«Χαίροις, Μακρίνα,
θεοφόρε»
Μέσα στὸν ζόφο τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ
ἡ θλίψη, ὁ πόνος, ἡ ἀπογοήτευση καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἀπελπισία μαστίζουν ὅλο καὶ
περισσοτέρους ἀδελφούς μας, οἱ Ἅγιοί μας στέκονται, πράγματι, ὡς ὁλόφωτοι
φάροι, ὡς λαμπροὶ ὁδοδεῖκτες καὶ ἀληθινοὶ στῦλοι τῆς πίστεως, γιὰ νὰ θυμίζουν
καὶ σὲ μᾶς, τοὺς λιγότερο πιστούς, τὸ χρέος μας, νὰ στεκώμαστε ὄρθριοι καὶ νὰ συνεχίζωμε
τὸν ἀγῶνα, γιὰ νὰ διαφυλάξωμε ὅ τι μᾶς ἔχει ἀκόμη ἀπομείνει ἀπὸ τὴν ἁγία
κληρονομιά μας.
Ἕνας τέτοιος φωτεινὸς ὁδοδείκτης ὑπῆρξε γιὰ τὴν οἰκογένειά της καὶ γιὰ τὴν εὐρύτερη κοινωνία τῆς ἐποχῆς της ἡ Ἁγία Μακρίνα, ποὺ τιμάει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 19 Ἰουλίου. Γόνος μιᾶς εὐλογημένης καππαδοκικῆς οἰκογενείας, ἀναδείχθηκε, μὲ τὴν σειρά της, ἄξιο τέκνο ἀξίων γονέων.
Διαβάζοντας κανεὶς τὸ Συναξάρι τῆς
Ἁγίας, πολὺ δὲ περισσότερο τὶς τελευταῖες στιγμές της, ὅπως τὶς παρουσιάζει ὁ ἀδελφός
της, Γρηγόριος Νύσσης, στὸν «Βίο τῆς Ἁγίας Μακρίνης», συγκινεῖται πραγματικὰ καὶ
συγκλονίζεται ἀπὸ τὴν εὐγενικὴ αὐτὴν καὶ σεβάσμια μορφή. Τὸ σημαντικώτερο, ὅμως,
εἶναι ὅτι δὲν νοιώθει πλέον θλίψη, ἀλλὰ ἐντυπωσιάζεται μᾶλλον ἀπὸ τὴν σοφία καὶ
τὴν διαύγεια τῆς σκέψεώς της, τὶς κρίσιμες αὐτὲς στιγμὲς πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό
της. Ἀκόμη πιὸ βαθὺς εἶναι ὁ μεταξύ των διάλογος, «Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως» ἢ ἄλλως,
«τὰ Μακρίνεια», γιὰ τὸν ὁποῖον ἀξίζει νὰ γίνῃ λόγος, σὲ ξεχωριστό, βεβαίως, ἄρθρο.
Τὸ ὄνομά της, σύμφωνα μὲ τὸν
βιογράφο ἀδελφό της, Γρηγόριο, τὸ ἔλαβε ἡ Μακρίνα ἀπὸ τὴν μάμμη της, τὴν μητέρα
τοῦ πατρός της, ἡ ὁποία εἶχε ἐναθλήσει «ταῖς
ὑπὲρ Χριστοῦ ὁμολογίαις τῷ καιρῷ τῶν διωγμῶν» καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία τόσο ἡ ἴδια
ἡ Μακρίνα, ὅσο καὶ τὰ ἀδέλφια της, εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὰ μαρτύρια καὶ τὶς ὁμολογίες
τῶν ἀγωνιστῶν τῆς πίστεως κατὰ τοὺς τελευταίους ἀρχαίους διωγμούς, ἐπὶ
Διοκλητιανοῦ. Δὲν ἦταν, ὅμως, μόνον ἡ γιαγιὰ Μακρίνα ὑπόδειγμα βίου καὶ ζωντανὴ
μαρτυρία γιὰ τὴν οἰκογένεια. «Ἦν γὰρ δὴ
τοιαύτη κατ’ ἀρετὴν καὶ ἡ μήτηρ», ἡ Ἐμμέλεια, κόρη ἐπίσης μαρτύρων, ἡ ὁποία
μεγάλωσε τὴν πολυμελῆ της οἰκογένεια μὲ πολλὴ φροντίδα καὶ ἀγάπη Χριστοῦ.
Ἔτσι ἡ Ἐμμέλεια, ἀναλαμβάνοντας ἡ
ἴδια τὴν ἀγωγή τῆς πρωτοτόκου κόρης της, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν φύση της «εὐμαθής», ἀξίωσε νὰ μὴν λάβῃ τὸ παιδί
της «τὴν ἔξωθεν ἐγκύκλιον παίδευσιν»,
τὴν «καταμολυνομένην τρόπον τινὰ τοῖς ἀσεμνοτέροις
περὶ τῶν γυναικῶν διηγήμασιν» (ἐννοεῖ τὶς διηγήσεις ποὺ περιέχονται στὸν Ὅμηρο
καὶ στοὺς ἄλλους ποιητές, ὅπου ἀκόμη καὶ οἱ θεοὶ καὶ οἱ θεὲς παρουσιάζονται μὲ
τὰ ἁμαρτήματα τῶν κοινῶν ἀνθρώπων), ἀλλὰ «ὅσα
τῆς θεοπνεύστου γραφῆς εὐληπτότερα ταῖς πρώταις ἡλικίαις, ταῦτα ἦν τῇ παιδὶ τὰ μαθήματα
καὶ μάλιστα ἡ τοῦ Σολομῶντος Σοφία καὶ ταύτης πλέον ὅσα πρὸς τὸν ἠθικὸν ἔφερε βίον.»
Γνωρίζοντας, μάλιστα, ἡ εὐσεβὴς ἐκείνη
μητέρα τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση τῆς σωστῆς μουσικῆς, φρόντισε, ἐπίσης, ἡ κόρη
της νὰ γνωρίσῃ, ἀπὸ τὴν τρυφερή της ἡλικία, τοὺς θείους ὕμνους, ὥστε ἡ ψαλμωδία,
«ὡς συνοδὸς ἀγαθή», καὶ ἡ προσευχὴ νὰ τὴν συνοδεύουν «πανταχοῦ», στὶς καθημερινὲς
της ἀσχολίες καὶ στὴν ὑπόλοιπη ζωή της.
Ἔτσι μεγάλωνε, λοιπόν, ἡ εὐγενὴς
κόρη καὶ μὲ τὴν ἐπιμελημένη της ἀγωγὴ καὶ μὲ τὴν «εὐμορφία» της ἔγινε περιζήτητη νύμφη. Γι’ αὐτὸ ὁ «σώφρων» πατὴρ
φρόντισε, μὲ τὴν σειρά του, νὰ μὴν λάβῃ ἡ κόρη τὸν τυχόντα γαμπρό, ἀλλὰ ἕναν «γνώριμον ἐπὶ σωφροσύνῃ». Ὅμως ὁ Θεὸς
εἶχε ἄλλα σχέδια γιὰ τὴν εὐγενικὴ αὐτὴν ψυχή: ὁ μνηστήρας της πεθαίνει πρὶν ἀπὸ
τὸν γάμο καὶ ἡ Μακρίνα, μὲ μιὰ σοφία ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἡλικία της – «ἦν αὐτῇ ἡ κρίσις τῆς ἡλικίας
παγιωτέρα»-, ὅπως χαρακτηριστικὰ
σημειώνει ὁ Γρηγόριος, δὲν συναινεῖ σὲ νέο γάμο, ὥστε νὰ μείνῃ πιστὴ στὸν
μοναδικό της (ἐπίγειο) μνηστῆρα καὶ νὰ μπορέσῃ, ἔτσι, νὰ ἀφιερωθῆ, ἐν καιρῷ, στὸν
οὐράνιο Νυμφίο.
Ἐκεῖνο ποὺ ἰδιαιτέρως συγκινεῖ στὴν
περίπτωση τῆς Μακρίνης εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι, παρὰ τὴν δική της βαθύτερη ἐπιθυμία,
δὲν ἐγκαταλείπει τὴν πολυμελῆ οἰκογένειά της ἀλλά, ὡς πρωτότοκος κόρη, ἰδίως
μετὰ ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ πατρός της, ἀναλαμβάνει νὰ βοηθήσῃ τὴν μητέρα της στὴν
ἐπιμέλεια καὶ τὴν ἀγωγὴ τῶν μικροτέρων ἀδελφῶν της. Γίνεται κυριολεκτικὰ ἡ «δευτέρα μήτηρ» τῆς οἰκογενείας, ἀληθινὸς
στυλοβάτης καὶ παρηγορία τῆς πονεμένης μητρός της, Ἐμμελείας, ἡ ὁποία στὸ μεταξὺ
θρήνησε καὶ τὴν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπημένου της τέκνου, τοῦ Ναυκρατίου.
Πόσο πλοῦτο καὶ πόση λεπτότητα καὶ
διάκριση διέθετε, πράγματι, ἡ εὐγενικὴ ψυχὴ τῆς νεαρῆς Μακρίνης, ἀλλὰ καὶ πόσον
δυναμισμό. Μόλις τ’ ἀδέλφια της μεγάλωσαν καὶ ἡ οἰκογένεια ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὶς
πολλὲς φροντίδες, τότε ἡ Μακρίνα, μαζί μὲ τὴν μητέρα της καὶ τὸν ἀδελφό της,
Πέτρο, θὰ ἀποτραβηχθοῦν στὴν ἡσυχία τοῦ οἰκογενειακοῦ των κτήματος κοντὰ στὸν Ἴρη
ποταμό. Ἐκεῖ θὰ ἀφιερωθοῦν στὴν ἄσκηση, στὴν προσευχὴ ἀλλὰ καὶ σὲ ἔργα ἀγάπης,
καθ’ ὅτι τὸ κατοικητήριό των, ὅπου θὰ συμμονάσουν καὶ οἱ πρώην ὑπηρέτριές των,
θὰ εἶναι ἕνα κοινόβιο μοναστήρι, ποὺ θὰ ἀποκτήσῃ σύντομα μεγάλη φήμη γιὰ τὴν
κοινωφελῆ του δράση σὲ ὀρφανὰ καὶ ἀνήλικα τέκνα καὶ σὲ ἐμπεριστάτους ἀδελφούς, ἀκόμη
καὶ κακοποιούς, ποὺ ἡ εὐλογημένη ψυχὴ τῆς Μακρίνης καὶ τῶν ἄλλων πιστῶν ἀδελφῶν
κατάφερναν, μὲ τὴν ἀγάπη, νὰ μαλακώσουν τὴν ψυχή των καὶ νὰ τοὺς μεταστρέφουν,
συχνά, στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου.
Ἀκόμη καὶ κατὰ τὶς τελευταῖες της
στιγμές, ποὺ ὁ πυρετὸς τῆς ἀσθενείας της τὴν πύρωνε καὶ τὴν κρατοῦσε καθηλωμένη
στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου, ἡ Μακρίνα δὲν ἔπαυε νὰ δίνῃ θεάρεστες συμβουλές. Ὅταν,
μάλιστα, ὁ Γρηγόριος, κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του, τῆς ἐξομολογεῖται τὸν πόνο του ἀπὸ
τὶς δικές του μέριμνες καὶ τὶς διώξεις ποὺ ὑφίστατο ὁ ἴδιος ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς
τῆς περιοχῆς του -ἦταν ἐπίσκοπος Νύσσης-, τοῦ λέει χαρακτηριστικά: «οὐ παύσῃ
ἀγνωμόνως ἐπὶ τοῖς θείοις ἀγαθοῖς διακείμενος; Οὐ θεραπεύσεις τῆς ψυχῆς τὸ ἀχάριστον;
…οὐδὲ ἐπιγιγνώσκεις τηλικούτων ἀγαθῶν τὴν αἰτίαν, ὅτι σὲ
τῶν γονέων οἱ εὐχαὶ πρὸς ὕψος αἴρουσιν;» Τοῦ τονίζει, δηλαδή, μὲ θεϊκὴ
σοφία, ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ δυσκολίες δὲν εἶναι παρὰ εὐλογίες Θεοῦ καὶ τῶν γονέων
των, καὶ ὅτι θὰ πρέπει νὰ αἰσθάνεται εὐγνώμων, διότι, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἄλλο
σημεῖο, καὶ οἱ γονεῖς των, παρὰ τὶς δικές των φουρτοῦνες, εἶχαν πάντοτε πολλαπλὲς
εὐλογίες ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὥστε ἀκόμη καὶ τὰ ἀγαθά των νὰ πολλαπλασιάζωνται καὶ νὰ
μποροῦν, ἔτσι, νὰ ἐνισχύουν διὰ βίου ὅλους τοὺς ἐν περιστάσει ὄντας!
Πολλὰ διδάγματα θὰ μποροῦσε νὰ ἀντλήσῃ
κανεὶς ἀπ’ ὅλα τὰ παραπάνω καὶ τὰ ἀκόμη περισσότερα, ποὺ δὲν ἀναφέρονται κἄν, ἐλλείψει
χώρου. Ἂς
συγκρατήσωμε, ὅμως, τὰ σημαντικώτερα: Πρῶτον,
ὅτι γιὰ νὰ γίνῃ κανεὶς μέγας, δὲν χρειάζεται νὰ διαθέτῃ μόνον τὰ φυσικὰ
τάλαντα, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται συγχρόνως καὶ ἕνα ἐπιμελημένο, οἰκογενειακό,
πρωτίστως, περιβάλλον, ποὺ θὰ καλλιεργήσῃ τὶς ὑπάρχουσες κλίσεις, ὅπως ἐξ ἄλλου
παραδέχεται καὶ ἡ ἐπιστήμη.
Περιττὸ νὰ ἀναφερθῆ ὅτι ἡ
μεγαλωσύνη δὲν μετριέται, ἀσφαλῶς, μὲ τὸ πλῆθος τῶν προσόντων ἢ τῶν
τίτλων σπουδῶν, οὔτε κἄν μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὅπως φάνηκε καὶ στὴν περίπτωση τῆς
Μακρίνης, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο ἀναδεικνύεται ἡ μεγαλειότητα ἀπὸ τὴν διάθεση τοῦ
προσώπου νὰ καταθέσῃ τὶς ἀρετές του, σωματικὲς καὶ ψυχικές, στὴν διακονία τοῦ
Κυρίου, ὥστε μὲ τὴν χάρη Του νὰ τὶς πολλαπλασιάσῃ!
Ἡ εὐλογημένη, βεβαίως, πολύτεκνη οἰκογένεια τῆς
Μακρίνης δὲν ἀνέδειξε μόνον ἕναν μεγάλο, ἀλλὰ ὀκτώ ἀπὸ τὰ ἐννέα -ἢ δέκα-
μέλη τῆς οἰκογενείας ἑορτάζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, κατὰ τὴν Β’ Κυριακὴ τοῦ Ἰανουαρίου,
ὡς «Ἁγία Οἰκογένεια» – οἱ γονεῖς, Βασίλειος καὶ Ἐμμέλεια, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ
Γρηγόριος (ἐπίσκοπος Νύσσης), ὁ Πέτρος (ἐπίσκοπος Σεβαστείας), ὁ Ναυκράτιος, ἡ
Μακρίνα καὶ ἡ Θεοσέβεια.
Ἰδού ἕνα ζωντανό -διότι οἱ ἅγιοί
μας εἶναι ζωντανοί- πρότυπο εὐλογημένης οἰκογενείας, μὲ διαφορετικὰ ἐπιμέρους ὑποδείγματα
ὀρθοδόξου βίου καὶ πολιτείας, γιὰ νὰ ἐπιλέξωμε καὶ νὰ ἀκολουθήσωμε ὅλοι καὶ
μάλιστα οἱ νέοι μας, στὴν σημερινὴ ἐποχή, ποὺ ἡ οἰκογένεια, ὡς βάση καὶ θεμέλιο
τῆς κοινωνίας, βάλλεται ποικιλοτρόπως, φανερὰ καὶ μή.
Δεύτερον: Οἱ τελευταῖες στιγμὲς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτὲς ποὺ ἀναδεικνύουν
κυρίως τὴν μεγαλωσύνη του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει βαδίσει μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα
στὴν ἀρετή, ἔχει ζήσει «σωφρόνως, δικαίως καὶ εὐσεβῶς» (Τίτ. β’ 12),
κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ προτροπή, τότε ἡ ψυχή του δὲν νοιώθει «φόβο θανάτου», εἶναι
τακτοποιημένη, ἕτοιμη καὶ ἀνάλαφρη, ὅπως τῆς Μακρίνης, νὰ πετάξῃ στὶς αὐλὲς τοῦ
Κυρίου καὶ νὰ ἀπολαύσῃ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ποὺ προγεύτηκε μὲ τὸν ἀγαθὸ ἐπίγειο βίο
της. Αὐτὴν τὴν εἰκόνα ἀποκτᾶ κάποιος μέσα ἀπὸ τὴν περιγραφὴ ἀπὸ τὸν Γρηγόριο τῶν
τελευταίων στιγμῶν τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία, παρὰ τὴν βαριά της ἀσθένεια, δὲν
βαρυγκομᾶ, ἀντιθέτως, μάλιστα, προσεύχεται, κατὰ τὴν ἀγαπημένη της συνήθεια, καὶ
ψάλλει τὸν ἐπιλύχνιο ὕμνο, καθὼς βαδίζει πρὸς τὴν δύση τοῦ βίου της.
Πόσο διαφορετικὴ εἶναι, πράγματι,
ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες ποὺ ἔχομε ἀκούσει ἢ καὶ ἀντικρύσει μὲ τὰ μάτια
μας, ἀνθρώπων ποὺ κοπίασαν πολύ, στὸ τέλος, γιὰ νὰ παραδώσουν τὴν ἀτακτοποίητη
ψυχή των.
Ἄς εὐχηθοῦμε, λοιπόν, ἡ Ἁγία
Μακρίνα νὰ μᾶς χαρίζῃ τώρα καὶ πάντοτε τὸν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν της, ποὺ τῆς ἔθεσε,
ὅπως εἴδαμε, στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ γίνῃ «τύπος θεϊκῶν πράξεων», νὰ μᾶς χαρίζῃ, ἐπίσης, τὴν δύναμη καὶ τὴν ἀποφασιστικότητά
της, καὶ πολὺ περισσότερο τὴν νηφαλιότητα καὶ τὴν πνευματική της διαύγεια καὶ
σοφία, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίζωμε καὶ ἐμεῖς μὲ γενναιότητα καὶ καρτερικότητα τὶς
δυσκολίες τοῦ πολυκύμαντου βίου μας, μέχρις ὅτου καταντήσωμε (=φθάσωμε) στὴν οὐράνια
Βασιλεία Του, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Του καὶ ἡ ἀπέραντη ἡδονὴ τῆς ἀγάπης
Του. Ἀμήν! Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος –
θεολόγος
Ορθόδοξος Πολιτιστικός Σύλλογος "Επάλξεις"
Πηγές - Βοηθήματα:
Ἀσματικὴ Ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς, Μηναῖον Ἰουλίου, ΙΘ’ τοῦ
μηνός, Ἔκδ. Δ’ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα
2022, σσ. 252-265.
Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, «Βίος
τῆς Ὁσίας Μακρίνης», PG
46, σ. 959-1000.
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/vita-sanctae-macrinae.pdf
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Σοφίας ἔρωτι τὸν νοῦν πτερώσασα, κόσμου εὐπάθειαν ἐμφρόνως ἔλιπες,
καὶ ἐνδιαίτημα (κατοικητήριο) τερπνὸν ἐγένου
θείας ἀγάπης﮲ σὺ γὰρ δι’ ἀσκήσεως καὶ ἠθῶν τελειότητος
νύμφη ἐχρημάτισας τοῦ Σωτῆρος περίδοξος﮲ ᾧ
πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων﮲ χαίροις,
Μακρίνα, θεοφόρε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου