Φωτό: Orthodoxia News Agency
Εἶναι θαυμάσιο νὰ διαπιστώνῃ κανεὶς πόσο ὄμορφα συνταιριασμένα εἶναι στὴν Ἐκκλησία μας τὰ φυσικὰ μὲ τὰ πνευματικὰ γεγονότα καὶ μὲ πόση σύνεση καὶ σοφία ἀξιοποίησαν οἱ Πατέρες μας αὐτὴν τὴν σύνδεση στὴν ἑρμηνεία των.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ Παραβολὴ τοῦ Σπορέως (Λουκ., η’ 5-15), ποὺ ἀναγιγνώσκεται στὴν Ἐκκλησία μας τὴν Δ’ Κυριακή τοῦ Λουκᾶ, σὲ μιὰ περίοδο ποὺ διενεργεῖται ἡ φυσικὴ σπορά. Εἶναι, μάλιστα, μιὰ περικοπὴ ποὺ ἐξηγεῖ ἀναλυτικὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, παρομοιάζοντας τὸν φυσικὸ γεωργὸ μὲ τὸν πνευματικό μας πατέρα, τὸν Θεό, ποὺ σπέρνει τὸν σπόρο του-τὸν λόγο Του- στὴν γῆ- τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.
«ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ.» (ὅ. π. 5). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (Migne P.G. τ. 57, σ. 463- 472), ἀναφέρει, χαρακτηριστικά, ὅτι ἐπειδὴ ἐμεῖς δὲν μπορούσαμε, λόγῳ τῶν ἁμαρτημάτων μας, νὰ εἰσέλθωμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κατ’ οἰκονομία «ἐξῆλθεν» Ἐκεῖνος, διὰ τοῦ Υἱοῦ Του, πρὸς ἐμᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πρώτη Του αὐτή «ἔξοδος» δὲν ἔχει ἐπικριτικὸ ἀλλὰ ἀγαπητικὸ χαρακτῆρα καὶ σκοπὸ νὰ ἀκούσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν λόγο Του, νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ σωθοῦν (Ῥωμ., ι’ 14-15).
Εἶναι, βεβαίως, λυπηρὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ὁ ἴδιος «σπόρος» ἔπεσε παντοῦ, σὲ ἕνα μόνον «ἔδαφος» εὐδοκίμησε, πράγμα ποὺ φανερώνει ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀκούῃ κανεὶς μόνον ἀλλὰ χρειάζεται νὰ ἐφαρμόζῃ κιόλας τὸν λόγο Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ φράση «οἱ ἀκούσαντες» ὑποδηλώνει ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἀπευθύνεται, χωρὶς διάκριση, σὲ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων, σὲ ὅλες τὶς ψυχές, δὲν εἶναι, ὅμως, ὅλες κατάλληλες ἢ ἕτοιμες πρὸς καλλιέργεια καὶ γονιμοποίηση. Ἀπὸ τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ἄκουσαν, δὲν δικαιολογοῦνται πλέον νὰ ἀδιαφοροῦν, νὰ ὀλιγωροῦν ἢ νὰ συνεχίζουν νὰ ἁμαρτάνουν. Δὲν εὐθύνεται λοιπὸν ὁ Κύριος γιὰ τὴν «τιμωρία» των, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι τιμωροῦν τὸν ἑαυτό των μὲ τὴν ἐπιμονή των στὴν ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος διακρίνει τρεῖς τέτοιες ἀτυχεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων, ποὺ δὲν εὐτύχησαν νὰ δοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ καρπίζῃ μέσα των. Ἡ πρώτη κατηγορία εἶναι «οἱ παρὰ τὴν ὁδόν», ἐκεῖνοι πού, ἐνῶ ἄκουσαν, ἐν τούτοις ἄφησαν τὸν λόγο Του νὰ πέσῃ κάτω, ἀδιαφόρησαν, ἔτσι ὥστε ὁ λόγος νὰ μὴν μπῇ μέσα των, νὰ μὴν βρῇ κἂν τὸν στόχο του. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, ὁ μισό-καλος διάβολος ἔσπευσε νὰ ἁρπάξῃ ἀμέσως τὸν καλὸ τὸν λόγο, ποὺ ἔπεσε κάτω περιφρονημένος καὶ καταπατήθηκε, «ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν» (ὅ. π. 12)
Ἡ δεύτερη κατηγορία εἶναι «οἱ ἐπὶ τῆς πέτρας», «οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον», ἀλλὰ «οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται.» (ὅ. π. 13). Ἔτσι, καὶ σ’ αὐτὴν τὴν κατηγορία ἀνθρώπων, τοὺς ἐπιφανειακούς, τοὺς ἀσταθεῖς καὶ ὀλιγόπιστους ἢ καὶ σκληρόκαρδους, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀδυνατεῖ νὰ εὐδοκιμήσῃ, «διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἱκμάδα», ἐπειδὴ οἱ καρδιές των δὲν ἔχουν πείνα οὔτε δίψα γιὰ τὸν Κύριο, ὥστε νὰ σπεύσουν νὰ ξεδιψάσουν ἀπό «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν».
Ὑπάρχει καὶ μιὰ τρίτη κατηγορία: «οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες καί, ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι, συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι.» (ὅ. π. 14). Οὔτε καὶ σ’ αὐτοὺς βλαστάνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, διότι πνίγεται ἀπὸ τὰ ἀγκάθια, τίς -περιττές- μέριμνες τοῦ βίου γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὅλο καὶ περισσοτέρων ἀγαθῶν καὶ γιὰ τὴν ἀπόλαυση ὅλο καὶ μεγαλυτέρων ἡδονῶν. Ὁ Κύριος, βεβαίως, δὲν μᾶς συνέστησε νὰ μένωμε ἀδρανεῖς ἢ ἀπαθεῖς γιὰ τὸ καλό, ἀντιθέτως, μάλιστα, μᾶς προέτρεψε νὰ ἐπιζητοῦμε πρῶτον «τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» καὶ νὰ ἔχωμε ἐμπιστοσύνη ὅτι «ταῦτα πάντα -ὅλα τὰ ἀπαραίτητα ἀγαθά- προστεθήσεται ἡμῖν» (Ματθ., στ’ 33), διότι γιὰ ἐμᾶς τὰ ἔδωσε τὰ ἀγαθά Του ὁ Κύριος, γιὰ νὰ κάνωμε, ὅμως, συνετὴ χρήση καὶ ὄχι κατάχρηση.
Τελικά, γιὰ νὰ εὐδοκιμήσῃ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτεῖται, πρωτίστως, «καλὴ καὶ ἀγαθὴ γῆ», πρόσφορο ἔδαφος, γιὰ νὰ καλλιεργηθῆ ἐπιμελῶς, ὦτα εὐήκοα καὶ πρόθυμα νὰ ἐφαρμόσουν ὅ τι ἀκοῦν. Δὲν ἀρκεῖ, ὅμως, μόνον αὐτό: Χρειάζεται καὶ μιὰ δεύτερη καὶ πολὺ βασικὴ προϋπόθεση, ποὺ συνήθως μᾶς διαφεύγει: ἡ ὑπομονή. Δὲν εἶναι, ἄλλωστε, τυχαῖος ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται.» (Ματθ., κδ’ 13). Κανένας σπόρος δὲν βλαστάνει ἀμέσως, χρειάζεται χρόνος μακρὺς καὶ κόπος πολύς, καὶ ἐπὶ πλέον διαρκὲς πότισμα, γιὰ νὰ αὐξηθῇ, ποὺ σημαίνει ἄφθονα δάκρυα μετανοίας γιὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν σωτηρία μας.
Ἐπειδή, βεβαίως, ὁ καλός γεωργός, ὁ Κύριός μας, γνωρίζει τὶς ἀνθρώπινες δυσκολίες καὶ ἀδυναμίες, γι’ αὐτὸ μακροθυμεῖ. Παράλληλα, ὅμως, ἐπικρίνει τὴν ὀλιγωρία καὶ τὴν πονηρία τῶν «δούλων» Του (Ματθ., κε’ 24-28) καὶ μᾶς καλεῖ σὲ ἐγρήγορση, ὥστε ὁ καθένας νὰ αὐξήσῃ τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεὸς καὶ νὰ καρποφορήσῃ «ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα.» (Ματθ. ιγ’ 23).
Ἐξ ἄλλου, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἐκτιμᾶ, πάνω ἀπ’ ὅλα, τὴν φιλότιμη –μακάρι- προσπάθειά μας καὶ ἐπιθυμεῖ ὅλοι μας νὰ αἰσθανώμαστε ἐμπιστοσύνη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ πρόσωπό Του, ὅπως νοιώθει «ὁ υἱός» τῆς Βασιλείας Του καὶ ὄχι φόβο γιὰ τιμωρία, ὅπως νοιώθει «ὁ δοῦλος» ἢ «ὁ μισθωτός». Μόνον «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Ἰωάν., Α’, δ’ 18).
Ἄλλωστε, ὁ Κύριος «οὐκ ἦλθε ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰωάν., γ’ 17). Γι’ αὐτό, πρῶτα ἔρχεται νὰ σπείρῃ καὶ ὕστερα θὰ ἔλθῃ νὰ θερίσῃ. Ὅπως ἀναφέρει καὶ πάλι ὁ Χρυσοῤῥήμων γιὰ τὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως (Migne P.G. τ. 57, σ. 463- 472), «ἐξῆλθεν» ὁ ἀγαθὸς Θεός, ὄχι γιὰ νὰ ξεῤῥιζώσῃ ἀγκάθια, οὔτε νὰ καταστρέψῃ τοὺς ἄκαρπους ἀγρούς, ἀλλὰ γιὰ νὰ σπείρῃ πλουσιοπάροχα, ὥστε ὅλοι νὰ ἐπωφεληθοῦν ἀπὸ τὴν σπορὰ τοῦ λόγου Του. Δὲν θερίζει ὁ Κύριος «ὅπου οὐκ ἔσπειρε», ζητάει, ὅμως, δικαίως νὰ δρέψῃ τοὺς καρποὺς τῆς σπορᾶς Του (Ματθ., κε’ 14-30).
Ὅσο γιὰ μᾶς, ἐὰν θέλωμε νὰ ἀποδώσωμε καρπούς, ἂς σπεύσωμε νὰ ἀκούσωμε τὸν σωτήριο λόγο Του, τὸν μόνον ποὺ ἔχει τὴν δύναμη νὰ μᾶς ἀναγεννήσῃ πραγματικὰ καὶ ὁλοκληρωτικά, ὥστε νὰ μὴν παραμένωμε οὔτε ἀδιάφοροι, σὰν τὴν πρώτη κατηγορία ἀνθρώπων, οὔτε ἄπονοι καὶ σκληρόκαρδοι, σὰν τὴν δεύτερη, οὔτε, τὸ χειρότερο, ἐγκλωβισμένοι μονίμως μέσα στὰ μύρια πάθη μας, καὶ κυρίως στὴν φιλαυτία, τὴν φιλαργυρία καὶ τὴν φιληδονία﮲ ἀκόμη δὲ χειρότερα, νὰ μὴν παραμένωμε πεισματικὰ ἀμετανόητοι, ἀλλὰ νὰ ἀξιοποιοῦμε ἀποτελεσματικὰ τὶς εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνει συνεχῶς ὁ Κύριος γιὰ καθολικὴ μετάνοια καὶ σωτηρία.
Ἀντί, ἑπομένως, νὰ ἐγκλωβιζώμαστε στὸν ἁμαρτωλό μας φόβο ὅτι ὁ Κύριος θὰ μᾶς τιμωρήσῃ γιὰ τὶς μικρὲς ἢ μεγάλες ἀστοχίες μας, προτιμώτερο θὰ ἦταν νὰ μᾶς φόβιζε περισσότερο ὁ κακός μας ἑαυτὸς καὶ νὰ μᾶς ἀπασχολοῦσε σοβαρότερα τὸ θέμα τῆς σωτηρίας μας. Ἐάν, ἐπὶ τέλους, πάρωμε ἐμεῖς τὴν ἀπόφαση νὰ κάνωμε τὸ πρῶτο καὶ ἀποφασιστικὸ βῆμα πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, τότε Ἐκεῖνος θὰ προσέλθῃ ἀμέσως ἀρωγὸς στὸν δύσκολο ἀγῶνα μας, διότι γνωρίζει ὅτι, χωρὶς τὴν ἐνίσχυσή Του, γρήγορα θὰ ἀπογοητευτοῦμε καὶ θὰ ἐγκαταλείψωμε κάθε προσπάθεια.
Μέχρι, λοιπόν, νὰ καρποφορήσῃ μέσα μας ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται διαρκὴς ἀγώνας, ἀνεξάντλητη ὑπομονὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὅταν, ὅμως, ἐπιτευχθῆ τὸ ποθητὸ ἀποτέλεσμα, τότε, ὦ τότε, κάθε λύπη, πικρία, ἀπογοήτευση ἢ στενοχωρία θὰ ἀποδειχθοῦν ἀσήμαντες μπροστὰ στὴν ἀπέραντη χαρὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς μαζί Του. Ἀμήν. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου