O Αλέκος Γ. Λιοντήρης.Φωτο: lyrasi.blogspot.com
Ο Αλέκος Γ. Λιοντήρης, τούτος ο ειρηνοποιός και καινοποιός, που ζωντάνεψε την παλιά αίγλη της σιδερένιας γέφυρας της Βαλύρας με τα ευλογημένα χέρια του, αυτοδίδακτος, σε καιρούς δύσκολους για τον τόπο μας, είχε τις επτά χάρες του Αγίου Πνεύματος, που σαν επτάζυμος άρτος έτρεφαν το είναι του.
Λέγει ο ανεψιός του κύριος Γιώργος Λιοντήρης, πολιτικός μηχανικός: "Ο θείος μου γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου το 1930 και απεβίωσε στην Αυστραλία στις 8 Νοεμβρίου, το 2012.Το έτος 1957 μετανάστευσε αρχικά στην Αυστραλία, όπου εργάστηκε ως μάγειρας σε διάφορα ξενοδοχεία. Το 1971 επέστρεψε με τον θάνατο της μητέρας του Ευτυχίας, και μετανάστευσε στη συνέχεια στην Αμερική, όπου έμεινε μέχρι το 1989.Οι κλιματικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την υγεία του, γι΄ αυτό επέστρεψε στην Αυστραλία όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήταν αυθεντικό ταλέντο στη ζωγραφική, ένας ευαίσθητος άνθρωπος και μία πολύ καλή ψυχή".
Με την προστασία της Μεγαλόχαρης, με τις πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου, δώριζε και συνεχίζει να δωρίζει απλόχερα ο Τριαδικός Θεός πολλά χαρίσματα στα αγαπημένα τέκνα της Παναγίας, στη Βαλύρα του χθες και του σήμερα. Ευλόγησε ο Δημιουργός του Σύμπαντος τον Αλέκο και κατανόησε την έννοια της διατέμνουσας γραμμής, του εγκάρσιου τοίχου, του μεσότοιχου και της καγκελόπορτας , ως διάτρητης θύρας, από τα έξι χρόνια του, όταν τελείωσε την Πρώτη Τάξη στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας και μπορούσε να διαβάζει.
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος διέκοψε τη φοίτησή του αριστούχου μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας, προτού προλάβει να τελειώσει τις τρεις τελευταίες τάξεις. Μετά τον πόλεμο τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στα 19 χρόνια του και το Λύκειο στα 25 έτη. Ακολούθησε η στρατιωτική θητεία και η εξεύρεση εργασίας, αφού πλέον ήταν μεγάλος, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, και οικονομική στήριξη δεν είχε για να συνεχίσει τις σπουδές που επιθυμούσε στην αρχιτεκτονική. Οι αγροτικές εργασίες και η κτηνοτροφία δεν συγκινούσαν τον δημιουργικό και μεγαλοφυή νου του, και τον έφεραν σε μεγάλο αδιέξοδο. Κι ενώ ο αδελφός του Μιχάλης, με μεγάλη προσγείωση στην πραγματικότητα, και προκειμένου να μη χάσει το ευτύχημα να ζήσει και να κάνει οικογένεια στον τόπο που γεννήθηκε, ασχολήθηκε επιτυχώς με τη μελισσοκομία, ο Αλέκος αρνιόταν να ενταχθεί σε ένα τέτοιο περιοριστικό πλαίσιο αγροτικών δραστηριοτήτων.
Εκείνη την περίοδο, μετά τον πόλεμο, η Αυστραλία έλαβε μεγάλη οικονομική ενίσχυση για την ανάπτυξη της βιομηχανίας της. Θέλοντας να πλαισιώσει τα νέα εργοστάσια της με κατάλληλους εργάτες, δέχτηκε Ιταλούς και Έλληνες μετανάστες.
Ένας εξ αυτών ήταν και ο Αλέκος. Έζησε , πρόκοψε και απεβίωσε στην Αυστραλία, εξόριστος από τη γη που τον γέννησε και τον γαλούχησε με θεία νάματα. Κι ενώ κατά τα νεανικά του χρόνια ζωγράφισε και σχεδίασε πολλά και αξιόλογα έργα, τα οποία χάθηκαν στην πορεία, ο σχεδιασμός της σιδερένιας γέφυρας της Βαλύρας κατέστησε αθάνατο το ταλέντο του. Όλοι αγάπησαν αυτό το έργο, ώστε το τύπωσαν για να το αναρτήσουν σε όλους τους δημόσιους χώρους της Βαλύρας, να το βλέπουν και να ανεβάζει τη διάθεση τους, ενθυμούμενοι την παλιά αίγλη του χωριού. Το κρέμασαν στο γραφείο της Κοινότητας, στο Δημοτικό Σχολείο, στην Αστυνομία , και στον Αγροτικό συνεταιρισμό, όπως μας πληροφορεί ο κύριος Γιώργος Φειδάς.
Είπε ο Κύριος πριν από τη σταύρωσή του, όταν πέσει ο σπόρος στη γη πολύ καρπό θα φέρει. Έτσι συνέβη και με τα παιδιά του Μιχάλη Λιοντήρη, του αδελφού του Αλέκου. Ο Αλέκος θυσιάστηκε λόγω πολέμου και φτώχειας, αλλά ο Γιώργος έγινε ένας λαμπρός πολιτικός μηχανικός, ο δε Γιάννης, παράλληλα με την επιστήμη, κληρονόμησε το ταλέντο ζωγραφικής του θείου του. Κι όπως ο αείμνηστος Αλέκος σήκωνε , ως σημαιοφόρος, τη σημαία στο Δημοτικό Σχολείο στις εθνικές εορτές, έτσι και ο Γιώργος, με το ίδιο και απαράλλακτο ήθος εκπροσωπούσε τον μαθητικό πληθυσμό του χωριού μας, κατά τη δεκαετία του 1960.
Όπως ο αείμνηστος θείος του παρέδωσε στη Βαλύρα το αθάνατο έργο του, με τη σιδερένια γέφυρα, παρομοίως και ο Γιώργος στη συνέχεια, ολοκλήρωσε αφιλοκερδώς τη μελέτη για την αποκατάσταση του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου, μετά τον μεγάλο σεισμό στην Καλαμάτα, και παρέδωσε σχέδιο κατασκευής του Ιερού Ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στον αιδεσιμότατο πατέρα Κωνσταντίνο Σφήκα, το έτος 2005.
Καθώς ο Γιώργος Φειδάς, με την αδελφή του Βασιλική απολάμβαναν τον Ελληνικό γλυκύ βραστό καφέ τους, με μπόλικο καϊμάκι, στην πλατεία της Βαλύρας , ένα αλησμόνητο δειλινό τον Αύγουστο του 2000, ξαφνικά το βλέμμα του Γιώργου έπεσε επάνω σε μία αξέχαστη μορφή της παιδικής του ηλικίας, και άρχισε η καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Σηκώθηκε απότομα και κάρφωσε το βλέμμα του στην λυγερόκορμη θεία Ελένη Δημοπούλου-Ιωάννου, την αλησμόνητη Μπιζανιώτισσα, που στεκόταν όρθια, παρά την ηλικία της, σαν ψηλό κυπαρίσσι, και έψηνε καλαμπόκια, για να αυξήσει λίγο την αγροτική σύνταξή της και να καλύπτει πιο άνετα τα μηνιαία έξοδά της.
-Γιώργο, θέλεις καλαμπόκι; τον ρώτησε η αείμνηστη αδελφή του Βάσω.
-Πάω να χαιρετήσω τη θεία Ελένη ,της απάντησε, και κατευθύνθηκε με βήμα γοργό προς το μέρος της γερόντισσας.
-Γεια σου θεία Ελένη, της είπε, με ένα πλατύ χαμόγελο, όσο η πλατεία της Βαλύρας.
-Ποιος είσαι παιδάκι μου, και δεν σε θυμάμαι; τον ρώτησε με απορία.
-Έχεις πολλά χρόνια να με δεις, γι΄ αυτό δεν με αναγνώρισες. Ο Γιώργος Φειδάς, ο γιος του Παρασκευά είμαι, της απάντησε συγκινημένος.
Αμέσως εκείνη άφησε τα καλαμπόκια να ψήνονται πάνω στη φουφού, και έριξε τα χλωρά που ξεμάλλιαζε μέσα στο κοφίνι της , τον άρπαξε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της, καλωσορίζοντας τον.
Όλη η Βαλύρα ζωντάνεψε μέσα σε τούτη τη μητρική και ευλογημένη αγκαλιά, ξύπνησαν και οι αποθαμένοι για να χαιρετίσουν τον Γιώργο, που επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι.
-Να μου ζήσεις “Καλέ Βυλύρα μου”, της είπε φιλώντας την.
Το παρατσούκλι της Θείας Ελένης ήταν “Καλέ Βυλύρα”, λόγω ενός ατυχούς γεγονότος που της συνέβη, κατά τη νεανική της ηλικία.
Πρόβλημα οπτικού αποπροσανατολισμού και αντιστροφής του οπτικού πεδίου στον χώρο, παρουσίαζε σε κατάσταση πανικού και έντονης αβεβαιότητας η θεία Ελένη, κατά την πρώιμη ενηλικίωσή της.
Μερικά χρόνια πριν παντρευτεί, φιλοξενήθηκε για έξι μήνες στην Αθήνα σε συγγενείς της, δεν της άρεσε τελικά η Πρωτεύουσα και επέστρεψε στο χωριό. Λίγο πριν σταθμεύσει το τραίνο στη Βαλύρα, είχε αποκοιμηθεί από την κούραση της διαδρομής. Άνοιξε απότομα τα μάτια της, και βλέποντας τους άλλους γνωστούς της Βαλυραίους να κατεβαίνουν από το τραίνο, άρπαξε βιαστικά τις βαλίτσες της και προσγειώθηκε στον χωματόδρομο του σταθμού. Καθώς σήκωσε το κεφάλι της για να δει πού βρίσκεται, έβλεπε τον σταθμό ανάποδα. Εκεί που ήταν ο αιωνόβιος ευκάλυπτος έβλεπε τον σταθμό , και τον ευκάλυπτο στη θέση του σταθμού . Μόνο που δεν έπαθε συγκοπή. Σαστισμένη άρχισε να τραυλίζει , επαναλαμβάνοντας:
-Καλέ , εδώ Βυλύρα είναι; Καλέ , εδώ Βυλύρα είναι;
Οι συγχωριανοί, που έβαλαν να πράγματά της πάνω στο κάρο και την πήγαν στο σπίτι της ψηλά στο Μπιζάνι, νόμισαν ότι το έκανε επίτηδες, ότι ήθελε να κάνει την πρωτευουσιάνα, δεν κατάλαβαν ότι ήταν ασθενής. Από τότε τη φώναζαν “Καλέ Βυλύρα” και τι να κάνει η δόλια; ούτε η ίδια μπορούσε να εξηγήσει τι και πώς της συνέβη στον σταθμό, γι΄ αυτό αποδεχόταν το παρατσούκλι της αδιαμαρτύρητα, και ανταποκρινόταν τάχιστα στο άκουσμά του.
Και ενώ ο Γιώργος αγκάλιαζε την “Καλέ Βυλύρα του”, το βλέμμα του έπεσε επάνω σε έναν ψηλό και μεσάτο άνδρα, που τον έβλεπε πισώπλατα να χαιρετάει τους Βαλυραίους, στο καφενείο του χωριού.
-Ποιος είναι εκείνος ο ψηλός θεία Ελένη; τη ρώτησε.
-Αυτός είναι πολύ σπουδαίος, είναι ο Λιοντήρης, ο Πολιτικός Μηχανικός, του απάντησε σιγανά.
-Ποιος; Ο Αλέκος; ρώτησε ο Γιώργος Φειδάς.
Σαφώς, για τον Γιώργο Φειδά, θα μπορούσε να ήταν ο Αλέκος Λιοντήρης, που τον θαύμαζε όταν τον έβλεπε να περνά τσολιάς και σημαιοφόρος στην πλατεία του χωριού , την 25η Μαρτίου, με παραστάτες στο τύμπανο τον Κώστα Πουλόπουλο και στη σάλπιγγα τον αδελφό του Γιώρη, ενώ ο ίδιος ήταν τριών ετών παιδάκι.
-Δεν είναι ο Αλέκος, ο ανεψιός του ο Γιώργος, ο γιος του Μιχάλη και της Παναγούλας είναι, τον προσγείωσε στην πραγματικότητα η θεία Ελένη, και πρόσθεσε:
Αν ήταν συνομήλικος ο Αλέκος με τον Γιώργο, εκείνος αρχιτέκτονας και τούτος πολιτικός μηχανικός , δέκα φορές καλύτερα θα αναστήλωναν την Καλαμάτα, μετά τον σεισμό, είπε με αναστεναγμό η θεία Ελένη.
-Ώστε πολιτικός μηχανικός είναι ο γιος του Μιχάλη! θαύμασε ο Γιώργος Φειδάς.
Η θεία Ελένη, που έζησε από κοντά τόσο τον Αλέκο, όσο και τον μικρό Γιώργο Λιοντήρη, απάντησε χαμογελώντας;
- Τούτο το παιδί , μοιάζει πολύ στον θείο του. Από μικρό καθόταν πάνω σε μία πέτρα έξω από το σπίτι του Κουβελάκη, και σχεδίαζε, κοιτάζοντας προσεκτικά , και μετρώντας, βάζοντας το μολύβι εμπρός στο δεξί του μάτι, για να υπολογίσει το ύψος και το πλάτος στις καμάρες.
-Και ο παππούς τους , ο συγχωρεμένος Γιώργος Λιοντήρης, πολύ καλός άνθρωπος, ευφυής και εργατικός ήταν. Αυτός έμαθε στους Βαλυραίους πώς να ζευγαρώνουν με δύο ζωντανά μαζί, να οργώνουν τα χωράφια τους, όταν εκπαίδευσε ο ίδιος τις δύο αγελάδες του, και τον μιμήθηκαν στη συνέχεια οι άλλοι χωριανοί, με τα άλογα, τις φοράδες, τα μουλάρια και τα πουλάρια τους.
-Θυμάσαι που σας μοίραζε ο παππούς Γιώργος ,όταν ήσασταν μικρά, αστακούς; ρώτησε η θεία Ελένη.
-Πού μου το θύμισες! Τι ωραίες που ήταν εκείνες τις άσπρες καραμέλες με τις κόκκινες λωρίδες, που τις λέγαμε αστακούς, μια δεκάρα έκανε η καθεμία, δέκα παίρναμε με τη δραχμή και μία δώρο στο δίφραγκο. Γεμάτη ήταν η τσέπη του παππού Γιώργου και μας τις μοίραζε, όταν τον συναντούσαμε στην πλατεία. Αλλά και ο γιος του ο Μιχάλης, μάς έδινε κηρήθρα, μας φρόντιζε καλύτερα κι από τα ίδια τα παιδιά του, όταν πηγαίναμε μικρά για να δούμε τα μελίσσια του.
Βγήκε ο Γιώργος από το καφενείο με έναν φίλο του , μπήκαν στο αυτοκίνητο βιαστικά και έφυγαν, καθώς ο Γιώργος Φειδάς προσπαθούσε να απαθανατίσει μέσα του τη μορφή του.
-Έχει τη χάρη του Αλέκου ο Γιώργος, εκείνο το αφοπλιστικό του χαμόγελο, είπε στην αδελφή του Βάσω, που τον περίμενε υπομονετικά, και μόλις τον είδε να επιστρέφει στο τραπέζι τού παρήγγειλε φρέσκο καφέ.
Αυτά είναι τα αθάνατα ταλέντα της οικογένειας Λιοντήρη, που με τη Χάρη του Θεού, μεταφέρονται από γενιά σε γενιά!
Ο παπα -Κώστας Σφήκας πίστευε ότι ο Γιώργος Λιοντήρης θα επιλέξει την ιεροσύνη , γιατί ήταν για αρκετά χρόνια παπαδοπαίδι, και βοηθούσε μέσα στο Ιερό του Αγίου Αθανασίου, με τις ευλογίες της μητέρας του, και τη συγκατάθεση του πατέρα του.
Δεν τον κέρδισε όμως το Ευαγγέλιο και ο Σταυρός , αλλά “σταυρωμένος” φοίτησε στο Πολυτεχνείο της Πάτρας. Τη διόπτρα του νου τού θείου του Αλέκου κληρονόμησε, και την ευγένεια και το ήθος των φυσικών γονιών του. Τον δυναμισμό της μητέρας του Παναγούλας, το καθάριο πρόσωπό της , μαζί με την αγάπη της, και την εντιμότητα και εργατικότητα του πατέρα του, έλαβε ως ανεκτίμητα δώρα σε τούτη τη ζωή , με βαθιά πίστη στον Θεό, ως κοσμικός άνθρωπος.
Τα μικρά Λιοντηράκια, ο Γιώργος και ο Γιάννης, στα τέσσερα χρόνια τους προετοίμαζαν ήδη τη διατριβή τους στο σχέδιο, για τέρψη, ψυχαγωγία και διασκέδαση του ίδιου του Θεού, που φωτίζει τα αθώα νήπια των ανθρώπων και διαπρέπουν. Διαύγαζε ο παιδικός νους τους, το ταλέντο που υπέφωσκε κατέστη έκδηλο κατά την ενηλικίωση τους, όταν η επιστήμη διατόρνευσε τις ικανότητες και δεξιότητές τους.
Τι βραβείο ηθικής ανταμοιβής, μπορούμε να προσφέρουμε σε τούτη την αιώνια, λαμπρή ψυχή, του αείμνηστου Αλέκου Λιοντήρη, που μας θωρεί και συμπαραστέκεται στον αδυσώπητο αγώνα μας, μέσα στα σκοτάδια και τις παγίδες της θολούρας του νου μας; Θαυμάζουμε, ως νεότερη γενιά, την όμορφη σιδερένια γέφυρα, που μας άφησε ως κληρονομιά, για να ζωντανεύει μέσα μας το ιστορικό παρελθόν της αίγλης της Βαλύρας μας. Ποιος ποιητής, με θεία έμπνευση, θα συνθέσει δημώδες άσμα, Βαλυριώτικο, για να υμνήσει το λαμπρό πέρασμα τούτου του αθλητή της ζωής , την τύχη και την ατυχία του;
Ένα σπάνιο διαμάντι ήταν , που λαξεύτηκε με πίκρα και πολύ πόνο στην εξορία της ξενιτιάς, από τον ίδιο τον Θεό, και επικάθησε , ως ακαταμάχητος στόλος , στο στέμμα της Μεγαλόχαρης , της Μητέρας όλων μας.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά, επιχειρηματία, που θυμήθηκε τον αείμνηστο Αλέκο Γ. Λιοντήρη και την αλησμόνητη θεία Ελένη Δημοπούλου-Ιωάννου, στον κύριο Ιωάννη Δ. Λύρα, καθηγητή Βιολογίας και Ιστοριοδίφη, για την παροχή συγγραφικού και φωτογραφικού υλικού, και για την άμεση ανταπόκριση του φίλου και συνεργάτη μας κυρίου Γιώργου Μ. Λιοντήρη, όσον αφορά τη συλλογή στοιχείων για τον θείο του Αλέκο Γ. Λιοντήρη.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
29/6/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου