Φωτο:Douleutaras.gr
Σήμερα, την πρώτη Κυριακή μετά τα Φώτα, οι σεπτοί πατέρες της Ορθοδοξίας αναφέρονται στη χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και στη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Στο κήρυγμά τους τονίζουν τόσο την πίστη, όσο και τις πράξεις του χριστεπώνυμου πλήθους, καθώς και τη δόμηση του σώματος της Εκκλησίας μας εν Κυρίω, μέλος της οποίας αποτελεί ο καθένας μας. Γιατί είμαστε ένα σώμα με κεφαλή τον Χριστό, αν και κάθε άνθρωπος πορεύεται παράλληλα ατομικά στον δικό του μικρόκοσμο. Την ιστορία με τον τύπο στο ψηλό μπαλκόνι τη μοιράστηκε μαζί μας ένας γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογενείας, στην υποβαθμισμένη στις ημέρες μας περιοχή της παλιάς Κυψέλης στην Αθήνα. Έχει ενδιαφέρον σχετικά με τη χριστιανική πίστη και τα έργα ενός σύγχρονου-μοντέρνου ανθρώπου της εποχής μας. Ας ακούσουμε όμως τον λόγο του ιδίου του κυρίου Αθανασίου Μ., επιχειρηματία, και λογιστή :
“Από μικρή ηλικία δεν είχα έφεση προς τη θρησκεία, ούτε μπορούσα λογικά να εξηγήσω στον εαυτόν μου ποια είναι η ωφέλεια του να ξυπνάω τις Κυριακές από το χάραμα μαζί με τη γιαγιά μου και να εκκλησιάζομαι. Ζήλευα γιατί οι γονείς μου διασκέδαζαν μέχρι αργά τα Σαββατόβραδα και περνούσαν το πρωινό της Κυριακής στο κρεβάτι τους! Αναγκαστικά, πολλές φορές δεν αντιστάθηκα στο θέλημα της γιαγιάς μου και στις απαιτήσεις των εγκυκλίων σπουδών μου, οπότε δεν χρειάστηκε να προσκομίσω δικαιολογητικό από τον οικογενειακό γιατρό στο σχολείο για την απουσία μου από τον εκκλησιασμό τής Κυριακής. Μέχρι και τη δεκαετία του 1970 ήταν υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου. Δυστυχώς για εμένα, στην εκκλησία δεν παρακολουθούσα τι έλεγε ο ιερέας ούτε τους ψαλμούς, απλά καθόμουν φρόνιμα για να μην εκθέσω τη γιαγιά και τον δάσκαλό μου και περίμενα υπομονετικά να επιστρέψω στο σπίτι, για να φάω ένα πλούσιο πρωινό μαζί με τους γονείς μου, και στη συνέχεια να πάω να παίξω με τους φίλους μου, οι οποίοι είναι και πρώτα μου ξαδέλφια.
Θυμάμαι μία συμμαθήτριά μου, την Αγαθούλα, που αγαπούσε πολύ τον Χριστό και επαναλάμβανε στο σχολείο φράσεις από το κήρυγμα τού Ευαγγελίου, τις οποίες είχε ακούσει από τον ιερέα της ενορίας μας. Καλόγρια την αποκαλούσαν τα άλλα παιδιά κοροϊδευτικά και τη σχολίαζαν αρνητικά όταν τραβούσε τη σχολική ποδιά της επιμελώς, για να μη φαίνονται τα γόνατά της. Κι όμως, στη ζωή τελικά είναι εκείνη που είχε την καλύτερη τύχη από όλους μας. Έκανε μία όμορφη οικογένεια με έναν καθηγητή θεολογίας, και έχουν τρεις γιους γιατρούς επιστήμονες και καλούς χριστιανούς, οι οποίοι βοηθούν αφιλοκερδώς πολύ κόσμο.
Ευαίσθητος τύπος ήμουν μικρός, μου άρεσε να ακολουθώ τους γονείς μου στο γηροκομείο όπου άφηναν, σε ετήσια βάση, πριν από τον ερχομό της νέας χρονιάς, τον πλούσιο χρηματικά όβολό τους. Βέβαια η μητέρα μου πρώτα πήγαινε στο κομμωτήριο, στη συνέχεια φορούσε τη γούνα της και τα χρυσά της βραχιόλια, τα οποία έδειχναν την υλική ευμάρεια της οικογενείας μας, και μετά επισκεπτόμασταν τους ταλαίπωρους γέροντες. Δυστυχώς είχε η αείμνηστη μητέρα μου πρόβλημα με τη μήτρα της και δεν κατάφερε να φέρει στη ζωή άλλο παιδί. Μεγάλωσα ευχάριστα με τη συντροφιά των πρώτων ξαδέλφων μου, που τους αισθάνομαι σαν αδέλφια μου, είμαστε ευτυχώς πολύ δεμένοι μεταξύ μας. Εκείνοι, όπως κι εγώ, ούτε που θέλαμε να “πατάμε” στην εκκλησία. Ακούγαμε για εκκλησιασμό και βγάζαμε σπυράκια, ιδίως στην εφηβεία μας.
Το παλιό πατρικό μου σπίτι, πριν την ανέγερση της τωρινής πολυκατοικίας, ήταν στην πλατεία της Κυψέλης, όπου στέκει αγέρωχη στον χρόνο η παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, από το σωτήριον έτος 1917. Άρχισα να εκκλησιάζομαι τακτικά μετά την επικήδειο ακολουθία των γονιών μου. Το ένιωσα ως εσωτερική ανάγκη, συνειδητοποιώντας τη ματαιότητα αυτού του υλικού κόσμου. Παράλληλα αισθάνθηκα ότι ζητούσε η ψυχή των χαμένων γονιών μου να τους ανάβω τακτικά κερί και με αυτόν τον τρόπο να επικοινωνώ, σε υπερβατικό επίπεδο, μαζί τους. Οι γονείς μου έφυγαν από τη ζωή όταν ήμουν σχεδόν πενήντα ετών, με τρία έτη διαφορά ο καθένας τους. Πρώτη έφυγε η μητέρα μου από καρκίνο και στη συνέχεια ο πατέρας μου από την καρδιά του. Μετά την κηδεία τους δεν σταμάτησα να εκκλησιάζομαι. Για μένα , που έμεινα ανύπαντρος , ευχάριστη είναι η συντροφιά και η επικοινωνία με τους αδελφούς χριστιανούς και μία χαλάρωση μετά το εντατικό καθημερινό πρόγραμμα στις οικογενειακές επιχειρήσεις, τις οποίες ανέλαβα σταδιακά, μετά από χρόνια, όταν τελείωσα λογιστική και διοίκηση επιχειρήσεων στο πανεπιστήμιο.
Όσο μεγαλώνω, άρχισε αχνά να αναφαίνεται ένα μικρό φως στο σκοτάδι της ψυχής μου, που κραδαίνει τον αυστηρά λογικό νου μου, με βάση τα ανθρώπινα δεδομένα, και τη καρδιά μου, την οποία πέτρωσαν οι συνθήκες της ζωής μου, και ιδίως το πατρικό μου πρότυπο. Πιστεύω περισσότερο και πράττω προς όφελος του πλησίον, έργα τα οποία σώζουν τον ίδιο τον εαυτόν μου πρωτίστως· αυτά επιθυμώ μόνο ο Θεός να τα γνωρίζει.
Πριν από τρεις ημέρες, ανήμερα των Θεοφανείων, παρακολούθησα τη λειτουργία του αγιασμού των υδάτων στην είσοδο του ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη, κοιτάζοντας προς το προαύλιο της εκκλησίας. Ένας ψηλός νέος, γύρω στα 30 του χρόνια, που μού έμοιαζε αρκετά, είχε βγει με το σκυλάκι του στο απέναντι μπαλκόνι του διαμερίσματός του, στον 4ο όροφο της πολυκατοικίας που διαμένει, και παρακολουθούσε αφ΄ υψηλού τον αγιασμό των υδάτων, ενώ παράλληλα φρόντιζε τα όμορφα φυτά του. Γλυκός άνθρωπος φαινόταν, κουλτουριάρης, τρυφερός και ευαίσθητος, καλό παιδί. Δεν το κρύβω ότι προσευχήθηκα ο Κύριος να του χτυπήσει σύντομα την πόρτα και να τον δεχτεί τάχιστα, να μη καθυστερήσει τόσο πολύ, όπως συνέβη σε μένα, που αρκετές φορές με κάλεσε ο Λόγος του Θεού, αλλά δεν Τον άκουσα”.
Καλή και Ευλογημένη Χρονιά.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
8/1/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου