Ὅπως τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, κατὰ τὴν θερινὴ περίοδο, ξεκινάει μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου καὶ τὴν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν «παρὰ τὴν λίμνην τῆς Γεννησαρέτ» (Ματθ., δ’ 18-23), ἔτσι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, κατὰ τὴν φθινοπωρινὴ περίοδο, ξεκινάει καὶ πάλι «ἀπὸ τὴν ἀρχή», μὲ τὴν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν ἀπὸ τὸν Κύριο «παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ» (Λουκ. ε’ 1).
Ἐξ ἄλλου, στὴν λειτουργική μας ζωή, ὑπάρχει πάντοτε ἀντιστοιχία μεταξὺ φυσικῶν καὶ πνευματικῶν γεγονότων. Ἔτσι, ἀκριβῶς μετὰ ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, ὅταν ξεκινάει ὁ λειτουργικὸς κύκλος τῆς Ἐκκλησίας μας, μᾶς «ὑποδέχεται» ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἀναφερόμενος στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου στὴν «Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν», στήν «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, πέραν τοῦ Ἰορδάνου», γιὰ νὰ διαφωτίσῃ «τὸν λαὸν τὸν καθήμενον ἐν σκότει» (Ματθ., δ’ 13-16).
Πρὸς τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ὁ Ματθαῖος παραδίδει πλέον τὴν σκυτάλη στὸν Λουκᾶ, γιὰ νὰ μᾶς συντροφεύσῃ ἐκεῖνος, μὲ τὰ ἀναγνώσματά του, ὅλο τὸ φθινόπωρο καὶ τὸν χειμῶνα –μὲ μιὰ μικρὴ διακοπὴ τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων- μέχρι καὶ τὸ ἄνοιγμα τοῦ Τριωδίου, καὶ συγκεκριμένα μέχρι τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου. Στὴν συνέχεια, τὶς Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου μας, διαβάζεται ὁ «μικρός» εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος (τὸ μικρότερο Εὐαγγέλιο), καὶ καθ’ ὅλη τὴν χαρμόσυνη περίοδο τῆς Ἀναστάσεως, ἀπὸ τὴν προαναστάσιμη Κυριακὴ τῶν Βαῒων μέχρι καὶ τὴν Πεντηκοστή, τὴν γενέθλιο ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, διαβάζεται ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης Ἰωάννης﮲ καὶ τἀνάπαλιν.
Οἱ περικοπὲς τοῦ Λουκᾶ, λ.χ. τοῦ ἄφρονος πλουσίου, τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, τοῦ Τελώνου & Φαρισαίου, τοῦ Ἀσώτου ἤ, ὅπως ἀλλοιῶς ὀνομάζεται, τοῦ φιλεύσπλαγχνου πατρός, διακρίνονται γιὰ τὸ βαθὺ κοινωνικό των περιεχόμενο, γι’ αὐτὸ ὁ Λουκᾶς θεωρεῖται ὁ κατ’ ἐξοχὴν κοινωνικὸς Εὐαγγελιστής, ποὺ τονίζει ἰδιαιτέρως τὴν τρίτη αὐτὴν διάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν κοινωνική, τὴν ἐξ ἴσου σημαντικὴ ὅσο καὶ ἡ πνευματικὴ καὶ ἡ μορφωτική της λειτουργία. Ἔτσι, στὶς παραπάνω περιπτώσεις, οἱ πνευματικὲς ἀσθένειες τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς συνακόλουθης ἀναλγησίας, τῆς «φυσιώσεως», -ὑπερηφανείας- , τῆς αὐτονομήσεως καὶ τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης καὶ συγχωρητικότητος (ἀντιστοίχως, στὴν περίπτωση τῶν δύο ἀδελφῶν, στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου) συνιστοῦν τεράστια ἐμπόδια, ποὺ ἀποτρέπουν τὴν πρόοδο καὶ τὴν σωτηρία τόσο τοῦ ἰδίου τοῦ προσώπου ὅσο καὶ τοῦ κοινωνικοῦ του περιγύρου, ποὺ ὑποφέρει ἐπίσης ἐξ αἰτίας τῶν πασχόντων μελῶν του.
Ἂς ἐπικεντρωθοῦμε, ὅμως, στὴν περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στὴν Ἐκκλησία μας τὴν Α’ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ καὶ ἂς ἐπιχειρήσωμε νὰ ἀποκαλύψωμε τὸ δικό της κοινωνικὸ περιεχόμενο (ε’ 1-11). Ὁ Κύριος κηρύττει στὴν γνωστὴ λίμνη Γεννησαρέτ καὶ τὰ πλήθη συνωστίζονται, στὴν κυριολεξία ἔχουν πέσει πάνω Του «τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.» Μόλις λοιπὸν ἀντικρύζῃ «δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην» καὶ τοὺς ἁλιεῖς των νὰ ἔχουν βγῆ ἔξω καὶ νὰ πλένουν τὰ δίκτυά των, ὁ Κύριος δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία. Μπαίνει στὸ ἕνα ἀπὸ αὐτά, στοῦ Σίμωνος, καὶ τοῦ ζητάει εὐγενικά («ἠρώτησεν αὐτόν») νὰ ἀπομακρυνθῆ λίγο ἀπὸ τὴν στεριά, ὥστε ὁ Ἴδιος νὰ μπορῆ νὰ κηρύξῃ μέσα ἀπὸ τὸ πλοῖο τὰ πλήθη.
Ἔτσι, πετυχαίνει ὁ ἀγαθὸς Θεὸς καὶ τὰ δύο νὰ οἰκονομήσῃ, καὶ τὰ πλήθη νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦνε καλύτερα, καὶ τοὺς ἁλιεῖς ποὺ τὸν φιλοξένησαν στὸ πλοῖο των νὰ προσεγγίσῃ περισσότερο. Ἀξίζει, πάντως, νὰ παρατηρήσωμε, στὸ σημεῖο αὐτό, κατ’ ἀρχάς, τὴν εὐγενικὴ παράκληση τοῦ Κυρίου, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τὸ «ἠρώτησεν αὐτόν», πρὸς τὸν Πέτρο, συγκεκριμένα, καὶ νὰ τονίσωμε ὅτι ὁ Κύριος πάντοτε μᾶς ἀπευθύνει τὴν πρόσκλησή Του προσωπικά, ἔτσι ὥστε καὶ οἱ συνέπειες τῆς ἀνταποκρίσεως, θετικὲς εἴτε ἀρνητικές, νὰ βαρύνουν τὸν καθ’ ἕνα μας προσωπικὰ καὶ ἀποκλειστικά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, διαφαίνεται, ἐπίσης, καὶ ἡ καταδεκτικότητα τοῦ Πέτρου καὶ τῶν συναδέλφων καὶ συνεργατῶν του ἁλιέων πρὸς τὸν ἄγνωστο ἀκόμη Κύριό των, τὸν Ὁποῖον ἀναβιβάζουν πρόθυμα στὸ πλοῖο των.
Καὶ ὁ Κύριος, ὅμως, μὲ τὴν σειρά του, ἐπιβραβεύει σύντομα τὴν ἄμεση αὐτὴν ἀνταπόκριση τῶν εὐγενικῶν ξενιστῶν στὴν πρόσκλησή Του. Μετὰ ἀπὸ τὸ πέρας τῆς διδασκαλίας Του πρὸς τὸ πλῆθος, καλεῖ τὸν Πέτρο, -γιατί, ἄραγε, πάλι αὐτόν;- νὰ ὁδηγήσῃ τὸ πλοῖο του καὶ πάλι στὸ βάθος καὶ νὰ ῥίξη τὰ δίκτυα «εἰς ἄγραν». Περίεργη προτροπή! Δὲν ξέρει ὁ Κύριος ὅτι ἡ κοινότητα αὐτὴ τῶν ἁλιέων ὅλη τὴν νύκτα ἐκοπίασαν καὶ «οὐδὲν ἔλαβον»; Καὶ τώρα, μόλις ἔπλυναν τὰ δίκτυά των, νὰ τὰ ξαναρίξουν;
«Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν». Λέτε νὰ μὴν ξέρῃ ὁ Κύριος σὲ ποιόν («ἐπανάγαγε») καὶ σὲ ποιούς («χαλάσατε») ἀπευθύνεται; Ἀφοῦ εἶναι Παντογνώστης, ἀσφαλῶς καὶ γνωρίζει. Δοκιμάζει, ὅμως, τὴν δική των ἑτοιμότητα: Ἐὰν δὲν ἦσαν πρόθυμοι νὰ κάνουν καὶ τὸ δεύτερο, μετὰ ἀπὸ τὴν δεκτικότητά των, βῆμα, δηλαδὴ νὰ τὸν ὑπακούσουν κιόλας, τότε πῶς θὰ ἦταν ἄξιοι νὰ γίνουν οἱ μελλοντικοί Του μαθητὲς καὶ μάλιστα ὁ στενός Του κύκλος;
Ὁ Σίμων, βεβαίως, καὶ οἱ ἄλλοι, ἀπ’ ὅ τι φαίνεται, σπεύδουν νὰ ὑπακούσουν, ξεπερνῶντας τὶς λογικές των ἀμφιβολίες: «(ἂν καὶ δὲν νομίζω ὅτι θὰ πετύχω, -ουμε κάτι καλύτερο ἀπὸ πρίν), (ἐν τούτοις) ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου, χαλάσω τὸ δίκτυον.» Ἀξιοθαύμαστη, πράγματι, ἡ ῥήση τοῦ Πέτρου! Αὐτὸς παίρνει τὴν ἀπόφαση, οἱ ἄλλοι ἀκολουθοῦν. Καί, ὦ τοῦ θαύματος! «τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ.» (ὅ. π. 6)
Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός μας: «τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις» Ἐκεῖνος τὰ κάνει δυνατά, ἀρκεῖ καὶ μεῖς νὰ συγκατατεθοῦμε στὴν θέλησή Του. Καὶ τότε Ἐκεῖνος μᾶς δίνει ὄχι λίγες ἀλλὰ πολλὲς ψαριές, μᾶς ἱκανοποιεῖ ὅλα μας τὰ αἰτήματα, διότι γίνονται πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία.
Ἀρκεῖ, λοιπόν, νὰ κάνωμε καὶ ἐμεῖς τὰ βήματα ποὺ ἔκαναν οἱ μαθητές Του: ἀρχικά, νὰ τὸν δεχθοῦμε στὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας καὶ νὰ ἀκούσουμε πρόθυμα τὸν λόγο Του. Ἐὰν τὸ κάνωμε αὐτό, τότε ὁ λόγος Του θὰ μᾶς σαγηνεύσῃ, ὅπως σαγήνευσε καὶ τοὺς παραπάνω ἁλιεῖς καὶ θὰ θελήσωμε νὰ κάνωμε ἀβίαστα καὶ τὸ δεύτερο βῆμα: νὰ ὑπακούσωμε στὴν προτροπή Του «νἀ ἐπανέλθωμε στὸ βάθος» καὶ νὰ κάνωμε τὶς ἴδιες ἀκριβῶς ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες πρὶν μᾶς ὁδήγησαν στὴν ἀποτυχία, διότι, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ Πέτρος, «ὅλην τὴν νὐχτα ἐκοπιάσαμεν». Τώρα, ὅμως, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ὁ Ἴδιος «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», καὶ μὲ τὴν δική Του εὐλογία οἱ ἐνέργειές μας θὰ ἔχουν σίγουρα ἐπιτυχῆ κατάληξη.
Χρειάζεται, βεβαίως, νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ Πέτρος, νὰ κάνωμε καὶ ἐμεῖς τὴν λογικὴ ὑπέρβαση καὶ νὰ ποῦμε ἐκεῖνο τὸ περίφημο: «ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου…», θὰ ὑπακούσω ἀναντίρρητα στὸν λόγο σου. Ἐὰν τὸ κάνωμε καὶ αὐτό, ἐὰν ὑπακούσωμε ἀναντίρρητα στὸν λόγο Του, τότε θὰ δοῦμε καὶ ἐμεῖς τὰ θαυμαστὰ ποὺ εἶδαν οἱ ταπεινοὶ ἁλιεῖς καὶ ἀφ’ ἑνὸς μὲν θὰ συναισθανθοῦμε τὸ μέγεθος τῆς δικῆς μας ἁμαρτωλότητος μπροστὰ στὴν δική του θαυμαστὴ δύναμη, ἀφ’ ἑτέρου δὲ θὰ ἐντυπωσιαστοῦμε τόσο ἀπὸ τὰ θαυμάσιά Του, ὥστε νὰ θελήσωμε νὰ ἀφήσωμε καὶ ἐμεῖς «ἅπαντα» καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε, κάνοντας ἔτσι τὸ τρίτο καὶ κρισιμώτερο γιὰ τὴν σωτηρία μας βῆμα.
Νομίζετε ὅτι οἱ πρώην ἁλιεῖς μαθητὲς τοῦ Κυρίου θὰ ἔβρισκαν τὴν δύναμη καὶ θὰ ἔπαιρναν τὴν μεγάλη ἀπόφαση νὰ κάνουν τὸ ἀποφασιστικὸ αὐτὸ βῆμα γιὰ τὴν δική των σωτηρία, ἐὰν δὲν γοητεύονταν ἀπὸ τὸν λόγο Του καὶ δὲν ἔβλεπαν τὰ θαυμάσιά Του; Εἶχαν, βεβαίως, καὶ τὶς προϋποθέσεις γι’ αὐτὴν τὴν καλὴ μεταστροφὴ καί, κυρίως, καλὴ προαίρεση, θὰ προσθέσῃ κάποιος. Ναί, τὴν εἶχαν, ἀλλὰ δὲν ἀρκοῦσε μόνον αὐτή. Χρειαζόταν καὶ ἡ σαγήνη καὶ ὁ Κύριος γνώριζε ὅτι ἐὰν δὲν τοὺς ἔθελγε μὲ τὸν λόγο Του καὶ ἐὰν ὁ λόγος Του δὲν ὁδηγοῦσε σὲ ἁπτὸ ἀποτέλεσμα, μὲ τὴν δική των ἀσφαλῶς συγκατάθεση, δὲν θὰ τοὺς κέρδιζε ὡς ἁλιεῖς λογικῶν πλέον ἰχθύων. «Θάμβος περιέσχεν αὐτόν (τὸν Πέτρο) καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῶ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι» (Λουκ., ε’ 10).
Ἄραγε, ἐμεῖς θὰ πάρωμε τὴν κρίσιμη καὶ καθοριστικὴ γιὰ τὴν σωτηρία μας ἀπόφαση νὰ τὰ ἀφήσωμε ὅλα, ναὶ ὅλα, καὶ τὰ μικρότερα πάθη ποὺ μᾶς κρατοῦν σφιχτὰ στὰ δίχτυά των, ὥστε νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε ἐλεύθεροι πλέον ἀπὸ αὐτὰ καὶ μὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπό Του καὶ στὸν θαυμαστό Του λόγο, τὸν μόνο ποὺ ἔχει τὴν δύναμη νὰ μᾶς ἀναζωογονήσῃ σὲ βάθος, ὁλοκληρωτικά; Ἡ ἀπόφαση εἶναι ἀσφαλῶς δική μας. Ὁ Κύριος, βεβαίως, ἐπειδὴ γνωρίζει τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὶς ἀγκυλώσεις μας, μᾶς ἐνθαρρύνει καὶ πάλι: «μὴ φοβοῦ﮲ ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν.» (ὅ. π. 11).
Ἐὰν πάρωμε καὶ ἐμεῖς τὴν μεγάλη ἀπόφαση, ὅπως οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, τότε, μὲ τὴν βοήθειά Του πάντοτε καὶ μὲ τὴν δύναμη τῆς θείας χάριτος, ὄχι μόνον θὰ ἐνδυναμωνώμαστε οἱ ἴδιοι, ὥστε νὰ ἀπαγκιστρωνώμαστε σταδιακὰ ἀπὸ τὶς δικές μας ἀνασφάλειες καὶ ἁμαρτωλὲς δεσμεύσεις, ἀλλὰ θὰ λάβωμε, ἐπιπροσθέτως, τὴν εὐλογία νὰ ἁλιεύωμε καὶ ἄλλες ψυχὲς γιὰ τὸν Κύριο, πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν δική μας καὶ τὴν δική των σωτηρία. Ἀμήν!
Ὅπως λέει καὶ τὸ κατ’ ἐξοχὴν δεκτικὸ ὄργανο τῆς χάριτός Του, ποὺ ἄφησε νὰ ἐπενεργήσῃ πάνω του καὶ μέσα του πλουσίως, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας (Α’ Κορ., ιστ’ 13-24), «ἔρχου, Κύριε» καὶ ἀλλοίωσέ μας μὲ τὴν θερμουργό σου ἀγάπη καὶ ποίησε καὶ ἐμᾶς συγκοινωνοῦντα δοχεῖα τῆς εὐεργετικῆς Σου χάριτος. Ἔλα, Κύριε, ἀνέβα στὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας καὶ κυβέρνησέ το ἐσὺ καὶ ὁδήγησέ το σὲ τρίβους σωτηρίας, στὸν ἀσφαλῆ λιμένα τῆς αἰωνίου Σου Βασιλείας, ποὺ μακάρι ὅλοι νὰ δεχθοῦμε νὰ ἀπολαύσωμε! Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος - θεολόγος
Ορθόδοξος Σύλλογος "Επάλξεις"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου