Φωτό: Lyrasi.Blogspot.com
Εμείς οι
δυο δεν θα χωριστούμε ποτέ έλεγε και φιλούσε σταυρό η μικρή Μαρία. Ήμασταν 11 ετών το 1969 και πηγαίναμε στην τελευταία τάξη του Δημοτικού
Σχολείου Βαλύρας. Ένα απόγευμα η Μαρία, τις ζεστές ημέρες του Ιουνίου, πριν ολοκληρωθεί
το σχολικό έτος, με τη συμμαθήτριά μας, φίλη και γειτόνισσά της Κατίνα,
έκαναν οι δυο τους έναν όμορφο περίπατο μέχρι το γραφικό παλιό, πέτρινο εξωκκλήσι της Παναΐτσας και πάλι πίσω στο πατρικό σπίτι
τους, που είναι κοντά στη γέφυρα του
χωριού. Εκεί συνάντησαν και άλλα κορίτσια, μικρότερα και μεγαλύτερα, το καθένα
για τους δικούς του λόγους προσέτρεχε για να ανάψει ένα κεράκι στη θαυματουργό
Παναΐτσα, ιδίως για τις εξετάσεις εισόδου στο Γυμνάσιο και τις Πανελλήνιες Εξετάσεις για τα ανώτερα εκπαιδευτικά
ιδρύματα.
Ο πατήρ Αμβόσιος, ο μάγειρας και τραπεζάρης της Ιεράς Μονής Βουλκάνου, είχε ψωνίσει στη Βαλύρα και με φορτωμένο το μουλάρι του σταμάτησε και κάθισε κάτω από τον παχύ ίσκιο ενός αιωνόβιου δένδρου, κοντά στην είσοδο του ναΐσκου.
Ο ήλιος κατηφόριζε στην Ιθώμη και φως ιλαρόν έλουζε τον αγιασμένο χώρο. Το μοσχοθυμίαμα , καθώς ήταν διάπλατα ανοικτό το εξωκκλήσι, φτερούγιζε και υψωνόταν επάνω από τις κεφαλές των κοριτσιών, ύστερα ανέβαινε πολύ ψηλά, λες και ήθελε να φθάσει μέχρι την κορυφή της Ιθώμης για να ξεπροβοδίσει τον ήλιο του Εσπερινού.
Ένας περαστικός βοσκός, σαν είδε τον αλησμόνητο
γέροντα καθισμένο στις ρίζες του δένδρου, έδραξε της ευκαιρίας, άφησε παράμερα
τις δύο κατσικούλες του να βόσκουν και έπιασε ζωηρά συζήτηση μαζί του. Ήταν δε
τόσο ενδιαφέρων ο λόγος του γέροντος, που τα κορίτσια σιωπηλά παρέμειναν κοντά
στους ομιλητές όρθιες για να αποκομίσουν λόγο ωφέλιμο, όπως στο
κατηχητικό σχολείο, στον γυναικωνίτη του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου, του
πολιούχου της Βαλύρας, που δίδασκε ο
μακαριστός παπά- Κώστας Σφήκας, ως
διάκονος μέχρι το 1970.
-Στον Παράδεισο, ο Αδάμ και
η Εύα ήταν ευτυχείς ….τους επισκεπτόταν ο Πανάγαθος
Θεός κάθε δειλινό….Εκείνο το ανείπωτο δειλινό, μετά την αμαρτία, όταν
άκουσαν τα βήματα του Θεού, αισθάνθηκαν τη απόλυτη γύμνια τους και ντράπηκαν! Σαν
άκουσε τον λόγο του γέροντος μία μεγάλη και άγνωστη κόρη, που στεκόταν σαν λυγισμένο κυπαρίσσι
από την πίκρα ανάμεσα στα μικρά κορίτσια, άρχισε να κλαίει γοερά και με λυγμούς.
-Ποια είναι αυτή η κοπέλα; δεν την έχουμε
ξαναδεί, ψιθύριζαν οι κόρες της Βαλύρας μεταξύ τους.
Ξαφνικά γονάτισε εμπρός στον
πατέρα Αμβρόσιο και είπε το εξής:
-Ο Αδάμ δεν ήταν μόνος μετά την
αμαρτία, είχε συντροφιά την Εύα, και είχαν ελπίδα στον Θεό να προσπαθήσουν να ξανακερδίσουν τον
Παράδεισο. Όταν όμως δεν έχεις χέρι να κρατηθείς το δειλινό και ακούς του Θεού
τα πατήματα, όταν αισθάνεσαι την απόλυτη γύμνια μέσα στη μοναξιά σου, τότε τι
μπορείς να κάνεις παππούλη μου;
Ο πατήρ Αμβρόσιος σταύρωσε
τη πονεμένη ψυχή με έναν μικρό ξύλινο
σταυρό που έφερε επάνω του και της είπε το εξής:
Ό,τι κι αν έχει συμβεί παιδί μου, αυτό που ακριβώς
αισθάνεσαι είναι η αρχή της σωτηρίας σου. Αν δεν υποπέσεις ξανά στην αμαρτία,
αλλά παρακαλέσεις με αγάπη και προσευχή τον Πολυέλεο Θεό να φωτίσει τον νου και
την καρδιά σου, θα δεις την
οδό της σωτηρίας που οδηγεί προς του Κυρίου ημών τον Παράδεισο.
Πέρασαν 5 χρόνια από τότε.
Ένα Σάββατο πρωΐ, μία νεαρή καλόγρια
με ένα μικρό τενεκέ ανηφόριζε προς το Μπιζάνι. Ακολουθούσα πίσω της με δύο
καρβέλια ψωμί. Όταν με είδε χαμογέλασε και την καλημέρισα. Ανηφορίσαμε μαζί
μέχρι που φθάσαμε στην αυλόπορτα του πατρικού μου σπιτιού.
-Γνωρίζεις την Μαρία Ιωάννου και την
Κατίνα Γεωργακοπούλου; Με ρώτησε.
-Είναι συμμαθήτριές μου, απάντησα. Εσείς
πώς τις ξέρετε;
-Τις έχω συναντήσει στην
Παναΐτσα και έξω από το σπίτι τους, μού
απάντησε χαμογελώντας, και συνέχισε: Είναι πολύ καλές κοπέλες και αν
χωριστούν, ξενιτευτούν ή ζουν μακριά η μία από την άλλη, πάντα θα είναι μαζί! Ο Μεγαλοδύναμος Θεός, όσους αγαπιούνται πραγματικά
ποτέ δεν τους χωρίζει, με φωτεινό σκοινί δένει το πνεύμα και την ψυχή τους.
Η μητέρα μου απουσίαζε από το σπίτι. Έδωσα στη μοναχή μία κούπα λάδι κι ένα κομμάτι
ψωμί. Ακούμπησε στο πλατύσκαλο της εισόδου, ύστερα με κοίταξε επίμονα μέσα στα μάτια, και μου διηγήθηκε τη θλιβερή ιστορία της. Την εγκατέλειψε ο αρραβωνιαστικός
της και παντρεύτηκε μία άλλη πλούσια και
πολύ όμορφη εξωτερικά. Η καταγωγή της ήταν από ένα χωριό ψηλά στον Ταΰγετο. Εκείνη
τρελάθηκε και δεν τη χωρούσε πλέον ο τόπος. Περπατούσε από χωριό σε χωριό, για ημέρες
ατέλειωτες , και όπου συναντούσε εκκλησία στεκόταν και προσκυνούσε. Μέχρι που
βρήκε τη γιατρειά της στην Παναΐτσα της Βαλύρας. Φωτίστηκε ο νους της με τον
λόγο του γέροντα Αμβροσίου και στη συνέχεια, προς Δόξαν Θεού, επέλεξε τον βίο της μοναστικής πολιτείας. Ο πόνος της , όπως μού εξήγησε, έγινε ανείπωτη
χαρά και μεγάλη ψυχική λύτρωση. Αυτή είναι η πραγματική ομορφιά και ο αθάνατος
πλούτος μού τόνισε φεύγοντας.
Ο Θεός μεθ΄ ημών,
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
22/7/2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου