Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

ΗΜΕΡΕΣ ΓΑΛΑΝΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΜΑΓΙΚΕΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΞΟΧΑΣ ΣΤΗ ΒΑΛΥΡΑ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1950

  

 

Οι δίδυμες Βάσω και Μαρία Ηλιοπούλου με τη μητέρα τους Ασπασία και τη θεία τους στον τρύγο στο κτήμα τους στη Βαλύρα.Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας

Αφού η Ελλάδα άρχισε να ανακάμπτει από τη λαίλαπα του πολέμου και της εμφύλιας διχόνοιας, η ψυχή των Βαλυραίων δεν ήθελε πλέον με φόβο και τρόμο να παραμένει δέσμια μέσα στα κλειδαμπαρωμένα αγροτόσπιτα. Οι μικρές προπολεμικές πλίνθινες κατοικίες των παππούδων, στα κτήματα του χωριού, ανακαινίστηκαν και έγιναν λατρεμένα θερινά καταλύματα, για περισσότερο από τρεις μήνες, κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Οι οξυδερκείς Βαλυραίοι, όταν έβλεπαν έναν συγχωριανό τους να εφαρμόζει μία καλή πρακτική , δεν δίσταζαν να την ακολουθήσουν, με αποτέλεσμα, στα πλαίσια της κοινωνικής μιμητικής συμπεριφοράς, κατά τη δεκαετία του 1950, όλο το χωριό άδειαζε , γιατί οι πάντες μετακόμιζαν “εις τα εξοχάς”, μετά των μεταφορικών ζώων και με τα άκρως απαραίτητα οικιακά σκεύη , τα τσουμπλέκια τους. Συνδύαζαν την παρακολούθηση και τη συγκομιδή της ετήσιας σοδειάς τους με διακοπές, μετά το πέρας του σχολικού έτους.

Λέγει ο Ηλίας Μπιτσάνης, σε σχετική ανάρτηση για την παραλία της Μπούκας στη Μεσσήνη, “κάρα, άλογα και γαϊδούρια κουβάλαγαν τα φτωχικά νοικοκυριά. Έστηναν καλοκαιρινό κατάλυμα με διάφορες τεχνικές και υλικά, όπως ξύλα, καλάμια, κουρελούδες και πανιά. Μέσα στρωματσάδα ο λόχος συγγενών και φίλων που βολεύονταν με το τίποτα. Απέξω η υπαίθρια κουζίνα, μια σιδεροστιά, ένα τηγάνι, μια κατσαρόλα, ξερά ξύλα και φόκο για μαγείρεμα”.

Καθώς έκλεινε τα βαριά ξύλινα παντζούρια του το χειμερινό καφεσαντάν του Κώστα Κυριαζόπουλου, στο πέτρινο σπίτι στο Μπιζάνι , όπου προσέφερε δωρεάν μερακλίδικο καφέ από τα ίδια τα χέρια του “ Κοτσαλή του σώγαμπρου”, αυτό ήταν το παρανόμι του, και μουσική από τη Μπιζανιώτικη κομπανία, ανά τακτά διαστήματα, είπε ο Κώστας στη γυναίκα του Καλλίτσα, τη δεύτερη κόρη του αείμνηστου Αριστείδη Μπουρίκα, που Τζάμαλης ήταν το παρανόμι του:

-Καλλίτσα, ετοίμασε το παιδί και τα πράγματα, φορτώνουμε τα γαϊδούρια και φεύγουμε. Ο Νίκος ο Καπότης και ο Κώστας ο Σφήκας ήδη έκλεισαν τα σπίτια τους . Η Σφήκαινα μαγειρεύει κόκορα κοκκινιστό στον Μυλόλακκα. Με ρώτησε ο Θύμιος ο Γκομέσης, ακόμη δεν άνοιξε το καφωδείον στο Γοργόρεμα;


                         Η μουσική κομπανία του Μπιζανίου.Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας

-Μα δεν έχω ακόμη τρίψει τον τραχανά, είπε η Καλλίτσα και η αδελφή μου η Σταυρούλα πώς θα μείνει μόνη της δίπλα, για τόσον καιρό, που είναι καλογριά και δεν βγαίνει από το καμαράκι;

-Φόρτωσε και το κόσκινο, απάντησε ο Κοτσαλής, και άσε τη Τζαμαλού να τη φυλάει ο Χριστός, μόνη της μέσα στον καύσωνα.

Το παλιό πλίνθινο εξοχικό σπίτι του Αριστείδη Μπουρίκα, που η γυναίκα του Γεωργία έδωσε προίκα στην κόρη της Καλλίτσα, στο πλούσιο σε ελέη κτήμα , με οπωροφόρα δένδρα , αμπέλι, μουριές, συκιές ,κήπο για καλλιέργεια κηπευτικών και ζαρζαβατικών , και ποικιλία  καλλωπιστικών φυτών, στον Μυλόλακκα, ήταν καλοκαιρινό θέρετρο απίστευτης συναισθηματικής αξίας, αφού εκεί, υπό το φεγγαρόφως,  το μουσικό Μπιζάνι της Βαλύρας, με τον δικό του ποιοτικό τρόπο, με διαλεκτά άσματα, ύμνησε τον Παντοδύναμο Δημιουργό του Σύμπαντος. Βέβαια, δεν απέδιδε η παρέα των μουσικών άσματα του κατηχητικού, δεν τραγουδούσε τον “ σπίνο” για παράδειγμα, ούτε ψαλμωδίες όπως “ φως ιλαρόν”, αλλά ούτε και εκείνα τα ερωτικά άσματα προτιμούσε, που παραλύουν το σώμα των παντρεμένων και τους κάνουν να θέλουν να απατήσουν κατεπειγόντως τον σύντροφό τους , μία ρομαντική βραδιά υπό το σεληνόφως, με ξένο θελκτικό σώμα, όπως το τραγούδι που έλεγαν εκείνη την εποχή, Μισιρλού θα σε κλέψω μία βραδιά από την αραπιά. Η μουσική κομπανία του Μπιζανίου απέδιδε ωραία παλιά κλασσικά κομμάτια για βιολί και  μαντολίνο, μουσικές δημιουργίες του αείμνηστου Γούναρη, τραγούδια δημοτικά και αυτοσχεδιασμούς, πάνω σε αυτό το κοινό μουσικό μοτίβο. Εναρμόνιζε, κατά τις θερινές νύχτες, την ψυχή του ανθρώπου με τη γαλήνη της φύσης, την ηρεμία και τη σιωπή, ώστε να υψώσει το βλέμμα του ο μυούμενος προς τον ουρανό και να απολαύσει μυστικά το μεγαλείο του σύμπαντος και τη σοφία του Πλάστη του.

Οι λιγότερο ρομαντικοί και περισσότερο κοινωνικοί τύποι της Βαλύρας, που τους άρεσαν οι καλοί μεζέδες, τα αστεία και τα πειράγματα, αλλά και οι κρασοπατέρες του χωριού, στέκι τους είχαν το καλοκαιρινό εξοχικό κέντρο στον σταθμό της Βαλύρας. Εκεί κοντά , στα Βαρυκά, όπως μας πληροφορεί ο κ. Γιώργος Φειδάς , όταν παραθέριζε κατά τα παιδικά του χρόνια, είχαν στήσει τις υπέροχες ψάθινες εξοχικές κατοικίες τους , στα εύφορα κτήματά τους, ο θείος του Βασίλης Φειδάς με την παρέα του, ο οποίος ήταν πολύ καλός ψαθάς, και οι γείτονές του, ο Σιμιζαίος Μίμης Μπαλαράς και ο γείτονάς του Ποσειδώνας Δρακόπουλος. Ο Γιώργος Φειδάς, θυμάται ότι και μόνο η ανάμνηση των ευχάριστων διακοπών που περνούσε μαζί με τα αδέλφια και ξαδέλφια του, στο πλούσιο αγρόκτημα του θείου του, ήταν η αιτία που τον έκανε ακράτητο να παραμένει στην Αθήνα τα καλοκαίρια, κατά την δεκαετία του 1960. Ο στοργικός Βαλυραίος Βασίλης Μπουζαλάς , ο οποίος εργαζόταν ως κλειδούχος στον σταθμό Πελοποννήσου στην Αθήνα, εξασφάλιζε δωρεάν εισιτήρια για τα παιδιά της Βαλύρας και κατέβαιναν τα Σαββατοκύριακα στο χωριό, για να ανταμώσουν τους συγγενείς , φίλους και συμμαθητές τους και να αναβιώσουν τις όμορφες και αξέχαστες παιδικές στιγμές, που εντυπώθηκαν ανεξίτηλα στην παιδική μνήμη τους. 

Η Βγενικούλα του Μακρή, που έδωσε το όνομά της στη μητέρα μου Ευγενία Γρίβα, φόρτωνε το άλογο και το μουλάρι και κινούσε για το κτήμα της στο δρόμο προς το Πλατύ, νοτιοανατολικά 200 μέτρα από τον καλοκαιρινό μύλο. Υπήρχε πηγάδι με μαγγανάκι, όπως μας πληροφορεί ο καθ. Ι. Δ.Λύρας, ο οποίος μας έστειλε και τη σχετική φωτογραφία. Το κτήμα χρησιμοποιεί ο εγγονός της αείμνηστης Ευγενίας Ηλίας, ως φυτώριο, που είναι γεωπόνος και δραστηριοποιείται στη Βαλύρα.


                        Η μητέρα της Ευγενίας με το μαγγανάκι.Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας

Συνορεύει με το κτήμα της Μπακοβασίλως που είχε 2 πηγάδια, πρώην κτήμα του Δημήτρη Λύρα. Η αείμνηστη Βασιλική Μπάκα ήταν παντρεμένη με τον Νικολακόπουλο γυμναστή καθηγητή στο Ελληνικό Σχολείο Βαλύρας και η κόρη της είχε παντρευτεί τον αδελφό της Αλίκης Βουγιουκλάκη, με βάση το λαογραφικό αρχείο του καθηγητή  Ιωάννη Δ. Λύρα. Δίπλα από το πλίθινο σπίτι της περνούσε το αυλάκι. Ζούσε μόνιμα , στο πλίνθινο σπίτι της με τις πολλές μουριές και συκιές , η αλησμόνητη Μπακοβασίλω, η οποία εξέτρεφε κοτόπουλα και είχε και ορισμένα ζώα, όσα χρειαζόταν να πήζει τυρί και να εξασφαλίζει χρήματα για τα έξοδά της, πουλώντας στον χασάπη τα θρεφτάρια της.


                      Το πλίνθινο σπίτι της Μπακοβασίλως.Φωτο:καθ.Ι.Δ.Λύρας

 Κοντά στης Ευγενίας το κτήμα και σχεδόν δίπλα στο κτήμα ενός γείτονα της, υπήρχε μία τεράστια και καρπερή συκιά, που έκανε τα ωραιότερα σύκα στον κάμπο του χωριού. Την είχαν ανακαλύψει τα παιδιά και μαζεύονταν τα απογεύματα, ξάπλωναν καταγής κάτω από τη συκιά και έπαιζαν το παιχνίδι “βρες το παρατσούκλι μου”. Όποιος έβρισκε το παρατσούκλι του άλλου κέρδιζε ένα σύκο, το οποίο έκοβε και απολάμβανε άμεσα. Εκείνος βέβαια, ο οποίος κάθε φορά που έπαιζαν κέρδιζε σύκο ούτως ή άλλως, ήταν ο διαιτητής τους. Ήταν μεγαλύτερος , τον φώναζαν Τσακμάκη και πολύ κουραζόταν, όπως τους είχε πείσει , για να τους συντονίζει μεταξύ τους.

Μία φορά, τα παρατσούκλια της μιας ομάδας άρχιζαν από κάπα και της άλλης από πι. Έπαιζαν ο Κεκές, το Κελεπούρι, ο Κατσούφης, ο Καχεκτικός, η Κατσάρω και η Κατσούλα στη μια ομάδα και στην άλλη η Παραδείσω, η Παραπούλα, η Παράνυφος, το Παπαδάκι, η Παρασκιά, ο Παινεσιάρης και εναλλακτικά με τον Παινεσιάρη , ο Παλληκαράς ή ένα μικρό παιδάκι, που του είχαν δώσει ως μυστικό παρατσούκλι το συνθηματικό “Παϊδάκι”. Παίζε- παίζε , την είχαν σχεδόν μαδήσει την έρημη τη συκιά. Ένα σούρουπο, που είχαν εξαντληθεί στο παιχνίδι, γιατί για ώρες ολόκληρες δεν έβρισκε  ο ένας το δύσκολο παρατσούκλι του άλλου, ξαφνικά, εκεί που σκέφτονταν ανάσκελα πάνω στα ξερά χόρτα με λιγούρα, χαζεύοντας τους   ώριμους καρπούς της συκιάς , ακούνε μία σκυλίσια φωνή να καγχάζει και να τους χλευάζει . Γυρίζουν να δουν ποιος είναι και βλέπουν τη Μπακοβασίλω με τη μαγκούρα και το καφέ τσεμπέρι της κι ένα καφτάνι μέχρι τον αστράγαλο, ορθή και απειλητική.

- "Εγώ είμαι, η μεγάλη Κατσιποδιά , που θα σας δείρω όλους στη σειρά γιατί μαδήσατε άλλου ανθρώπου τη συκιά”, τους είπε , κι εκείνα , σαν αστραπή από τον φόβο τους, έτρεξαν για να γλιτώσουν. Μάταια η Μπακοβασίλω τους φώναζε με μεταμέλεια:

-Γυρίστε πίσω χαμένα, πλάκα σας έκανα , κανενός δεν είναι αυτή η συκιά· αλλά πού εκείνα; έγιναν άφαντα!

Στα Αγρίλια, στα κτήματα με τις σταφίδες , και στον κάμπο, που φύτευε ντομάτες ο Καρύδης, πλίνθινα σπιτάκια δεν υπήρχαν, εκτός από ένα πολύ μικρό του Δημήτρη Γρίβα, που κατά τη δεκαετία του 1960 γκρεμίστηκε, αλλά καλύβες πάνω στις ελιές και στις μουριές υπήρχαν μπόλικες. Απέφευγαν τις συκιές γιατί έλεγαν ότι σε αυτές ο ύπνος είναι βαρύς.


Η οικ. Καρύδη μεταφέρει ντομάτες από το κτήμα τους στον κάμπο της Βαλύρας. Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας

Οι μουριές και οι ελιές, λέγει ο κ. Γιώργος Φειδάς, ήταν τα δένδρα που στέγαζαν “δεύτερης κατηγορίας βίλες”, ξύλινα δωμάτια μέσα στον κορμό των δένδρων. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον, είναι πώς βολεύονταν οι άνθρωποι σε αυτά τα τσαντίρια, για τρεις συνεχείς μήνες, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού; Πού έκαναν για παράδειγμα την ανάγκη τους; Ο λόγιος Δραχμάς, ο οποίος ουδέποτε μετακόμισε εις τας εξοχάς, για να μην αφοδεύουν μέσα στο κτήμα του “οι παραθερισταί” , είχε αναρτήσει μία ξύλινη πινακίδα πάνω στον φράκτη, απόμερα, στην οποία έγραφε, “εδώ μόνον εις έκτακτον ανάγκην”. Μία φορά, χρειάστηκε να πάει ο ίδιος “προς ούρησιν”, αλλά συνάντησε έναν “τρομερόν και απειλητικόν όφιν”. Γι΄αυτό ικανοποίησε την ανάγκην του “μετά τύψεων”, εμπρός από μία αγριελιά, όπου και μετέφερε την πινακίδα. Όμως, στον ύπνο του είδε την αγριελιά να γέρνει καταπάνω του τα κλαδιά της, να κουνά τα φύλλα της και να του λέγει με παράπονο: “Είμαι ανύπανδρος κόρη και με λέρωσες”. Κατά την επόμενη ημέρα, αφού έσπευσε και έπλυνε το έδαφος και άσπρισε τον κορμό του διαμαρτυρομένου δένδρου, έγραψε στο πίσω μέρος της πινακίδας·

Κίνδυνος, άμεση απομάκρυνσις” και το ανάρτησε. Έκτοτε, δεν γνώριζε πώς συνέβαινε και συχνά έβρισκε την πινακίδα γυρισμένη ανάποδα , δίνοντας λανθασμένες οδηγίες, “εδώ μόνον εις έκτακτον ανάγκην”. Όταν ανακάλυψε ποιος γυρνούσε την πινακίδα και δημιουργούσε το πρόβλημα, εκνευρισμένος πήρε την πινακίδα και του την άφησε ως ενθύμιο πάω στον κορμό του δένδρου, που είχε στήσει την καλύβα του.

Εκείνος που ήταν μέγας λάτρης της ονειρικής, μικρής καλύβας του, την οποία είχε καλλιτεχνικά κατασκευάσει πάνω στη μουριά του, στο κτήμα του δίπλα στον Άγιο Νικόλα, ήταν ο Νίκος ο Τσαγκάρης. Δεν εγκατέλειπε τη μουριά του πριν μπουν για τα καλά τα πρωτοβρόχια και πάντα επέστρεφε τελευταίος στο σπίτι του στο χωριό.

Στους πρόποδες στο βουνό της Ιθώμης, στο μεγάλο κτήμα του Αλέζαγα, ιδιοκτησία του Παναγιώτη Παπαγεωργίου, ακόμη υπάρχουν τα προ αμνημονεύτων χρόνων δύο πλίνθινα σπιτάκια με την ξύλινη στέγη και τα κεραμίδια, ιδιοκτησία τώρα του γιου του, κυρίου Χρήστου Παπαγεωργίου. Η απίστευτη γιαγιά Αλεζαγού, που το μυαλό της έπαιρνε πολλές στροφές, μέχρι παρεξηγήσεως, μάζευε σε μία κλούβα τις φραγκόκοτες και τις έπαιρνε μαζί της στο εξοχικό, φορτωμένες πάνω στο μουλάρι.


               Το κτήμα του Αλέζαγα, στου Τσαγκάρη τη Βρύση.Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας

Κι ενώ κατά τη νύχτα φλέρταρε ο συγχωρεμένος ο Παναγιώτης την αλησμόνητη Μαρία του, κάτω από τον έναστρο ουρανό, κατά τη διάρκεια της ημέρας λάμβαναν χώρα σκηνές απείρου κάλλους, όπως μας τις περιγράφει ο καθηγητής Ιωάννης Δ. Λύρας που τις έζησε:

Τα καλοκαίρια το χωριό άδειαζε. Με τα οικόσιτά τους και τα μαγειρικά σκεύη έφτιαχναν καλύβες πάνω στις μουριές και στο έδαφος, στο Παρασπόρι, στις Γανιές, στον Κάμπο και στις Σταφίδες. Μέχρι το 1951, υπήρχε διώροφη καλύβα με κεραμίδια στις Γανιές, του θείου μου Παναγιώτη Παπαγεωργίου, την οποία παρέσυρε η πλημμύρα του ποταμού της Μαυροζούμενας. Μετά πήγαμε στο κτήμα με τα δύο σπιτάκια και τις εφτά βρύσες στο βουνό, ζώντας το μεγαλείο της φύσης, τον έναστρο ουρανό, κυνηγώντας με αγκίστρια, δόκανα και πλακοπαϊδες. Μαζεύαμε θρούμπι, θυμάρι, ρίγανη, χαμομήλι, συμμετείχαμε στον τρύγο και στο μάζεμα των σύκων. Πολλές φορές υπήρχαν διαπληκτισμοί με τον Ηλιόπουλο, τον Μανωλόπουλο και παραθεριστές από τη Λάμπαινα, γιατί έπαιρναν πολύ νερό για το νοικοκυριό και τα ζώα τους, με βαρέλια φορτωμένα στα άλογα και στα μουλάρια τους, και δεν επαρκούσε για το πότισμα του κήπου με τα διάφορα κηπευτικά και ζαρζαβατικά του καλοκαιριού, που ήταν από την παραγωγή στην κατανάλωση. Έζησα πολλά καλοκαίρια στο κτήμα του Αλέζαγα, βιώνοντας τη φύση, τον έναστρο ουρανό και το μεγαλείο του Θεού”.

Βέβαια, τα απρόοπτα πάντα υπήρχαν, όπως δάγκωμα από καμιά άγρια μέλισσα ή αλλεργία από φυτά και διάφορα ζωϋφια, αλλά για όλα αυτά οι γιαγιάδες μας πάντα είχαν το αντίδοτο. Το νοικοκυριό τους στην εξοχή περιλάμβανε κι ένα μικρό φορητό φαρμακείο, με είδη πρώτης βοήθειας.


Ο Φώτης Ηλιόπουλος και η όμορφη Ασπασία του στο κτήμα στου Τσαγκάρη τη Βρύση, στη Βαλύρα.Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας

Δίπλα από το κτήμα του Αλέζαγα, είναι το κτήμα του Φώτη Ηλιόπουλου, πατέρα των διδύμων Βασιλικής και Μαρίας. Υπάρχει εκεί, όπως μας πληροφόρησε η κυρία Βάσω Ηλιοπούλου, το παλιό πλίνθινο σπιτάκι με κεραμοσκεπή του αείμνηστου παππού της. Ο κύριος Ηλίας, άνδρας της δίδυμης Μαρίας, θυμάται ότι του έλεγε ο πεθερός του Φώτης ότι η περιοχή εκεί ονομάζεται του “Τσαγκάρη η βρύση”.

Όπως αναφέρουν οι παλιότεροι, έκαναν διακοπές τα καλοκαίρια ο Φώτης με τους γονείς του, στο πλίνθινο σπιτάκι στου Τσαγκάρη τη Βρύση. Αλλά και όταν ο Φώτης παντρεύτηκε την Ασπασία, κατά τον μήνα του μέλιτος, την πήγε,  πάνω στο άλογο εκείνος και στο γαϊδουράκι η  νεόνυμφη, και αγρύπνησαν στο κτήμα,  μια νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι. Ίσως γι΄ αυτό οι δίδυμες βγήκαν φεγγαροπρόσωπες.

Δεν έφευγαν μόνο οι ιδιώτες για παραθερισμό στους αγρούς, έκλειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα και τα καταστήματα στη Βαλύρα. Ο παιχνιδιάρης Λύσανδρος Λάγιος έπαιρνε την ωραία του Ελένη και κατασκήνωναν πάνω στο βουνό, στου Τζούμη τη βρύση. Εκεί συναντούσαν τους φίλους τους από τη Λάμπαινα και τα Πετράλωνα, που είχαν να τους δουν από το προηγούμενο Καλοκαίρι.

Η ωραία Ελένη ήταν δύσκολη στο φλερτ, της άρεσε το κυνηγητό και ταλαιπωρούσε τον ελαφρώς ευτραφή και αργοκίνητο Λύσανδρο, ο οποίος έπρεπε να αποδείξει ότι τη θέλει πολύ, περνώντας πολλά εμπόδια ανάμεσα σε θάμνους, λιθάρια, βραχάκια, και ανώμαλα εδάφη, προκειμένου να φθάσει αγκομαχώντας, στον τέλος της διαδρομής, την πρωταθλήτρια της ζωής του.

Όμορφες παράγκες υπήρχαν στα ποτιστικά, κοντά στις όχθες της Μαυροζούμενας , όπου ψάρευαν οι παραθεριστές, αλλά και οι επαγγελματίες ψαράδες, διάφορα ψάρια του γλυκού νερού . Όμως και η αντανάκλαση του φεγγαριού και των άστρων, πάνω στα ήρεμα νερά του ποταμού , καθώς τα τζιτζίκια τραγουδούσαν τη δόξα του Καλοκαιριού, ήταν ένα μαγικό θέαμα.

Ξαπλωμένα τα παιδιά του Κώστα Φεφόπουλου πάνω σε κουρελούδες και σε αχυρένια μαξιλάρια, τον παρακολουθούσαν με προσοχή, καθώς τους έλεγε , σαν σε όνειρο θερινής νυκτός:

-Σιωπή! Τώρα ανεβαίνει το ολόγιομο φεγγάρι. Μη μιλάει κανένας, γιατί θα σας ακούσει και θα λακίσει μακριά. Αν δεν σας καταλάβει, θα κατέβη πάνω στο στρώμα σας και θα γίνει τεράστιο. Θα ανεβείτε επάνω του και να πετάξει ο νους σας ψηλά , μέχρι τα αστέρια στα όνειρά σας.

Κάποια χρονιά, καθώς μιλούσε ο Κώστας, ακούστηκε ένα τριζόνι. Πετάχτηκε αμέσως επάνω από τα στρωσίδια ο μικρός γιος του Δημητράκης και είπε δυνατά:


                                          Πανσέληνος.Φωτο: valueforlife.gr

-Σκα! Σκα! Έλα, έλα γκαγκάρι. Τόσο πολύ του άρεσε ο ουρανός με τα άστρα και το φεγγάρι, ώστε μεγαλώνοντας τα μετρούσε τα βράδια. Γι΄αυτό έλεγε η νονά μου η Καλλίτσα ότι  έβγαζε καφτρούλες (σπυράκια) πάνω στα χέρια του.

Το φεγγαράκι περπατάει μαζί μας, έλεγε η μικρή Κατίνα Φεφοπούλου, που καθώς προχωρούσε στα ανθισμένα μονοπάτια του χωριού, αισθανόταν ότι η σελήνη την προλάβαινε.

Λέγει ο αείμνηστος Αθανάσιος Δ. Καρύδης, στην περιγραφή του για τους “Ψαράδες της Βαλύρας”:

Τα μάτια μας πέφτουν και αναπαύονται στις γαλάζιες επιφάνειες των λιμνών, που όταν είναι καλοκαίρι στίλβουν από τις ακτίνες του ηλίου και γίνονται καθρέφτες της ζωής μας.

Οι νύχτες, όταν μάλιστα είναι πανσέληνες, με τη σιωπή που επικρατεί στη γύρω φύση, γεμίζουν τις ψυχές μας με αισθήματα νοσταλγίας και μυστικότητας.... αυτά τα φυσικά θέλγητρα σπρώχνουν τη σκέψη κάθε ανθρώπου στον Πανάγαθο Δημιουργό Θεό που τόσο ωραία πράγματα δημιούργησε για τον άνθρωπο”.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι Βαλυραίοι κατά τη δεκαετία του 1950, για περισσότερο από τρεις μήνες, εγκατέλειπαν την φυσιολογική ζωή τους και τις ανέσεις τους, τα καλοστημένα νοικοκυριά τους και με τα ελάχιστα, τα άκρως απαραίτητα, εναρμονίζονταν θαυμάσια με τη μητέρα φύση, επιστρέφοντας στην πρωταρχική θεϊκή πηγή.

Όχι! Δεν προτιμούσαν να είναι αραγμένα δελφίνια που σιγοψήνονται στην αμμουδιά της Καλαμάτας ή της Μεσσήνης. Πήγαιναν για κολύμπι, αλλά επέστρεφαν αυθημερόν και το επαναλάμβαναν περιστασιακά, μέχρι στην εορτή της μνήμης του Προφήτη Ηλία. Εκείνο που έλκυε την ψυχή τους και ικανοποιούσε βαθύτατα τις επιθυμίες τους , ήταν τα εύοσμα άνθη και οι καρποί της μακάριας γης της Βαλύρας, που ήταν η χαρά, η αρμονία και η ευτυχία όλων των αισθήσεων.

Με τα πρωτοβρόχια, οι μαγεμένοι οφθαλμοί από τη γλύκα του καλοκαιριού, άκουγαν την καμπάνα του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου να τους προσκαλεί. Επιβλητικό, με θεϊκή δύναμη το υψηλό καμπαναριό, πρόβαλε εμπρός τους, υπενθυμίζοντάς τους την ανάληψη των χειμερινών ευθυνών, καθώς τα σχολεία ανοίγουν στις αρχές του Σεπτεμβρίου. Είχαν όμως συσσωρεύσει άπλετο ήλιο βαθιά στα κόκαλά τους, για να αντέξουν στις δυσκολίες του κρύου χειμώνα, γι΄ αυτό και το χαμόγελο ποτέ δεν έλειπε από τα χείλη τους.

Η απλότητα, η λιτότητα, η επιστροφή στον Παράδεισο, η χαρά της ψυχής, χωρίς βαριές αλυσίδες, με απλοϊκές διαδικασίες, ήταν ο παραθερισμός εις τας εξοχάς. Όταν ο Κώστας Φεφόπουλος, αλλά και πολλοί άλλοι Βαλυραίοι, όπως ο Μπαρμπαλιάς, δεσμεύτηκαν, γιατί ο παραθερισμός στα κτήματα δεν ήταν μέρος της δημόσιας πρακτικής κατά τη δεκαετία του 1960, μετέφεραν τα στρώματά τους στα μπαλκόνια και στις βεράντες και εκεί εναρμονίζονταν με τον έναστρο ουρανό κατά τη διάρκεια του Καλοκαιριού, ώσπου οι ανεμιστήρες και πολύ αργότερα το air conditioning τους έκλεισαν για τα καλά μέσα στα σπίτια τους.

Νύχτες μαγικές, θερινές, νύχτες πανσέληνες, φεγγαρόφωτες, με απαλά γρυλίσματα και μουλωχτά υλακτίσματα, πλίνθινα, ψάθινα και επί των δένδρων ενδιαιτήματα, καθρεφτίσματα της ευσπλαχνίας του Θεού πάνω στην ασημένια, σαν την εικόνα της Παναγιάς, γη της Βαλύρας, αρμονία των αισθήσεων που ο χρόνος απαθανάτισε στην αιωνιότητα!  

ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ ΝΑ ΔΕΧΤΟΥΜΕ ΤΟ ΦΕΤΕΙΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ.


Ο Θεός μαζί σας!


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

19/5/2022


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου