίτσια, για να μισογεμίσουν τις λαϊνες τους, και ολόλυζαν οι γέροι με ξερή τη γλώσσα, για μια σταγόνα νεράκι, που την έβρεχαν μια στις τόσες με ξερό λεμόνι. Το κακό αύξανε μήνα παρά μήνα αντί να ελαττώνεται. Ο τόπος ήταν έκθετος και ανυπεράσπιστος εμπρός σε μία μεγάλη φυσική καταστροφή και η αγωνιώδης περίοδος δεν είχε τέλος.
Ο Νταρντουνοθοδωράκης, ο μεγάλος τσιφλικάς του χωριού, είχε νοσήσει ψυχικά σοβαρά. Μεγάλη ηθική εκτροπή και θείο παραστράτημα τού προκαλούσε η προσκόλλησή του στα κτήματά του και στα γήινα αποκτήματά του. Αγκαλιά με το δίκανο μάζευε εργάτες και τους ανάγκαζε να κάνουν διπλή δουλειά, σκάβοντας διαρκώς γύρω από τα κούρβουλα στις σταφίδες του.
- Χτυπήστε βαθιά Ορέ, χτυπήστε κι άλλο, μη σταματάτε , έλεγε βλασφημώντας, εξοργισμένος και ασυγκράτητος, καθώς οι άτολμοι εργάτες, εμπρός στο ανείπωτο μένος του , έσκαβαν μέχρι εξαντλήσεως, μέχρι να σπάσουν οι αξίνες πάνω στα καμένα κοτρόνια στο κτήμα του.
Κι όταν είδε και αποείδε ότι δεν ήταν αποτελεσματική η δουλειά των εργατών, άρπαξε την άλλη ημέρα τα αβγά από τα κοτέτσια του, τα έβρασε και μπούκωσε από ένα στο στόμα των ταλαιπωρημένων εργαζομένων. Με ανοιχτά τα πόδια, όρθιος, αγνάντευε πάνω στις γραμμές του σιδηροδρόμου, και με τη βαλίστρα της άγριας φωνής του παράγγελνε:
-Εσύ πρώτος , σκάψε τώρα, που έφαγες τ΄αβγό σου!
Έτσι είπε σε έναν κατακουρασμένο εργάτη, και καθώς εκείνος έσκυψε για να αφαιρέσει ένα λιθάρι από τη γη , από τη μεγάλη τρομάρα του δεν πρόσεξε και του δάγκωσε ένας σκορπιός το δάκτυλο.
-Α! που να φας τον αγλέουρα και να σκάσεις, ψέλλισε πάνω στον πόνο του προς τον καπετάν αφέντη, ύστερα το μετάνιωσε, σήκωσε το βλέμμα του προς τον ουρανό, ζήτησε συγχώρηση από τον Θεό και έσχισε με τον σουγιά το δέρμα του, για να αφαιρέσει γρήγορα το δηλητήριο.
Κανένας δεν άντεχε την παρουσία και το άκουσμά του Νταρντουνοθοδωράκη πλέον, μετά από ταλαιπωρία πολλών μηνών. Μαύρο κατράμι ήταν η καρδιά του και παρέμενε αμετακίνητος στις απόψεις του. Όλοι κατέληξαν μία ημέρα σχεδόν λιπόθυμοι, με σπασμένα τα παλούκια των αγροτικών εργαλείων στο χέρι, πριν ο ήλιος να δύσει.
Τότε εκείνος αφήνιασε ακόμη περισσότερο, και σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα, με λυσσασμένα κύματα, όρμισε με το δίκανο στο κτήμα. Προσγειώθηκε βίαια επάνω σ΄ ένα κούρβουλο και άρχισε να πυροβολεί στον αέρα, βρίζοντας και εκφοβίζοντας τον Θεό.
Κανένας , ούτε Θεός ούτε δαίμονας δεν τον άκουσε. Η ανομβρία συνεχίστηκε κάθετα, μέχρι τελικής πτώσεως του θηρίου, έως την 29η Μαϊου.
Αποκαμωμένοι οι πιστοί χριστιανοί, παρακάλεσαν τον μακαριστό πατέρα Δημήτριο Ξυδόπουλο, να δεηθούν γονυπετείς στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου της Βαλύρας, κατά της ανομβρίας. Οι δάσκαλοι συγκέντρωσαν τα παιδιά στο σχολείο και πήραν τον δρόμο για τον ιερό ναό, πρωί- πρωί. Κατέφθασαν οι κάτοικοι του χωριού, από όλες τις ραχούλες της Βαλύρας , και πρώτος ο μισοτρελαμένος Νταρντουνοθοδωράκης, ο οποίος γονυπετής, όπως και όλο το χωριό , μαζί με τον παπα Ξύδη , συμμετείχαν στην Ακολουθία επί Λυχμώ Ανοβρίας και διάβασαν τις ευχές του Αγίου Καλλίστου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ο ανθοκόμος του Θεού, πατήρ Δημήτρης Ξυδόπουλος, εναγκαλίστηκε το πρόβλημα του χωριού και γονυπετής δεήθηκε μετά δακρύων, ζητώντας ο Παντοδύναμος Θεός να χαρίσει όμβρο καρποφόρο, υετούς να καταπέμψει επί τους χρήζοντας και δεόμενους τόπους.
- “Θεέ μου, εσύ που προσκαλείς το ύδωρ της θαλάσσης και το χύνεις πάνω στο πρόσωπο της γης, άνοιξε τους καταρράχτες του ουρανού και διέταξε τις νεφέλες να βρέξουν υετό, δώσε άρτο για βρώση στους πιστούς και χλόη στα κτήνη, πλήρωσε τους κόλπους της γης του Πέλοπα με ζωογόνα ύδατα και φέρε γάλα στους μαστούς της μάνας γης μας , που ο θάνατος μάρανε τα βλαστήματα της.
Εσύ Θεέ μου, που εν ύδασι στεγάζεις τα υπερώα Σου, αναπλήρωσε το ύδωρ του ποταμού της Μαυροζούμενας, και κατάρδευσε τη γη μας πάσαν ύδατος αγαθού. Ελεήμων Θεέ μου, τη γνώμη τη ρυπαρή και ακάθαρτη και την άδικη προαίρεση μας απομάκρυνε, και συγχώρησε τις αμαρτίες μας. Πλήρωσε τον άφεγγο νου μας με το φως της Γνώσεως Σου”.
Ανάμεσα στους γονυπετείς προσκυνητές , ήταν τότε και ο δεκαπεντάχρονος Κώστας Σπηλιώτης, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης.
Κι αφού τα τέκνα του Θεού προσευχήθηκαν με κραδασμούς πίστης και αγάπης προς τον Θεό, ο Παντογνώστης και Ελεήμων Πατέρας , με την μεγαλόδωρη δεξιά Του, άνοιξε τους κρουνούς του ουρανού και ενέπλησε τη γη με ευδοκία.
Προς έκπληξη των δεομένων, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ένα σύννεφο από τη Μάνη σκέπασε τον ουρανό της Βαλύρας, και βροντές με αστραπές άρχισαν να σείουν τον αέρα. Ήλιο με χρυσή βροχή είδαν οι Βαλυραίοι, να τρίζει και να κυλά πάνω στα κεραμίδια των πέτρινων σπιτιών του χωριού.
Σύννεφα στον Ταϋγετο.Φωτο:baseoutdooractivities.com
Ένας όμιλος από φραγκόκοτες, της γιαγιάς Αλεζαγούς , ξεμύτισε κάτω από τα δεμάτια με τα ξύλα στον κήπο. Κρύβονταν εκεί διψασμένες, για να έχουν σκιά και να αντέχουν στην ξηρασία . Άρχισαν να χοροπηδούν μέσα στα λασπόνερα ευτυχισμένες, με κορδωμένο τον λαιμό τους και τα φτερά τους ανοιγμένα διάπλατα.
-Τι κάνετε μουρλές; θα λερωθείτε, τις μάλωνε η γιαγιά Αλεζαγού και με ένα ματσούκι τις έσπρωχνε να φύγουν από τις λάσπες.
-Μη πίνετε λασπόνερο, θα αρρωστήσετε χαμένες! τις φοβέριζε η γραφική Αλεζαγού, αλλά αυτές παρέμεναν αμετανόητες, χορεύοντας κάτω από τη θεία δρόσο.
Δύο συννυφάδες , που είχαν ψυχρανθεί μεταξύ τους κατά την περίοδο της ανομβρίας, αγκαλιάστηκαν στη γέφυρα του χωριού, κάτω από τη βροχή , και έκλαψαν από ευτυχία.
Η Καποτογιαννούλα βγήκε στο μπαλκόνι, στο σπίτι της στο Μπιζάνι, ύψωσε τα χέρια της για να ευχαριστήσει τον Θεό , και άρχισε να τραγουδά σαν μικρό παιδάκι:
-Ήλιος ήλιος και βροχή
και παντρεύονται οι φτωχοί!
Ο μπαρμπα- Παρασκευάς, ο πατέρας του κυρίου Γιώργου Φειδά, έκανε με ευλάβεια τον σταυρό του, ατενίζοντας τον ουρανό και ευχαριστώντας τον Κύριο, για το θείο δώρο Του. Μέχρι πριν τη δέηση και τη γονυκλισία δεν πίστευε ότι μπορεί να σωθεί η φυτεία του με τα καρπούζια , στον κάμπο της Βαλύρας.
Μέσα σε λίγες ημέρες , γέμισε το φαράγγι στη Δέση του ποταμού με γάργαρο νερό, που κυλούσε γλυκοσφυρίζοντας και ξυπνούσε τις κοιμισμένες νύμφες, στις όχθες της Μαυροζούμενας. Καθώς ο μπαρμπα-Μήτσος Μπατάλιας καθόταν με την αλησμόνητη Μπαταλοθανάσω του, τη σοφή και επιβλητική γυναίκα του χωριού, στον Καλοκαιρινό Μύλο και συζητούσαν με τον γιο τους Αχιλλέα, ξάφνου άρχισαν να κινούνται τα λιθάρια.
Η κυρά Θανάσω σηκώθηκε όρθια, και είπε με στεντόρια φωνή , στην καθαρεύουσα, σηκώνοντας τα χέρια της προς τον ουρανό:
-Το θεϊκόν ύδωρ αφίχθη!
Αμέσως ο Αχιλλέας , που ο Θεός τον προίκισε με το χάρισμα του μουσικού, πήρε τον κοχλό του, την όμορφη τρομπέτα του, σαν Ορφέας της νεότερης Ελλάδας, ανέβηκε στη ράχη της Βεργατσούλας (κάτω από το κοιμητήριο προς τη Καλαμάτα) και άρχισε να σαλπίζει ρυθμικά, προς το χριστεπώνυμο πλήθος της Βαλύρας:
-Το θεϊκόν ύδωρ της Θανάσως αφίχθη!
Όπως ο κοχλός του Αχιλλέα.Φωτο:mariyannblogspot. com
Τόσο δυνατός ήταν ο κοχλός, το κοχύλι του Αχιλλέα, που από τη ράχη της Βεργατσούλας ακουγόταν μέχρι το Μπιζάνι. Μια οπή είχε ανοίξει ο δημιουργικός παις στις τρεις πρώτες σπείρες, στη μύτη στο κοχύλι και φυσούσε πάλλοντας μουσικά τα χείλη του. Έπιανε νότες Do, Do# (δίεση ) Re ο αυτοδίδακτος μουσικός, ο οποίος στη συνέχεια εξελίχθηκε στο χαρισματικό αηδόνι της Βαλύρας, και πολλές καρδιές εύφρανε με τις μουσικές του επιδόσεις, ερασιτεχνικά και επαγγελματικά.
Κατά τον καθηγητή Ιωάννη Δ. Λύρα, "ο κυρ Μήτσος Μπατάλιας ήταν υδρονομέας του χωριού, προτεινόμενος από το Κοινοτικό Συμβούλιο της Βαλύρας. Καθήκοντά του ήταν η ομαλή λειτουργία του Μύλου και η συνεχής ροή του νερού, όσον αφορούσε το πότισμα των κτημάτων. Συνεργαζόταν στον μύλο με την οικογένεια του Δημοσθένη Μανιάτη ,που λειτουργούσε τόσο τον χειμερινό, όσο και τον καλοκαιρινό μύλο. Πρώτος ο Βασίλης Μανιάτης, ο γιος του Δημοσθένη, είχε ένα όμορφο, με φανταστικές αποχρώσεις κοχύλι όταν ο Αχιλλέας ήταν μικρός , ώσπου μεγάλωσε και απέκτησε κι εκείνος το δικό του".
Έτρεχαν οι χωρικοί να αλέσουν τα σιτηρά τους, αλλά και η γενναιόδωρη κυρά Θανάσω δεν τους άφηνε έτσι. Είχε αλέσει ένα σακί καλαμποκάλευρο, και το δώριζε στους γονείς, για να φτιάξουν χυλό στα παιδιά τους. Επίσης, αρκετό καλαμποκάλευρο το είχε κάνει πάσπαλη, λεπτό σαν ζάχαρη άχνη ,και το χάριζε στις μητέρες που είχαν βρέφη για να πήζουν τις κρέμες των παιδιών.
-Πολύ καλή γυναίκα ήταν η αείμνηστη κυρά Θανάσω, λέγει ο κύριος Γιώργος Φειδάς. Έφαγα αρκετές φορές χυλό, από το καλαμποκάλευρο που έδωσε στη μάνα μου.
Ξεμεθυσμένος από την υπερηφάνεια και τη μισαλλοδοξία του ο δυσχάριστος Νταρντουνοθοδωράκης, έγινε ευγνώμων προς τον Θεό, νηφάλιος και γενναιόδωρος προς τους συνανθρώπους του, μετά τα πικρά δάκρυα μετάνοιας που έχυσε εντός του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου ,και την έκτιση της κατάρας που τον έδερνε.
Έβγαλε τα αλίπαστα στη φόρα και έστησε γλέντι τρικούβερτο με τους εργάτες του, ευχαριστώντας τον Κύριο.
Η βαθιά πίστη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο της αείμνηστης κυράς Θανάσως , ήταν ο χορτασμός της κοιλίας των μετανοούντων.
Ο δε έξαρχος του ρυθμού και της αρμονίας Αχιλλέας, ήταν η προς τον Ύψιστο ευχαριστία και ευγνωμοσύνη των ανθρώπων, καθώς και της πανίδας και χλωρίδας του ευλογημένου τόπου μας.
Ο δε άγιος πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος , ήταν σαφώς η εγγύηση για την Ουράνια Βασιλεία.
Οι ανθισμένες μάντρες της Βαλύρας.Φωτο:καθ. Ι.Δ.Λύρας
Τούτη η ανείπωτη δοκιμασία διόρθωσε τον αλόγιστο νου των ανθρώπων, την ηθική σαπρία, δάμασε την αλινδήθρα, την αλογοκυλίστρα της πολύπλοκης λεπτολογίας και των παράλογων επιχειρημάτων της απιστίας , βάπτισε τους ανθρώπους με θείον ύδωρ και χτύπησε στα σφυρά της καρδιάς τους την αβεβαιότητα, ώστε να παραμείνουν σταθεροί στην κατά Θεόν στενή , αλλά έντιμη πορεία τους.
Το νερό έρρεε στο αυλάκι και σαν γλυκόφεγγε, Όρθρος γλυκύδακρυς ήταν τα πρωινά στη Βαλύρα, τη δεκαετία του 1950, καθώς το χωριό υμνούσε καθημερινά και δοξολογούσε τον Κύριο.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά, που θυμήθηκε με ευκρίνεια το θαύμα κατά της ανομβρίας, αν και ήταν μόλις έξι ετών, μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
2/5/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου