Μέσα στὸ ζοφερὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου γεννιέται καὶ πάλι τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἀνάμεσά μας τὸ Ἄστρο τὸ φωτεινό, μέσα στὴν γενικὴ ἀπογοήτευση γεννιέται ἡ Ἐλπίδα, μέσα στὴν ἀντάρα καὶ στὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου γεννιέται ἡ Εἰρήνη.
Τὸ ἐλπιδοφόρο μήνυμα εἰρήνη πῶς γεννιέται τὸ φέρνουν στὴ γῆ οἱ ἀγγέλοι τοῦ οὐρανοῦ: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ., β’ 14), ψάλλουν μέσα στὴν γλυκιὰ καὶ ἤρεμη βραδυά. Δόξα στὸν ὕψιστο Θεὸ τῆς εἰρήνης, ποὺ στέλνει στὴν γῆ τὸν εἰρηνικὸ Υἱό Του καὶ σκορπίζει τὸ μήνυμα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς «εὐδοκίας» Του, τῆς καλῆς Του θελήσεως γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ποιός μπορεῖ, ἀλήθεια, νὰ περιγράψῃ τὸ δράμα ποὺ ζοῦσε ἡ ταλαίπωρη ἀνθρωπότητα μέχρι τὴν γέννηση τῆς Εἰρήνης; Ἀφ’ ὅτου ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ξαστόχησε καὶ ἔχασε τὸν Παράδεισο τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, πάντες ἐξέκλιναν καὶ ξέπεσαν στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ἔκτοτε, ἡ ἀσέβεια πρὸς τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργὸ περίσσευε, ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἐκμετάλλευση βασίλευαν στὸν κόσμο, τὸ κακὸ ὀργίαζε. Τὸ σκότος τῶν εἰδώλων σκέπαζε τὴν γῆ. Παντοῦ πλάνη, ἀσωτία καὶ ἐξαχρείωση: «ἅπαντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν.» (Ψαλμ. 52:4)
Μέσα στὴν γενικὴ δίνη τοῦ κακοῦ τὰ ὄργανά του θεριεύουν. Σκορποῦν τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο οἱ τύραννοι καὶ οἱ ἐξουσιαστὲς καὶ καταδυναστεύουν τὸν ἁπλὸ λαὸ καὶ τοὺς ἀδαεῖς. Καὶ ἐνῶ τοὺς βασανίζουν μὲ τὴν δυναστεία των, τοὺς προσφέρουν συνάμα καὶ φροῦδες ἐλπίδες γιὰ δῆθεν ἀνακούφιση ἀπὸ τὰ βάνανά των. Κι ο φτωχὸς λαός, βουτηγμένος στὴν ἀμάθεια καὶ στὴν ἀπελπισία, δένεται στὰ δίχτυα των, τοὺς πιστεύει καὶ τοὺς ἀκολουθεῖ τυφλά, ἐλπίζοντας σὲ τί ἄλλο, στὴν λύτρωσή των!
Καὶ τὸ δράμα συνεχίζεται ἀπὸ τότε ἕως σήμερα, ἀμείωτο. Τοὺς παλαιοὺς δυνάστες τοὺς διαδέχονται νέοι καὶ αὐτοὺς ἄλλοι, πιὸ σκληροὶ καὶ ἀδίστακτοι, ἀλλοίμονο! Καὶ ὁ πονεμένος καὶ βασανισμένος λαὸς τοὺς ἀκολουθεῖ ὅλους, πάντοτε πιστά, προσδοκῶντας ὅτι κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς θὰ τὸν λυτρώσῃ κάποτε ἀπὸ τὰ δεινά του. «Σὰν νά ‘χουν τέλος καὶ παμὸ (σταματημό) τὰ πάθια καὶ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου.»
Καὶ ὅμως ὁ μόνος ἀληθινὸς λυτρωτής, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὡρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα νὰ σώση τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν (Ματθ., α’ 21), γεννιέται, ὅπως κάθε χρόνο καὶ φέτος, συμβολικὰ στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀναγεννήσῃ τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἄναρχος σαρκοῦται καὶ ἀρχὴ λαμβάνει, συγ-καταβαίνει, γιὰ νὰ ἀναβιβάσῃ τὸν ἄνθρωπο στὸν ούρανό.
Ἦταν καὶ εἶναι τόσο βαθειὰ βουτηγμένη στὴν ἁμαρτία ἡ ἀνθρωπότητα, ποὺ κανεὶς ἄνθρωπος, ποὺ φέρει τὸ στίγμα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔχει γι’ αὐτὸ τὴν τάση νὰ ξαστοχᾶ, δὲν μπορεῖ, ἀκόμη καὶ ἄν θέλῃ, νὰ τὴν «ξελασπώσῃ» ἀπὸ τὸ τέλμα. Μόνον Ἐκεῖνος τὸ μπορεῖ. Ἐκεῖνον ἀνέμεναν τότε γενιὲς ἀνθρώπων καὶ λαῶν, ἦταν ἡ παγκόσμια προσδοκία τῶν ἐθνῶν. Καὶ ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, τότε, ὦ τότε, εὐδόκησε ὁ ἀγαθὸς Θεὸς καὶ ἔστειλε τὸν Υἱό Του τὸν Μονογενῆ ὡς ἄνθρωπο στὸν κόσμο κατὰ πάντα, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόλλυται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.» (Ἰωάν., γ’ 16)
«Πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν…» Ποιός πίστεψε τότε στὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος; Οἱ ταπεινοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ποιμένες, ποὺ διέγνωσαν μὲ τὴν καρδία των τὸ μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ διελάλησαν, ἀλλὰ καὶ οἱ σοφοὶ ἀλλὰ ταπεινοὶ μάγοι (=μεγάλοι), ποὺ ἤξεραν νὰ διαβάζουν τὶς γραφές, ἔσπευσαν καὶ ἐκεῖνοι σὲ ἀναζήτηση τοῦ τεχθέντος Βασιλέως. Ποιοί δὲν τὸ πίστεψαν πῶς γεννήθηκε ὁ Χριστός; Οἱ μεγάλοι καὶ οἱ τρανοὶ βασιλεῖς, ὅπως ὁ τυραννοκτόνος καὶ βρεφοκτόνος Ἡρώδης, ποὺ φοβήθηκαν μήπως χάσουν τὸ ἐπίγειο βασίλειό των. Καὶ ποιοί ἄλλοι; Οἱ ἀλαζόνες καὶ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι, τὸ παράνομο καὶ θεομάχο ἱερατεῖο, ποὺ ἤξεραν μὲ κάθε λεπτομέρεια τὶς γραφὲς ἀλλὰ τὶς ἑρμήνευαν, ὅπως ἐκεῖνοι ἤθελαν, γιὰ νὰ κρατοῦν στὴν ἀμάθεια τὸν λαὸ καὶ νὰ τὸν καταδυναστεύουν.
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα ἡ ἴδια πάντοτε «ἱστορία». Ὁ Χριστός, ἡ προσδοκία τῶν λαῶν, ἡ ἐπαγγελία τῆς εἰρήνης, γεννᾶται συνεχῶς, κατὰ τὸ διαρκῶς ἀνανεούμενο σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, στὴν γῆ. Τὸν προσδέχονται μὲ λαχτάρα καὶ ἐλπίδα πάντοτε οἱ μικροὶ καὶ καταφρονεμένοι, τὰ παιδιά, οἱ γυναῖκες, οἱ δοῦλοι πάσης φύσεως. Τὸν ἀντιμάχονται μὲ πεῖσμα, μήπως ξυπνήσουν οἱ λαοὶ καὶ διεκδικήσουν τὰ δίκαιά των, οἱ δυνατοὶ τῆς γῆς, οἱ δυνάστες τῶν λαῶν, οἱ παράνομοι καὶ ἄδικοι βασιλεῖς καὶ οἱ ἀκόλουθοί των, οἱ κάθε λογῆς «ἄπιστοι» καὶ θεομπαῖχτες. Οἱ ταλαίπωροι! Νὰ διδάσκονταν, τοὐλάχιστον, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία! Τί ἀπέγιναν, ἄραγε, οἱ ἄλλοτε τρανοὶ ἄρχοντες καὶ κοσμοκράτορες τοῦ κόσμου τούτου, οἱ διῶκτες τοῦ Χριστοῦ, Ἡρῶδες, Πιλᾶτοι, Νέρωνες, Καλιγοῦλες καὶ τόσοι ἄλλοι; Κακὴν κακῶς ἀπώλοντο (χάθηκαν).
Τί ἀπέγινε ὁ διωχθεὶς ἀπ’ αὐτούς Κύριος, ὁ Βασιλιὰς τῆς εἰρήνης; Ζεῖ καὶ βασιλεύει καὶ τὸν κόσμο κυριεύει -εἶναι κύριος, ὄχι δυνάστης του. Ζεῖ καὶ βασιλεύει, διότι ἡ Βασιλεία Του «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάν., ιη’ 36), τῆς φθορᾶς καὶ τῆς παρανομίας, ποὺ ἔρχεται καὶ παρέρχεται, ἡ βασιλεία Του εἶναι αἰώνια καὶ παντοτινή, ὁριστικὴ καὶ ἀμετάκλητη.
Καταλαβαίνομε, τώρα, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ εἰρήνη στὸν κόσμο τοῦτο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀδικίας; Γιατί διαφεντεύει ἡ ταραχὴ καὶ ὁ πόλεμος; Γιατί ἀντρειεύει τὸ κακὸ καὶ κυβερνοῦν οἱ εἰρηνομάχοι καὶ οἱ πολεμόχαροι, οἱ παράνομοι καὶ παράφρονες Ἡρῶδες καὶ Καλιγοῦλες καὶ οἱ ὅμοιοί των;
Διότι οἱ ἄνθρωποι -θύματα οἱ περισσότεροι τοῦ κακοῦ καὶ τῶν ὀργάνων του- ἐνῶ μιλοῦν γιὰ εἰρήνη, ἐνῶ τὴν ἐγκωμιάζουν μὲ τὰ λόγια των, μὲ τὰ ἔργα των τὴν ἐκδιώκουν καὶ ἔτσι ἡ εἰρήνη μένει ἁλυσοδεμένη σὲ ἄντρα τοῦ πολέμου.
Και γιὰ ἕναν ἄλλον λόγο. Διότι «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» (Μάρκ., ι’ 42) ἔχουν καταφέρει νὰ πείσουν τὰ θύματά των ὅτι εἶναι πανίσχυροι καὶ ὅτι μποροῦν νὰ τοὺς προσφέρουν ὅ τι χρειάζονται, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ἁμαρτωλές, ἀλλοίμονο, ἀνάγκες καὶ τὶς ἐπιθυμίες των. Μόλις οἱ δεύτεροι τολμήσουν νὰ σηκώσουν κεφάλι καὶ νὰ ἐπαναστατήσουν, ἐπειδὴ κάποια ἀνάγκη ἢ ἐπιθυμία των δὲν καλύπτεται, οἱ πρῶτοι ἔχουν πάντα ἕτοιμο ἕνα νέο ἀντίδοτο ἢ τοὺς κρατοῦν δεσμίους μὲ τὸν φόβο τῶν ὅπλων καὶ τῆς φαινομενικῆς των ἰσχύος. Ἔτσι, οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ συνεχίζουν ἀπρόσκοπτα τὸ ἔργο των καὶ ὅσοι λογαριάζονται ὡς μικροὶ καὶ ἀδύναμοι παραμένουν μὲ τὸν ἕναν ἢ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο πάντοτε πειθήνιοι.
Ποιός θὰ τολμήσῃ νὰ ἔρθῃ πραγματικὰ ἀντιμέτωπος μὲ τὶς καλὰ ὀργανωμένες δυνάμεις τοῦ κακοῦ; Ὅποιος τὸ κάνει, ἢ θὰ πρέπει νὰ εἶναι δυνατώτερός των -δύσκολο, διότι οἱ καλοὶ δὲν συνεργάζονται- ἢ θὰ πρέπει νὰ εἶναι τόσο πολὺ πιστός, ὥστε νὰ μὴν λογαριάζῃ νὰ τὰ βάλη μαζί των καί, ἐὰν χρειαστῇ, νὰ πεθάνῃ. Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπῆρξαν οἱ πρὸ Χριστοῦ δίκαιοι καὶ ἐκλεκτοί, κριτές, προφῆτες, καὶ ἄρχοντες ἀκόμη, ὅπως ὁ Δαυίδ, οἱ ὁποῖοι, ἐνδυναμωμένοι ἀπὸ τὴν πίστη «κατηγωνίσαντο βασιλείας» (=ἀνέτρεψαν βασίλεια), «εἰργάσαντο δικαιοσύνην καὶ ἐπέτυχον τῶν θείων ἐπαγγελιῶν» (Ἑβρ., ια’ 33).
Ἀλλὰ καὶ μετὰ Χριστόν ὁ Πρόδρομος τῆς μετανοίας καὶ τῆς εἰρήνης βαπτιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἀρχιδιάκονος Στέφανος καὶ μετέπειτα οἱ Ἀπόστολοι, τὰ περιστέρια τῆς εἰρήνης, ποὺ σκόρπισαν στὰ πέρατα τῆς γῆς τὸ μήνυμά της, στὴν συνέχεια οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι, σὲ κάθε ἐποχή, ἔδωσαν τὴν μαρτυρία τῆς πίστεως καὶ οἱ περισσότεροι τελειώθησαν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ὅμως! Ὅλοι αὐτοί, «οὐκ ἐκομίσαντο τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.» (ὅ. π., 40). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χρειάζεται νὰ ἐπιδείξωμε καὶ ἐμεῖς ἀντίστοιχο ἡρωϊκὸ φρόνημα πίστεως καὶ παρρησία Χριστοῦ, ὥστε ὅλοι μαζὶ νὰ συγχαροῦμε καὶ νὰ συναπολαύσωμε τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰωνίου Του Βασιλείας.
«Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ., ι’ 35), λέει ὁ Κύριος. Ἀπίστευτο! Ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης, Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος ἦλθε στὸν κόσμο «εἰρήνην παρεχόμενος» (ε’ ᾠδή πεζοῦ κανόνος Χριστουγέννων), ὁ Ὁποῖος μᾶς χαρίζει τὴν δική Του εἰρήνη καὶ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ταραχὴ τοῦ κόσμου («εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν », Ἰωάν., ιδ’ 27), Αὐτὸς ὁ Ἴδιος Θεὸς εἶναι πολεμοχαρὴς καὶ αἱμοδιψής;
Ἀσφαλῶς ὄχι! Ἁπλῶς, γιὰ νὰ ἐγκαθιδρυθῇ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑπάρξῃ «μάχαιρα» κατὰ τοῦ κακοῦ, τοῦ κακοῦ μας ἑαυτοῦ, τῶν παθῶν μας, τοῦ ἔξωθεν κακοῦ. Ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, «ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Ἰακ., δ’ 4), ἐνῶ «ὁ φιλῶν τοὺς οἰκιακοὺς ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ., ι’ 37), λέει ὁ Κύριος, διότι ἐν τέλει ἡ φιλία καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ εἶναι σταυρικὴ καὶ τριμερής: εἶναι, πρωτίστως, εἰρήνη μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι «ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης», εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, καί, τέλος, εἰρήνη μὲ τὸν ἔξω κόσμο, ποὺ τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν μέσα μας εἰρήνη.
Νά, γιατὶ δὲν εἰρηνεύει ὁ κόσμος, παρὰ τὶς διαρκεῖς ἐπικλήσεις τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ εὔχεται σὲ κάθε Θεία Λειτουργία «ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, (…) τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Νά, γιατὶ δὲν γαληνεύουν καὶ δὲν ἠρεμοῦν οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, διότι δὲν ἀντλοῦν εἰρήνη ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς εἰρήνης καὶ τὸν δοτῆρα τῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ πιστεύουν στὶς ἐπαγγελίες τῶν δῆθεν εἰρηνόφιλων, στὴν πραγματικότητα εἰρηνοκάπηλων, ποὺ ὑπογράφουν συνθῆκες καὶ σύμφωνα εἰρήνης, γιὰ νὰ τὰ καταπατοῦν στὴν συνέχεια μὲ εὐκολία.
Τὶς ἡμέρες, ὅμως, αὐτές, ποὺ γεννιέται καὶ πάλι ὁ Χριστὸς ἀνάμεσά μας, μᾶς προσφέρεται καὶ πάλι ἡ εὐκαιρία νὰ εἰρηνεύσωμε μαζί Του, μέσα μας, γύρω μας. Οἱ Ἄγγελοι θὰ μεταφέρουν καὶ πάλι στὴν γῆ τὸ μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ ὅτι «ἐτέχθη ὑμῖν σωτήρ» καὶ θὰ ψάλλουν τὸν θεσπέσιο σταυρικὸ ὕμνο τῆς εἰρήνης: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ -καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη-, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.» Κάποιοι ταπεινοὶ ἄνθρωποι, ὅπως ἄλλοτε οἱ ποιμένες, θὰ «διαγνώσουν» τὸ μήνυμα καὶ θὰ τὸ διαλαλήσουν στοὺς γύρω των, καὶ ὅλοι μαζὶ θὰ ὑμνήσουν καὶ θὰ δοξολογήσουν τὸν Κύριο, ποὺ εὐδόκησε νὰ συγκαταβῇ στὴν γῆ «διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν.» Ἐπίσης, κάποιοι σοφοὶ μεγάλοι θὰ σπεύσουν νὰ τὸν προσκυνήσουν, ἀναγνωρίζοντας στὸ πρόσωπό Του τὴν ἀληθινὴ σοφία.
Ἐμεῖς, τί θὰ κάνωμε; Θὰ προσφέρωμε, ἄραγε, τὸν οἶκο τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ βρῇ κατάλυμα νὰ γεννηθῆ ὁ μικρὸς καὶ ἐν πτωχείᾳ καταβὰς Χριστός μας, ἢ θὰ ἀδιαφορήσωμε, ὅπως τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ποὺ δὲν ἔβρισκε γιὰ τὸν Χριστὸ τόπο «ἐν τῷ καταλύματι»; Ἢ μήπως, ἀκόμη χειρότερα, θὰ θορυβηθοῦμε ἀπὸ τὴν γέννηση τῆς Εἰρήνης, σὰν τὸν Ἡρώδη καὶ σὰν τοὺς ἄλλους βασιλεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, καὶ θὰ σπεύσωμε νὰ τὴν σταυρώσωμε μὲ κάθε τρόπο;
Ἡ ὅποια ἐπιλογή μας θὰ ἔχῃ τὶς ἀντίστοιχες συνέπειες, δραματικὲς γιὰ τὴν σωτηρία μας, στὶς δύο τελευταῖες περιπτώσεις, εὐεργετικὲς στὴν πρώτη. Ἂς φροντίσωμε, λοιπόν, νὰ ἐπωφεληθοῦμε, αὐτὴν τὴν φορά, ἀπὸ τὸ κοσμοσωτήριο μήνυμα τῆς Γεννήσεως τῆς Εἰρήνης καὶ ἂς εὐπρεπίσωμε, ὅσο εἶναι ἀκόμη καιρός, τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὸν Θεὸ τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης, νὰ συγκατέλθῃ ὡς ταπεινὸς ἄνθρωπος, νὰ γεννηθῇ μέσα μας καὶ νὰ μᾶς ἀναγεννήσῃ τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τὸν ἅπαντα αἰῶνα.
Εἰρηνικὰ Χριστούγεννα μὲ πλούσιες τὶς εὐλογίες τοῦ δι’ ἡμᾶς συγκαταβάντος καὶ γιὰ τὴν δική μας καὶ πάντων τῶν ἀνθρώπων σωτηρία τεχθέντος Βασιλέως καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος –θεολόγος
Ορθόδοξος Σύλλογος "Επάλξεις'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου