Αφιερωμένο σε όσους έχουν εν Χριστώ το προφητικό χάρισμα
Στον ματαιόφρονα κόσμο μας , γεννήθηκε λίγο πριν από τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Αριοχώρι Μεσσηνίας , ένα ευλογημένο παιδί, με προφητικό χάρισμα από τα γεννοφάσκια του, το οποίο έμελλε να υπηρετήσει την Παναγία Βουλκανιώτισσα με των παθών του τη νέκρωση, με τον ενάρετο βίο του και να φυλάξει απαρασάλευτους τους νόμους, κανόνες και τύπους της μοναχικής πολιτείας, όσους του παρέδωσαν οι τρισμακάριοι αδελφοί του , οι οποίοι προηγήθηκαν αυτού.
Ο πατήρ Νικόδημος, από τη παιδική του ηλικία, δεν φαινόταν ότι μπορούσε να συμπορευτεί με τα δεδομένα του κοσμικού βίου, μία ακατανίκητη δύναμη τον ωθούσε προς την ένωση με τον Υπεριούσιο Θεό, γι΄ αυτό απείχε από τα εγκόσμια για την ωφέλεια της ψυχής του. Παράλληλα, δεν ήθελε να συμπορευθεί με τον κόσμο ούτε ως ιερέας, όταν του το πρότειναν. Η μόνη του επιθυμία ήταν να απομονωθεί και να υπηρετήσει τον κύριο μέσα από τον μοναχισμό, γι΄ αυτό πίκρανε την πατρική του οικογένεια αρχικά, αφού τους άφησε για την αγαπημένη του μητέρα, την Υπεραγία Θεοτόκο. Όμως, στη πορεία πολύ τους χαροποίησε, αφού ευλόγησε ολόκληρες γενιές , όχι μόνο αδελφών μοναχών, αλλά συγγενών του και κοσμικών πιστών, που είχαν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν από κοντά. Έδρασε ως θείο πρότυπο και σανίδα σωτηρίας στη ζωή πολλών ανθρώπων, τους οποίους καθοδήγησε και οικοδόμησε θεάρεστα. Ο λόγος του ήταν μελίρρυτος και μεστός, με υψηλά νοήματα, τα οποία απλοποιούσε και καθιστούσε κατανοητά, με καθημερινά παραδείγματα, στους κοσμικούς ανθρώπους, όταν τους καθοδηγούσε, αλλά και στους νεότερους αδελφούς του, στην Ιερά Μονή του Βουλκάνου.
Η αμαρτίες μας έλεγε ο πατήρ Νικόδημος, “είναι ένα σκοτεινό πέλαγος και η μετάνοια με την πίστη και την ταπείνωση ένα απάνεμο λιμάνι, του νοητού παραδείσου της Παναγίας της Οδηγήτριας εν τω Όρει Βουλκάνω. Οι άγιοι μοναχοί της Μονής μας, οι οποίοι προηγήθηκαν ημών, είναι μυρίπνοα άνθη, επάνω στο αγλαόκαρπο δένδρο του παραδείσου του Κυρίου μας, που θρέφεται από το αίμα, τα δάκρυα, τον ιδρώτα, την πίστη, τις προσευχές ,τη μετάνοια ,την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, τη φιλοξενία και την ελεημοσύνη των αδελφών της Μονής μας”. Κι όταν υπήρχαν διαφωνίες και συγκρούσεις περιστασικά στη Μονή, ο πατήρ Νικόδημος επικρατούσε με τον θεόπνευστο λόγο του και δάμαζε την επήρεια των ορατών και αοράτων εχθρών, οι οποίοι κτυπούσαν ανελέητα το πιστό ποίμνιο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, “Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους”, ( Ιωάννης της Κλίμακος ) έλεγε ο μακαριστός γέροντας .
Κανέναν δεν ξεχνούσε στο κομποσκοίνι του, το “Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησον με” έρεε ως νέκταρ της αγνής ψυχής και του φωτισμένου νου του, ταπεινή παράκληση υπέρ υγείας όλων. Έκλεινε τους οφθαλμούς του, επικαλούνταν το όνομα του ανθρώπου που ήθελε να ελεήσει ο Κύριος και αμέσως προβαλλόταν η εικόνα και τα προβλήματα που απασχολούσαν το συγκεκριμένο άτομο. Ένα από τα αγαπημένα του παιδιά ήταν ο ανεψιός του Ιωάννης από τη Βαλύρα, υιός της ξαδέρφης του Βασιλικής. Στο πρόσωπο του Ιωάννη έβλεπε ο πατήρ Νικόδημος ένα πράο και ευγενικό έφηβο, με πίστη και αγάπη στον Θεό , κατανόηση για τον συνάνθρωπο και με σημαντικά νοητικά χαρίσματα. Είχε διαισθανθεί και προβλέψει ότι ο ανεψιός του θα ακολουθούσε το δρόμο της επιστήμης και ήθελε να τον καθοδηγήσει σωστά, ώστε να διαμορφώσει μία εν Χριστώ προσωπικότητα, η οποία θα δρούσε ως προστατευτική ασπίδα, ενάντια στα βέλη του πονηρού , που φωλιάζει, όπως έλεγε, και μέσα στα φυλλάδια και στα επιστημονικά εγχειρίδια .Ο Ιωάννης παράλληλα, τιμούσε με το ήθος , τη συμπεριφορά του και τις σχολικές επιδόσεις του τον πατέρα Νικόδημο και τον γέμιζε χαρά, με εξαίρεση μία φορά, όταν ήταν ο Ιωάννης νεαρός ενήλικας, 24 ετών, και είχε ολοκληρώσει το πρώτο του πτυχίο στα οικονομικά.
Μία ομάδα νέων , με πατριωτικά συναισθήματα και αγάπη προς τους προγόνους μας, θέλησε να αναβιώσει αρχαίους θεατρικούς αγώνες και προετοίμασε πολιτιστικές εκδηλώσεις στο αρχαίο θέατρο της Μεσσήνης. Πρωτεργάτης ήταν ο ευγενής Ιωάννης της Βαλύρας. Ο πατήρ Νικόδημος , που τον παρακολουθούσε με τα όμματα της ψυχής του, ταξίδεψε με τη σκέψη του και τον είδε να ανάβει φλόγα στη θυμέλη (επάνω στην ιερή αρχαία λίθο) του θεάτρου. Τι κάνει ο μωρός; σκέφτηκε ο γέροντας. Εδώ τον εκπαιδεύω να έχει τα χαρίσματα του Κυρίου και θα μου κατεβάσει δαίμονες, τους οποίους δεν γνωρίζει πώς να διαχειρίζεται; Θα τον γδύσουν, θα τον εξευτελίσουν και δεν θα μπορέσει να κάνει οικογένεια που θέλει. Θα τον μαυρίσω στο ξύλο! Πήρε τηλέφωνο στο σπίτι στη Βαλύρα και τον κάλεσε κατεπειγόντως στο Μοναστήρι.
Αφού τον χαιρέτισε τυπικά, τον οδήγησε με συνοπτικές διαδικασίες στο υπόγειο της Μονής, ξεκλείδωσε μία βαριά πόρτα και μόλις μπήκαν μέσα και κανένας δεν μπορούσε να τους ακούσει, πήρε τη βέργα του διδασκάλου και του έριξε αρκετές στα οπίσθια, εξορκίζοντας το κακό, παράλληλα με έντονη διαμαρτυρία και νουθεσία.
-Γιατί παππούλη με δέρνεις; Διαμαρτυρήθηκε ο Ιωάννης.
-Το δικό μου το παιδί να ανάψει φλόγα και να ασχολείται με την ειδωλολατρεία;
-Παππούλη, θέατρο παίζαμε, δεν κάναμε θρησκευτικά δρώμενα.
-Η φλόγα στο θέατρο είναι θρησκευτική τελετή και δεν ξέρετε τι σας γίνεται!
-Εμπρός ,να πας να ζητήσεις συγχώρηση από την Παναγία, γιατί θα χάσεις το χάρισμα, του είπε και δεν ξαναμίλησε.
Αφού ο Ιωάννης ζήτησε συγχώρηση από τη Παναγία Βουλκανιώτισσα, ανακουφίστηκε η ψυχή του πατρός Νικοδήμου, τον άλειψε με λαδάκι , τον σταύρωσε ,τον φίλησε , του διάβασε την ευχή και του έδωσε δώρο ένα σεβαστό χρηματικό ποσό από τον μισθό του. Έκτοτε ο Ιωάννης τήρησε την υπόσχεση του και άρχισε σιγά- σιγά να συνειδητοποιεί το θείο χάρισμα που έλαβε από τον προστάτη άγγελό του, τον πατέρα Νικόδημο. Βέβαια, μία επιπλέον τιμωρία ήταν να κατέβει ο Ιωάννης περπατώντας από το Μοναστήρι στη Βαλύρα, γιατί τον έχασαν οι φίλοι του, με τους οποίους είχε ανέβει στη Μονή, κινητά τηλέφωνα δεν υπήρχαν τότε, οπότε έφυγαν χωρίς αυτόν . Σε λιγότερο από μία και μισή ώρα έφτασε στο χωριό ασθμαίνοντας , αλλά με μία ανείπωτη ψυχική ανακούφιση και γαλήνη, γιατί πέρα από τις σωματικές και νοητικές ξυλιές τον είχε σκεπάσει με το Μαφόριο της η Παναγία Βουλκανιώτισσα, όταν άκουσε τις ικεσίες και είδε τα δάκρυα του φωτισμένου πατρός Νικοδήμου.
Το 1982, μία συμμορία ληστών διέρρηξε την κεντρική είσοδο της Μονής, κι αφού έδεσε και φίμωσε τον ηγούμενο Πανάρετο, γιατί δεν είχε τα κλειδιά του ναού, κατευθύνθηκε προς το κελί του πατρός Νικοδήμου. Η Παναγία Βουλκανιώτισσα του παρέστεκε στους άθλους του και τον φώτιζε ολόκληρο, μέσα στο σκοτάδι τις νύχτες. Οι ληστές τυφλώθηκαν και δεν μπορούσαν να τον δουν. Τον τράβηξαν μαζί με το κρεβάτι του, τον έδεσαν, του άρπαξαν τα κλειδιά του ναού και στη συνέχεια έσπασαν τα παράθυρα του καθολικού νγια να πάρουν την εικόνα. Πήραν μία παλιά ξύλινη εικόνα της Παναγίας, η οποία τους προστάτευε από τις φωτιές και παρέμενε στο προσκυνητάρι της Θεοτόκου κατά τη νύχτα, αλλά όχι την εικόνα της Παναγίας Βουλκανιώτισσας που παρέστεκε πάνω στο κομοδίνο του μακαριστού γέροντα. Φορούσε χρυσό φωτοστέφανο η Παναγιά που έκλεψαν, τάμα από έναν πυροσβέστη που την είδε να αιωρείται στη γραμμή της πύρινης λαίλαπας, όταν ξέσπασε φωτιά στην Ιθώμη και κινδύνευε η Μονή να τυλιχτεί στις φλόγες. Η Παναγία Βουλκανιώτισσα ήταν πάντα ασφαλισμένη από τις κλοπές. Κάθε βράδυ την έκρυβε επιμελώς ο πατήρ Νικόδημος, ο αιώνιος φύλακάς της. Μόλις έφυγαν οι κλέφτες, η Παναγία τον βοήθησε και λύθηκε, κάνοντας τα δεσμά του χαλαρά. Αμέσως πήρε ο άγιος γέροντας στην αγκαλιά του τη Παναγία, τυλιγμένη στην κουβέρτα του και χάθηκε μέσα στο δάσος, φοβούμενος μήπως οι κλέφτες διαπιστώσουν ότι δεν πήραν την σωστή εικόνα και επιστρέψουν. Γύρισε στη Μονή το γλυκοχάραμα, όταν επέστρεψε ο πατήρ Αμβρόσιος, ο μάγειρας της Μονής από το Πεταλίδι, που είχε πάει για οικογενειακή του υπόθεση. Έλυσαν τον ηγούμενο που του είχαν σφηνώσει οι κλέφτες ένα αβγό στο στόμα και ειδοποίησαν την αστυνομία στη Βαλύρα και στο Μαυρομάτι.
Ένα παράδειγμα , το οποίο καταμαρτυρεί το προφητικό χάρισμα του μακαριστού γέροντος, είναι ότι ο Κύριος τον ειδοποίησε για τον επικείμενο θάνατό του, δίνοντάς του την ακριβή ημερομηνία, 20 Φεβρουαρίου 1994. Κάλεσε όλους τους συγγενείς του για να τους ευλογήσει και χαιρετήσει, ανάμεσα σε αυτούς και τον αδελφό του Μαρίνο, που ήταν Νοματάρχης στη Μεσσηνία.
-Αδελφέ του είπε, έχω ένα βάρος στη ψυχή μου, και πρέπει να σου το εξομολογηθώ, γιατί εσύ είσαι ένα από τα πιο έμπιστα και προσφιλή άτομα σε μένα. Ο Δεσπότης Χρυσόστομος Θέμελης, ερχόταν εδώ στη Μονή και έπαιρνε διάφορα αντικείμενα για να τα προστατεύσει δήθεν, στο Μουσείο της Μητροπόλεως, ο Θεός ξέρει τι τα έκανε. Οι μοναχοί, όταν έκτισαν τον 8ο αιώνα την επάνω Μονή, βρήκαν ένα χρυσελεφάντινο αγαλματίδιο του Ιθωμάτα Δία στα θεμέλια του ναού. Δεν το παρέδωσαν στις αρχές, το κράτησαν ως κειμήλιο του χώρου, το φύλαγε ένας μοναχός όλη του τη ζωή και στη συνέχεια το παρέδιδε στον αδελφό του, τον οποίο εμπιστευόταν περισσότερο, λίγο πριν από τον θάνατό του. Έτσι, ο προηγούμενος αδελφός μου το παρέδωσε σε μένα. Το κρατούσα κρυμμένο στην αποθήκη της Μονής, μαζί με άλλα ιερά σκεύη. Ο Δεσπότης με διέταξε να ξεκλειδώσω το υπόγειο, βρήκε το αγαλματίδιο , αν και του εξήγησα δεν με άκουσε, το πήρε απειλώντας με, ότι αν θα πω τίποτα σε κανέναν θα μαλλιάσει η γλώσσα μου. Αισθάνομαι ανίκανος, ότι απογοήτευσα τον αδελφό μου και ζητώ συγχώρηση από τον Κύριο.
Ο Μαρίνος τον παρηγόρησε και του είπε ότι θα φροντίσει να γνωστοποιηθεί το γεγονός , να βρεθεί το αγαλματίδιο και να τοποθετηθεί εκεί που ανήκει.
Στη συνέχεια ο πατήρ Νικόδημος κάλεσε τον ανεψιό του Ιωάννη και έλαβε χώρο η τελευταία του νουθεσία.
-Εδώ, αγαπητό μου παιδί ,έμαθα την αληθινή αγάπη, την καθαρή και άδολο πίστη, να λέω την αλήθεια σε όλα, με λόγια και με έργα, να ελέγχω το θέλημα και το φρόνημα μου, να μην αντιλέγω στην εντολή του Θεού, με υπομονή και κόπο να ασκούμαι ενάντια στους πειρασμούς, να αγαπώ τους αδελφούς μου, διδάχτηκα την ακτημοσύνη και την παρθενία του σώματος και της ψυχής. Φυλάκισα τις πέντε αισθήσεις μου και ιδιαίτερα την όραση, για να μην ανεβαίνει ο θάνατος της ψυχής μέσα από τις θυρίδες (Ιερεμίας θ΄, 20).Αγωνίστηκα να δαμάσω τους αισχρούς και βλάσφημους λογισμούς με νοερά και αδιάλειπτο προσευχή. Είμαι ευγνώμων στην Παναγία μας, η οποία με οδήγησε στον νοητό Της Παράδεισο και ο Θεός με οικοδόμησε με μεγάλες ευεργεσίες και Χάριτες. Ένα άγιο φως έχει κατακλύσει τον νου και την ψυχή μου και μία ουράνια δρόσος με καλεί να αναπαυτώ, εκεί που ετοίμασε ο Κύριος για μένα. Θέλω όμως να γνωρίζεις ότι έχω φυτέψει μέσα σου ένα ρόδο αμάραντο, γι αυτό, τώρα που δεν θα με βλέπεις πλέον, πάραυτα θα είμαι κοντά σου και θα σε προστατεύω, έχεις τη ευθύνη να φροντίσεις να μην μαραθεί ο θείος ανθός που σου έδωσα , να κάνει νέες ρίζες και να τον καλλιεργήσεις και σε άλλους εύφορους αγρούς. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε στο μέτωπο και τον αποχαιρέτησε.
Μετά τον θάνατο του πατρός Νικοδήμου, ο Ιωάννης είδε ένα περίεργο όνειρο. Ήταν στο κοιμητήριο της Μονής, εμπρός στον τάφο του μακαριστού γέροντος, εκείνος και δύο άλλοι άνθρωποι, ένας άνδρας και μία γυναίκα, αλλοδαποί και άγνωστης προέλευσης. Ο πατήρ Νικόδημος σηκώθηκε μισός από τον τάφο του και τους είδε.
Μετά από μερικές μέρες, όντως ο Ιωάννης ανέβηκε από τη Βαλύρα στη Μονή και πήγε να προσκυνήσει στο κοιμητήριο. Τότε είδε μπροστά του τους δύο αγνώστους που είχε ονειρευτεί. Συγκλονισμένος βγήκε έξω, προσκύνησε την Παναγία και έκλαψε με λυγμούς, γιατί συνειδητοποίησε το θείο δώρο που του άφησε, ως παρακαταθήκη , ο πνευματικός πατέρας του.
Ο στόχος της ζωής του πατρός Νικοδήμου ήταν η τελειοποίηση του ανθρώπου, η θέωση και ένωση μετά του Θεού και όλους τους Αγίους . Ο δίκαιος μισθαποδότης Ιησούς Χριστός είδε τις θυσίες που κατεβλήθησαν και αντάμειψε όχι μόνο τον μακαριστό γέροντα, αλλά κι εκείνους για τους οποίους προσευχήθηκε και παρακάλεσε θερμά και ταπεινά , ο Άγιος Βουλκανιώτης Μοναχός.
Ο Ιωάννης, προσευχόμενος, μπροστά στον τάφο του πνευματικού του πατέρα , ήρθε στη μνήμη του το ακόλουθο:
-Παππούλη, στα γυναικεία μοναστήρια οι μοναχές φυτεύουν ωραία άνθη, εδώ στη Μονή ούτε μια γλάστρα με βασιλικό δεν έχετε!
-Εκείνος χαμογέλασε, πήρε παραμάσχαλα τον συναξαριστή του και του διάβασε το ακόλουθο:
“ Ω! Πόσον υψηλά και ωραία, πόσον ευάρεστα και πανευφρόσυνα τα τον πάντερπνον τούτον παράδεισον απαρτίζοντα παντοειδή και πανεύοσμα, αειθαλή και πολύχροα ουράνια φυτά από της δροσολούστου χλόης, των ίων και των ρόδων, μέχρι και των υψικαρήνων και υψικράνων δρυών και ελάτων και από των μυροβόλων ανθέων μέχρι των κατακόμων και κατακάρπων δένδρων!Πόσοι πολυχεύμονες και καλλίρρροοι ποταμοί καταρδεύουσι τούτον! Πόσαι αείροοι και ηδύγευστοι πηγαί τοις παραγενομένοις πρόκεινται! Πόσαι δροσόλουστοι αύραι καταθωπεύουσι τούτους! Πόσα πτηνά παραδείσια δια των ηδυφθόγγων και μελιρρύτων θείων κελαδημάτων αυτών καταθέλγουσι τους βουλομένους εντρυφήσαι εν ταις δέλτοις του νοητού τούτου παραδείσου”(Συν. Πεντηκ.1985, Τομ. ΙΔ΄, σελ.450).
-Ποιος παππούλη έγραψε γι΄ αυτόν τον νοητό παράδεισο; Ρώτησε ο Ιωάννης.
-Ο Βίκτωρ Ματθαίου ο μοναχός , ο οποίος συνέταξε τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας και οι Άγιοι εν Θεώ Πατέρες. Δικός σου ο Συναξαριστής του Πεντηκοσταρίου να τον μελετήσεις.
- Δεν ήξερα τι να σου φέρω παππούλη μου. Σου έφερα έναν βασιλικό, είπε με κατεβασμένο το βλέμμα ο Ιωάννης.
- Είναι ευλογημένος ο βασιλικός παιδί μου.
Είπε εν σιωπή ο Ιωάννης προσευχόμενος, γονατιστός εμπρός στον τάφο του Αγίου Πατρός Νικοδήμου:
“ Άγιε πατέρα μας Νικόδημε, εσύ που αγάπησες και δόξασες τον Θεό επί γης, και με προφητικά θαύματα καθιστάς εμφανή τη θεία παρουσία σου στη ζωή μας, εσύ που οράς τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο, στην ουράνια πολιτεία που κατοικείς, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών”.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
3/6/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου