Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Αφιέρωμα στη γιαγιά Ευγενία Γρίβα-Κοντοπούλου

                                                          

                                                             Η γαρυφαλλιά της γιαγιάς Ευγενίας. 

                                                                                             Ε.Η.Κοντοπούλου 2022


 Η κα Ευτυχία Θεμ. Γεννάδη, μουσικός και λογοτέχνης,  εγγονή της γιαγιάς Ευγενίας Γρίβα-Κοντοπούλου , που εκδήμησε στην Αθήνα, σήμερα, 19η Νοεμβρίου 2024, αφιερώνει, με σπαραγμό ψυχής , στη "μούσα' της, το έργο της , με τίτλο "Το χωριό μου" , και της εύχεται καλό Παράδεισο.

Γιαγιούλα μου ήσουν ο φάρος της ζωής μου!


ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ

 

 Κοίτα μαμά...

Μια  λύπη ξάπλωσε απόψε στο κρεβάτι μου...

Δεν μπορώ να της πω να φύγει...


Διέσχισε απέραντες εκτάσεις σκέψεων για να φθάσει ως εδώ...

Σσσσς

Ήρθε αντιμέτωπη με πολλά κι ασυνήθιστα χρώματα...

Με θυελλώδεις εικόνες...

Κι επιθυμίες ξεχασμένες σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός.

Αναρριχήθηκε σε τόπους δύσβατους...

Περπάτησε σε δάση, της ψυχής, σκοτεινά...

Κι όποτε χρειάστηκε...νανούριζε τις φυλλοβόλες χαρές των σκιών,  και περιέθαλπε τους πληγωμένους μου στοχασμούς.

Είδε τον κόσμο απ’ την άλλη πλευρά: εκεί που η Συνείδηση γνωρίζει τα Πάντα, μα είναι ανήμπορη ν’ απλώσει ρίζες στο υπέδαφος της ζωτικής μας ανασφάλειας...

Όχι! Δεν μπορώ να της πω να φύγει.

Εκείνη γνωρίζει καλύτερα από μένα το πόσο μου λείπει η παρέα τις ώρες που η νοσταλγία τυλίγει με μανία τη χροιά των συνειρμών μου.

Δεν ξέρω αν είναι όλα τόσο μπερδεμένα και πολύπλοκα, αλλά σίγουρα...το εσωστρεφές μου χάος γυρεύει τίτλους τέλους.

Αχ...να μπορούσα, για λίγο ή και για πάντα, να επιστρέψω εκεί...

Στο φιλόξενο σπίτι της γιαγιάς Ευγενίας...

Να δω τον ήλιο ολοστρόγγυλο ν’ αστράφτει πάνω από τον κήπο των παιδικών μου αναμνήσεων...

Να πλησιάσω αυθόρμητα εκείνη την γλυκύτατη μορφή...

Να πιαστώ απ’ την ποδιά της, και να της πω: «Γιαγιούλα μου, θα πάμε βόλτα στους μπαξέδες; Δεν θέλω να πάω μόνη μου...φοβάμαι!» Εκείνη να με ρωτήσει: «Τι φοβάσαι μάτια μου;» «Τα φίδια, γιαγιά, που πνίγουν μες τη δίνη τους το σώμα της ευγένειας.» Τότε με την ασύλληπτη διαίσθησή της να με αγκαλιάσει σφιχτά, και κάπου στο βάθος του δρόμου ή και του κόσμου ν’ ακούσω ξανά τους ήχους απ’ το ακορντεόν...το μπουζούκι...την κιθάρα και να είμαι σίγουρη πως ο παππούς Ηλίας γκρεμίζει τα εμπόδια της ύπαρξης χαράσσοντας πορείες μελωδικές…

Για να διαβαίνω τη ζωή μου… κινούμενη από το απειροελάχιστο ως το άπειρο μιας ονειρώδους αιωνιότητας.

Αχ. βρε παππού...τι να πω για σένα;

Οι σάρκες μας κρύφτηκαν σε δύο κόσμους διαφορετικούς, για να τα λένε οι ψυχές μας στα ίσα!

 Μαμά μ’ακούς;

Ή σε πήρε ο ύπνος;

Ξέρεις τι θα’ θελα;

Να μπορούσα να εξαγνιστώ μέσα στις μυρωδιές από τα εντελώς γήινα, όπως τότε που τρώγαμε όλοι μαζί το μεσημέρι και γέμιζε η μικρή γωνιά μας στο χωριό με ζεστά αρώματα σπιτικής θαλπωρής.

Χμμμ...Μμμ!

Πατάτες με ρίγανη και ελαιόλαδο στο φούρνο.

Ελαιόλαδο βγαλμένο από τα ελαιόδεντρά μας...

«Τις ελίτσες μας», χαριτολογώντας, τις εξαιρετικές δασκάλες μας που συμβάλλουν στις πανέμορφες αιωνόβιες υπερβάσεις μας.

Συμφωνείς, μαμά, ότι η γιαγιά ήταν μια αληθινή καλλιτέχνιδα;

Κι ένα πλάσμα προικισμένο με όλες τις διαστάσεις του χρυσού;

Χρυσή καρδιά...

Χρυσή γυναίκα...

Χρυσοχέρα...

Ίσως κι από γένος χρυσό, που λέει κι ο σοφός.

Μια θέαινα κρυμμένη στη γη της θνητότας…

Με μοίρα αγράμματη, μα ψυχή...λεπτοφυώς καλλιεργημένη!

Άραγε είναι τυχερός κάποιος του οποίου η ύπαρξη αντανακλάται σε ένα και μόνο χρώμα;

Θέλω να πω...αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, χειροπιαστή απόδειξη της μοναδικότητάς του;

Μη δίνεις σημασία μαμά...

Αντηχούν πάλι στ’ αυτιά μου φευγαλέες ανοησίες.

Όμως άκου...

Η  λύπη μου συνομιλεί με το μεγάλο της ύπνο...

Λες και βρήκαν δικαίωση τα βάθη της, μέσα στη θάλασσα της γαλήνης...

Όπως τότε που καθόμασταν στη βεράντα, που είχε χτίσει ο παππούς Ηλίας, και ατενίζαμε πέρα το Μεσσηνιακό κάμπο.

Χωριό μου εσύ...

Αρχέγονη μνήμη της πρώτης μου νιότης...

Λατρεμένο μου σπίτι...

Πόσες φορές περπάτησαν τα άστρα στη σκεπή σου;

Πόσες φορές ευχήθηκα να μη χαθεί ποτέ η υπερβατική σου εστία,

γύρω της να ενώνονται οι χωρισμένοι δρόμοι της σιωπής μας.

Να’ ξέρες μαμά πόσα ποιήματα είχε γράψει ο παππούς για να εξυμνήσει τ’ άστρα!

Σαν ήμουν κοντά του...μου εμπιστευόταν, ως παιδί που ήμουν, τη μυσταγωγική του δίνη.

Άνθρωπος παράξενα ιδιοφυής ήταν, που είχε ζήσει δύσκολα χρόνια.

Βίωσε τον πόλεμο...και έμαθε, παρά τη θέλησή του, να κρύβεται ανάμεσα σε ψηλά αγριόχορτα και να σέρνεται στο χώμα για να προστατευθεί...δηλαδή για να περάσει απαρατήρητος εν ώρα βομβαρδισμών. Μέσα σ’ αυτή τη σκληρότητα, όμως, δεν ξέχασε ποτέ να στρέφει το βλέμμα και τις αξίες του προς τον ουρανό…

Δεν έπαψε ποτέ να ημερεύει τη φύση εντός και εκτός του αντηχώντας, με τους χτύπους της καρδιάς του, την εξευγενισμένη μουσική της θέλησης και της τόλμηςνα μεταβολίζει σε λέξεις τις πνοές των άστρων.

Ο παππούς Ηλίας ήταν σιδηρουργός στο επάγγελμα, ο μόνος του χωριού και ο καλύτερος συγκριτικά με γειτονικά χωριά και πόλεις. Επισκεύαζε τα πάντα...και υλοποιούσε τα σχέδια της ανήσυχης φαντασίας του. Ήμουν βέβαιη, κάποιες φορές, πως με μια απλή...τυπική οξυγονοκόλληση...αναδημιουργούσε τους ραγισμένους γαλαξίες του συναισθηματικού μας σύμπαντος.

Στα διαλείμματα απ’ την εργασία...γέμιζε πότε πότε κανένα ποτηράκι κρασί...έπιανε το μπουζούκι του και άρχιζε το τραγούδι.

Εκτός από ποιητής και σιδηρουργός...ήταν και εξαιρετικός αυτοδίδακτος μουσικόςμάλλον επισκεύαζε και τα φάλτσα, γι’ αυτό δεν είχα ακούσει κανένα.

Στο μικρό του σιδηρουργείο...κάθε λύπη, μικρή ή μεγάλη, έβρισκε ένα χώρο δικό της...και μια ευκαιρία να εναποθέσει τη μελλοντική της παρηγοριά στο σιδερένιο τροχό των απτικών και ιδεαλιστικών οραμάτων.

Μα απόψε...

Η  λύπη μου  θρηνεί...

Η θέση της με προορισμό τη λύτρωση δεν είναι πια διαθέσιμη...

Όλα έχουν αλλάξει.,00,

Το σπίτι ης γιαγιάς Ευγενίας έχει σφραγίσει την πόρτα του...

Η εποχή της άνοιξης έχει χαθεί μέσα στη δύση των γερασμένων ηλιοτρόπιων...

Στα σκαλοπάτια, που οδηγούν στον κήπο, δεν ξαποσταίνουν εσπερινές ηλιαχτίδες...

Στα μπαλκόνια του δεν γευματίζουν αφυπνισμένες συντροφικότητες.

Ίσως λέω...ίσως, και είναι η μόνη μου ελπίδα, στο υπόγειο του σπιτιού...το «κατώι» όπως το ‘ λεγε η γιαγιά Ευγενία...να έχει βρει καταφύγιο η Μνήμη και να ποτίζει, με τρόπο μυστικό, τα ζουμπούλια, τα γαρύφαλλα, τις φωτίτσες...και όλα τα άνθη που αγαπούσε η γιαγιά Ευγενία.

Μα πιο πολύ τις ακοίμητες, του υποσυνείδητου χρόνου, μαργαρίτες...

Αχ!

Απόψε καταδύομαι στον ίλιγγο της απουσίας...

Για να σας βρω...

Για να με βρω...

Για να εφεύρω καινούργια τροχιά γύρω απ’ τον ήλιο που μου χαρίσατε.

Όμορφα πλάσματα των παιδικών μου χρόνων, εσείς με μάθατε να μιλώ τη γλώσσα της Προσφοράςη ρίζες μου έχουν πατρίδα την ψυχή σας.

 

 Καλό ταξίδι γιαγιούλα μου !

 

Ευτυχία Θεμ. Γεννάδη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου