Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Η ψηλο-Σοφία της Βαλύρας

                 

                                   Όπως η ψηλο-Σοφία της Βαλύρας

Ισχνή τόσο όσο να μην την σηκώνει ο άνεμος, με μία αγκαλιά πλατιά που να χωρεί πέντε γιους και μία θυγατέρα, αλύγιστη σαν κυπαρίσσι στον βοριά, με τον γάιδαρο να αγκομαχά στον ανήφορο στο Μπιζάνι της Βαλύρας, τυλιγμένη στο μαύρο της τσεμπέρι, να βαδίζει καρτερικά για να φθάσει στο πέτρινο χωριατόσπιτό της, να ρίξει μπόλικα κούτσουρα στη φωτιά για να ετοιμάσει σούπα αυγολέμονο με ρυζάκι τοπικής παραγωγής- ένα σακούλι όλο κι όλο ήταν το δικό της μερίδιο, που οικονομούσε εργαζόμενη στα ρύζια του Μεσσηνιακού κάμπου- ήταν η ψηλο-Σοφία της Βαλύρας, το γένος Μπουρίκα, ψηλή μέχρι των ουρανό και ταπεινή μέχρι το χώμα, η γιαγιά Σοφία των παιδικών μας χρόνων, τη δεκαετία του 1960.

Μου τη θύμισε ο κ. Γιώργος Παρ. Φειδάς, που διαμένει στο Road Island των Η.Π.Α.

Τούτη η προκομμένη κόρη της Βαλύρας, που θαύμαζαν την ομορφιά και το ήθος της οι νέοι της εποχής της, παντρεύτηκε τον Παντελή, άνδρα εργατικό, αλλά φλογερό και ερωτιάρη, ο οποίος δυστυχώς δεν μπόρεσε να παραμείνει σταθερός στη συζυγική του σχέση. Μετά την τεκνοποίηση και του έκτου παιδιού , σύναψε κρυφό δεσμό με μία νεαρή γυναίκα , κι όταν την κατέστησε έγκυο , έφυγε κρυφά από τη Βαλύρα, για να μην υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του. Ουδέποτε επέστρεψε, αφήνοντας τα έξη παιδιά μόνα τους, στο έλεος του Θεού και στην καρτερία της μητέρας τους. Η λιγοστή περιουσία της γιαγιάς Σοφίας, μερικά ελαιόδενδρα, μία σταφιδάμπελος, ένα κτήμα στον κάμπο του χωριού κι ένας μπαξές, μαζί με τα μεροκάματα της “μάνας” εποχιακά, με αυστηρή οικονομία και στέρηση, βοήθησαν να μεγαλώσουν και να προκόψουν τα ευλογημένα παιδιά. Οι γιοί, ο ένας μετά τον άλλο, όταν τελείωναν το Δημοτικό Σχολείο, ανέβαιναν στην Αθήνα και εξασφάλιζαν υπεύθυνη θέση εργασίας , όπου μπορεί να φανταστεί κανείς, αλλά και δεν συλλαμβάνει ο νους του ανθρώπου, σε μία εποχή μεγάλης φτώχειας. Δεν είναι γνωστό αν και σε τι βαθμό συμπαραστάθηκε στα παιδιά και βοήθησε ο φυσικός τους πατέρας.  Φοιτούσαν σε νυκτερινό Γυμνάσιο για να ολοκληρώσουν τις εγκύκλιες σπουδές τους. Ο πρώτος γιος, ο Ντίνος, ήταν αριστούχος του Δημοτικού Σχολείου Βαλύρας και λάτρευε τις σπουδές, από μικρός οραματιζόταν να γίνει καθηγητής Γεωπονίας. Αν και μόλις 12 ετών μαθητής, αποφασιστικά έκανε την αρχή και ανέβηκε στην Αθήνα για να συνεχίσει τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο. Εργαζόταν σε ένα ασανσέρ τα έτη 1963-64 , αν και είχε πρόβλημα αναπηρίας στο ένα του πόδι. Πάραυτα, καθόταν σε μία καρέκλα εντός του ασανσέρ και ανεβοκατέβαζε ανθρώπους. Από τα χέρια του δεν έλειπε ποτέ το βιβλίο, αλλά και η αγάπη για τη φύση από την καρδιά του, γι΄ αυτό οι κόποι του, με την ευλογία του Θεού, έλαβαν σύντομα σάρκα και οστά. Ο Κωνσταντίνος Μπόβης, άφησε ιστορία ως καθηγητής Πανεπιστημίου στη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, και ως σύμβουλος γεωπονικών θεμάτων σε ολόκληρη τη Μεσσηνία. Ο δεύτερος γιος, ο Παναγιώτης (Τάκης), ακολούθησε τα βήματα του αδελφού του, και εξελίχθηκε σε έναν πολύ καλό δικηγόρο. Ο Νίκος και ο Θεόφιλος ασχολήθηκαν με τις τέχνες, ο δε Βασίλης μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη και μάλιστα μία χρονιά ταξίδεψε στο Road Island και συνάντησε τον κ. Γιώργο Παρ. Φειδά. Η Ελένη παντρεύτηκε και έφυγε από την πατρική οικία , και ο Γιώρης, που ήταν ένας άγγελος με αυτιστικά στοιχεία, παρέμεινε στα έδρανα της τιμημένης αγροτιάς. Θυμάμαι τον αείμνηστο Γιώρη, που τραβούσε τη βραδυκίνητη αγελάδα του με κραυγές απελπισίας, λόγω κούρασης μετά από την πολύωρη βοσκή στον κάμπο του χωριού, προσπαθώντας να την κάνει να τον υπακούσει. Σερνόταν η καλοαναθρεμμένη αρχόντισσα, ζαλισμένη από την ορθοστασία της ημέρας, με την αύρα του απόβραδου, δυσεύρετο στολίδι επάνω στα χρυσά της τα μαλλιά. Ήταν αργά το απόγευμα καθώς ο ήλιος κατέβαινε στην Ιθώμη, κι ο Γιώρης καταϊδρωμένος επέστρεφε στο φτωχικό αλλά ζεστό καταφύγιο του, για να λάβει μέσα από το χαμόγελο της μητέρας του τη μέγιστη επιβράβευση, που γλύκαινε τη σκληρή μπουκιά της φτώχειας και το κρύο νερό στο διψασμένο λαρύγγι του.

Κάθε χρόνο πωλούσε το νέο μοσχάρι του, και από τα χρήματα που συγκέντρωνε δεν σπαταλούσε ούτε μία δραχμή. Τα παρέδιδε όλα στη μητέρα του και τα έστελναν στα αδέλφια του στην Αθήνα, μαζί με  τρόφιμα που προετοίμαζε με τα χρυσά χέρια της η αλησμόνητη γιαγιά Σοφία . Παρασκεύαζε τραχανά, χυλοπίτες, πελτέ, τουρσιά, μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, κουλούρια, δίπλες, μελομακάρονα και κουραμπιέδες, πίτες, ψωμί στον ξυλόφουρνο, σπιτικό τυρί φέτα και σφέλα, μυζήθρες, σύκα και σταφίδες, και μάζευε από το κτήμα της καρύδια και αμύγδαλα. Έστελνε και από μία ζεστή καμηλό κουβέρτα, υφασμένη με τα τίμια ροζιασμένα χέρια της και χτυπημένη στη νεροτριβή, για τον κάθε γιο χρονιά παρά χρονιά, αλλά και μπόλικο σπιτικό σαπούνι η ακούραστη γιαγιά Σοφία.

Αφάνταστη ήταν η χαρά του αείμνηστου Γιώρη, καθώς με υπερηφάνεια κοιτούσε τα δέματα των αδελφών του, η χαρά της προσφοράς ήταν το δικό του βραβείο, αλλά και η καταξίωση ως οικογενειάρχη, αφού εκείνος είχε αναλάβει τα ηνία του σπιτιού , εκείνος , που αν και αυτιστικός, στάθηκε ως σωστός γιος , μοναδικός και ανεπανάληπτος, δίπλα στην αγία μητέρα του.

Πόση ελπίδα για τις δυσκολίες της ζωής μπορεί να αντλήσει ο άνθρωπος, μαθαίνοντας την ιστορία της αείμνηστης γιαγιάς Σοφίας! Σαν άσβεστος αστήρ στόλισε τη μνήμη μας, αφήνοντας ανεξίτηλη γραφή και άπλετο καθαρό φως του Τριαδικού Θεού της αγάπης, ταπείνωσης, υπακοής, υπομονής, μακροθυμίας, πραότητας, και ειρήνης στην ψυχή μας. Είχαμε τη μεγάλη ευκαιρία να ζήσουμε και να διδαχθούμε την πορεία μίας αληθινά ενάρετης ζωής δίπλα της. Ο Θεός να την αναπαύει με τα αγαπημένα της παιδιά στον Παράδεισο.

Θερμές ευχαριστίες στον κ. Γιώργο Παρ. Φειδά, επιχειρηματία στο Road Island των Η.Π.Α., που θυμήθηκε και μοιράστηκε μαζί μας την ιστορία της αείμνηστης γιαγιάς Σοφίας, της ψηλο-Σοφίας της Βαλύρας μας.


Ο Θεός  μεθ΄ημών


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

7/1/2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου