Τρία κυρίως μηνύματα ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ι’ Κυριακῆς Ματθαίου (Ματθ. ιζ’ 14-21): α) Ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό, ἡ ἀπιστία, εἶναι ἡ κύρια αἰτία γιὰ τὴν δράση τῶν ἀντίθεων δαιμονικῶν δυνάμεων. β) Ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὶς πολλαπλὲς δυσκολίες τοῦ βίου του, τὰ πάθη, τὶς ἀσθένειες, τὸν θάνατο, ἀναζητάει, τελικά, στήριγμα στὴν μόνη «ζῶσα ἐλπίδα», στὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή Κύριο. γ) Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διαθέτει τὰ δικά της θεραπευτικὰ μέσα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Στὸ σχετικὸ εὐαγγελικὸ ἀπόσπασμα (ὅ. π.), οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βλέπουν ὅτι ὁ Κύριος θεραπεύει τὸν σεληνιαζόμενο νέο, τὸν ὁποῖον οἱ ἴδιοι δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν, ἀναρωτιοῦνται: «διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν…;» (Ματθ. ιζ’ 20), γιὰ νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ἀπάντηση: «διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν» (ὅ. π.). Πράγματι, οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου δὲν ἔχουν πιστέψει, ἀκόμη, ἀπολύτως σὲ Αὐτόν. Δὲν ἀρκεῖ, ἐξ ἄλλου, ἁπλῶς τὸ γεγονὸς ὅτι ζοῦν κοντά Του, ὅτι ἔχουν δεῖ πληθώρα θαυμάτων ἀπὸ τὸν Ἴδιο, οὔτε ἀκόμη ὅτι ἔχουν λάβει ἀπὸ Ἐκεῖνον τὴν ἐξουσία «ἐκβαλεῖν δαιμόνια».
Ἡ μέχρι τότε ἀδύναμη πίστη των εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀνενεργείας των. Μόνον μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ κυρίως μετὰ ἀπὸ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ ἐνδυναμωθοῦν ἀρκετά, ὥστε νὰ μπορέσῃ νὰ ἐνεργήσῃ καὶ ἡ πίστη των.
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν Μεταμόρφωσή Του καὶ τῶν ὀλίγων μαθητῶν Του, κατέρχεται καὶ πάλι στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, καὶ φέρνει ὅλους τοὺς μαθητές Του ἀντιμέτωπους μὲ τὸν πόνο καὶ τὴν δυστυχία, γιὰ νὰ ἀναμετρηθοῦν μὲ τὶς δυνάμεις των -ἢ μᾶλλον μὲ τὴν ἀδυναμία των- καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ ἔργο ποὺ τοὺς περιμένει, καθὼς ὁ Ἴδιος βρίσκεται πρὸς τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου πορείας Του.
«Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον, προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων﮲ Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει. πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ.» (ὅ. π. 15, πρβλ. Μάρκ., θ’ 22: «εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν, σπλαγχνισθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς.», Λουκ. θ’ 38: «διδάσκαλε, δέομαί σου, ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸν υἱόν μου, ὅτι μονογενής μοί ἐστι»).
Στὸ πρόσωπο, βεβαίως, τοῦ τραγικοῦ πατέρα ἀντικρύζομε τὸ δράμα ὅλης τῆς οἰκογενείας, ποὺ συμπάσχει μὲ τὸν ἄρρωστο «παιδιόθεν» νέο. Ἡ λέξη «παιδιόθεν», ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, δηλώνει ἀκριβῶς ὅτι καὶ οἱ γονεῖς ἀποτελοῦν μέρος τοῦ προβλήματος, εἴτε διότι δὲν ἔλαβαν ἐγκαίρως τὰ μέτρα των γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθενείας τοῦ υἱοῦ των, εἴτε –πιὸ ξεκάθαρα- «διὰ τὴν ἀπιστίαν» των (Ματθ. ιζ’ 20).
Σύμφωνα μὲ τὴν θεώρηση τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅλα τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων ἔχουν βάση πνευματική. Ἡ ἀπιστία εἶναι ἡ αἰτία τῶν ἀσθενειῶν. Σημασία, πάντως, ἔχει ὅτι, ἔστω καὶ αὐτὴν τὴν ὕστατη στιγμή, ὁ ταλαίπωρος πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἀπευθύνεται στὸν Κύριο.
Ὅπου καὶ νὰ καταφύγῃ, τελικά, ὁ δυστυχὴς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ τὶς θλίψεις τοῦ βίου του, στὸ τέλος θὰ ἀναζητήσῃ τὸν «ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων». Πράγματι, ὅλοι οἱ ἄλλοι ἰατροὶ ἔχουν τὴν δύναμη νὰ θεραπεύσουν μὲ τὰ φάρμακά των τὰ συμπτώματα τῶν ἐκδηλούμενων ἀσθενειῶν. Ὁ Χριστός, ὅμως, εἶναι ὁ μοναδικὸς ποὺ μπορεῖ νὰ θεραπεύσῃ καὶ τὴν αἰτία, προσφέροντας, ἔτσι, καθολικὴ θεραπεία «ψυχῆς τε καὶ σώματος», διότι γνωρίζει ἀσφαλῶς, μὲ τὴν θεϊκή του ἰδιότητα, ὅτι ἐὰν δὲν ἐξέλθῃ τὸ «δαιμόνιο», ποὺ ταλαιπωρεῖ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἐὰν δὲν ἐξέλθῃ δηλαδὴ ἡ αἰτία τῆς ἀσθενείας του, ὁ ἀσθενὴς δὲν θὰ θεραπευθῆ ὁλοκληρωτικά. Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ σεληνιαζομένου «ἐπετίμησεν αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (Ματθ. ιζ’ 18).
Μεγαλύτερο, ὅμως, καὶ ἰσχυρότερο καὶ ἀπὸ τὸ δαιμόνιο ποὺ βασάνιζε τὸν ταλαίπωρο νέο εἶναι τὸ δαιμόνιο τῆς ἀπιστίας, ποὺ κατεῖχε ὅλους τοὺς παρευρισκομένους στὴν παραπάνω σκηνή, τοὺς γραμματεῖς –πρβλ. Μάρκ., θ’ 16-, τὸν λαό, τοὺς μαθητὲς καὶ τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ. Νά, γιατὶ ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ τὴν γενεὰ «ἄπιστη καὶ διεστραμμένη». Ἡ ἀπιστία καὶ ἡ διαστροφή, ἡ ἠθικὴ διαφθορά, εἶναι οἱ βασικὲς αἰτίες τῆς ἀσθενείας τῶν ἀνθρώπων.
Ἀπὀ αὐτὲς πάσχει πάντοτε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀγαθὸς καὶ ψυχογνώστης Κύριος, «ὁ ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας», δὲν κατηγορεῖ κανένα πρόσωπο ξεχωριστὰ ὡς ἄπιστο καὶ διεστραμμένο, διότι αὐτὸ ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ καταπολέμηση τῆς ἀσθενείας καὶ ὄχι ἡ συντριβὴ τοῦ ἀσθενοῦς. Ἐκεῖνος, ἐξ ἄλλου, ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ σώσῃ τὸ ἀπολωλός.
Ὅσο γιὰ τὰ λόγια Του «ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ., ιζ’ 17), δὲν λέγονται μὲ ἀγανάκτηση, ἀλλὰ μὲ πικρία καὶ πόνο, ἐν ὄψει τοῦ σταυρικοῦ Του πάθους καὶ τῆς ἐπικειμένης θυσίας Του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων…
Ἀσφαλῶς, ὁ ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Κύριος γνωρίζει τὴν ἀδυναμία μας. Γιὰ τοῦτο δὲν μένει ἁπλῶς στὴν διαπίστωσή της, ἀλλὰ ἐπιδιώκει νὰ μᾶς νουθετήσῃ καὶ νὰ μᾶς προσφέρῃ λύσεις γιὰ τὴν σωτηρία μας: «τοῦτο τὸ γένος -τῶν δαιμόνων, τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαστροφῆς- οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (ὅ.π. 21).
Μὲ αὐτὰ τὰ σημαντικὰ ἐφόδια, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, ζητάει νὰ μᾶς ἐξοπλίσῃ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσωμε τὰ σύγχρονα δαιμόνια καὶ μάλιστα αὐτὸ τῆς ἀπιστίας. Πράγματι, καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι δραστικὰ φάρμακα.
Γιὰ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς καὶ μάλιστα τῆς συμπροσευχῆς ὁμιλοῦν ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Γρηγόριος Θεολόγος, ὅμως, λέει χαρακτηριστικά: «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον». Ὅσο γιὰ τὴν νηστεία, ἡ ἀποχὴ ὄχι μόνον ἀπὸ τὶς τροφὲς ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὰ πάθη, προασπίζει, κατὰ τοὺς Πατέρες, τὸν ἄνθρωπο σωματικὰ καὶ ψυχικά. Δὲν ὑπάρχει, τέλος, ἀσθένεια ποὺ νὰ μὴν ἀντιμετωπίζεται μὲ αὐτὰ τὰ ὑψίστης σημασίας γιὰ τὴν σωτηρία μας φάρμακα, ποὺ ἐὰν συνδυαστοῦν, μάλιστα, μὲ ἐξομολόγηση, εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ ἔργα ἀγάπης, ἔχουν ἀκόμη μεγαλύτερη ἀπόδοση.
Ἐάν, βεβαίως, ἐπιλέξωμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἐμπιστευώμαστε τὴν ζωή μας στὸν Χριστὸ καὶ νὰ υἱοθετοῦμε τὰ θεραπευτικὰ καὶ σωστικὰ μέσα τῆς Ἐκκλησίας μας, τότε νὰ γνωρίζωμε ὄτι «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ., η’ 28). Ἀντιθέτως, ἐὰν προτιμᾶμε νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἀπιστία καὶ στὴν διαστροφὴ τοῦ κόσμου τούτου, νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι στὸ τέλος θὰ γνωρίσωμε μόνον τὴν δυστυχία καὶ τὴν θλίψη.
Ἂς παρακαλέσωμε, ἐξαιρέτως, τὴν Παναγία μας, τὴν ὁποία τιμᾶμε περισσότερο, αὐτὲς τὶς ἡμέρες, καὶ ἡ ὁποία μὲ τὴν πίστη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία κατέστησε τὸν ἑαυτό της «κατοικητήριον τοῦ φωτός», νὰ φωτίζῃ καὶ ἐμᾶς, διὰ τῶν πρεσβειῶν της, νὰ κατευθύνωμε τὰ διαβήματά μας πρὸς ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ μας, γιὰ τὴν δική Του δόξα καὶ τὴν δική μας σωτηρία. Ἀμήν! Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Ορθόδοξος Σύλλογος "Επάλξεις"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου