Τούτο το ηθογράφημα είναι μίας άλλης εποχής, όταν οι αρτοπώλες πάσχιζαν πολύ το ψωμί τους να βγαίνει αφράτο. Αφράτος ήταν το όνομα του γιου ενός αρτοποιού, σε μία από τις συνοικίες της Αθήνας του 1950, και λέγω το όνομα, γιατί υπάρχει Όσιος Αφράτος, του 4 μ.Χ. αιώνα εκ Συρίας, του οποίου τη μνήμη τιμά η Εκκλησία μας στις 29 Ιανουαρίου.
Το πρώτο όνομα ήταν Ανδρέας , από τον παππού του, και το δεύτερο Αφράτος, γιατί έτσι έμοιαζε όταν γεννήθηκε, σαν αφράτο φραντζολάκι, και ουδέποτε έχασε τη χάρη του μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Κι ενώ μεγάλωνε ο γιος στα πόδια τού αείμνηστου πατέρα του και της προκομμένης μητέρας του, ένας κόμπος άρχισε να τον σφίγγει στον λαιμό, καθώς εισήλθε στην εφηβεία του.
Σαν κρι κρι ακροβατούσαν στο θεωρείο τού νου του οι σκέψεις της δραπέτευσης, και μια αλησμόνητη ημέρα, αφού αρμάθιασε τις αποφάσεις του, με την κακή έννοια, επάνω σε μία διαφωνία με τον πατέρα του , ξεφώνισε το αμίμητο:
-Δεν θα καταντήσω σαράβαλο, δεν θα σαπίσω στην ορθοστασία, με σπασμένη μέση, εμπρός στον φούρνο, θα φτιάξω μόνος μου τη ζωή μου!
-Πάρε κι ένα χαστούκι γιατί το παραξήλωσες, του αποκρίθηκε αγανακτισμένος ο κουρασμένος πατέρας, που έτρεχε ο ιδρώτας του ποτάμι και ο Αφράτος φανταζόταν πλούσια τραπέζια με ψητά αρνιά και βασιλικούς θρόνους, πριν βγει από τα σπάργανα.
Σαν θρούμπα ελιά σε χαραμάδα γκρεμίστηκε η χαρά του, και μελάνιασαν τα χείλη του. Έκανε δέκα ημέρες να συνέλθει, επιμελώς εργαζόμενος ως βοηθός στον φούρνο , διαρκώς σκυμμένος και αμίλητος. Ο ηλιόκαλος κατά τα άλλα Αφράτος, δεν άργησε να δεχτεί νέα επίθεση από τον “οξαποδό”, που του περόνιασε με την ιδέα της φυγής μέχρι και τα κόκαλα του εγκεφάλου του, και τον καθήλωσε με φιλολογικά σοφίσματα:
-Άλλο να είσαι αρωγός και άλλο ουραγός, του έλεγε ο “κακός λογισμός”. Ο αρωγός έχει δύναμη στα χέρια του, ενώ ο ουραγός είναι ο τελευταίος της σειράς. “Ο παθός δεν έγινε μαθός”, όπως έλεγαν οι αείμνηστοι παππούδες μας, και η φυγή για “κάπου αλλού” σαν πανάκεια φώλιασε στην άγραφη ψυχή τού εφήβου Αφράτου.
-Τι σε κρατεί παιδάκι μου ξάγρυπνο; τον ρωτούσε η στοργική μητέρα του, κι εκείνος απαντούσε πάντα με μία πρόχειρη δικαιολογία στα χείλη:
-Μια παρωνυχίδα με πονάει τής έλεγε συχνά, για να προβαδίσει μία σπιθαμή, να κερδίσει χώρο και χρόνο, και να μην υποστεί τη γονεϊκή ανάκριση και παρέμβαση.
-Αν δεν φύγεις δεν θα σωθείς, σπαρματσέτο στο φούρνο θα καταντήσεις, αναμμένο κεράκι όχι από λίπος ψαριού, αλλά από την αποχαύνωση που φέρνει το πολύ αλεύρι, μέχρι που θα σβήσεις όρθιος, υπηρετώντας όλους εκτός από τον εαυτόν σου, άκουγε επαναλαμβανόμενα στις σκέψεις του, μέχρι που η φυγή κατέστη ιδεοληψία και διαρκής ψυχαναγκασμός.
Μία ημέρα, καθώς λιάζονταν με τη μητέρα του στο πεζούλι έξω από τον φούρνο , εκείνη μονολόγησε δυνατά:
-Λαγγεύει το μάτι μου, τι θα ακούσω..... και καθώς τον κοίταξε κατάματα, προσγειώθηκε ο Αφράτος απότομα από τα σύννεφα, μαλώνοντας την τύχη του που διέκοψε τις μεγαλειώδεις σκέψεις του.
Φράγματα ματαίωσης της φυγής του παιδιού τους, έκτιζαν οι δυστυχείς γονείς του, όμως εργολάβος ήταν ο καιρός της νιότης , που του σφύριζε γλυκά , “προς κάπου αλλού”....
Όταν ο Αφράτος ενηλικιώθηκε, και αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, δεν επέστρεψε στην οικογενειακή εστία. Νυμφεύτηκε εκτάκτως με μία Ελληνοαμερικανή, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, και στης ξενιτιάς τη μυλόπετρα ανέδειξε τις αντοχές του.
Έκανε πενταμελή οικογένεια, και ως επάγγελμα ακολούθησε αυτό που διδάχθηκε από τους γονείς του. Μόνο που κουραζόταν διπλά και το ψωμάκι δεν ήταν γλυκό όπως στο πατρικό τραπέζι, πολλοί πόνοι και βάσανα τον βρήκαν στη ζωή, όπως η αρρώστια και ο πρόωρος θάνατος της συζύγου του, και η μοναξιά κατά την ανατροφή των παιδιών του.
Κι αφού ο Αφράτος, ο όμορφος μοναχογιός, έπλευσε στα βαθιά νερά, κι απέκτησε διαύγεια νου, σαφήνεια σκέψεως και καθαρότητα ψυχής προς τα γεράματα, όταν αισθάνθηκε εξ ύψους τον γκρεμό στον απόκρημνο γιαλό, κατέστη από κρι -κρι ένα γρι- γρι, πλοιάριο σοφό, που έσυρε πίσω του τα αγαπημένα παιδιά και εγγόνια του λέγοντας:
-"Προς κάπου αλλού” εκ του ασφαλούς...κατευθείαν προς την οδό του Κυρίου παιδιά μου, γιατί όλες οι άλλες διαδρομές, που ξαίνουν τις σκέψεις και υφαίνουν το σενάριο της φυγής κατά την ανηλικιά, να μην χορταίνεις ποτέ ζητούν, σε πολυοδία σε τραβούν, κάνουν τον καιρό πολύπικρο , και ο βραστερός νους δεν ησυχάζει , ούτε βρίσκει κονάκι για ανάπαυση, γιατί η ισορροπία με την πατρική οικογένεια στέκεται επάνω σε τεντωμένες λέξεις και συμπεριφορές απραξίας, εμπρός στο συναισθηματικό αδιέξοδο, εφ΄όρου ζωής.
Συνταξιούχος των ορειβασιών και ως επιρρητόρευση του λόγου του, ως καταληκτικό στόχο που έθεσε στην καρδιά του, φλεγόμενος από τη νοσταλγία της χαμένης νιότης και τη γλυκιά μπουκιά στο στόμα από τη συγχωρεμένη μητέρα του, ανακοίνωσε στα εγγόνια του:
Ο Θεός μεθ΄ημών
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
28/1/2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου