Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΑΓΙΟΥ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥ ΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΠΊΣΚΟΠΟ ΚΑΣΤΟΡΑ

 



                                        Περί Φιλαργυρίας

                                       Φωτο:mitsero.wordpress.com

Ο τρίτος αγώνας που επιβάλλεται σ΄ εμάς είναι ο κατά του πνεύματος της φιλαργυρίας.

Αυτός ο δαίμων, ξένος είναι και εκ των έξω μάς προσβάλλει, όταν εντοπίσει άνθρωπο άπιστο στον Θεό. Γιατί τα άλλα πάθη, όπως ο θυμός και οι ερεθισμοί της σαρκικής επιθυμίας φαίνεται ότι έχουν αφορμή και είναι κατά κάποιο τρόπο έμφυτα, από τη γέννηση του ανθρώπου, ώστε εξ αιτίας αυτού απαιτείται πολύς χρόνος για να κατανικηθούν. Όμως η νόσος της φιλαργυρίας , επειδή προέρχεται από εξωτερικούς παράγοντες, ευκολότερα δύναται να απομακρυνθεί αν τύχει επιμέλειας και προσοχής. Αντίθετα, αν αμεληθεί χειρότερη και δυσκολότερη συγκριτικά με τα άλλα πάθη είναι και πολύ δύσκολο να θεραπευτεί. Κατά τον Απόστολο Παύλο η φιλαργυρία είναι ρίζα όλων των κακών. Ας αρχίσουμε να σκεφτόμαστε μ΄ αυτόν τον τρόπο.

Οι φυσικές κινήσεις όχι μόνο στα παιδιά φαίνονται που ακόμη δεν υπάρχει αίσθηση του καλού και του κακού, αλλά και στα πολύ μικρά παιδιά της προνηπιακής ηλικίας, τα οποία αν και δεν αισθάνονται ούτε ίχνος ηδονής, όμως το σώμα τους εμφανίζει κινήσεις όλως διόλου φυσιολογικές (ερεθίζονται σαρκικά άθελά τους).Με τον ίδιο τρόπο και το κέντρο του θυμού στα νήπια εκδηλώνεται όταν αυτά συγκινηθούν και φαίνονται σαν λυπημένα. Τα λέγω αυτά όχι για να κακίσω τη φύση του ανθρώπου ως αιτία της αμαρτίας, αλλά για να αποδείξω ότι ο Δημιουργός για καλό σκοπό όρισε τη συνύπαρξη του θυμού και της επιθυμίας ,όμως αυτές οι φυσικές ιδιότητες του σώματος ξέπεσαν στο “ παρά φύσιν” εξ αιτίας της ραθυμίας (απροθυμίας και νωθρότητας προς αναζήτηση του Θείου).Γιατί η κίνηση του σώματος δόθηκε από τον Δημιουργό στον άνθρωπο με σκοπό τη τεκνογονία και απ΄ αυτή να προκύψει η διαδοχή και διαιώνιση του γένους μας και όχι για πορνεία. Η δε εκδήλωση του θυμού εγκαταστάθηκε στη καρδιά μας για να οργιζόμαστε κατά της κακίας και όχι να γινόμαστε θηρία κατά των συνανθρώπων μας.

Εάν εμείς κακώς τα χρησιμοποιούμε αυτά φέρουμε την ευθύνη, και ούτε η φύση είναι αμαρτωλή, ούτε τον Πλάστη να ενοχοποιούμε.

Δεν είναι υπεύθυνος εκείνος που μας παραχώρησε σιδερένιο εργαλείο για να κάνουμε τη συνήθη εργασία μας κι εμείς το χρησιμοποιήσαμε για να κάνουμε φόνο. Αυτά τα λέμε για να καταδείξουμε ότι το πάθος της φιλαργυρίας δεν έχει φυσική προέλευση, αλλά προέρχεται αποκλειστικά από την πολύ κακή προδιάθεσή μας και διεφθαρμένη προαίρεση μας προς αυτό. Διότι αυτή η ασθένεια, όταν βρει στην αρχή τη ψυχή χαλαρή και άπιστη, υποβάλλει στον νου δήθεν δίκαιες και φαινομενικά εύλογες προφάσεις για να μην ξοδέψει ποτέ ο άνθρωπος τίποτα απ΄ τα χρήματα που έχει.

Εμβάλλει στη διάνοια για παράδειγμα του μοναχού τη σκέψη, ότι έρχονται τα γηρατειά που θα κρατήσουν πολύ , με σωματική ασθένεια, και ότι τα χρήματα που λαμβάνει ο μοναχός ως αναγκαία για τη διατροφή και συντήρησή του από το κοινόβιο, δεν αρκούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του, όχι μόνο όταν είναι άρρωστος αλλά και όταν είναι υγιής. Και ότι στο κοινόβιο δεν παρέχεται η πρέπουσα φροντίδα για τους ασθενείς και όποιος δεν έχει κρυμμένο χρυσό θα πεθάνει σε αθλία κατάσταση. Τέλος, η ασθένεια της φιλαργυρίας υποβάλλει στη σκέψη του ότι δεν μπορεί να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Μοναστήρι γιατί οι εργασίες είναι βαριές και ο Πατέρας αυστηρός. Και όταν με τέτοιους λογισμούς παραπλανήσει τη διάνοια του η φιλαργυρία, κατορθώνει να πείσει τον μοναχό να μην ξοδεύει ούτε μια δραχμή. Τον πείθει ακόμη να μάθει μυστικά τη τέχνη του ιερέα και να την εκμεταλλεύεται για να δυνηθεί να αυξήσει τα περιπόθητα αργύρια του. Εξαπατά η φιλαργυρία τον άθλιο μοναχό με κρυφές ελπίδες και τον πείθει να κάνει κέρδος από τα χειροτεχνήματά του (σταυρούς, κομποσκοίνια, εικόνες, σκαλιστά κεριά) και από το κέρδος αυτό να ζει άνετος και αμέριμνος. Μ΄ αυτόν τον τρόπο, απορροφάται ολόκληρος από την επιθυμία του κέρδους, τίποτα άλλο δεν σκέπτεται, ούτε τη μανία της οργής, όταν τυχόν συμβεί σ΄ αυτόν και υποστεί ζημιά, ούτε το σκοτάδι της λύπης εάν διαψευστεί η ελπίδα του κέρδους του, αλλά γίνεται Θεός του ο χρυσός και το χρήμα , όπως σ΄ άλλους η κοιλιά τους. Ο Μακάριος Απόστολος Παύλος, επειδή τα γνώριζε όλα αυτά, όχι μόνο τη νόσο της φιλαργυρίας, ρίζα όλων των κακών κατονόμασε, αλλά και ειδωλολατρεία. Ας δούμε τώρα σε τι βαθμό κακίας αυτή η ασθένεια παρασύρει τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να τον ρίξει στην ειδωλολατρεία. Διότι ο φιλάργυρος απομακρύνει τον νου του από την αγάπη του Θεού, αγαπά μόνο τα είδωλα των ανθρώπων που είναι σκαλισμένα πάνω σε χρυσό.

Αφού δε σκοτιστεί ο μοναχός από τέτοιους λογισμούς και ολοένα χειροτερεύει, δεν δύναται να κάνει καμία υπακοή, αλλά αγανακτεί και διαμαρτύρεται ότι πάσχει άδικα, γογγύζει και για τη παραμικρή εργασία, αντιλέγει και αρνείται πάσα ευλάβεια, σαν άγριο άλογο στον γκρεμό συμπεριφέρεται, δεν αρκείται στη καθημερινή τροφή και δυσανασχετεί λέγοντας ότι δεν μπορεί να τα υποφέρει όλα αυτά. Και λέγει ότι ο Θεός δεν είναι μόνο εκεί, η δε σωτηρία του δεν εξαρτάται μόνο από τον Θεό, και αν δεν απομακρυνθεί από το Μοναστήρι θα χαθεί κακήν κακώς.

Έχοντας συνεργό της διεφθαρμένης γνώμης του τα κρυμμένα αργύρια, υπερηφανεύεται σαν να γέμισε από φτερά και σκέπτεται τη φυγή από το Μοναστήρι.

Αρνείται όλα που του παραγγέλνουν (π.χ. τον κανόνα που του θέτει ο πνευματικός του πατέρας) με αλαζονεία και θράσος και νομίζει τον εαυτόν του ως τελείως ξένο. Αν δει κάτι στο Μοναστήρι που χρειάζεται διόρθωση αμελεί, περιφρονεί και κατηγορεί όλα αυτά που συμβαίνουν. Έπειτα ζητεί προφάσεις για να οργιστεί ή να λυπηθεί, ώστε να μην φανεί ότι φεύγει από το Μοναστήρι χωρίς αιτία.

Εάν δε μπορέσει να εξαπατήσει με ψιθυρίσματα και αστήριχτα λόγια και κάποιον άλλον αδελφό του να φύγει κι εκείνος από το Μοναστήρι, εύκολα το κάνει, με το σκοπό να έχει συνεργό στο δικό του παράπτωμα. Επειδή φλέγεται από το πυρ (της επιθυμίας) των δικών του χρημάτων, ο φιλάργυρος αυτός ποτέ δεν θα δυνηθεί να ησυχάσει στο Μοναστήρι και να ζήσει υπό κανόνα.

Όταν δε ο δαίμονας τον αφαρπάξει, σαν λύκος από τη μάντρα, και αφού μολυνθεί το ποίμνιο, στη συνέχεια προετοιμάζει το έδαφος για να τον καταβροχθίσει, τέτοιο άδοξο τέλος προετοιμάζει γι΄ αυτόν, αφού τα έργα τα οποία λάμβανε εντολή να εκτελέσει κατά συγκεκριμένες ώρες ολιγωρούσε και αρνιόταν, ενώ έπρεπε να τα κάνει με προθυμία, ημέρα και νύχτα.

Και ούτε τη συνήθεια των ευχών, ούτε τον κανόνα με τις αγρυπνίες επιβάλλει στον εαυτόν του και διαφυλάσσει , αλλά προσδεμένος στο πάθος της φιλαργυρίας, πείθει τον εαυτόν του να ασχολείται αποκλειστικά με το κερδοφόρο χειροτέχνημα.

Τρεις είναι οι εκδηλώσεις αυτής της νόσου που οι Θείες Γραφές και οι Άγιοι Πατέρες απαγορεύουν.

Μία είναι εκείνη, η οποία διαμορφώνει τους ελεεινούς, οι οποίοι εκείνα τα οποία δεν είχαν στον κόσμο θέλουν να τ΄ αποκτήσουν και συναθροίσουν στο κοινόβιο.

Άλλη εκδήλωση της φιλαργυρίας είναι εκείνη που κάνει να μετανοούν εκείνους οι οποίοι, αφού περιφρόνησαν τα χρήματα διαπαντός να τα επιθυμούν πάλι, αν και τα προσέφεραν στον Θεό όταν μπήκαν στο κοινόβιο.

Τρίτη δε εκδήλωση της φιλαργυρίας είναι αυτή κατά την οποία, αφού ο μοναχός εμποτιστεί με απιστία και χλιαρότητα, τον εμποδίζει ν΄ απαλλαγεί τελείως από τα πράγματα του κόσμου, με την υποβολή του φόβου της φτώχειας και δυσπιστίας στη Πρόνοια του Θεού, και τον αποδεικνύει παραβάτη εκείνων τα οποία καθομολόγησε από απομακρύνθηκε από τον κόσμο (για να μονάσει).

Αυτών των τριών εκδηλώσεων τα φαινόμενα, αυστηρά καθώς είπαμε , κατακρίνει η Αγία Γραφή. Διότι ο Γιεζή επιθύμησε ν΄ αποκτήσει χρήματα , που πρότερον δεν είχε και αποκλείστηκε από τη προφητική χάρη που ήθελε ν΄ αφήσει ο διδάσκαλος σ΄ αυτόν , κατά κληρονομική τάξη και αντί ευλογίας, με την κατάρα του Προφήτη, κληρονόμησε αιώνια λέπρα. Και ο Ιούδας επιθύμησε να λάβει χρήματα που πρότερον περιφρόνησε, όταν ακολούθησε τον Κύριο, όχι μόνο για τη προδοσία του Δεσπότη, ολίσθησε και ξέπεσε από τον χορό των Αποστόλων, αλλά και αυτόν τον βίο του εντός της σάρκας με βίαιο θάνατο σφράγισε.

Ο δε Ανανίας και η Σάπφειρα, έκρυψαν μερικά απ΄ εκείνα που είχαν και τιμωρήθηκαν σε θάνατο από τον Απόστολο. Και ο Μέγας Μωυσής , στο Δευτερονόμιο, παραγγέλλει μυστικά σ΄ εκείνους που επιθυμούν να απομακρυνθούν από τα εγκόσμια και από λιποψυχία ανέχονται τα γήινα “ει τις εστίν άνθρωπος περίφοβος και τη καρδία δειλός, ουκ εξελεύσεται εις πόλεμον.Πορευέσθω δε και αναλυέτω εις τον ίδιον οίκον, μήποτε πτοείσθαι ποιήση, τα καρδίας των αδελφών αυτού”.Εννοεί εδώ ο Μωυσής ότι δεν μπορεί ο δειλός στη καρδιά του να βγει στον πόλεμο (μοναχισμό), γιατί δεν θα είναι ένα καλό παράδειγμα για τους άλλους, τους αδελφούς του στο κοινόβιο.

Υπάρχει τίποτα πιο σαφές και ακριβές από τη μαρτυρία αυτή; Δεν μαθαίνουμε από τη μαρτυρία αυτή ότι εκείνοι που αποχωρίζονται από τον κόσμο πρέπει τελείως να απομακρύνονται , και μόνο τότε ν΄ αρχίζουν τον πόλεμο και όχι με διδαχή φαύλη και διεφθαρμένη ν΄ ανατρέπουν τους άλλους από την Ευαγγελική τελειότητα και να τους υποβάλουν το συναίσθημα της δειλίας; Πιέζονται από τη δική τους πλάνη και την επιθυμία της φιλαργυρίας, και ερμηνεύουν κακώς τα καλώς γραμμένα στην Αγία Γραφή,όπως “μακάριον εστί μάλλον διδόναι, ή λαμβάνειν”; (Εννοεί εδώ ότι δίνουν στους άλλους απλόχερα, αλλά τους ελεούν με τη πλάνη της γνώμης τους για να τους κάνουν ίδιους με τον διεφθαρμένο εαυτόν τους).Αλλά και τη διδασκαλία του Κυρίου που λέγει “ ει θέλεις τέλειος είναι, πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν Ουρανοίς και δεύρο ακολούθει μοι”, επίσης παραλογιζόμενοι κακώς τα εννοούν.Γιατί κρίνουν ότι είναι μακαριώτατο από την ακτημοσύνη, το να εξουσιάζουν τον δικό τους πλούτο και από τα εισοδήματά τους να δίνουν στους έχοντες ανάγκη.

Αυτοί πρέπει να γνωρίζουν ότι ουδέποτε θα απομακρυνθούν από τον κόσμο ούτε θα φτάσουν στη μοναδική τελειότητα εφ΄ όσον ασχημονούν (δεν εργάζονται) για τον Χριστό, διότι ο Απόστολος αναλαμβάνει την φτώχεια (του πνεύματος)και τους εργαζόμενους (για την ψυχή τους) και τους έχοντες ανάγκη να εργαστούν , ώστε με το έργο τους να εκπληρώσουν τη μοναδική υπόσχεση και να συνδοξαστούν μαζί Του. Εκείνοι που διασκόρπισαν τον κοσμικό τους πλούτο, με πείνα και δίψα ψυχής και γυμνότητα (ψυχοπνευματικά) αγωνίστηκαν με τον Απόστολο Παύλο, τον αγώνα τον καλό. Διότι, αν και ο Απόστολος γνώριζε ότι το να έχει κάποιος παλιό πλούτο (χρήματα από οτν κοσμικό βίο του) είναι αναγκαιότερο για τη τελείωση, καταφρόνησε την αξία αυτού, λέγοντας άλλωστε ο ίδιος ότι έγινε επίσημα Ρωμαίος πολίτης.

Ακόμη και εκείνοι που πωλούσαν τις οικίες τους στα Ιεροσόλυμα και τους αγρούς τους και κατέθεταν το αντίτιμο στα πόδια των Αποστόλων, δεν θα το έκαναν εάν δεν γνώριζαν, ότι οι Απόστολοι με μυστικό και ηθικό τρόπο με τα δικά τους χρήματα τρέφονταν και με τους κόπους τους, αλλά και με την εισφορά του πλήθους. Σχετικά με αυτό διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή. “Νυνί δε πορεύομαι εις Ιεροσόλυμα διακονήσαι τοις Αγίοις, ευδόκησαν γαρ και οφειλέται αυτών εισί”.Και αυτός ο ίδιος πολλές φορές κλείστηκε σε δεσμωτήρια και φυλακές και ταλαιπωρήθηκε κατά τις περιοδείες του, ώστε μη δυνάμενος, όπως συνήθιζε, να εξοικονομεί τα προς το ζην εργαζόμενος, λέγει ότι αυτά έλαβε από τους αδελφούς που ήρθαν από την Μακεδονία προς αυτόν. “Και γαρ το υστέρημά μου ανεπλήρωσαν οι αδελφοί, ελθόντες από Μακεδονίας”.Γράφει δε προς τους Φιλιππησίους, “ οίδατε δε και υμείς Φιλιππήσιοι ότι εξελθόντος μου από Μακεδονίας ουδέ μία Εκκλησία εκοινώνησεν εις λόγον δόσεως και λήψεως , ει μη υμείς μόνο. Ότι και εν Θεσσαλονίκη και άπαξ και δις επέμψατε μοι τα προς χρείαν(του έδωσαν τα αναγκαία)”. Κατά τη γνώμη των φιλάργυρων, προφανώς οι Φιλιππήσιοι είναι μακαριώτεροι του Αποστόλου, επειδή από τα υπάρχοντά τους χορήγησαν σε Αυτόν τα αναγκαία.

Αλλ΄ ούτε και ο πιο νοητικά παραπλανημένος και καθυστερημένος θα τολμούσε να ξεστομίσει αυτό. Γιατί αν επιθυμούμε ν΄ ακούσουμε το Ευαγγελικό πρόσταγμα και να ακολουθήσουμε τη θεμελιωμένη εξ αρχής Εκκλησία από τους Αποστόλους, δεν πρέπει να μας πείθουν οι δικές μας υποψίες , ούτε αυτά που έχουν λεχθεί σωστά να τα διαστρεβλώνουμε. Αλλ΄ αφού απορρίψουμε τον χλιαρό και άπιστο λογισμό, να εγκολπωθούμε τον αυστηρό και ακριβή λόγο του Ευαγγελίου. Μόνο τότε θα δυνηθούμε και τα ίχνη των Πατέρων να ακολουθήσουμε και να διαβιώσουμε με τους κανόνες του κοινοβίου και ουδέποτε να απομακρυνθούμε και πραγματικά να απαρνηθούμε τον κόσμο τούτο.

Καλό θα ήταν σε αυτό το σημείο να θυμηθούμε και τον λόγο ενός Αγίου. Λέγεται ότι ο Άγιος Βασίλειος ο Επίσκοπος Καισαρείας, είπε σ΄ έναν συγκλητικό που με χλιαρότητα απομακρύνθηκε από τον κόσμο και κατακράτησε και απέκρυψε ένα μέρος από τα χρήματα του κοσμικού του βίου · “και τον συγκλητικόν απώλεσας και μοναχόν ουκ εποίησας”. Πρέπει λοιπόν όσο το δυνατόν, να κόψουμε τάχιστα από τη ψυχή μας τη ρίζα όλων των κακών, που είναι η φιλαργυρία, γνωρίζοντες ασφαλώς ότι όσο υπάρχει η ρίζα τα κλαδιά εύκολα βλαστάνουν. Την δε αρετή αυτή είναι δύσκολο να αποκτήσουν όσοι δεν διαβιώνουν σε κοινόβιο, γιατί στο κοινόβιο και για τις μεγαλύτερες ανάγκες μας δεν καταβάλλουμε μέριμνα ( φροντίζονται ομαδικά).Σκεπτόμενοι τη κατάκριση του Ανανία και της Σαπφείρας, ας φρίξουμε, όταν παρακρατούμε για εμάς έστω και ίχνος από χρήματα . Με παρόμοιο τρόπο φοβούμενοι την περίπτωση του Γιεζή, που παραδόθηκε στη λέπρα αιώνια εξ αιτίας της φιλαργυρίας του, ας φυλαχτούμε να μη συναθροίζουμε για τους εαυτούς μας χρήματα, τα οποία βεβαίως ούτε είχαμε πριν εισέλθουμε στο κοινόβιο. Σκεπτόμενοι το τέλος του Ιούδα στην αγχόνη , ας φοβηθούμε ν΄ αποκτήσουμε ξανά ό,τι περιφρονήσαμε και απαρνηθήκαμε.

Πάνω απ΄όλα , έχοντες εμπρός μας τη μνήμη του θανάτου, και μη γνωρίζοντες πότε θα είναι η ώρα μας, ας επαγρυπνούμε διαρκώς, μήπως κατά την ώρα που δεν περιμένουμε έλθει ο Κύριος μας και βρει λερωμένη τη συνείδησή μας από την φιλαργυρία και πει και σ΄εμάς εκείνα που είπε στον πλούσιο “ άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, ά δε ητοίμασας τίνι έσται”;

Πρέπει να προετοιμάζουμε τη ψυχή μας ακολουθώντας τον Λόγο του Κυρίου, δαμάζοντας την επιθυμία τής φιλαργυρίας μάς διδάσκει ο Οσιώτατος Άγιος Κασσιανός και μας γαλουχεί με θεία νάματα. Θα είμαστε μαζί σας με το τέταρτο μέρος του Λόγου του Αγίου στη συνέχεια.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

22/2/2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου