Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος για το πρωτείο και το κείμενο της Ραβέννας

Μεσσηνίας Χρυσόστομος για το πρωτείο και το κείμενο της Ραβέννας
Μία συζήτηση που θα έχει, ως φαίνεται, μακρά διάρκεια άνοιξε στην τελευταία συνεδρίασή της η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας.
Το θέμα του πρωτείου και της συνοδικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι βέβαιο πως θα απασχολήσει το επόμενο διάστημα τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.Το ποιος έχει δίκιο ή άδικο δεν είναι της παρούσης και δεν εξαντλείται φυσικά σε μερικές γραμμές.
Η δημοσιογραφική πένα, άλλωστε, είναι αναρμόδια για να κλίνει υπέρ της μίας ή της άλλης θέσης και να τοποθετηθεί επαρκώς επί του συγκεκριμένου δύσκολου, ομολογουμένως, ζητήματος.
Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται η εμπειρία των ειδικών, η επιστημονική επάρκεια και η εμπειρία θεολόγων, καθηγητών πανεπιστημίου και ιεραρχών.Στο πλαίσιο αυτό η Romfea.gr παρουσιάζει το άρθρο του Μητροπολίτη Μεσσηνίας και Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρυσοστόμου, ο οποίος αναφέρεται διεξοδικά στην απόφαση της Ραβέννας.
Του Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ι.Τo Κείμενο τής Ραβέννας (8-14 Οκτωβρίου 2007), οπως καί τά τρία προηγούμενα του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ τών Ορθοδόξων καί τών Ρωμαιοκαθολικών (Μόναχο 1982, Βari 1987, Νέο Βάλαμο 1988), άποτελουν: α) Κείμενα «σύγκλισης» (convergences), μέ τά όποία εγκαταλείπεται κάθε παλαιά μέθοδος στείρας καί συγκριτικής αντιπαράθεσης θεολογικών επιχειρημάτων ή όποιαδήποτε άλλη πολεμική απολογητικού τύπου.
Είναι Κείμενα στά όποία αποτυπώνεται η κοινή παράδοση τής πρώτης Άδιαίρετης Εκκλησίας, δηλαδή τής περιοδού πρίν τό σχίσμα μεταξύ Άνατολής καί Δύσης (1054), καί περιλαμβάνούν τά θεολογικά εκείνα σημεία (συμφωνίας καί ασυμφωνίας), ώς συμπεράσματα τών γενομένων Θεολογικών συζητήσεων, αντιπαραθέσεων καί συμφωνιών, μεταξύ τών κληρικών καί λαϊκών θεολόγων, ώς αντιπροσώπων τών αντιστοίχων ‘Εκκλησιών.
Τά συγκεκριμένα Κείμενα δέν είναι Ομολογίες πίστεως, άλλά μία προσπάθεια αποτύπωσης τής κοινής Θεολογικής παράδοσης τής Άδιαίρετης Εκκλησίας, χωρίς αυτό νά συνεπάγεται ότι αποτελούν καί τήν επαρκή ή καί τήν αποκλειστική βάση γιά όποιαδήποτε μορφή εκκλησιαστικής αποκατάστασης τής εύχαριστιακής κοινωνίας, γεγονός τό όποίο απαιτεί καί άλλες προϋποθέσεις.
Τα Κείμενα αυτά δέν εκφράζούν πάντοτε τήν όμοφωνία (consensus), αφού είναι δυνατόν νά αποτυπώνούν ακόμη καί τίς υφιστάμενες ή τίς διακριβούμενες αποκλίσεις καί έτσι νά υποδηλώνούν καί τήν έλλειψη μιάς πλήρούς συμφωνίας μεταξύ τών δύο διαλεγομένων Εκκλησιών.
Τέλος δέν πρέπει νά μάς διαφεύγει, ότι αποτελούν επιμέρούς τμήματα ή μέρη μιάς ευρύτερης διαδικασίας αποδοχής (reception), αφού πρέπει νά ελεγχθούν, νά αξιολογηθούν καί νά εφαρμοστούν άπό τό έκκλησιασιικό πλήρωμα, τό «consensus fideliurn», νά περάσούν δηλαδή μέσα άπό τό Θεολογικό προβληματισμό καί τήν δοκιμασία όλοκλήρου του έκκλησιαστικού σώματος, ώς εύχαριστιακής κοινότητας, οπού τά Κείμενα Θά αποδεσμευτούν άπό τόν «μονό-λογο» τών Θεολογικών ‘Επιτροπών.
Αυτό ομως είναι τό επόμενο καί τό σημαντικότερο στάδιο του Θεολογικού Διαλόγου.
ΙΙ. Τό συγκεκριμένο λοιπόν Κείμενο τής Ραβέννας φέρει τόν τίτλο «Εκκλησιολογία καί κανονικαί συνέπειαι τής μυστηριακής φύσεως τής Εκκλησίας. Εκκλησιασιική Κοινωνία, Σννοδικότης καί ‘Εξουσία».
Η σύνταξή τον έγινε σέ μία πρώτη μορφή, στη Μόσχα (1990) καί στη συνέχεια τό έπεξεργάστηκε ή Συντονιστική ‘Επιτροπή τής Ρώμης (2005), ή δέ τελική τον μορφή διαμορφώθηκε σέ δύο συνεδριάσεις τής `Ολομελείας (Βελιγράδι -2006 καί Ραβέννα – 2007).
Τό Κείμενο τής Ραβέννας αποτελεί τήν συνέχεια τών προηγούμένων τριών έκκλησιολογικών Κειμένων, καί όχι ένα Κείμενο θεολογικά ανεξάρτητο καί αυτόνομο.
Τό σημαντικό είναι ότι αποτελεί μία πρώτη Θεολογική προσέγγιση τών τελευταίων παραγράφων τον Κειμένου του Νέου Βαλάμου (1988), στις όποίες επισημαίνεται αφενός, οτι τό πρωτείο τον έπισκόπού Ρώμης αναγνωρίζεται ώς μία σοβαρή διαφορά μεταξύ τών δύο Εκκλησιών καί αφετέρού, ότι Θά πρέπει νά αποτελέσει τό μελλοντικό θέμα πρός συζήτηση καί μάλιστα υπό ήν προϋπόθεση τής αρχής τής «εκκλησιαστικής κοινωνίας».
Συγκεκριμένα στό Κείμενο του Νέου Βαλάμου υποδεικνύεται ώς βασική κανονική αρχή έφαρμογής καί λειτουργίας του «πρωτείού» στήν ‘Εκκλησία ή κανονική παράδοση του 34ου Άποστολικού Κανόνα, σύμφωνα μέ τόν όποίον ό πρώτος τών έπισκόπων κάθε τοπικής Εκκλησίας, δέν αποφασίζει, παρά μόνο μέ τή συναίνεση τών άλλων έπισκόπων άλλά καί αυτοί δέν μπορούν νά λάβούν αποφάσεις χωρίς τήν συναίνεση του πρώτου τής συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας (§§ 53 κ’ 55).
Μέ βάση λοιπόν αυτές τίς έκκλησιολογικές προϋποθέσεις τό Κείμενο τής Ραβέννας προβληματίζεται μέ τήν έννοια τής «έκκλησιαστικής κοινωνίας», τής «συνοδικότητος» καί τής «αυθεντίας» (§ 2), άλλά καί του τρόπου με τόν όποίον φανερώνεται, μέσα άπό τίς Θεσμικές έκκλησιαστικές δομές, τό μυστήριο τής « έκκλησιαστικής κοινωνίας», οπως αυτή πραγματώνεται σέ κάθε τοπική Εκκλησία άλλά καί στή κοινωνία «πασών τών τοπικών Εκκλησιών» (§ 3).
Στό σημείο αυτό καί προλογικά πρέπει νά αναφέρουμε, ότι ό ορος «έκκλησιαστική κοινωνία» είναι «σημαντικός» γιατί αποτελεί δομικό στοιχείο γιά τήν έννοια καί τό περιεχόμενο του όρου «Εκκλησία» (πρβλ. § 33).
Προσδιορίζεται μ’ αυτόν τόν όρο ή έννοια τής «Καθολικότητας», ώς ή έκφραση τής έκκλησιαστικής κοινωνίας καί ένότητας στήν πίστη, στήν ευχαριστία καί στή διακονία, καί περιγράφεται ό τρόπος «κοινωνίας» καί σχέσης κάθε τοπικής Εκκλησίας μέ τίς λοιπές τοπικές Εκκλησίες άλλά καί μέ τή Μία καί Αδιαίρετη Εκκλησία (§ 11).
Μέ βάση λοιπόν τίς παρούσες είσαγωγικές αναφορές μέ τό Κείμενο τής Ραβέννας:
α) Δίδεται ό όρισμός τής «συνοδικότητας», ώς σύναξης έπισκόπων άσκούντων ιδιαίτερη ευθύνη καί έπισημαίνεται ή υφιστάμενη «τάξις» μεταξύ τών κατά τόπούς Εκκλησιών, χωρίς νά υπονοείται κάποια ανισότητα μεταξύ τούς (§ 5), έν συγχρόνως περιγράφεται τό καθήκον τών έπισκόπων (§ 8) καί τό έργο τών συνόδων, ώς τον κυρίου μέσον πραγμάτωσης τής κοινωνίας μεταξύ τών έπισκόπων (πρβλ. Νέο Βάλαμο 52, Μονάχού ΙΙΙ, 4) (§ 9).
Τό έργο αυτό τών συνόδων ασκείται σέ τρία έπίπεδα έκκλησιαστικής κοινωνίας καί συγκεκριμένα «έπί τον έπιπέδον της τοπικής Εκκλησίας, τής πεπιστενμένης είς ένα έπίσκοπον, του έπαρχιακου έπιπέδου ένός συνόλου τοπικών Εκκλησιών μετά τών έπισκόπων τούς, οί όποίοι άναγνωρίζονν τόν «πρώτον» μεταξύ τούς (34ος Άποστολικός Κανών), καί έπί τον έπιπέδον τής άνά τήν οίκουμένην (universal) Εκκλησίας, οπου έκείνοι οί όποίοι είναι πρώτοι είς τάς διαφόρούς έπαρχίας άπό κοινού μεθ’ ολων τών έπισκόπων, συνεργάζονται είς ο,τι άφορά είς τό σύνολον τής ‘Εκκλησίας. Επί τον τελευταίου τούτον, όφείλουν νά γνωρίζούν οί «πρώτοι» ποιός είναι ό «πρώτος» μεταξύ αυτών» (§ 10).
β) Καθορίζεται τό περιεχόμενο τον δρον « αυθεντία» στήν ‘Εκκλησία, ώς χάρισμα διακονίας, τό όποίο λαμβάνεται μέ τή χειροτονία. Τό συγκεκριμένο χάρισμα δέν αποτελεί ιδιωτικό ή ατομικό κτήμα, ασκείται έντός τής έκκλησιαστικής κοινότητας καί γιά λογαριασμό τής έκκλησιαστικής κοινότητας, καί μάλιστα σέ μία διαλεκτική συμμετοχής καί ασκήσεως, ή όποία περιγράφεται ώς σχέση μεταξύ «τον έπισκόπον όντος έν τή ‘Εκκλησία καί τής ‘Εκκλησίας ούσης έν τ έπισκόπω (πρβλ. Άγ. Κυπριανού, ‘Επιστολή 66, 8)» (§ 13). Η έκφραση αυτή τής «αυθεντίας» έπιτελείται «άνευ σωματικού ή ήθικον έξαναγκασμον», διασφαλίζεται «μέσω τής έλενθέρας συναινέσεως καί αυτοβούλου συνεργασίας» καί έκφράζεται «ώς υπακοή πρός τήν ανθεντίαν τής Εκκλησίας» (§ 14). Η άσκηση τέλος τής «αυθεντίας» ασκείται μέ βάση τούς κανόνες καί τά διατάγματα τής Εκκλησίας (§ 16).
γ) Απαντώνται δύο βασικά έκκλησιολογικά έρωτήματα: Μέ ποιό τρόπο οί Θεσμικές δομές τής Εκκλησίας έκφράζονν κατά τρόπο όρατό καί διακονούν τό μυστήριο τής κοινωνίας, καί πώς οί κανονικές δομές τών Εκκλησιών έκφράζονν τήν «έν τή πίστει καί έν τοίς μνστηρίοις» κοινωνίαν. Κύριος σκοπός τής ενότητας αυτής και κοινωνίας ειναι κυρίως να περιγραφούν τά τρία έπίπεδα έκφρασης τής «σννοδικότητας» καί τής «αυθεντίας», δηλ. «τής τοπικής Εκκλησίας περι τον επισκόπον της, αύτο τής επαρχίας, η οποια περιλαμβάνει περισσοτέρας γειτνιαζούσας τοπικάς ‘Εκκλησίας, καί αυτό όλοκλήρον της οίκονμένης, ή όποία περιλαμβάνει δλας τάς τοπικάς ‘Εκκλησίας» (§ 17). Η τριμερής αυτή έκφραση τής ένότητας, στά πλαίσια λειτουργίας τής συνοδικότητας, είναι ή πλέον ουσιαστική, γιατί μέ τόν τρόπο αυτό περιγράφεται κυρίως ό ρόλος τον «πρώτου» σέ κάθε έπίπεδο συνοδικότητας.
Ετσι, λοιπόν, ή ‘Εκκλησία του Θεολυ υπάρχει οπου υπάρχει κοινότης συνηγμένη έν τή Ευχαριστία, προεξάρχοντος, είτε αμέσως είτε μέσω τών πρεσβύτέρων, του επισκόπου νομίμως χειροτονηθέντος έν τή αποστολική διαδοχή, διδάσκοντος τήν πίστιν τήν παραληφθείσαν παρά τών Άποστόλων, έν κοινωνία μετά τών λοιπών έπισκόπων καί τών ‘Εκκλησιών τών.
Καρπός τής Ευχαριστίας ταύτης καί τής διακονίας είναι ή σνναξις πάντων όσοι έχουν λάβει Πνεύμα Χριστού έν τω Βαπτίσματι είς μίαν αυθεντικήν κοινωνίαν πίστεως, προσευχής, αποστολής, αδελφικής αγάπης καί άλληλο-βοηθείας.
Η κοινωνία αυτή είναι τό πλαίσιού έντός τον όποίον ασκείται πάσα έκκλησιαστική αυθεντία.
Η κοινωνία αποτελεί τό κριτήριού διά τήν άσκησιν ταύτης. (§ 18). Επιπλέον κάθε τοπική Εκκλησία «παρουσιάζεται ήδη συνοδική είς τήν δομήν της», στήν όποίαν «περιλαμβάνει έπίσης όλα τά μέλη τής κοινότητας έν τή υπακοή πρός τόν έπίσκοπον, όστις είναι ό πρώτος καί ή κεφαλή τής τοπικής ‘Εκκλησίας» (§ 20), ένω στό πρόσωπο του Επισκόπού κάθε τοπικής ‘Εκκλησίας συγκλίνουν όλα τά χαρίσματα καί οί διακονίες έν τή Εκκλησία, χωρίς αυτό νά συνεπάγεται άδρανοποίηση, παραμέληση, υποκατάσταση ή κυριαρχία υφ’ οίουδήποτε είς βάρος οίουδήποτε έτέρον, γεγονός τό όποίο άποδεικνυει οτι ο επίσκοπος ειναι υπηρέτης τής κοινωνίας τής τοπικής ‘Εκκλησίας ένω προσδιορίζονται καί τά ορια «τής αυθεντίας ένός έκάστου έν τή ‘Εκκλησία» (*21).
δ) Επισημαίνονται, ότι «αυθεντία» τον «πρώτου» μπορεί νά όριστεί ώς κοινωνία αγάπης καί διακονίας καί όχι ώς κάποια άλλη μορφή έκφρασης κάποιας κοσμικής ισχύος καί έξουσίας, ένώ ή σημασία τον λειτουργήματός του καί ή έφαρμογή του καθορίζονται μέ βάση, όσα αναφέρει ό 34ος Άποστολικός Κανόνας.
Ο «πρώτος» δηλαδή είναι μέρος μιάς συγκεκριμένης έκκλησιαστικής κοινότητας καί δέν είναι αύτο-οριζόμενος. Η κοινωνία τών έπισκόπων μεταξύ τούς έπιβεβαιώνει καί διασφαλίζει τήν ένότητα καί καθολικότητα τών ‘Εκκλησιών (§ 27). Ο κάθε πατριάρχης όφείλει νά βρίσκεται σέ πλήρη καί αδιάκοπη κοινωνία πίστης καί αγάπης μέ όλονς τούς άλλους πατριάρχες.
Η έκκλησιαστική αυτή κοινωνία τών πατριαρχών, ώς «πρώτων» μέ τούς άλλους «πρώτούς», έχει ώς συνέπεια νά αποκλείει κάθε έννοια κυριαρχικού, καταπιεστικού καί έξουσιαστικού περιεχομένού του λειτουργήματος ένός «πρώτου» σέ σχέση μέ τούς άλλους «όμοταγείς» πρώτούς τής Καθολικής Εκκλησίας.
Ο «πρώτος» δρα έν κοινωνία αγάπης μαζί μέ τούς άλλους «πρώτούς», τούς προκαθημένους τών άλλων Εκκλησιών, ώς primus inter paxes.
Η παρούσα εκκλησιολογική αρχή είναι πολύ σημαντική οσον άφορά στόν έπίσκοπο τής Ρώμης, ό όποίος άν καί αναγνωρίζεται ώς «πρώτος» στήν τάξη καί τήν τιμή, ώς primus inter pares μεταξύ τών πέντε πατριαρχών, έν τούτοις τό πρωτείο αυτό δέν ισχύει καί γιά τό σύνολο τών έπισκόπων τής Εκκλησίας ούτε σέ σχέση πρός τήν Καθολική Εκκλησία («Παγκόσμια Εκκλησία») (πρβλ. §§ 40-44). Η έκκλησιολογική αυτή Θέση, κοινά αποδεκτή καί άπό τά δυό διαλεγόμενα μέρη, έπιβεβαιώνεται άπό τήν κοινή ίστορικο-κανονική καί λειτουργικά παράδοση τής Άδιαίρετης Εκκλησίας, τής πρώτης Χιλιετίας.
ε) Εμπεριέχονται τά τής λειτουργίας τής «συνοδικότητας», ώς μέσον έκφρασης τής έκκλησιαστικής ένότητος καί κοινωνίας. Καμμία περιφερειακή σύνοδος δέν έχει αυθεντία σέ άλλες έκκλησιαστικές περιφέρειες. (§ 27). Ο Θεσμός τών έπαρχιακών καί τών πατριαρχικών συνόδων (§ 28) καί τό ιδιαίτερο σχήμα τών τοπικών «Επισκοπικών Συνελεύσεων» (Conference Episcopale), οί όποίες άπό έκκλησιαστικής απόψεως δέν Θεωρούνται απλές διοικητικές υποδιαιρέσεις ή δομές, είναι μορφή έκφρασης τής «κοινωνίας έν τή ‘Εκκλησία» (§ 29).
Τέλος στ) Προσδιορίζονται οί όροι καί οί προϋποθέσεις χαρακτηρισμού (§ 38), σημασίας (§ 35, β) καί αναγνώρισης τών αποφάσεων τών Οικουμενικών Συνόδων (§ 37), οί όποίες Θεωρούνται ώς ένα έκτακτο γεγονός («καιρός») στή ζωή τής Εκκλησίας (§ 39).
ΙΙΙ. Στοιχεία του Κειμένου τής Ραβέννας, τά όποία πρέπει νά έπισημανθονν είναι: α) Η περιγραφή τον περιεχομένού τής «καθολικότητας τής ‘Εκκλησίας» καί ή σχέση αυτής πρός τήν ένότητα τής ‘Εκκλησίας καί τήν τοπικότητα τών ‘Εκκλησιών. (πρβλ. §§ 11, 22, 23, 26, 27, 31, 32, 33, 35). β) Ο καθορισμός καί ή διευκρίνιση, ότι μέ τούς ορούς «Εκκλησία», « ή άνά τόν κόσμού ‘Εκκλησία», « ή αδιαίρετος ‘Εκκλησία» καί «τό σώμα τον Χριστού» δέν υπονομεύεται άπό τή Μικτή Θεολογική Επιτροπή ή πεποίθηση ότι ή Ορθόδοξη Εκκλησία ανήκει, είς τήν Μία, Άγία, Καθολική καί Άποστολική ‘Εκκλησία, οπως αυτή έκφράζεται στό Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως. (υποσ. 1). γ) Η αναγνώριση στοιχείων (elements) έκκλησιαστικότητας και έκτός τής Καθολικής κοινωνίας (υποσ. 1). δ) Ο προσδιορισμός του περιεχομένού τον όρου «εκκλησιαστική συνείδηση» (sensus fidelium) (§ 7).
Ιν. Τέλος πρέπει νά άναφέρουμε καί τά σημεϊα έκείνα μέ τά όποια τονίζονται οί υφιστάμενες αποκλίσεις μεταξύ τών δύο Εκκλησιών, καί οί όποιες Θά μελετηθούν στό μέλλον.
Από τή Μικτή Θεολογική Επιτροπή αναγνωρίστηκε ότι χρήζούν περαιτέρω μελέτης καί έξετάσεως:
α) Η μετά τό σχίσμα διαδικασία σύγκλησης λειτουργίας καί αποδοχής τών αποφάσεων τών Οίκονμενικών συνόδων «έν τή αυστηρά έννοία τον δρον» (§§ 39, 36, 37). β) Η Θέση καί ό ρόλος τον έπισκόπον Ρώμης, ώς «πρώτου» μεταξύ τών πατριαρχών καί « έν τή κοινωνία ολων τών ‘Εκκλησιών» (§ 45) καί γ) Η έρμηνεία βιβλικών καί λοιπών κειμένων σχετικά μέ τήν έφαρμογή καί τήν άσκηση τον «πρωτείού», στά πλαίσια τής «Παγκόσμιας Εκκλησίας» (§ 43, 2 καί 46).
V. Άξιολογικά Θά μπορούσαμε νά άναφέρονμε, ότι τό Κείμενο τής Ραβέννας, ώς μία συνέχεια τών προηγούμένων έκκλησιολογικών κειμένων, παραγωγή τής Μικτής Θεολογικής ‘Επιτροπής, ώς Κείμενο απόλύτα Θεολογικό – έκκλησιολογικό, καί όχι απολογητικό, αποτελει μία ουσιαστική συμβολή στήν όλη πορεία τον Θεολογικον Διαλόγού, παρά τίς όποιες ένστάσεις, έπιφνλάξεις, ή υπερβολικές παρερμηνεϊες, οί όποιες τόσο βεβιασμένα έχουν έξαχθεί μέχρι σήμερα, άλλά καί στήν όλη έκκλησιολογική προβληματική του συγκεκριμένου Διαλόγου.
Η συμβολή του συγκεκριμένου Κειμένού έπιβεβαιώνεται: α) ‘Από τά σημεία σύγκλισης καί τά σημεία απόκλισης, γεγονός τό όποιο αποτυπώνει, μέ τόν πλέον ανάγλύφο τρόπο, τήν αυτοσυνειδησία τών δύο Εκκλησιών. β) Από τήν τόλμη μέ τήν όποία άποτυπώθησαν όρισμένες έκκλησιολογικές Θέσεις, κυρίως άπό μέρούς τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ή όποία αναγκάστηκε πολλές φορές σέ υπερβάσεις ή καί αναδιατυπώσεις παλαιότερων έκκλησιολογικών της αντιλήψεων (τό Κείμενο τής Ραβέννας είναι μία Θεολογική απάντηση στήν παπική Εγκύκλιο «Dominus Jesus»). γ) Από τόν έπαγωγικό τρόπο μέ τόν όποιον τό Κείμενο καθορίζει τό ρόλο τον «πρώτου» έκάστης ‘Εκκλησίας στά πλαίσια τής σννοδικότητας (έπίπεδο τοπικό, έπαρχιακό καί παγκόσμιο), καί τής έκφρασης τής έκκλησιαστικής αυθεντίας στά πλαίσια τής κοινωνίας τον «πρώτου» μετά τών λοιπών πρεσβύτέρων, έπισκόπων, πατριαρχών καί όχι αυτόνομα καί καθ’ νπεροχήν. δ) ‘Από τήν προοπτική διαπραγμάτεύσης τον μελλοντικού Θέματος, άπό τή Μικτή Θεολογική ‘Επιτροπή, σχετικά μέ τό ρόλο τον έπισκόπον Ρώμης στήν «κοινωνία» τής Εκκλησίας κατά τήν πρώτη χιλιετία, περίοδος τής κοινής παράδοσης τής Άδιαίρετης Εκκλησίας.
Ι. Η ποιμαντική «διαχείριση» τον παρόντος Κειμένου, οπως καί τών προηγούμένων έναπόκειται στήν ευθύνη καί τήν ευσυνειδησία τών Ορθοδόξων Επισκόπων καί τών τοπικών Συνόδων, στά ορια τής έκκλησιαστικής τούς δικαιοδοσίας, ένώ μέ τή συγκεκριμένη έκκλησιολογική προοπτική του Κειμένού καταρρίπτεται κάθε κινδυνολογία περί «αλλοιώσεως τον έκκλησιολογικον πιστεύω καί τον φρονήματος τής Ορθοδοξίας», οπως λέγούν, κάποιες φωνές όποίες ασκούν άδικη κριτική στούς Ορθόδοξούς Άντιπροσώπονς στό συγκεκριμένο Θεολογικό Διάλογο.
Η όποιαδήποτε σοβαρή ένσταση ή έπιφύλαξη είναι Θεμιτή καί όπωσδήποτε πρέπει νά τύχει καί τής ανάλογης προσοχής καί έξέτασης, ομως άπό τά αντίστοιχα συνοδικά όργανα καί μόνο, γιατί τό «charisma veritatis certum» (βέβαιο χάρισμα τής αληθείας) δέν μπορει νά έκφράζεται υπό μεμονωμένων ατόμων ή όμάδων, άλλά μόνο υπό τον συνόλού τής Εκκλησίας, ή όποία συγκεντρώνεται περί τούς άληθείς ποιμένες της καί συγκεκριμένως περί τούς έπισκόπους της.
Συνεπώς όποιαδήποτε ένδοεκκλησιαστική τάση άνάπτυξης τής θεωρίας, ότι «ό έπιβεβλημένος σωτήριος, κανονικός καί άγιοπνενματικός δρόμος τών πιστών, κληρικού καί λαϊκού, είναι ή άκοινωνησία, ή διακοπή τον μνημοσύνού τών έπισκόπων, οί όποιοι καθίστανται, συνυπεύθύνοι καί συγκοινωνώ τής αίρέσεως καί τής πλάνης», είναι ώς προτάσεις, έκκλησιολογικώς απαράδεκτες, οί όποιες αυτόματα συνεπάγονται καί τήν έκκλησιαστική αυτονόμηση, μέ κανονικές συνέπειες.
Οι ένθερμοι συντάκτες «Ομολογιών πίστεως» δεν είναι δυνατόν να δρουν ως αυτονομημένα άτομα η εκκλησιαστικές μονάδες, μάλιστα εν ονόματι “Λαού του Θεού”, ερήμην του Λαού του Θεού και επί τη βάσει κριτηρίων της λεγομένης λαϊκής τους έκφρασης, “ενσυνειδήτως” η ασυνειδήτως, η της αποκλειστικότητας μιας αόρατης αυθεντίας, με αποτέλεσμα να θεωρούν τους εαυτούς τους, ότι εκφράζουν την απόλυτη “εκκλησιαστική συνείδηση”.
Από την ιστορία έχουμε διδαχθεί, ότι εάν μεν προέχει η εκκλησιαστική ενότητα, τότε η οργάνωση και η συνείδηση λειτουργούν μόνο προς οικοδομή της εκκλησιαστικής ζωής και της ενότητος της Εκκλησίας.
Εάν όμως προέχει της εκκλησιαστικής ζωής η οργάνωση και η συνείδηση, τότε η οργάνωση γίνεται αυτοσκοπός και έχομεν “τα εις μέρη πλείονα διηρημένα” (Μ. Βασίλειος)
ROMFEA.GR

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου