Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

Ο Μικρός Γραμματικός και η Ευχή της Μάνας του

                          Αφιερωμένο στα παιδιά με ιδιαίτερα ταλέντα και ικανότητες

                 Στον Ι.Ν της Αγίας Τριάδος στη Βαλύρα, με φόντο την Ι.Μ.Βουλκάνου.

Από αριστερά ο Γιάννης, η Μεταξία, ο Σταύρος και ο Θοδωρής. Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

Εκείνα τα όμορφα και αλησμόνητα χρόνια τις δεκαετίας του 1960, μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια, αλλά με πίστη στον Θεό, ήθος, αξιοπρέπεια και κοινωνική  αλληλεγγύη, όταν ο Γιάννης Λινάρδος ήταν χρονών τρία και ο Γιώργος Φειδάς δεκατρία, πολλά ενδιαφέροντα  γεγονότα συνέβησαν στη Βαλύρα. Το πλέον θεάρεστο ήταν ότι οι αγρότες συνεργάζονταν μεταξύ τους, και ο ένας βοηθούσε τον άλλο στο μάζεμα της ελιάς τον Χειμώνα και της σταφίδας το Καλοκαίρι . Τα χέρια των εργατών δεν ήταν τρία, αλλά δεκατρία, και όλοι εξυπηρετούντο με τις ευλογίες του Θεού.

Συχνά ο Ερρίκος-Ελευθέριος Λινάρδος, ο πατέρας του Γιάννη, και η μητέρα του Βασιλική, ζητούσαν τη βοήθεια του κυρίου Παρασκευά Φειδά, που είχε γερό άλογο και μεγάλο κάρο, για να μεταφέρουν τα σακιά με τις ελιές τους από το κτήμα τους στα Αμπελάκια, κοντά στον Αη Γιώργη, στο ελαιοτριβείο της Βαλύρας.

Ο Γιώργος ακολουθούσε τον πατέρα του, και βοηθούσε όσο μπορούσε. Μία χρονιά, που ο Γιάννης πάτησε τα τρία του χρόνια, ενώ οι ενήλικες ακολουθούσαν το φορτωμένο με τα σακιά κάρο, ο Γιώργος τραβούσε από το σχοινί τον γάιδαρο, που επάνω στο στολισμένο του σαμάρι -μ΄ ένα υφαντό κιλίμι υφασμένο με μεράκι και πολλή υπομονή στον αργαλειό της οικογένειας - καβαλάρης ήταν ο μικρός Γιάννης, το πρώτο αγόρι και τρίτο παιδί της οικογένειας Ερρίκου Λινάρδου, μετά από τις δύο κόρες, την Ευρυδίκη και τη Μεταξία. Στη συνέχεια γεννήθηκαν ο Θοδωρής και ο Σταύρος.


                       Κάρο στη πλατεία της Βαλύρας το 1960.Φωτο: καθ. Ι.Δ. Λύρας

Ο Γιάννης ήταν συνήθως ένα ήρεμο παιδί, καθόταν ήσυχος στο κτήμα, σκεπτόταν ο νηπιακός νους του διάφορα και γελούσε μόνος του, με μεγάλη ευχαρίστηση. Εκείνο όμως που είχε τραβήξει ιδιαίτερα την προσοχή του σε εκείνη την τρυφερή ηλικία, και ήθελε περισσότερο από όλα τα παιχνίδια, ήταν τα μολύβια, οι μπογιές και τα τετράδια της αδελφής του Ευρυδίκης. Οι γονείς του, θεωρώντας ότι το παιδί είναι ακόμη πολύ μικρό , δεν του έδιναν τετράδια να γράψει, για να μη τα καταστρέψει, ούτε πίστευαν ότι σε εκείνη την ηλικία, που μόλις πάτησε τα τρία χρόνια του, το δεξί του χέρι μπορούσε κάλλιστα να κάνει την τριποδική κίνηση, να πιάσει το μολύβι σωστά και να γράψει. Πολύ στενοχωριόταν ο Γιαννάκης, κι όπως ήταν ισχνός, με μεγάλο μέτωπο και μακριά ποδάρια, κουλουριαζόταν πάνω σε ένα λιθάρι και χτυπούσε το  κεφάλι στα γόνατα  - μπροστά στα κούτσουρα που άναβε η μάνα του στην αυλή,   να ζεσταθεί το νερό στο καζάνι για να πλύνει τα ρούχα - έσφιγγε τα χείλη του δυνατά, γιατί δεν μπορούσε να εκφραστεί και να πει στους γονείς του τι ακριβώς θέλει, και αναψοκοκκίνιζε ολόκληρος. Όταν μία ημέρα το πρόσεξε αυτό η μητέρα του, τον άρπαξε μακριά από τις αναμμένες στάχτες και τον έπλυνε στο πρόσωπο για να συνέλθει. Εκείνος άρχισε να κλαψουρίζει γοερά. Μόλις τελείωσε η προκομμένη νοικοκυρά το πλύσιμο και πήγε να απλώσει τα ρούχα στα σχοινιά στον κήπο, η ίδια η νοήμονα φύση του Γιαννάκη τον έβγαλε από το συναισθηματικό του αδιέξοδο. Βρήκε ένα κομμένο λεπτό ξύλο, το έκανε μολύβι, πάτησε πάνω στις σβησμένες στάχτες με τα αθλητικά παπούτσια του για να τις στρώσει, και άρχισε να  χαράζει τα φωνήεντα του αλφάβητου, όπως  είχε ακούει που τα έλεγε και είδε που τα έγραφε η Ευρυδίκη, η οποία ήταν άριστη μαθήτρια.  Έγραψε ένα τεράστιο και κλειστό όμικρον, όπως το κουλουράκι με το σουσάμι που του έφερνε ο παππούς του Ιωάννης από τον φούρνο του χωριού κάθε πρωί, και ξεκαρδίστηκε από τη χαρά του, βροντοφωνάζοντας, Ο! Ο! Ο!. Μετά έγραψε το γιώτα , τραβώντας κάθετες γραμμούλες, και επειδή έμοιαζε με το μπαστουνάκι που μέσα ήταν διπλωμένες οι καραμελίτσες Μεζ, άρχισε να φωνάζει από τη χαρά του Μεζ! Μεζ! Μεζ! Έκτοτε, άρχισε να παρατηρεί την Ευρυδίκη πιο συχνά, και κατάλαβε ότι το άλφα έχει και μία μαγκουρίτσα, είναι το όμικρον και το γιώτα μαζί. Για κακή του τύχη, δεν μπορούσε πλέον να βρει στάχτες και ξύλο για να γράψει, τα μάζεψε όλα η μητέρα του για να μη λερώνεται και βρωμίζει τον χώρο, στο καθαρό και οργανωμένο πλυσταριό της. Όμως, η πρόωρη ανάπτυξη του παιδιού , οι υψηλές νοητικές του ικανότητες , δεν το άφηναν ήσυχο και ζητούσαν διαρκώς  τρόπο έκφρασης μέσα από τον γραπτό λόγο.

Μόλις   πρόσεξε τη συμπεριφορά  του παιδιού ο παππούς του Ιωάννης, ο πατέρας του πατέρα του,  συμβούλεψε ως εξής τους γονείς του:

-Καλύτερα να χαρεί που είναι μικρός ακόμη, και να αποκτήσει πρακτικές δεξιότητες. Πρώτα να μάθει να δένει τα κορδόνια του και μετά να γράφει, μη καταντήσει σαν κάτι χαμένους επιστήμονες, που είναι άριστοι στην εργασία τους, αλλά ούτε ένα αυγό δεν ξέρουν να βράσουν, ούτε έναν Ελληνικό καφέ να ψήσουν, κι όταν τους λύνεται στον δρόμο το κορδόνι των παπουτσιών τους καθόλου δεν το αντιλαμβάνονται, γιατί είναι ταμπουρωμένοι μέσα στο κεφάλι τους και δεν παρατηρούν τι συμβαίνει γύρω τους.

 Όταν το άκουσε αυτό η Βάσω φοβήθηκε, μάζεψε όλα τα ξύλα στην αυλή και δεν μπορούσε να βρει πλέον ούτε δείγμα για να γράψει ο Γιαννάκης.  Ένα Σάββατο, μαζί με τη γιαγιά του Βασιλική , τη μητέρα του πατέρα του, επισκέφτηκαν   τη γιαγιά Κωνσταντινιά, απέναντι από το σπίτι τους, που μόλις είχε  ξεφουρνίσει ζυμωτό ψωμί. Κάθισαν στο μεγάλο τραπέζι στην κουζίνα και τους έβαλε εμπρός τους ένα ολόκληρο καρβέλι,  για να το πάρουν σπίτι τους. Ο Γιαννάκης άρπαξε αμέσως ένα μικρό μαχαίρι από το τραπέζι και χάραξε ένα μεγάλο Ο προσεκτικά, επάνω στην κόρα, και χωρίς να κοπεί.

-Α! αναφώνησε έκπληκτη και με θαυμασμό η γιαγιά  Κωνσταντίνα . Το παιδί θα μάθει πολλά γράμματα. Ακόμη δεν γεννήθηκε και γράφει!

Ο Γιάννης έφαγε το Ο που  χάραξε πάνω στο καρβέλι και ευχαριστήθηκε, αλλά αυτό δεν ήταν ο κανόνας του σπιτιού.

Στο σπίτι υπήρχε αυστηρότητα και όλα αυτά, σε εκείνη τη μικρή ηλικία, έπρεπε να τα ξεχάσει.

-Θυμάμαι, λέγει ο κύριος Γιώργος Φειδάς, "ο Γιαννάκης, στο κτήμα που μαζεύαμε τις ελιές εκείνη τη χρονιά, καθόταν πάνω σε μία κουρελού λυπημένος, σιωπηλός και μας παρακολουθούσε που δουλεύαμε. Όταν τελειώσαμε αργά το απόγευμα και φόρτωσαν οι άλλοι τα σακιά πάνω στο κάρο, εγώ ανέλαβα να οδηγήσω τον γάιδαρο του Ερρίκου, με τον  Γιάννη καβάλα, μέχρι το σπίτι τους.

Καθόταν ήσυχα και ισορροπούσε καθώς προχωρούσαμε, αλλά ήταν σκυφτός, λες και παρατηρούσε διαρκώς τον χωματόδρομο, σαν να  προσπαθούσε να βρει κάποιο χαμένο θησαυρό. 

Κάποια στιγμή, πετάχτηκε σχεδόν όρθιος  πάνω στο σαμάρι, άρχισε να ξεφωνίζει δυνατά, δεν ξέρω εκείνη τη στιγμή αν ήταν ο ογκηθμός του γαϊδάρου ή τα ξεφωνητά του Γιάννη που μας αναστάτωσαν κυριολεκτικά. Τον κατεβάσαμε αμέσως κάτω και προσπαθήσαμε στη συνέχεια να ηρεμήσουμε τον αφηνιασμένο γάιδαρο, που γκάριζε ασύστολα".

Φοβήθηκαν όλοι μήπως πατάχτηκε κανένα φίδι στον δρόμο και δάγκωσε τα πόδια του ζώου, αλλά δεν ήταν αυτό. Ξαφνικά, ο Γιαννάκης πέρασε σαν αστραπή κάτω από τα πόδια του πατέρα του , ξεχύθηκε τρέχοντας στον δρόμο απέναντι, και άρπαξε ένα μακρύ ξύλο ίσα με το μπόι του, που μόλις χωρούσε μέσα στη χούφτα του. Το κράτησε  γερά και έγραψε πάνω στο λεπτό και υγρό χώμα του δρόμου ένα τεράστιο άλφα. Μόλις το ολοκλήρωσε, κοίταξε τη μάνα του και είπε:

-Α! α! Έγαψα! Πάμε σπίτι τώα.

Έκπληκτος ο πατέρας μου από την επιμονή του παιδιού να γράψει, ρώτησε τη κυρά Βάσω αν το κάνει αυτό συχνά.

-Πολύ συχνά, απάντησε εκείνη αγχωμένη. Γραμματικός θα γίνει.

Μόλις είδε η μητέρα του πόσο επιμένει το παιδί της να γράφει και ότι το όριο που είχαν θέσει στο σπίτι το έκανε δυστυχισμένο, με αποτέλεσμα παραλίγο να πέσει από τον γάιδαρο, ράγισε η ψυχή της. Το πήρε στην αγκαλιά της, το φίλησε και του είπε δακρυσμένη:

-Όχι και να μου τσακιστείς από το γαϊδούρι γιατί σου κρύψαμε τα ξύλα και τις στάχτες, παλιο -Σταχτομάρω μου! Αφού το θέλεις τόσο πολύ, “γραμματικός να γίνεις”. Έδωσε η μάνα την ευχή της, μέσα από τα βάθη της καρδιάς της, και ο Θεός την άκουσε.

-"Η ευχή της μάνας, δώρο γίνεται στου μελλοντικού πατέρα (γιου της ) τη γιορτή", είπε ο κύριος Γιώργος Φειδάς, και μας συγκίνησε.

Κι αφού ο  πατέρας του συμφώνησε, την επόμενη ημέρα, με τις ευχές του παππού του, του αγόρασαν σχολική σάκα, μολύβια, τετράδια και μπλοκ ζωγραφικής.

Αλλά εκείνη την ημέρα το γιόρτασαν. Η Βάσω κάλεσε τον Γιώργο πάνω στο σπίτι, την ώρα που οι άνδρες πήγαν να ξεφορτώσουν τα σακιά με τις ελιές στο ελαιοτριβείο, άπλωσε μπροστά του τα άσπρα λινά σακούλια της με τα καρύδια και τα αμύγδαλα και του είπε:

-Γιώργο μου, πάρε ό,τι θέλεις. Γιορτάζουμε τον Γραμματικό σήμερα.


Πρώτος κάτω δεξιά ο Γιάννης Λινάρδος, με ρολόι στο χέρι, στο Δημοτικό Σχολείο Βαλύρας.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

Γιορτάζαμε τον λόγιο Γιαννάκη τότε και τον τιμούμε σήμερα, το σωτήριον έτος 2022.

Υποθέτω, Ρένα μου, ότι ο μεγαλοφυής σύζυγός σου βράζει το αυγό του, και ψήνει μόνος του , όταν χρειαστεί , το Ελληνικό καφεδάκι του. Αλλά τι ρωτώ! Αυτός έκτισε με τα ίδια του τα χέρια ένα ολόκληρο σπίτι στη Βαλύρα. Κληρονόμησε, μαζί με τις πολλές ευχές του αείμνηστου παππού του Ιωάννη, που πολύ τον αγάπησε, και τις μηχανικές -πρακτικές του ικανότητες και δεξιότητες.

Στη Βαλύρα, κάθε χρόνο γεννιούνται παιδιά με ιδιαίτερα ταλέντα και ικανότητες. Το Άγιο Πνεύμα μοιράζει χαρίσματα στα παιδιά μας. Εμείς, ως γονείς, ενήμεροι και ευαισθητοποιημένοι, οφείλουμε να τα βοηθήσουμε και να τα καθοδηγήσουμε σωστά, ώστε να καλλιεργήσουν κατάλληλα τον σπόρο του χρυσού σίτου εντός τους.

Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά, που θυμήθηκε αυτό το όμορφο περιστατικό με τον ευφυή Γιάννη Λινάρδο.


Ο Θεός μαζί σας!


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

16/6/2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου