Λίγο πριν από την Πεντηκοστή, το σωτήριον έτος 1959, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βαλύρα, χάρη στις προσπάθειες των προκομμένων κατοίκων της, είχε αρχίσει να ανακάμπτει οικονομικά και να επουλώνει σταδιακά τις πληγές της. Όχι ότι οι κάτοικοι ευημερούσαν ιδιαίτερα, αλλά με τη γεωργία , την κτηνοτροφία, τις μικρές βιοτεχνίες που έστησαν μετά τον πόλεμο, τα καταστήματα που άνοιξαν , και γενικά την αξιοποίηση των ικανοτήτων και δεξιοτήτων τους , την υπομονή, επιμονή και τη σκληρή καθημερινή εργασία τους, κατόρθωσαν να στηρίξουν τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους που σπούδαζαν μακριά τους, τα στρατευμένα νιάτα, να ανέλθουν οικονομικά, ακόμη και να αποταμιεύσουν τα απαραίτητα χρήματα για τη μετανάστευσή τους στο εξωτερικό, μόνοι ή μαζί με την οικογένειά τους.
Αρκετοί απελπίστηκαν , εμπρός στη βομβαρδισμένη εικόνα του χωριού μετά τον Πόλεμο και στην εξαθλίωση που προκάλεσε ο Εμφύλιος στη συνέχεια, γι΄ αυτό έσφιξαν την καρδιά τους και αναζήτησαν μία δεύτερη πατρίδα, για να μπορέσουν να “υπάρξουν”. Αρκετοί πρόκοψαν εκτός Ελλάδας, αλλά ορισμένοι εξ αυτών άφησαν τα κόκαλά τους πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές που έστηναν, ως σιδεράδες στις Η.Π.Α. και στον Καναδά, ή απασχολούμενοι σκληρά στα εργοστάσια της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Εκείνοι όμως που δεν θέλησαν για κανένα λόγο να αφήσουν τον τόπο που γεννήθηκαν και βύζαξαν το γάλα της ζωής, να απαρνηθούν τον μακάριο κάμπο και τις όμορφες ραχούλες της Βαλύρας, εκλογίκευσαν την κατάσταση ως ένα “τυφώνα” που πέρασε και τα ισοπέδωσε όλα, έκαναν τον σταυρό τους, ανασκουμπώθηκαν και έπιασαν άμεσα δουλειά, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αξιομνημόνευτη είναι η προσφορά στο χωριό των αδελφών Μπλέκου, του Σταύρου Ράμμου, των αδελφών Παπασαραντόπουλου, του Μιχάλη Λιοντήρη, του Αθανασίου Λιοντήρη, του Βασίλη Σταυριανόπουλου (Βάκη), του Γεωργίου Καρύδη, της οικογένειας Τσάμη, της οικογένειας Δικαίου, του Θανάση Καρύδη (Μάη), της Θοδώρας Μπουρίκα και του Σκαρμούντζου από το Πλατύ, των οικογενειών Βίγκου, Δημητρακόπουλου, Ιωάννου, Καρύδη, Κόνιαρη, Λύσανδρου και Μιχάλη Λάγιου, Λατζούνη, Μακρή, Μπότσικα, Μπουρίκα, Μπουρολιά, Παπαδόπουλου ,Τσαγκάρη, Φειδά και άλλων πολλών , που θα χρειαζόμασταν πολλές σελίδες για να περιγράψουμε τον αγώνα τους, όσον αφορά την πρόοδο και οικονομική ανάκαμψη της μεταπολεμικής Βαλύρας.
Ας δούμε όμως τους άξιους συνδαιτυμόνες της Καλλίτσας Λινάρδου Φεφοπούλου, το σωτήριον έτος 1959.
Καθώς ο Παρασκευάς Φειδάς είχε φορτώσει επάνω στο κάρο του ένα μεγάλο μπαούλο, από το τραίνο στον σταθμό του χωριού, το οποίο έστειλε η Χρυσαυγή, η αδελφή της Καλλίτσας από το Detroit των Η.Π.Α. στην οικογένεια της αδελφής της, σταμάτησε στην πλατεία, στη μικρή αποθήκη, πίσω από την οικία της Αγγελικής Λύρα, όπου στέγαζε ο αείμνηστος Βάκης, δηλαδή ο Βασίλης Σταυριανόπουλος , τη γεννήτρια του , με την οποία τροφοδοτούσε με ρεύμα το χωριό, παράλληλα ο ίδιος λειτουργούσε αλευρόμυλο και ελαιοτριβείο εμπρός στον ίδιο χώρο και καμίνι με τον συνεργάτη του Αθανάσιο Λιοντήρη, λίγο έξω από τη Βαλύρα, πηγαίνοντας προς τη Σκάλα. Αφού φόρτωσαν ένα σακί αλεύρι σίτου, ανέβηκε ο Βάκης πάνω στο κάρο και τράβηξαν για το Μπιζάνι, προς το αρχοντικό που κληρονόμησε η Καλλίτσα από τον πατέρα της, τον αείμνηστο Δημήτρη Λινάρδο.
Αριστερά, ο μικρός Δημήτρης και η μητέρα του Καλλίτσα Λινάρδου Φεφοπούλου και πρώτος δεξιά ο πατέρας του Κώστας Φεφόπουλος.Φωτο: καθ. Ι.Δ.ΛύραςΟ άνδρας της , Κώστας Φεφόπουλος, άνοιξε την καλή είσοδο του σπιτιού, και τους βοήθησε να ανεβάσουν τα πράγματα από τις εσωτερικές ξύλινες σκάλες, πέρασαν μέσα από τη μακρόστενη παλιά τραπεζαρία, στη συνέχεια από την κουζίνα, όπου άφησαν το σακί με το αλεύρι, ενώ το μπαούλο το τοποθέτησαν στο διπλανό δωμάτιο των κοριτσιών, της Τούλας, Γωγούλας, Χρυσούλας και Κατίνας.
Ήταν η εποχή που έριχναν μπετόν στη βόρεια πλευρά του αρχοντικού, για να φτιάξουν ένα υπόστεγο στην αυλή, χώρο για την εκτροφή των τριών γουρουνιών τους και για τις κότες τους, και γερές τσιμεντένιες σκάλες, οι οποίες να συνδέονται με το μπαλκόνι στην κουζίνα, στον δεύτερο όροφο.
Στον δρόμο απέναντι, οι αδελφοί Παπασαραντόπουλοι, άριστοι βοηθοί των αδελφών Μπλέκου, σαν πίθηκοι είχαν σκαρφαλώσει πάνω στη στέγη και επισκεύαζαν την κεραμοσκεπή του σπιτιού του μπάρμπα Γιώργη Σφήκα.
-Διάλειμμα για ένα μεζέ, είπε η Καλλίτσα χαμογελώντας. Μάστορα, φώναξε και τους βοηθούς σου, υπάρχει φαγητό για όλους. Καθώς ο αρχιμάστορας Κώστας Μπλέκος καλούσε τα παλικάρια του, ανηφόριζε προς το Μπιζάνι κι ο Σταύρος Ράμμος.
-Εσένα σε θέλω, μπορείς να κάτσεις λιγάκι, του είπε, γιατί είχαν αναλάβει μία από κοινού εργασία. Η προκομμένη Καλλίτσα προσκάλεσε και τον Σταύρο Ράμμο στο γεύμα, έστρωσε ένα μακρόστενο καρό , υφαντό τραπεζομάντιλο της μάνας της, Δήμητρας Σιάγκρη, μέχρι τέσσερα μέτρα μακρύ ,και και οι συνδαιτυμόνες στρώθηκαν κατά μήκος, στα δύο μονοκόμματα πλαϊνά καθίσματα, ο ένας δίπλα στον άλλο. Η οικοδέσποινα έλαβε στην κορυφή του τραπεζιού τη θέση της , με τον αρχιμάστορα δεξιά της και ο άνδρας της κάθισε απέναντι, με τον Σταύρο Ράμμο δεξιά του. Ο Γιώργος και ο Τάκης, τα αδέλφια του Κώστα Μπλέκου, είχαν βάλει ανάμεσά τους τον Βάκη και τον πολιορκούσαν με ερωτήσεις για τις επιχειρήσεις του μέλλοντος, ενώ ο μπάρμπα Παρασκευάς καθόταν και συμβούλευε τα νεαρά μαστόρια, τα Παπασαραντοπουλάκια, όπως τα έλεγαν, τον Γοργόνη, Κώστα, Θεμιστοκλή και Θανάση, πόσο κοστίζει να αγοράσουν ένα κάρο για το άλογο της οικογένειας τους.
-Θανάση μου, είπε η Καλλίτσα , ποτέ δεν θα ξεχάσω όταν μετά τον πόλεμο δέθηκες με εκείνη τη χοντρή τριχιά, και χωρίς φόβο ανέβηκες πάνω στον τρούλο του Αγίου Αθανασίου και έφτιαξες τα κεραμίδια στη στέγη του. Ο Θεός να σε έχει καλά. Κάποια στιγμή πήγες να γλιστρήσεις, να χάσεις την ισορροπία σου, κι έσπασε η καρδιά της μάνας σου, που γονατιστή έκανε τον σταυρό της και σε παρατηρούσε από το προαύλιο της εκκλησίας. Όταν τελείωσες σώος και αβλαβής, μία λαμπάδα ίσα με το μπόι σου πήγε και άναψε.
-Μα θα με άφηνε ο Θεός να πέσω; δεν θα με προστάτευε η χάρη του Αγίου Αθανασίου; φοβόταν χωρίς λόγο η μάνα μου, είπε χαμογελώντας ο Θανάσης.
- Και ποια γυναίκα δεν φοβάται; παρατήρησε ο Βάκης. Πού να δείτε από τι ανάκριση με πέρασε η Λύραινα, μέχρι να στήσω τη γεννήτρια στην αποθήκη του σπιτιού της, κι ας κρατούσε γελώντας τα προσχήματα. Λες και θα έβαζα βόμβα να της ανατινάξω τα παιδιά μέσα στο σπίτι. Αλλά εκείνος ο πρασινομάτης , ο γιος της ο Γιάννης, Πω! Πω! μεγάλη μάρκα μάνα μου! Τίποτα δεν του ξεφεύγει. Έντεκα χρονών σπίνος και πού να δείτε τι κάνει! Έχει ένα μεγάλο τετράδιο και μας έχει καταγραμμένους όλους. Μια μέρα του λέω, έλα εδώ βρε Γιάννη, για διάβασέ μου να δω πού βρισκόμαστε.
- Οι άνθρωποι στο χωριό έχουν 4 καμίνια, 7 παντοπωλεία, 4 ταβέρνες, εσύ έχεις τέσσερες επιχειρήσεις, τη γεννήτρια για ηλεκτροδότηση, το ελαιοτριβείο, τον αλευρόμυλο και το καμίνι με τον Θανάση Λιοντήρη. Ο Τσάμης δίπλα έχει πέντε επιχειρήσεις, χασάπικο, παντοπωλείο, τυροκομείο, σταφιδαποθήκη και καμίνι στα Κουβέλια...δεν έχω ακόμη ολοκληρώσει την καταγραφή με όλους τους ανθρώπους, γιατί κουράζομαι και με την καταγραφή του χωριού μας, μου λέει και συνέχισε:
Το χωριό έχει 14 εκκλησιές μαζί με τα ξωκκλήσια, 2 αρχαία γεφύρια και 12 μονότοξα γεφύρια στη Μαυροζούμενα. Επίσης, έχει δύο φυσικούς μύλους, με τον δικό σου τρεις. Ο δικός σου διαφέρει με τα λουριά που κινούν τα λιθάρια και είναι πολύ σπουδαίος. Αξιοθέατα έχουμε το σπίτι του Παπασαραντόπουλου που έμενε ο Τζαφέρ Αγάς , το τέμπλο του Αγίου Αθανασίου, τους Άγιο Βλάσιο και Άγιο Νικόλαο που είναι πολύ παλιές εκκλησίες, με κεραμικό διάσκομο, όπως λέγει ο κύριος στο σχολείο.
-Δηλαδή πόσο παλιές, βρε Γιάννη, είναι οι εκκλησιές αυτές; τον ρώτησα.
-Ου ου ου ου ..τόσο! Θα ρωτήσω τον κύριο στο Σχολείο, αν ξέρει.
-Καλά, και εσύ πώς τα έμαθες όλα αυτά για το χωριό; απόρησα.
-Περπάτησα από τα Κουβέλια μέχρι τη Σουβάλα πολλές φορές τα μεσημέρια μπρος- πίσω, και τα ανακάλυψα μόνος , μού απάντησε.
-Κατάλαβα! Γι΄αυτό σε λένε Νταλαμεσημέρι και Νταλόγιαννη. Και δεν μου λες, όλα αυτά τα στοιχεία θα τα πουλήσεις στη εφορεία ή στην αστυνομία για να βγάλεις φράγκα;
-Όχι! Θα τα έχω για να τα λέω στους μαθητές μου, όταν θα γίνω καθηγητής.
-Α! Ώστε καθηγητής θέλεις να γίνεις, κι εγώ που νόμιζα ότι θα σε έχω συνεργάτη στις επιχειρήσεις στα γεράματα. Δεν θα σε έχω, τι κρίμα!
- Εσένα, γιατί νομίζεις ότι σε λένε Βάκη; Μάντις είσαι; μου απάντησε και συμπλήρωσε: Δεν πρόλαβα να προσθέσω και τη βιοτεχνία Βότρυς, που μαζεύει τη σταφίδα , στην αποθήκη, κάτω από τις γραμμές του τραίνου. Την επισκέφτηκα σήμερα, μονολόγησε και έγινε άφαντος.
Όλοι γέλασαν με την καρδιά τους, γιατί εντυπωσιάστηκαν, πώς ένα παιδάκι έχει τόσο ενδιαφέρον για τα επιχειρησιακά δρώμενα στο χωριό και ασχολείται με τη λαογραφία της Βαλύρας.
-Να είναι ευλογημένο το παιδί, ο Θεός να το έχει καλά, είπε χαμογελώντας η Καλλίτσα.
Όλοι εργαζόταν σκληρά! Ο υπεύθυνος, υπομονετικός και συνετός Θανάσης Παπασαραντόπουλος ήταν πάντα σκεφτικός, γιατί το μεροκάματο δεν επαρκούσε για πολύ στο χωριό και τελικά αποφάσισε να φύγει μετανάστης στην Αυστραλία. Εκείνος, από τους τέσσερεις αδελφούς, που έμεινε σταθερά στη Βαλύρα, ήταν ο ευλογημένος Κώστας, ο οποίος ήταν το δεξί χέρι των γερόντων, έκανε όλες τις δουλειές που του ζητούσαν, και πολλές φορές δωρεάν, όταν έβλεπε ότι αδυνατούσαν οι παππούδες μας να τον πληρώσουν. Ακόμη και στη συλλογή του ρυζιού εργαζόταν στον κάμπο του χωριού, για να βγαίνει το μεροκάματο.
Καθώς έτρωγαν ελαφριούς μεζέδες και έπιναν λευκό ξηρό κρασί, παραγωγή της οικογένειας Κώστα Φεφόπουλου, η συζήτηση στράφηκε σε έναν απολογισμό των δρώμενων, όσον αφορούσε τις ενέργειες οικονομικής ανάκαμψης του χωριού μεταπολεμικά.
Εγώ, είπε ο Κώστας Φεφόπουλος ,θαυμάζω τον φίλο μου Μιχάλη Λιοντήρη. Μπορεί οι Ιταλοί να του έκλεβαν το μέλι στον πόλεμο, να αγανακτούσε και να υπέφερε ο άνθρωπος, κάτω από τη μπότα του κατακτητή, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Ήταν από τους πρώτους που πέρασε το μήνυμα στο χωριό ότι η ζωή συνεχίζεται, και πρέπει να εργαστούμε σκληρά. Πρώτος σήκωσε τα μανίκια και έστησε το μελισσομάντρι του στον μπαξέ του στα ποτιστικά στο αυλάκι. Το καλοκαίρι πηγαίνει τις κυψέλες άλλοτε στην Καρδαμύλη και άλλοτε στη Μεγαλόπολη ή στη Βυτίνα για θυμάρι ή έλατο , εκτός από τα άνθη, τις καλλιέργειες και τη χλωρίδα της Βαλύρας. Πολλά χρήματα δεν έκανε στην αρχή, γι΄ αυτό και σωστά σκέφτηκε και αγόρασε την κλωσσομηχανή. Θησαυρός η μηχανή αυτή! Μέχρι από το Κοπανάκι έρχονται για να αγοράσουν κοτοπουλάκια.
-Τώρα που μου το θύμισες, είπε η Καλλίτσα, του έχω παραγγείλει πέντε για τα παιδιά, ο καθένας να μεγαλώσει το κοτόπουλό του .
Τρία επιπλέον να πάρεις Καλλίτσα, είπε ο άνδρας της, γιατί αν ψοφήσει κανένα και δεν έχουμε αντικαταστάτη, θα έχουμε μεγάλο θρήνο στο σπίτι! Είπες του Μιχάλη να μας φέρει κι ένα κιλό μέλι;
-Ναι! απάντησε η οικοδέσποινα, και πήγε να γεμίσει τις κανάτες με δροσερό νερό.
-Πολύ καλός άνθρωπος ο Μιχάλης, πρόσθεσε ο μπάρμπα Παρασκευάς. Μια ημέρα, ο Γιώργης μου με τον Ανδρόνικο πήγαν επίσκεψη στα κουβέλια του Μιχάλη και γύρισαν πίσω στο σπίτι με ένα μεγάλο κομμάτι κηρήθρα ο καθένας τους. Έγλυφαν όλη την ημέρα τα δάχτυλά τους.
-Εκείνον που ποτέ δεν κατάλαβα, είναι ο Γιώργος Καρύδης, είπε ο Τάκης Μπλέκος. Ενώ είναι ένα δυνατό επιχειρηματικό μυαλό, και ο πρώτος που έφερε την καλλιέργεια του βάμβακος στη Μεσσηνία, το βαμβάκι δεν ευδοκίμησε στη Βαλύρα, στη Βαλτοκκλησιά , δίπλα από το κτήμα του Παπασαραντόπουλου που το έσπειρε.
-Δεν είναι πρόσφορο το έδαφος εκεί, έχει μεγάλη υγρασία για την καλλιέργεια βάμβακος , απάντησε, δίνοντας μία λογική εξήγηση ο αδελφός του Τάκη, Γιώργος Μπλέκος.
-Ο Καρύδης , είπε ο Βάκης, είναι κρυψίνους από τη φύση του και εξήγηση για το βαμβάκι δεν έδωσε ποτέ σε κανέναν, αλλά την αμέσως επόμενη χρονιά έσπειρε σουσάμι στο κτήμα του, πίσω από το σπίτι της Μπακοβασίλως .Και το σουσάμι όχι μόνο ευδοκίμησε, αλλά πολλαπλασιάστηκε και πλήρωσε τη γη, με μία εξαίρεση: Όρμησαν κατά πάνω του όλα τα πεινασμένα πουλιά του κάμπου και δεν του άφησαν ούτε ένα δράμι. Τότε μίλησε και είπε:
-Για να έχω παραγωγή στη Βαλύρα, θα πρέπει πρώτα να πιάσω και να σκοτώσω όλα τα πουλιά του κάμπου, τα επικηρυγμένα κοράκια και τις καρακάξες, γι΄ αυτό εγκατέλειψε την προσπάθεια στο χωριό μας. Αλλά αργότερα, και ως Πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού, δραστηριοποιήθηκε και καλλιέργησε στη Βαλτοκκλησιά με μεγάλη επιτυχία τα ψιλοφάσουλα.
-Μετά τον πόλεμο δεν είχαμε σπόρους να σπείρουμε , γιατί στην “πείνα” τα φάγαμε όλα. Τώρα, που έχουμε άφθονους σπόρους, αντιμετωπίζουμε άλλα εμπόδια , είπε η Καλλίτσα. Και τα ψιλοφάσουλα θέλουν μάζεμα το απόγευμα αργά, να μην ανοίγουν και πέφτει με τη ζέστη στη γη ο καρπός τους.
-Τον Μάη (Θανάση Καρύδη) τον βλέπεις καθόλου; πώς πάει; ρώτησε ο Βάκης τον Σταύρο Ράμμο.
Ο Αθανάσιος Καρύδης με την οικογένειά του και εργαζόμενους μαζεύουν ντομάτες στον κάμπο της Βαλύρας.Φωτο: καθ. Ι.Δ. Λύρας
-Μια χαρά! Οι Φωτεινοί ας είναι καλά, που με το κάρο τους κουβαλάνε συνέχεια ντομάτες από τον κάμπο. Και η Θοδώρα με τον Σκαρμούντζο από το Πλατύ πάνε πολύ καλά. Συνέχεια έρχονται τα φορτηγά από το Ναύπλιο και παραλαμβάνουν εμπόρευμα από το σπίτι του Γιώργου Γεωργακόπουλου στον σταθμό.
Στη συνέχεια άλλαξε η συζήτηση.
-Τα αδέλφια σου πώς είναι Παρασκευά; ρώτησε ο Κώστας Φεφόπουλος.
-Ανέλαβα τα χρέη του πατέρα μου και τους δρομολόγησα όλους στην Αθήνα. Όχι ότι δεν τους στέλνω το μερίδιό τους. Το λάδι τους και όλα τα ντόπια προϊόντα τα λαμβάνουν κάθε χρόνο με το παραπάνω.
Ο Ανδρέας είναι καθηγητής μαθηματικός στο Πανεπιστήμιο, αλλά μου λέει ότι θα πάει στο Ι.Κ.Α να δουλέψει και θέλει να ανοίξει φροντιστήριο μαθηματικών στην Άνω Δάφνη, στην Αθήνα. Ο Μίμης, αφού έχασε τα μάτια του στον Πόλεμο στη Μικρά Ασία, του χάρισε η Βασίλισσα Φρειδερίκη το πρώτο ρολόι στην Ελλάδα για τυφλούς ,και τον τοποθέτησε, ως αστυνομικό, στο περίπτερο μέσα στο Πανεπιστήμιο. Πολύ σοφός άνθρωπος είναι αυτός ο αδελφός μου. Ο Χαραλάμπης έγινε σπουδαίος ράφτης στην Αθήνα, παντρεύτηκε μία δασκαλίτσα, μόλις τελείωσε τη σχολή της, με καταγωγή από το Σάμαρι, και της έκτισε ολόκληρο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο, κοντά στον Ερυθρό Σταυρό στην Αθήνα, τη λεγόμενη Σχολή Φειδά. Ο Λεωνίδας τυφλώθηκε και ο Χαράλαμπος του άνοιξε ένα μπακάλικο στην Αθήνα. Ο Κώστας πήγε στην Αμερική, έκανε χρήματα και γύρισε για λίγο πίσω το 1956, αλλά του είπε ο γιος του τι με έφερες στο χωριό; θέλεις να γίνω τσοπάνος, που εμένα μου αρέσει να σπουδάσω, και ξαναέφυγαν για τη ξενιτιά. Οι αδελφές μου, η Πολυτίμη και η Γεωργία έγιναν καπελούδες. Έχουν δικό τους ατελιέ κατασκευής καπέλων , μέχρι και τα καπέλα της Βασίλισσας Φρειδερίκης έχουν αναλάβει.
Εκείνη την ώρα ανέβηκε στο αρχοντικό ο Μπαρμπαλιάς , ο εγγονός του Καλόγερου Φουντή και γιος του μάστρο Ανδρέα Κοντόπουλου - που έμενε απέναντι από το αρχοντικό του Φεφόπουλου στο Μπιζάνι - κρατώντας στην αγκαλιά του την ενός έτους πρώτη κόρη του, που ήταν αβάπτιστη.
-Ηλία σε κάλεσα, είπε η Καλλίτσα, για να κλείσουμε το μυστήριο. Θέλουμε να βαφτίσουμε το παιδί ο Δημητράκης κι εγώ.
-Εντάξει κουμπάρα! είπε χαμογελώντας ο είκοσι έξι ετών τότε Λιας, και μεγάλη χαρά ακολούθησε στο αρχοντικό της Καλής.
-Πώς πάει Μαστρολιά; τον ρώτησε ο Κώστας Μπλέκος.
-Τον τόρνο παράγγειλα, απάντησε εκείνος, με τα χρήματα που μάζεψε η Βγενικούλα από τη σταφίδα, και προχωρούμε.
-Για κοίτα την! είπε η νονά Καλλίτσα, κοιτάζοντας το βρέφος, μάς ακούει και λαγοκοιμάται , θηλάζοντας το δάχτυλο.
-Όταν θα μεγαλώσεις εσύ κοπέλα μου, η Βαλύρα θα είναι αγνώριστη, είπε χαμογελώντας ο Βάκης.
- Μάντι Βάκη! Σχολίασε χαμογελώντας ο Παρασκευάς και πρόσθεσε: Όπως λέγει η ευλογημένη μανούλα μου , η Βγενιά, πρώτα ο Θεός και μετά τα τσουκάλια. Γιατί αν δεν έχεις την υγεία σου δεν θα έχεις χρήματα να αγοράσεις τσουκάλι , τροφή για να μαγειρέψεις και όρεξη για να φας.
-Τι θα έχουμε τότε, όταν θα μεγαλώσουμε, θείε Βάκη; ρώτησε ο μικρός Δημητράκης Φεφόπουλος.
-Θα έχετε Γυμνάσιο, Λύκειο, Βιβλιοθήκη, Μουσείο, Γηροκομείο, Αρχονταρίκι στον Άγιο Αθανάσιο, Τράπεζα, Ιατρική Μονάδα, Παιδικό Σταθμό, Ξενοδοχείο, Θέατρο, Κτίρια για τους Συλλόγους του Χωριού, Γήπεδο, Στάδιο, ωραία καταστήματα και βιοτεχνίες, αναπαλαιωμένα ωραία παλιά σπίτια και κτίρια, όμορφη πλατεία, πολύ καλό αρδευτικό σύστημα, πολλές δυνατότητες αξιοποίησης της γης για κατάλληλη καλλιέργεια του εδάφους, ωραία καινούρια σπίτια, δρόμους , όλα τα καλά του Θεού θα έχετε στους όμορφους κήπους και μπαξέδες σας, στα περιβόλια και στα κτήματα, αν συνεχίσετε να εργάζεστε σκληρά και ενωμένοι, όπως εμείς σήμερα.
-Μυαλό , ομόνοια, και ήθος να έχουν , και όλα τα άλλα θα έλθουν, απάντησε με συστολή και επίγνωση, ο εκ φύσεως επιφυλακτικός, αείμνηστος Μαστρολιάς, καθώς νανούριζε την κόρη του.
-Εσείς Γοργόνη, Κώστα και Θεμιστοκλή, με κατεβασμένο το κεφάλι, στόμα έχετε και μιλιά δεν βγάλατε σήμερα , παρατήρησε ο Σταύρος Ράμμος. Αλλά θα μου πείτε, μήπως εγώ είμαι καλύτερος;
-Πες μας, εσύ Σταύρο, πώς πάνε οι δουλειές σου; ρώτησε ο Γοργόνης.
-Οι δουλειές μου καλά πάνε, και θα σας δώσω μερικά μεροκάματα την επόμενη εβδομάδα, που θα επισκευάσουμε τη στέγη στο σπίτι του Θανάση Καρύδη, στο Μπιζάνι.
-Και η Νανώ δίπλα σάς χρειάζεται , να βάψετε το κατώγι, πρόσθεσε ο Κώστας Φεφόπουλος.
-Όλα θα τα φτιάξουμε, απάντησε ο Θεμιστοκλής, που γι΄ αυτόν τον λόγο έγινε Μαρξιστής στη συνέχεια, δραστηριοποιήθηκε στον Αγροτικό Συνεταιρισμό, και κυνηγήθηκε για τα αριστερά του φρονήματα, μέχρι που είδε να ναυαγεί κυριολεκτικά το ρομαντικό όραμά του, για μια καλύτερη Βαλύρα, και ταξίδεψε σημαδεμένος και μη συμφιλιωμένος με τον Θεό, στην αιωνιότητα.
-Ξέρεις τι είναι αυτός; ρώτησαν κάποτε έναν νέο στη Βαλύρα οι παλαιότεροι, όταν είδαν να περνάει ο Γοργόνης στην πλατεία του χωριού, ο οποίος μεταπολεμικά επισκεύασε, μαζί με τα αδέλφια του, σχεδόν όλες τις στέγες στα σπίτια της Βαλύρας.
-Γκαρσόν στα πανηγύρια, απάντησε ο νέος, γιατί μόνο αυτό γνώριζε.
Ας μη ξεχνάμε να αποτείνουμε φόρο τιμής σε εκείνους , οι οποίοι χάραξαν τον δρόμο, για να διαβούμε εμείς σήμερα.
Ο Θεός να αναπαύει τους άξιους συνδαιτυμόνες της αείμνηστης Καλλίτσας.
Θερμές ευχαριστίες στον κ. Γιώργο Φειδά , συνταξιούχο επιχειρηματία, που θυμήθηκε και περιέγραψε τις επιχειρηματικές δράσεις τον Βαλυραίων, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίες άλλαξαν το τοπίο της μεταπολεμικής Βαλύρας.
Ευγνωμοσύνη προς τον καθ. Ιωάννη Δ. Λύρα, Βιολόγο και Ιστοριοδίφη, για τη σταθερή συνδρομή του, τον εμπλουτισμό του κειμένου με ιστορικά, λαογραφικά δεδομένα και φωτογραφικό υλικό.
Πολλές ευχαριστίες στον φίλο και συνεργάτη μας κ. Γιώργο Λιοντήρη, πολιτικό μηχανικό, ο οποίος μας έδωσε αναλυτική περιγραφή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του αείμνηστου πατέρα του, Μιχάλη Λιοντήρη.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
25/5/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου