Δορκάδες όμορφες και αξιοζήλευτες ήταν ανεξαιρέτως όλες οι γιαγιάδες μας κατά τη δεκαετία του 1940, απαθανατισμένες στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες , με τα ευγενικά τους πρόσωπα, το περίφροντι βλέμμα τους ,γεμάτες αγάπη και καλοσύνη κάτω από το μαύρο τσεμπέρι τους και τη μακριά μαύρη φορεσιά τους, με τα κουμπιά εμπρός και τα μικρά πέτα.
Ανασκουμπωμένες μέχρι τους αγκώνες, τα δυνατά χέρια τους βρίσκονταν διαρκώς σε θέση ετοιμότητας για να υπηρετήσουν θεάρεστα την οικογένεια και τους συνανθρώπους τους. Τρέφονταν από τη χαρά της προσφοράς που γαλήνευε την ψυχή τους. Αναπαύονταν ολιγόωρα, και ήταν ευχαριστημένες όταν αισθάνονταν ότι είναι χρήσιμες στους άλλους. Προσεύχονταν διαρκώς υπέρ υγείας όλων και αναπαύσεως των κεκοιμημένων, παρακαλώντας τον Θεό να τις βοηθάει, ώστε να αντέχουν για να προσφέρουν ακόμη περισσότερα. Η θεοσεβής ψυχή τους ευτύχησε να δει τον Κύριο και παραμένει άγρυπνος προστάτης μας στην αιωνιότητα.
Είναι χαρακτηριστική η προσφορά τους κατά τη δεκαετία του 1940, αν και οι γιαγιάδες στη Βαλύρα δεν έπαψαν να είναι φωτεινοί άγγελοι, μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
Δείγμα άριστης δορκάδος ήταν η αείμνηστη Κωνσταντινιά , θυγατέρα του Αριστείδη Μπουρίκα, και σύζυγος του Γιώργου Δ. Γρίβα. Η Κωνσταντίνα ζούσε στο Μπιζάνι της Βαλύρας πριν παντρευτεί και στήσει το νέο της σπιτικό στη Δημοσιά δεξιά, στον δρόμο που οδηγεί προς τη Μεσσήνη και αριστερά στρίβει προς το κοιμητήριο του χωριού. Όλη τη ζωή της, από νεαρή ηλικία, ήταν μαυροντυμένη, γιατί έχασε τον πατέρα της ενωρίς, ρούχα τα οποία δεν άλλαξε ακόμη και στον γάμο των παιδιών της. Τα όμορφα μακριά μαλλιά της σκέπαζε με το περίτεχνα δεμένο τσεμπέρι της. Αγάπησε και ακολούθησε κατά γράμμα τη συμπεριφορά της αείμνηστης μητέρας της Γεωργίας Κολάτου, η οποία τη δίδαξε την οικοκυρική, ως άριστη δασκάλα που ήταν.
Νυμφίος της καρδιάς της Κωνσταντίνας ήταν ο Χριστός , αλλά αγάπησε και φρόντισε τον μακαρίτη σύζυγό της Γιώργο Γρίβα, όσο καμία άλλη σύζυγος. Τίμησε το στεφάνι της με το αίμα της και έφερε στη ζωή και ανέθρεψε σωστά έναν γιο και τρεις κόρες.
Θυμάμαι ένα μοναδικό απόβραδο, ήταν λίγο μετά το Λύκειο, το σωτήριον έτος 1976, πριν φύγω για σπουδές στη Βοστόνη.
-Κάθισε γιαγιούλα μου δίπλα στη μητέρα μου να σας φωτογραφίσω για να σας βλέπω, όταν θα είμαι μακριά σας, την παρακάλεσα.
Σκούπισε τα δάκρυά της στο άσπρο μαντήλι της, έδωσε κουράγιο στη ψυχή της, και με μια χαριτωμένη κίνηση με άφησε να αποτυπώσω το χαμόγελό της στην αιωνιότητα, εκείνο το αξέχαστο χαμόγελο που αντανακλούσε τα ακριβά της συναισθήματα, κάτω από τα χαριτωμένα λακκάκια στις παρειές της, και το λαμπερό βλέμμα της. Η τελευταία της παράκληση ήταν... “ να γυρίσεις γρήγορα, προτού φύγω”.
Όχι! Δεν ήθελα εκείνα χρόνια, καθώς άνοιγα τα φτερά μου στη ζωή, να σκέπτομαι αυτή την εκδοχή. Η μητέρα μου και η γιαγιά μου θα με περίμεναν χαμογελώντας στο χαγιάτι με τα βασιλικά τους ανθισμένα, εμπρός στη σιδερένια εξώπορτα. Ναι! Σίγουρα θα επέστρεφα γρήγορα. Πρότυπο ζωής ήταν για μένα, από την παιδική ηλικία, η προσωπικότητα της γιαγιάς μου Κωνσταντίνας, της αλησμόνητης Βαλυραίας Δορκάδος. Πήρα ένα σκαμνί και κάθισα δίπλα στα πόδια της, ζητώντας να μου διηγηθεί μία ιστορία που δεν μου είχε πει μέχρι τότε. Η γιαγιά δεν μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνησή και την ιστορία διηγήθηκε η μητέρα μου, προσπαθώντας να μαλακώσει τη θλίψη τής αγαπημένης μητέρας της και να παρηγορήσει η ίδια τον εαυτόν της και εμένα.
-Το 1940, είπε η μητέρα μου, ήμουν επτά ετών και η γιαγιά ήταν λεχώνα. Είχε νεογέννητη τη θεία σου Πότα. Ο θείος σου ο Μίμης γεννήθηκε πρώτος, μετά εγώ και μετά η θεία σου Καλλιόπη.
Η γιαγιά σου, αν και η ίδια έπρεπε να τρώει για να θηλάζει το μωρό, με άφηνε να φυλάω το παιδί κι εκείνη γυρνούσε όλο το χωριό και μοίραζε τυρί και γιαούρτι που έπηζε, αβγά, μπομπότα ψωμί και λούπινα. Οι άλλοι άνθρωποι της έδιναν σε ανταπόδοση ό,τι είχαν να προσφέρουν.
-Τι σου έδιναν γιαγιά; ρώτησα.
-Αν είχαν πιάσει πολλά ψάρια στο ποτάμι κάτι μου έδιναν, λίγο σιτάρι αν είχαν, φρούτα από τα κτήματά τους, ό,τι μπορούσαν κι αυτοί οι έρημοι.
-Αλλά και αν δεν είχαν, “την επόμενη φορά” τους έλεγε η γιαγιά, συνέχισε η μητέρα μου. Στη τσέπη της είχε μικρά κουλουράκια από μπομπότα που έψηνε στον φούρνο στην αυλή και τα μοίραζε στα πεινασμένα παιδάκια που συναντούσε. Ύφαινε λινά ρούχα και έντυνε όποιον έβλεπε γυμνό. Με το δέρμα των προβάτων έραβε με τη σακοβελόνα παντόφλες και τις χάριζε σε όποιον προλάβαινε.
Ύφαινε πολλά !Μάλλινες εσάρπες, καζάκες, λινό και βαμβακερό ύφασμα με το οποίο έραβε πουκάμισα και παντελόνια του παππού, φορέματα και ρόμπες για εμάς τα κορίτσια, μάλλινες κουβέρτες, κιλίμια, φλοκάτες, κουρελούδες, μαξιλάρες, τραπεζομάντιλα καρό, άσπρες πετσέτες,σεντόνια, τίποτα δεν μας έλειπε μέσα στη θύελλα του πολέμου και της καταστροφής.
- Πολλά λέει η μάνα σου “φτερό μου’. Έκανα ό,τι μπορούσα και δεν ήμουν η μόνη, απάντησε η γιαγιά. Η Πότα Χρηστάκη, η Βασιλική Λινάρδου, η Αλέξω Γρίβα, η Μαρία Σταθοπούλου, η Βασιλική Γεωργακοπούλου και τόσες άλλες γυναίκες, όλες μια γροθιά ήμασταν και λέγαμε μεταξύ μας, “άνθρωπο που θα συναντήσουμε να μην τον αφήσουμε πεινασμένο”. Το ίδιο έκαναν και οι γυναίκες στις πάνω γειτονιές. Όλες πράτταμε ό,τι θέλει ο Κύριος.
Ελεούσαμε όσο μπορούσαμε τον συνάνθρωπο. Κι αν δεν είχαμε ψίχουλο στη τσέπη μας, είχαμε πάντα μία ζεστή αγκαλιά κι έναν καλό λόγο για να τον παρηγορήσουμε. Μόνο η νεκρή θάλασσα όλο παίρνει , αλλά ποτέ της δεν δίνει, γι΄ αυτό είναι νεκρά, έλεγε ο παπά Δημήτρης Ξυδόπουλος στην εκκλησία, στον Άγιο Αθανάσιο, είπε η γιαγιά μου.
H γιαγιά Βασιλική Γεωργακοπούλου.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας
Η γιαγιά Κωνσταντινιά τα εγγόνια της τα έλεγε "φτερά της", γιατί όσο της έλειπαν ήταν συναισθηματικά καθισμένη και περίλυπη, όταν δε τα έβλεπε φτερούγιζε η καρδιά της. Μια δορκάς με καρδιά περιστεράς ήταν η ευλογημένη, διαλεκτή και αλησμόνητη, σπάνιο στολίδι στον διάκοσμο της Βαλύρας. Η καλοσύνη της συμβάδιζε με τη ντροπαλοσύνη της , ήταν φάρμακο ακαταμάχητο κατά της αδικίας, στέμμα της ήταν τα ύψιστα και οι πηγές τής του Χριστού αληθείας.
-Άκουσε “μάτι μου’ είπε η μητέρα μου, που όταν δεν έβλεπε τα παιδιά της έλεγε ότι χάνει το φως της. Μια ημέρα, το 1941, ακολούθησα τη μητέρα μου από σπίτι σε σπίτι για τη μοιρασιά του τυριού και κάθισε ο πατέρας μου εκείνο το απόγευμα για να φυλάξει τα αδέλφια μου.
Κάποια στιγμή , χτυπήσαμε την αυλόπορτα στο σπίτι της Κατερίνας Τσαγκάρη στο Μπιζάνι. Η Κατερίνα ήταν μία προκομμένη γυναίκα , πολύ καλή υφάντρα, αλλά ολιγομίλητη και κλεισμένη συνέχεια μέσα στο σπίτι της. Πολύ υπέφερε στην κατοχή, αλλά λόγο δεν έπαιρνες από τα χείλη της. Όταν της χτύπησε η γιαγιά σου την πόρτα βγήκε έξω ωχρή, άρρωστη, είδε το τυρί, αλλά είπε “ευχαριστώ Κωνσταντίνα δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω”. Δεν πειράζει, της είπε η γιαγιά σου. Πάρε τώρα και θα με φιλέψεις όταν έχεις.
Μετά από μερικές ημέρες, ήρθε η Κατερίνα στο σπίτι μας. Χτύπησε την αυλόπορτα την ώρα που η γιαγιά σου ήταν στον αργαλειό της. Καθώς άκουσα τους μεντεσέδες της πόρτας του δωματίου του αργαλειού να τρίζουν, σκέπασα γρήγορα το κοιμισμένο μωρό με την κουνουπιέρα και έτρεξα για λίγο να χαιρετίσω την επισκέπτρια μας.
-Καλημέρα Κωνσταντίνα, είπε η Κατερίνα.
-Καλώς μας ήρθες Κατερίνα, κάθισε όπου βολεύεσαι, τελειώνω σε λίγο το μέτρημα, είπε γελαστή η μητέρα μου.
Πριν τελειώσει, με κοίταξε χαμογελώντας και μού είπε:
- Πήγαινε Βγενικούλα μου να φέρεις ένα κομμάτι γαλόπιτα και κρύο νερό για την Κατερίνα και να διπλώσεις κουλουράκια να της δώσουμε για το σπίτι της.
Για να μη ξεχνιέμαι πόσα κουλουράκια να δίνω, μου είχε πει η μητέρα μου ότι δίνουμε πέντε όταν έχουμε λίγα και δέκα όταν έχουμε πολλά. Βρήκα μόνο τέσσερα, τα δίπλωσα όλα και τα έδωσα.
-Σας ευχαριστώ , είπε η Κατερίνα και συνέχισε: Κωνσταντινιά δεν έχω καθόλου τρόφιμα για ανταλλαγή. Έχω τούτες τις κούκλες από καλό λινάρι, αν τις χρειάζεσαι και μπορείς να μου δώσεις τυρί που το πήζεις ωραία, αν βέβαια σου έχει μείνει καθόλου, πρότεινε η Κατερίνα, ευχόμενη να έχει να της δώσει.
Η Κατερίνα Τσαγκάρη με το πρώτο της παιδί και τον άνδρα της.Φωτο:καθ.Ι.Δ.Λύρας
Η μητέρα μου είχε λινάρι για ύφανση αλλά υποκρίθηκε ότι δεν έχει και το χρειάζεται. Της έδωσε όσο τυρί συμφώνησαν. Ύστερα της είπε συμβουλευτικά:
-Κατερίνα μου, άφησε λίγο τον αργαλειό και πήγαινε να φυτέψεις. Είμαστε σε καιρούς δύσκολους κι ο κόσμος πεινάει. Πρέπει να αντέξουμε, να καταφέρουμε όχι μόνο να έχουμε εμείς, αλλά να θρέψουμε και τους άλλους. Έφυγε για λίγο η μητέρα μου για να πάει να φέρει ένα σακούλι με κούκλες καλαμπόκι για να της δώσει να σπείρει, κι εγώ άθελα μου, πετάχτηκα σαν την σουπιά, και είπα εκείνο το αμίμητο, που είχα μάθει και έλεγα σαν ποιηματάκι , θίγοντας την βαθύτατα:
-“Πρέπει να έχουμε να δίνουμε όταν βλέπουμε πεινασμένα παιδάκια στον δρόμο. Να μη στρίβουμε αλλού το κεφάλι μας και να τα προσπερνάμε, γιατί αυτό δεν αρέσει στον Κύριο και σημαίνει ότι δεν είμαστε καλοί άνθρωποι”, το είπα ακριβώς όπως με είχε συμβουλέψει η μητέρα μου!
Η Κατερίνα με κοίταξε με οργισμένο βλέμμα και μου απάντησε σιγανά:
-Εσύ Ευγενία, μέσα στην κοκετταρία με το λινό σου φουστάνι, μιλάς ενώ είσαι μικρό κορίτσι ακόμη και δεν ξέρεις. Έχεις μεγάλο στόμα ....από εδώ μέχρι τη γέφυρα. Να προσέχεις μη μπει μέσα καμιά μύγα.
-Μόλις μου είπε αυτόν τον λόγο η Κατερίνα, “ότι έχω μεγάλο στόμα” άρχισα να σφίγγω τα χείλη μου κλαυθμυρίζοντας. Όταν επέστρεψε η μητέρα μου εξεπλάγην και νόμισε ότι δάγκωσα άσχημα τη γλώσσα μου.
Έδωσε στην Κατερίνα μερικές κούκλες καλαμπόκι για να φυτέψει στο κτήμα της, ευχαρίστησε, χαιρέτισε και έφυγε.
-Έλα εδώ παιδάκι μου, άνοιξε το στόμα σου να δω τι έχεις, είπε η μάνα μου.
Δεν το άνοιγα με τίποτα, μέχρι που επέστρεψε ο πατέρας μου, με πήρε αγκαλιά , με ηρέμησε και μου είπε:
-Όποιο παιδί δεν λέει στον πατέρα του την αλήθεια ,τι του συμβαίνει, στενοχωρεί πολύ τον Κύριο. Τα καλά παιδιά τα λένε όλα στους γονείς τους.
Του περιέγραψα χαρτί και καλαμάρι τι συνέβη.
-Την πίκρανες τη δυστυχισμένη την Κατερίνα, είπε ο πατέρας μου, γι΄ αυτό σου έκανε παρατήρηση.
Καθώς με χάιδευε στα μαλλιά, είπε ο συγχωρεμένος, που ήταν απόφοιτος Σχολαρχείου:
-Η Βγενικούλα μου δεν είναι μέσα στην κοκετταρία κυρία Κατερίνα μας. Δεν είναι νεάνις προς επίδειξιν φορεμάτων νέου συρμού , στα κτήματα φορεί την κλαρωτή μαντίλα της!
Μας επισκέφτηκε ξανά η Κατερίνα, κατά την επόμενη χρονιά, και μας έφερε από τα δικά της καλαμπόκια, αλλά μόλις την είδα να έρχεται από το παράθυρο του σαλονιού, κρύφτηκα αμέσως κάτω από το ντιβάνι, με κομμένη την ανάσα, μέχρι να την ακούσω να αποχαιρετάει τη μητέρα μου και να απομακρύνεται.
Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, μόλις έβλεπε τις υφάντρες της γειτονιάς μαζεμένες στην αυλή μας, και έτοιμες να πάνε στο χωριό για μοιρασιά και ανταλλαγή, έλεγε:
-Χαίρε κοινάτο! (κοινοπραξία γυναικών τυροκόμων). Κάτω οι κοινάδελφοι! (το διφυές τέρας του Ιταλογερμανικού Φασισμού).
Μια ημέρα, πέρασε ένα γειτονόπουλο και στάθηκε στον χαμηλό τοίχο της αυλής μας , με στάση κυβιστήματος (με την κεφαλή κάτω σαν ακροβάτης). Πάλι εγώ άρχισα να σφίγγω δυνατά τα χείλη μου.
Μόλις το πρόσεξε η μητέρα μου, έλα εδώ μου είπε, και πες μου σιγανά στο αφτί τι συμβαίνει, γιατί θα θυμώσει ο Κύριος.
-Αυτός είναι ο κλεφτοκοττάς που μας άρπαξε το κοτόπουλο, της ψιθύρισα. Τον είδα και δεν σας το έλεγα για να μη μεγαλώσει και γίνει άσχημο το στόμα μου.
Η μάνα μου με σταύρωσε για να ηρεμήσω και έδωσε κουλούρια από μπομπότα στο γειτονόπουλο, λέγοντάς του:
-Σε είδε ο Κύριος που έκλεψες το κοτόπουλο, γι΄ αυτό όταν θέλεις να αρπάξεις πάλι κανένα, μη το αρπάξεις. Να μου το πεις εμένα και θα σου το δώσω ευχαρίστως. Ποτέ ξανά δεν μας έκλεψε κοτόπουλο.
Μια άλλη φορά πέρασε ένα ξυπόλυτο παιδάκι και είπε , “λίγο φαγάκι, πεθαίνω θεία”.
Η μητέρα μου του έδωσε ό,τι είχε εκείνη τη στιγμή, ζεστό γάλα και ψωμί από μπομπότα. Ύστερα του έπλυνε με ζεστό νερό και σπιτικό σαπούνι τα πόδια, και ο πατέρας μου τού φόρεσε πλεκτές κάλτσες και παντόφλες από τομάρι προβάτου, που είχε φτιάξει η μητέρα μου για τον αδελφό μου. "Επαμφοτέρως εις τους πόδας” έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου γελώντας. Του έδωσαν κι ένα σακουλάκι με λούπινα και έφυγε ανακουφισμένο το καημένο.
-Μη θυμώσει ο Μίμης που περιμένει τις παντόφλες του, δεν μικραίνεις εκείνες που έφτιαξες για μένα; πρότεινε ο πατέρας μου.
-Δεν θυμώνει ο Μίμης μου , είπε η μητέρα μου, καταλαβαίνει. Αύριο θα του ράψω καλύτερες.
Η γιαγιά Κωνσταντίνα δεν ησύχασε, συνέχισε να προσφέρει στη γειτονιά ακόμη και σε καλούς καιρούς, για όσο έζησε, μέχρι τα βαθιά της γεράματα.
-Φάγαμε ωραίο γιαούρτι από τα χρυσά χέρια της συγχωρεμένης της γιαγιάς σου της Κωνσταντινιάς , μου είπε μια μέρα ο Γιάννης Ε. Λινάρδος. Όμως και η αείμνηστη γιαγιά του η Βασιλική Λινάρδου, αναντικατάστατο μέλος στο “κοινάτο” ήταν.
Οι αείμνηστες Δορκάδες της Βαλύρας ήταν η προσωποποίηση της ελεημοσύνης. Δεν προσέφεραν μόνο τροφή, αγάπη, φροντίδα, συμπαράσταση, θαλπωρή, ελπίδα προς τον συνάνθρωπο, ξερίζωναν τα ίδια τα σωθικά τους και σαν θεία κοινωνία τα έθεταν επάνω στην αγία τράπεζα κατά της πείνας, της φτώχειας, της ένδειας, του φόβου , του τρόμου και του θανάτου που χτύπησε αλύπητα τον τόπο μας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Εμφύλιο Αλληλοσπαραγμό.
Η Κωνσταντινιά η “φεγγαροπρόσωπη”, όπως την αποκαλούσε ο Βαλυραίος γιατρός Γεωργακόπουλος, γλύκανε όσους είχαν την ευλογία να τη συναντήσουν, με τον καλό της λόγο και τα καλούδια της. Ήταν από τα νιάτα της η μάνα, η προστασία, η χαρά, η τροφή, η ανακούφιση, το γλυκό νανούρισμα της βασανισμένης ψυχής, ήταν η παραμυθία και η λύτρωση του δυστυχισμένου ανθρώπου, σε μία εποχή που “άλλοι” έκαναν κουμάντο στη ζωή και στα σπίτια μας, εξορίζοντας βίαια τον Θεό από την εστία Του.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι ελεημοσύνης, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος (3). Έχεις χρήματα; Μην αμελείς να βοηθάς. Μπορείς να υπερασπίζεσαι τον αδικούμενο; Μην πεις ότι αφού δεν δίνω χρήματα δεν είναι τίποτε. Είναι κι αυτό πολύ καλό.
Ο Θεός να αναπαύει σε παραδεισένια πεδία τις αείμνηστες Δορκάδες της Βαλύρας μας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
16/5/2022
Βιβλιογραφία
1.Λήμμα Δορκάς. Νεότερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου, τομ. 6.
2. Ταβιθά. Πραξ.Αποστ. Κεφ. θ΄, 36-42.
3.Μαυρομάτη Γ.Β.(1991). Δροσοσταλίδες, τομ. α΄σελ. 253.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου