Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ ΓΡΙΒΑΡΕΣΤΕΙΔΗΣ, Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΗΣ ΒΑΛΥΡΑΣ

 

                                                           Βαλύρα.Φωτο:καθ.Ι.Δ.Λύρας

Ο Αριστείδης Γρίβας δεν  ήταν Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, δεν ήταν εκλεγμένος  Πρύτανης Πανεπιστημίου, δεν ήταν  Αρχιστράτηγος, ούτε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.    Ήταν ένας πιστός στον Θεό, ταπεινός και καλοκάγαθος Βαλυραίος αγρότης, τον οποίο, λόγω της καθαρότητας της ψυχής του, επέλεξε το Άγιο Πνεύμα για να φωλιάσει μέσα του. Έχτισε ο Τριαδικός Θεός πρυτανείο σε τούτον τον φωτισμένο νου, εντός της μακαρίας ψυχής του Γριβαρεστείδη, εκεί που περισσεύει η ανθρώπινη γνώση και η κατά κόσμον σοφία. Εξ ονόματος του Θεού προέλεγε και ερμήνευε τη θέλησή του Παντοδύναμου  Πατέρα, δια ζώσης φωνής, ο θεόπνευστος αγρότης και προφωνούσε λόγο μέλλοντα, "εκπληρούμενο εν καιρώ". Προετοίμαζε τη Βαλύρα για τα κακώς ερχόμενα, προσημαίνοντας ο φωτισμένος γέροντας τόσο τα αναμενόμενα προβλήματα του τόπου όσο και τα μελλοντικά  προβλήματα της ανθρωπότητας.

Ο Αριστείδης γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του 1890 και απεβίωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ήταν ένα καλό Γριβέϊκο πουλάρι του Κυρίου, άριστος κατά Θεόν και αρεστός στους συγχωριανούς του. Ήταν ο Γριβαρεστείδης ο Προφήτης, της δεκαετίας του 1950 , στον μοναδικό διάκοσμο της αθάνατης Βαλύρας.

Ο  Μεγαλοδύναμος Θεός τον ήθελε απερίσπαστο ως προς την αφοσίωση του στο θείον, σε τούτη την πρόσκαιρη ζωή, αλλά το τίμημα ήταν βαρύ για τον μικροκαμωμένο Αριστείδη. Έχασε πρόωρα τη θεοσεβούμενη γυναίκα του , πολύ πριν από τον πόλεμο του 1940, και έμεινε μόνος του για να φροντίσει εξ ολοκλήρου τα του οίκου του, την ανατροφή του μοναχογιού του Παύλου, που Πούλο τον φώναζε, όπως  έλεγαν τα καλά άσπρα Γριβέϊκα πουλάρια στη Βαλύρα, και να φέρνει βόλτα με υπομονή, επιμονή και σκληρή εργασία τα κτήματα και τα ζώα της πατρικής του περιουσίας.

-Άκου Πούλο μου , είπε ο στοργικός πατέρας, καθώς τον χτένιζε για να τον στείλει στο σχολείο : Ό,τι και να σου λένε τα άλλα παιδιά δεν πρέπει να εξοργίζεσαι, απλά να προστατεύεις τον εαυτό σου καθισμένος μακριά τους. Να λες σιωπηλά από μέσα σου, “Θεέ μου, μικρά είναι ακόμη τα καημένα και δεν ξέρουν. Κύριε , φώτιζέ τα να αποκτήσουν τη γνώση και τη σοφία Σου και στην καρδιά τους αγάπη”.

Πούλο μου, έτσι και ξεχαστείς και η οργή του διαβόλου φωλιάσει στην ψυχή σου, δύσκολα βγαίνει μετά. Το βράδυ, που θα θέλεις να προσευχηθείς στον Θεό, πριν ξαπλώσεις, δεν θα σε ακούει αν είσαι οργισμένος, ούτε εσύ θα προσλαμβάνεις στη σκέψη σου τον θείο λόγο του Χριστού.

-Ναι πατέρα, είπε ο Πούλος, έτσι έκανα προχθές στο σχολείο, αλλά θύμωσε πολύ ο διάβολος και όπως ανέβαινα τα σκαλιά για να μπω στην τάξη μού στραμπούλησε το αριστερό πόδι.

-Ε! και μετά τι έγινε; Αμέσως το έβαλε ο Κύριος πάλι στη θέση του, απάντησε ο Πούλος και γέλασε ευτυχισμένος ο Γριβαρεστείδης.

Μόλις έφυγε το παιδί, φόρτωσε στο μουλάρι δυο σακιά λούπινα , το υφαντό κιλίμι της συγχωρεμένης κυράς του , μια πλάκα σαπούνι και μια βούρτσα, και βγήκε στη δημοσιά, κάτω από την πλατεία του χωριού, για πάει στο ποτάμι, να αφήσει κάτω από το  γεφύρι τα σακιά με τα λούπινα για να ξεπικρίσουν και να πλύνει καλά το χαλί , που το είχε γεμίσει ο Πούλος με στάχτες από τα απρόσεχτα παιδικά του πατήματα.

Μόλις έφτασε στο γεφυράκι στο ρέμα, στον δημόσιο δρόμο που τώρα είναι μπαζωμένο, συνάντησε τον αείμνηστο ξάδελφό του Δημήτρη Γρίβα, που ήταν  ξαναπαντρεμένος και είχε από τον πρώτο γάμο του μία κόρη και από τον δεύτερο δυο κόρες και δυο γιούς.

-Καλημέρα Δημητρό, του είπε με χαμόγελο και καλοσύνη.

-Καλημέρα Αριστείδη, για πού το έβαλες με φορτωμένο το μουλάρι;

-Πάω να αφήσω τα λούπινα στο ποτάμι , να πλύνω το χαλί της συγχωρεμένης και να ανάψω ένα κερί στην Παναϊτσα για την υγεία του  Πούλου μου, που υποφέρει από τις αμυγδαλές του και κρυώνει συνέχεια.

-Τι έλαχε και σε σένα! είπε εκείνος , κρατώντας σταθερά το γυριστάρι της μαγκούρας του.

Το σκέφτηκες εκείνο που σου είπα τις προάλλες για τη ξαδέρφη της γυναίκας μου; Πόσο θα παλεύεις μοναχός; Μακριά δεν είναι η ζωή για να τη φέρνεις βόλτα μόνος σου; Πόσο θα αντέξεις να είσαι μάνα και πατέρας για τον Πούλο σου, που είναι ακόμη μια μπουκιά άνθρωπος, χωρίς μία χείρα βοηθείας;

-Το σκέφτηκα Δημητρό και σε ευχαριστώ.  Συγχώρησε με , πρέπει να βιαστώ γιατί έχω να βάλω και τσουκάλι. Θα γυρίσει το παιδί από το σχολείο και δεν θα  υπάρχει στο σπίτι τίποτα για να φάει.

Ο Δημητρός τον άρπαξε από το χέρι - μέσα στη βιασύνη του προσπαθώντας να ξεφύγει - και τον κοίταξε κατάματα με στοργή.

-Αριστείδη μου, μην απορρίπτεις αυτό που σου πρότεινα, χρειάζεσαι γυναίκα στο σπίτι. Μέχρι και η πεθαμένη σού φωνάζει ότι πρέπει να ξαναπαντρευτείς κι εσύ δεν την ακούς!

-Μη στενοχωριέσαι για μένα Δημητρό μου, έχω πολύ καλή συντροφιά τα βράδια, που με κρατάει ξάγρυπνο, μέχρι να λαλήσει ο κόκορας!

Σπίθες πέταξαν τα μάτια του Δημητρού. Μόλις το πρόσεξε ο Αριστείδης, έβαλε τα γέλια.

-Την τρίτομη Αγία Γραφή και τους Αγίους Πατέρες εννοώ, απάντησε ο δούλος του Θεού. Εσύ τι νόμισες; Καμιά σουσουράδα ή τσαπερδόνα που παίζουν τα μάτια της και γαργαλούν τα πόδια της; Διαβάζω κάθε βράδυ. Και της συγχωρεμένης της άρεσε πολύ και αρκετά βράδια διάβαζα εγώ σιγανά στο κρεβάτι και εκείνη κρατούσε τεντωμένο το αφτί της για να μην χάσει καμιά αράδα, μέχρι που την έπαιρνε ο ύπνος.

Γι΄ αυτό και το παιδί το φωνάζουμε Πούλο, όπως τα καλά και πιστά Γριβέϊκα πουλάρια του Αη Γιώργη, για να έχει πάντα τον Χριστό στην κεφαλή του , να το φωτίζει και να το προστατεύει. Όταν πέφτει ο Πούλος για ύπνο, σκαλίζω τα ξύλα στο τζάκι, δυναμώνω τη λάμπα πετρελαίου , στρώνω τη λευκή πετσέτα της κυράς στα πόδια μου και κάθομαι στο σκαμνί,  κοντά στη φωτιά και διαβάζω την Αγία Γραφή.

Μπροστά από το σπίτι του αείμνηστου Γριβαρεστείδη, ήταν το πηγάδι του Πουλόγιαννη, με δροσερό νερό που λαχταρούσε όλη η Βαλύρα. Το βαθύ πηγάδι πότισε ολόκληρο το χωριό για περισσότερο από έναν αιώνα. Ο Γριβαρεστείδης διάβαζε την ευχή από το μικρό ευχολόγιο και έριχνε αγιασμό από τον Αη Θανάση μέσα στο νερό, κάθε Κυριακή ανελλιπώς. Ευλογημένο και αγιασμένο νερό έπιναν οι Μπιζανιώτες , όσο ζούσε ο σεβάσμιος γέροντας. Το πηγάδι λες και τον γνώριζε. Ακόμη και όταν όλα τα άλλα πηγάδια στο χωριό άρχισαν να στερεύουν σταδιακά, εκείνο ήταν το μόνο που κρατούσε γερά και έμενε πιστό στον Θεό, μέχρι να φύγει από τη ζωή ο προστάτης του. Θείον ύδωρ ανέβλυζε για να δροσίζεται ο σεμνός δούλος του Θεού, ο αείμνηστος προφήτης της Βαλύρας . Ο νους του έπαιρνε στροφές και κατανοούσε πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις, που η απλή λογική του ανθρώπου δύσκολα αντιλαμβάνεται.

Οι συγχωριανοί του τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα και πίστευαν , άνευ αμφιβολίας, στον προφητικό λόγο του, γιατί ό,τι έλεγε ο μακάριος, το επαλήθευε στην πορεία ο χρόνος. Καθισμένος πάνω στο λευκό λιθάρι , κοντά στο στόμιο του πηγαδιού, με την Καινή Διαθήκη στο χέρι, συμβούλευε τις κυράδες, την ώρα που γύριζαν το μαγκάνι για να ανεβάσουν νερό με το μπουγέλο και να γεμίσουν τις λαϊνες τους:

-Προσέξτε τα κορίτσια σας μη τους πάρει τον νου ο λογισμός του διαβόλου. Έχουν μολυνθεί οι πηγές και τα ξωτικά της Μαυροζούμενας στερεύουν τα πηγάδια , τις βρύσες και τις πηγές , για να μη δηλητηριαστούμε και πεθάνουμε.

Σε πλαστικά μπουκάλια σε είκοσι χρόνια από τώρα θα πουλάνε το νερό και με εκείνο θα ζούμε πια”.

Τα κορίτσια του χωριού, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, άρχισαν να μιμούνται τα πρότυπα της Αθήνας και να ξεφεύγουν από την επιτήρηση του πατέρα και του μεγαλύτερου αδελφού τους. Η ενδυμασία τους έγινε περισσότερο ανοιχτόχρωμη και αποκαλυπτική και τα μαντήλια κλειδώθηκαν μόνιμα μέσα στα προπολεμικά μπαούλα. Με μοιραία ξέπλεκα καθαρά μαλλιά , ή δεμένα με πολύχρωμες κορδέλες έπαιρναν νερό από το πηγάδι , λυγίζοντας χαριτωμένα τα πόδια τους κάτω από τις κοντές φούστες τους και τα διάφανα καλτσόν.

Τις κοιτούσε ο Γριβαρεστείδης και μονολογούσε:

-Θεέ μου, φώτιζε τις ανόητες παρθένες που σε άφησαν να στέκεσαι ξεβράκωτος πάνω στο άλογο κεφάλι τους. Αλυσοδένουν τα πόδια τους οι κωλοβελόνιδες (τα ερωτομανή , χθόνια ξωτικά) για να τις κάψουν και να τις κάνουν νεράιδες του σφακελισμένου ( της γάγγραινας του διαβόλου) στη Μαυροζούμενα.

Ήμαρτον κύριε! Φώτιζέ μας να μη χαθεί από σαποκώλιασμα η ανθρωπότητα.

Αυτά έλεγε ο Γριβαρεστείδης και συγκλόνιζε συθέμελα την κοινή, ανθρώπινη λογική, των απλοϊκών κατοίκων της Βαλύρας, ώσπου εμφανίστηκε στο πηγάδι μια σεμνή , όμορφη κόρη , με μακρύ μαντήλι δεμένο στην κεφαλή και μακριά φούστα μέχρι τον αστράγαλο. Η καρδιά του Γριβαρεστείδη φτερούγισε δυνατά.

-Αυτή του είπε το Άγιο Πνεύμα εντός του, είναι η νύφη σου! Παντρεύτηκε ο Πούλος του με δόξα και τιμή την όμορφη Ελένη και ευδόκησε ο Θεός να συνεχιστεί η οικογένειά του Γριβαρεστείδη στη Βαλύρα. Το έτος 1999 γεννήθηκε η δισεγγονή του Ελένη , κόρη της εγγονής του Διονυσίας , που όσοι θυμούνται τον Γριβαρεστείδη, όπως ο κ. Γιώργος Φειδάς, λένε ότι η μικρή Ελένη  μοιάζει πολύ στον προπάππο της.



              Ελένη Ι. Καρανάνου, κοινωνιολόγος, η δισεγγονή του Γριβαρεστείδη

Όταν ο Γιώργος Φειδάς ήταν πιτσιρίκι οκτώ ετών, ακολουθούσαν τον Γριβαρεστείδη με τους συμμαθητές του και τα μεγαλύτερα παιδιά του χωριού, όπως οι μαθητές τον Σωκράτη. Όπου πήγαινε και βρισκόταν ο ευλογημένος, έτρεχαν τα μαθητούδια κοντά του για να ακούσουν τον προφητικό λόγο του και στη συνέχεια να τον ανακοινώσουν στους ενδιαφερόμενους γονείς τους και στους θαμώνες στα καφενεία στην πλατεία της Βαλύρας.

Κατά τη δεκαετία του 1950, η εμφάνιση ενός κομήτη έγινε αισθητή στο ουράνιο στερέωμα, πάνω από την Ιερή Μονή του Βουλκάνου στην Ιθώμη και τρόμαξε πολύ τους κατοίκους της Βαλύρας. Πίστευαν ότι ο Θεός θα ρίξει φωτιά για να κάψει τον αμαρτωλό κόσμο, γι΄ αυτό πήγαιναν μαζί με τον Γριβαρεστείδη στο προαύλιο της Αγίας Τριάδος στη Βαλύρα, να δουν απέναντι και ψηλά τον κομήτη και να τους εξηγήσει τι ακριβώς συμβαίνει.


                                     Αγία Τριάδα Βαλύρας.Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας

Στους μαθητές, είχε πει ο διευθυντής στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας, ότι “από καιρό σε καιρό, κάποιο άστρο ή ακόμη και η επίδραση ορισμένων νεφελωμάτων, (καθώς το ηλιακό σύστημα περνάει μέσα απ’ αυτά), ταράζει την ήσυχη διαβίωση των κομητών στο “Σύννεφο του Οόρτ” και σπρώχνει ορισμένους από το εξωτερικό τμήμα του ηλιακού συστήματος σ’ ένα ταξίδι που μπορεί να διαρκέσει δεκάδες χιλιάδες χρόνια μέχρι να τους δει ανθρώπινο μάτι. Στο ταξίδι αυτό ορισμένοι από τους κομήτες ακολουθούν παραβολική τροχιά, κάνοντας ένα μόνο ταξίδι προς τον Ήλιο χωρίς επιστροφή. Διαλύονται μέσα στη λάβα του Ηλίου. Άλλοι όμως επηρεάζονται βαρυτικά από τους γίγαντες πλανήτες του ηλιακού συστήματος, και ιδιαίτερα από τον Δία, και αλλάζουν κατεύθυνση και ταχύτητα, διαμορφώνοντας μικρότερες ελλειπτικές τροχιές γύρω από τον Ήλιο. Έτσι οι κομήτες αυτοί μετατρέπονται σε περιοδικούς επανεμφανιζόμενους επισκέπτες μας και κάποιους μπορούμε να τους δούμε από τη Βαλύρα, στην κορυφή της Ιθώμης. Σε ορισμένους βλέπουμε την ουρά τους, ενώ σε άλλους την κεφαλή τους".

 Η κεφαλή του κομήτη  εκείνη την εποχή φαινόταν από την Αγία Τριάδα, σαν φλεγόμενο άστρο στον ουρανό.

-Έχετε βαθιά πίστη στον Θεό, μετανοείτε, προσεύχεσθε , προσκυνάτε τον Κύριο και μη φοβάστε, έλεγε ο Γριβαρεστείδης. Ο Μωϋσής για να πλησιάσει τη θεία βάτο έλυσε τα υποδήματά του. Εμείς πρέπει να προσευχηθούμε γονατιστοί στον Θεό, για να λύσουμε τον εαυτόν μας από τις εμπαθείς σκέψεις, όπως έλεγε ο Άγιος Νείλος ο Ασκητής. Δεν θα πέσει να μας κάψει ο κομήτης, γιατί προστατεύει ο Θεός τη γη μας και ψηλά η Παναγία μας η Βουλκανιώτισσα. Θα φύγει ο κομήτης από εδώ και θα πάει στα μέρη του Χριστού, στην Ιερουσαλήμ. Εκεί θα σκορπιστεί. Μεγάλο κακό θα συμβεί στο Ισραήλ για την απιστία του στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Δεν θα φταίει για το κακό που θα τους βρει ο κομήτης, αλλά οι “άλλοι”.

Ο μικρός Γιώργος εντύπωσε στη μνήμη του τον προφητικό λόγο του Γριβαρεστείδη και δεν τον ξέχασε, όταν κατά την εφηβεία του έφυγε από το χωριό. Σε ηλικία 16-17 ετών, φοιτούσε σε νυκτερινό Λύκειο  στο κέντρο της Αθήνας. Ένα απόγευμα, καθώς πήγαινε από τη πλατεία Συντάγματος προς το σχολείο, άκουσε τον εφημεριδοπώλη να ανακοινώνει δυνατά:

-Εξαήμερος πόλεμος στο Ισραήλ.

Ο Γιώργος αγόρασε την εφημερίδα, τη διάβασε και την κράτησε, ως τεκμήριο της προφητείας του  Γριβαρεστείδη.

-Ακούς Πούλο μου, έλεγε ο φωτισμένος γέροντας, ακόμη και στα βαθιά του γεράματα:

Θα σου πω  ένα  λόγο, όπως  γράφει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Όλες οι προφητείες μου φανερώθηκαν σε καιρό προσευχής, "όπως οι οπτασίες στους Αγίους όταν προσεύχονταν". "Το Άγιο Πνεύμα, όταν κατοικήσει μέσα μας, δεν παύει να προσεύχεται, είτε τρώμε, είτε κοιμόμαστε, είτε κάνουμε κάτι άλλο και κυρίως όταν σιωπούμε".

Και όπως ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος είπε, "πολλοί αντέταξαν πολλά για να αποφύγουν τα δεινά που έρχονται κατεπάνω τους, αλλά χωρίς προσευχή και μετάνοια κανένας δεν ξέφυγε καμιά συμφορά. Η Αγία Συγκλητική είπε, “τις δαγκωματιές των δηλητηριωδών ερπετών μπορούμε να κάνουμε ακίνδυνες με πολύ δυνατά φάρμακα”, κάποια φάρμακα θα βοηθήσουν την ανθρωπότητα, γιατί ο Θεός επιτρέπει στους γιατρούς να υπάρχουν, αλλά όπως έλεγε η Αγία, “τους πονηρούς λογισμούς μόνο η έντονη προσευχή με τη θεάρεστη νηστεία μπορεί να τους αποδιώχνει”." Η προσευχή και η ταπείνωση κρατά πάντα κοντά μας βοηθό και φύλακα τον Άγγελό μας", έλεγε ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος.

Όταν ήταν να φύγει από τη ζωή ο αείμνηστος Γριβαρεστείδης, είπε στον γιο του:

- Να μη ξεχνάς Πούλο μου να ρίχνεις τις Κυριακές αγιασμό στο πηγάδι.

Έφυγε ο μακαριστός προφήτης της Βαλύρας χριστιανικά, ειρηνικά και ανεπαίσχυντα από  τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο, ευτυχώς χωρίς να ζει  όταν στέρεψε το πηγάδι του Πουλόγιαννη, μπαζώθηκε στη συνέχεια και έγινε τσιμεντένια γη, χώρος σκοτεινός και δύσβατος.

Ήρθαν τα πλαστικά μπουκάλια με εμφιαλωμένο νερό στη Βαλύρα, και το κακό στο Ισραήλ δεν λέει ακόμη να κοπάσει, το σωτήριον έτος 2022, αλλά  ούτε και το κερί του Γριβαρεστείδη να λιώσει στο ξωκκλήσι της Παναϊτσας στη Βαλύρα.


                          Είσοδος Ι.Ν. Παναϊτσας στη Βαλύρα.Φωτο:καθ.Ι.Δ.Λύρας


Εμπρός εκεί, στο  μπαζωμένο πηγάδι του Πουλόγιαννη, σαν στήλη φωτεινή, στέκεται η άκτιστη ενέργεια του Θεού και καλεί τους πιστούς να δουν και να ακούσουν τον προφητικό λόγο του Γριβαρεστείδη. Να αντιληφθούν τον Θείο Λόγο, ο οποίος επαληθεύτηκε τρανά , και έγινε μέρος της καταγεγραμμένης, αιματοβαμμένης  ιστορίας της ανθρωπότητας.


Ο Θεός μαζί σας!


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

11/5/2022




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου