Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Το πρώτο λαχείο!

                    

                                                          Φωτό: Οικονομικός Ταχυδρόμος

O αλησμόνητος παππούς Γιώργος Γρίβας στη Βαλύρα αγαπούσε πολύ τον γέροντα Γρηγόριο της Ιεράς Μονής Βουλκάνου. Όταν επισκεπτόταν το χωριό μας, τον φίλευε φρέσκο ψωμί ετοιμασμένο στον ξυλόφουρνο, τυρί, ελιές, κι άλλα καλούδια που παρασκεύαζε  με δεξιοτεχνία η ευλογημένη γιαγιά Κωνσταντίνα. Κάποιο φθινόπωρο της δεκαετίας του 1960, ο παππούς παρουσίασε ιατρικά προβλήματα στο στομάχι του, αλλά ήταν απτόητος στο να καθίσει μερικές ημέρες στο κρεββάτι για να αναρρώσει. Θέλοντας να τακτοποιήσει εγκαίρως όλες τις οικονομικές του υποχρεώσεις, ανελλιπώς έβοσκε τα πρόβατα όλη την ημέρα, φρόντιζε τα περιβόλια, τους μπαξέδες και τους κήπους , με συντροφιά τα δύο εργατικά γαϊδουράκια του και την όμορφη και προκομένη σκύλα του, την Αλίκη.

Αποκαμωμένος από την ασθένεια -λίγο πριν πλησιάσει το μεσημέρι μία Παρασκευή του Οκτώβρη- έστρωσε μία πολύχρωμη μικρή κουρελού της υφάντρας της ζωής του Κωνσταντινιάς και ξάπλωσε κάτω από μία ελιά στα Αγρίλια της Βαλύρας. Φαίνεται ότι τον πήρε βαθιά ο ύπνος, χρειαζόταν το καταπονημένο σώμα του ανάπαυση, και όταν ξύπνησε είχαν περάσει σχεδόν δύο ολόκληρες ώρες… Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό! Ανοίγοντας τα κοκκινισμένα μάτια του, έκπληκτος αντίκρυσε τον μακαριστό παπά-Γρηγοράκο που είχε ακουμπήσει επάνω στο παχύ γρασίδι  και με το κομποσκοίνι του προσευχόταν σιωπηλά, χωρίς καθόλου να ακούγεται η ανάσα του!

                                                  Η γέφυρα της Βαλύρας Φωτό: 2 Steps.gr


-Δεν ήθελα να σε αφήσω μόνο σου Γιώργη, βογκούσες , παραμιλούσες και έχυνες πολύ ιδρώτα, αλλά ούτε και να σε ξυπνήσω με άφησε ο Κύριος!

-Παραμιλούσα…. και τι έλεγα;

-Να μη με αξιώσει ο Θεός να κερδίσω το λαχείο έλεγες…υγεία να μου δώσει!

-Και πώς το έλεγα αφού κοιμόμουν; Κάποιος άλλος μιλούσε για μένα… μιλούσε ο  νους  μου εκ μέρους μου;

-Κάνε τον σταυρό σου και μην τα ψάχνεις αυτά…θυμάσαι τι ονειρευόσουν;

Αφού συγκεντρώθηκε για λίγο ο  ασθενής κτηνοτρόφος και γεωργός, άρχισε το όνειρό του να ξεδιπλώνεται σε συνειδητό επίπεδο.

-Άκουγα «τον έξω από εδώ»  να μου μιλάει από ψηλά, αλλά δεν έβλεπα τη μορφή του….

-Και τι σου έλεγε;

-Με ρώτησε αν ήθελα να κερδίσω το πρώτο λαχείο ή να βρω το χρυσό ρολόι ενός πεθαμένου σε μία κρύπτη στο σπίτι του, καθώς κι έναν μεγάλο θησαυρό κοντά στη γέφυρα στο ποτάμι της Μαυροζούμενας…να γίνω πολύ πλούσιος, αλλά ο Κύριος με έσωσε!

Ξαφνικά, παρουσιάστηκαν μπροστά μου συνεχείς σκηνές μίας νέας ζωής, σαν να είχα ήδη κερδίσει το πρώτο λαχείο. Ζούσα σε ένα ακριβό σπίτι με υπηρέτες, αλλά μία ημέρα έγινε ένα φοβερό και τρομερό ατύχημα και έμεινα ανάπηρος. Καθόμουν λυπημένος εμπρός σε ένα σκαλιστό παράθυρο και περίμενα τον οικιακό βοηθό μου να με πάει μία σύντομη βόλτα στο πάρκο. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η ζωή. Τότε , άνοιξε μία κρύπτη και εμφανίστηκε ένα ολόχρυσο ρολόι. Μόλις όμως το  φόρεσα στο αριστερό μου χέρι  άρχισαν να μην λειτουργούν  καλά ο σφυγμός   και οι παλμοί της καρδιάς μου, το αφαίρεσα αμέσως γιατί δεν  άντεχα το βάρος του. Τότε, στη δεξιά όχθη της γέφυρας της Βαλύρας, όπως πηγαίνουμε προς τα Κουβέλια, στη Λάμπαινα και τη Μεσσήνη,  άνοιξε η γη και άρχισε να αναβλύζει πετρέλαιο άφθονο. Έγινα πάμπλουτος ιδιοκτήτης  πηγής πετρελαίου αλλά ευτυχισμένος δεν ήμουν, γιατί κοιμόμουν χορτάτος σαν τον Κύκλωπα και κάτω από τα σκέλη μου  καράβια αρμένιζαν με τον παμπόνηρο Οδυσσέα, τους Αργοναύτες με τα πενήντα κουπιά και τον Τηλέμαχο να ψάχνει τη μάνα του την Πηνελόπη, μέχρι που κατέληξα και βγήκα από τη ζωή ξαφνικά, ως καταστροφικός Τυφώνας , πέφτοντας στα μαύρα ύδατα του Περσικού κόλπου….

-Την υγεία μου ζητούσα διακαώς, αν και εγγράμματος επέμενα να συνεχίσω τη ζωή μου ως φτωχός αγρότης. Τελικώς, με προκάλεσε ο «ακατονόμαστος» λέγοντας κέρδισε εσύ το λαχείο και το κάνεις δωρεά για έργο κοινής ωφελείας, αλλά και αυτό το αρνήθηκα, γιατί σκέφτηκα μήπως αγνοήσω τις θείες προειδοποιήσεις υπέρ υγείας μου, και χρησιμοποιήσω τα χρήματα για  προσωπικό μου όφελος που θα με οδηγήσει στην απώλεια.


                                               Ιερά Μονή Βουλκάνου. Φωτό:Krites Travel

Ο πατήρ Γρηγοράκος χαμογέλασε με ευχαρίστηση, του διάβασε μία ευχή και κίνησε για το χωριό που τον περίμενε η γιαγιά Κωνσταντίνα για να τον φιλέψει. Τόσο πολύ χάρηκε για τα λιγοστά του χρήματα, την έλλειψη κοινωνικής δόξας και οικονομικής ευρωστίας ο παππούς Γιώργος, ώστε έβγαλε τη φλογέρα του από το ταγάρι του και τραγούδησε τη φλαμουριά… «βουίζαν τα κλαδιά της σαν να μου λέγαν ω…ω..ω, κοντά μου πάντα μείνε θα βρεις γαλήνη εδώ»…..Αυτή ήταν η συνειδητή του επιλογή. Άνθισε ως κτηνοτρόφος και γεωργός, αν και εγγράμματος αρκετά για την εποχή του, έζησε έντιμα με κόπους και με βάσανα,  και εκδήμησε ειρηνικά στον  αιώνιο του Κυρίου μας Παράδεισο.

Ο Θεός μεθ΄ημών,

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

6-10-2024

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου